ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ
ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ
Η ΆΙΣΛΙΝ ΕΞΕΤΑΣΕ το
καταβεβλημένο πρόσωπο του Ίθαν. Την κοίταζε παρακλητικά κάθε φορά που τον
επισκεπτόταν. Είχε την αίσθηση πως θα την έπειθε για την αθωώτητά του. Αλλά ο
Αντρέ της είχε μιλήσει και της είχε πει όλα όσα δεν θυμόταν. Ήξερε πως ο Ίθαν
είχε προσπαθήσει να την σκοτώσει και πως ο κακός της εαυτός την είχε σώσει. Της
είπε κι άλλα. Πως αμέσως μετά είχε προσποιηθεί πως ήταν νεκρός. Μόλις είχε
φύγει η Άισλιν είχε προσπαθήσει να την ακολουθείσει και τότε ο Κίλιαν κάρφωσε
το σώμα του με πέντε σκοτεινά στιλέτα. Ύστερα ο Κίλιαν είχε τρέξει για να
βοηθήσει την κοπέλα και ο Αντρέ είχε αναλάβει τον Ίθαν. Τον είχε οδηγήσει μέσα
στη φυλακή προκαλώντας του ψευδαισθήσεις και τον είχε κλειδαμπαρώσει εκεί μέσα.
Αυτά τα κελιά ήταν ειδικά φτιαγμένα για μάγους. Όσο ισχυροί κι αν ήταν δεν
μπορούσαν να ασκήσουν τη μαγεία τους εκεί μέσα. Ετσι; ο Ίθαν ζούσε εκεί
δυστυχισμένος.
Ο λόγος όμως που η κοπέλα τον επισκεπτόταν
κάθε μέρα δεν ήταν αυτός. Ο Κέζελθ της είχε πει με βεβαιότητα πως ο Κλέιν ήταν
μαζί του όταν δολοφονήθηκε η μητέρα της. Αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα. Ο Ίθαν
είχε σκοτώσει την Έις κι αυτό δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ. Καθόταν έξω από το
κελί και ασκούσε μαγεία όσο εκείνος αφήνιαζε. Μετά του χάριζε το πιο μεγάλο και
ειρωνικό χαμόγελο που μπορούσε να σχηματίσει και εξαφανιζόταν. Μερικές φορές
μιλούσε μαζί του. Τον ρωτούσε γιατί το είχε κάνει όλο αυτό. Μα ο Ίθαν αρνούταν
να της απαντήσει. Κάποιες άλλες φορές ήθελε τόσο πολύ να ασκήσει βία πάνω του,
κι έτσι έσερνε τα πόδια της μακριά από εκεί. Του χαμογέλασε κι εκείνος την
αγριοκοίταξε.
«Σήμερα θα πάμε
να δούμε τα αστέρια με τη Φιέρα.» Ανακοίνωσε πρόσχαρα. Ο Ίθαν μόρφασε αδιάφορα.
«Κρίμα που δεν θα
ναι μαζί σας ο αγαπημένος σου.» Τα λόγια του έσταζαν δηλητήριο μα αυτή τη φορά
η Άισλιν ήταν πολύ εύθυμη. Έτσι, απλά γέλασε.
«Όχι, όχι.» Του
είπε ενώ το χαμόγελο άγγιζε τα μάτια της. «Σήμερα συνήλθε.» Με αυτά τα λόγια
τον άφησε να κοπανιέται πάνω στα σίδερα του κελιού και έφυγε βιαστικά.
Είχε αργήσει. Βγήκε τρέχοντας από τη φυλακή
και χαιρέτησε τους φύλακες που πλέον γνώριζε καλά. Δεν είχε χρόνο για να
σταματήσει να τους μιλήσει όπως έκανε συνήθως. Ο ουρανός ήταν μαύρος και τα
αστέρια κρύβονταν από τα φώτα του Μέινλοουν. Εκεί που πήγαινε όμως υπήρχε
απόλυτο σκοτάδι. Εκεί όλα τα αστέρια θα λαμπύριζαν. Ξαφνικά σταμάτησε να τρέχει
και ξεκίνησε να βαδίζει πιο αργά και διστακτικά. Τώρα έπρεπε να σε συναντήσω; Αναρωτήθηκε μορφάζοντας. Ο Κέζελθ της
χάρισε ένα πονηρό βλέμμα και γέλασε.
«Ένα λεπτό δεν
έχεις για τον γέρο σου;» Εκείνη μόρφασε με τον τρόπο που αναφερόταν στον εαυτό
του και στάθηκε μπροστά του.
«Γεια.» Είπε με
ένα αγχωμένο χαμόγελο στερεωμένο στα χείλη της. Τα μάτια του Κέζελθ είχαν ακόμη
εκείνη τη λαδί, φιδίσια απόχρωση που μπορούσε να υπνωτίσει τον οποιοδήποτε.
Έτσι όσο την κοίταζε την βοηθούσε να ξεχάσει για λίγο πόσο βιαζόταν. Για λίγο.
«Σκέφτηκες την
πρότασή μου;» Απαίτησε να μάθει καθώς πείραζε το σαγόνι του.
«Ναι.» Του είπε
γρήγορα εκείνη. Το πρόσωπό του φωτίστηκε από την έκπληξη και μετά επισκιάστηκε.
Είχε αναγνωρίσει το σοβαρό της βλέμμα. Δεν θα του έλεγε αυτό που ήθελε να
ακούσει. «Λοιπόν, θα αναλάβω την ηγεσία του Άπερον, αλλά όχι ακόμη. Τώρα θέλω
να ταξιδέψω. Αν δεν δω αυτό τον κόσμο από άκρη σε άκρη πως θα τον κυβερνήσω;
Άμα δεν μάθω τους ανθρώπους πώς θα τους καταλάβω;» Ο Κέζελθ χαμογέλασε με τα
όμορφα λόγια της άθελά του και την τράβηξε κοντά του. Την έσφιξε στην αγκαλιά
του και ύστερα την απελευθέρωσε.
«Εντάξει. Μου θυμίζεις
πολύ τη μητέρα σου. Έχεις μεγάλα όνειρα και δίνεις αξία στους ανθρώπους.»
Εκείνη ένευσε και του έκλεισε το μάτι.
«Άλλωστε τώρα είναι
η ευκαιρία σου να γίνεις σωστός ηγέτης. Γίνε αυτό που θα ήθελε εκείνη.» Του
είπε ενώ απομακρυνόταν.
Έτρεξε μέχρι το κέντρο του Μέινλοουν. Ήταν
ήδη λαχανιασμένη και ιδρωμένη, υπέροχα.
Ο Κίλιαν την είδε πριν να τον βρει με τα μάτια της. Την πλησίασε και την σήκωσε
στον αέρα. Εκείνη τον παρακολούθησε έκπληκτη να την ανεβάζει πάνω στον Σάντεν.
Όλη την ώρα είχε την αίσθηση πως θα έπεφτε. Αλλά δεν είχε κουνηθεί ούτε ίντσα.
Η ανάσα του και το άρωμά του την είχαν καθηλώσει. Ακόμη δεν είχε συνηθίσει στην
ιδέα πως είχε ξυπνήσει. Για έναν ολόκληρο μήνα τον κρατούσε μετά βίας ζωντανό.
Χωρίς να το θέλει είχε ξεκινήσει να χάνει την ελπίδα της. Την άφησε να καθίσει
μπροστά από ένα καρφί της ραχοκοκαλιάς του Σάντεν και φώλιασε ακριβώς από πίσω
της. Έτσι, όλο του το σώμα άγγιζε πάνω στο δικό της. Εκείνη αναρρίγησε και τα
μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα. Προσπάθησε να σταθεροποιήσει την ανάσα και την
καρδιά της που πρόδιδαν πόσο αναστατωμένη ήταν.
Τα μάτια της συνάντησαν εκείνα της Μία που
την παρακολουθούσαν παιχνιδιάρικα και όλο νόημα. Μισόκλεισε τα μάτια της και
κοίταξε τον Εστέφαν και τη Φιέρα. Είχαν αγκαλιάσει τον Σάντεν σαν να ήταν
παιδιά. Μισό λεπτό, η Φιέρα ήταν παιδί οπότε ήταν λογικό. Ο Εστέφαν όμως δεν
ήταν παιδί και φαινόταν πολύ περίεργος. Γέλασε ικανοποιημένη με την επικοινωνία
που είχε με το κορίτσι. Αμέσως μετά οι δυο τους ξέσπασαν σε γέλια. Η Άισλιν
γύρισε το πρόσωπό της και η ματιά της συνάντησε εκείνη του Κίλιαν.
«Ζηλεύεις;»
Ρώτησε εξεταστικά. Εκείνος άστραψε μισό χαμόγελο.
«Λίγο.»
Παραδέχτηκε με ενοχή. «Όμως χαίρομαι περισσότερο που είχε κάποιον για να τη προστατεύει
όλα αυτά τα χρόνια.» Η Άισλιν ένευσε. Συμφωνούσε απόλυτα.
«Ο Αντρέ;» Ρώτησε
ενώ τον αναζητούσε με τα μάτια της. Ο Κίλιαν κοίταξε μακριά της ενοχλημένος.
«Μου είπε να σου
πω πως θα σε κοιτάζει από τις σκιές.» Της ανακοίνωσε. Έκλεισε τα μάτια της
απογοητευμένη. Μόλις τα άνοιξε ξανά πρόσεξε τον Λίον. Βρισκόταν στο κεφάλι του
Σάντεν και κουνούσε τα χέρια του σαν να ήταν ο ηγέτης όλου του κόσμου. Ίσως να
έπρεπε να τον φέρει σε επαφή με τον Κέζελθ.
«Κίτζι δες!»
Φώναξε η Φιέρα τραβώντας σαν μαγνήτης τη προσοχή της Άισλιν. «Αυτός δεν είναι ο
αστερισμός του τοξότη που μου είχες δείξει;» Ο άντρας χαμογέλασε πλατιά.
«Ναι, μπορείς να
βρεις και τη μικρή άρκτο;» Η φωνή του ήταν πιο ζεστή από ποτέ.
«Αυτό είναι
παιχνιδάκι.» Του απάντησε εκείνη γελώντας.
Τελικά έφτασαν στον πύργο του Μέινλοουν.
Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός. Όμως ήταν αρκετά για να μην κρύβονται τα αστέρια από
το φως της πόλης. Ο Σάντεν αιωρήθηκε μπροστά από το σκοτεινό παράθυρο και όλοι τρύπωσαν
κρυφά στον πύργο. Όσο κρυφό γινόταν να είναι όταν ένας τεράστιος δράκος τους
είχε μεταφέρει εκεί. Ύστερα ο Σάντεν σκαρφάλωσε στην οροφή και κρέμασε τα
σαγόνια του. Έκρυψε το μισό τμήμα των δυτικών παραθύρων όμως κανείς δεν
ενοχλήθηκε. Ρουθούνισε ικανοποιημένος ενώ βολευόταν καλύτερα και γκρέμιζε
αρκετά κεραμίδια. Κάθισαν στα περβάζια των τεράστιων παραθύρων και κρέμασαν τα
πόδια τους έξω από αυτά. Ο Εστέφαν βρισκόταν δίπλα στη Φιέρα κι εκείνη δίπλα
στον Κίλιαν. Αυτό άφηνε τη Μία και την Άισλιν μόνες με τον Λίον. Εκείνος
φλυαρούσε σχετικά με τον πόλεμο και τις μάχες. Κάποια στιγμή μάλιστα σηκώθηκε
όρθιος και τους έδειχνε μια μάχη σαν να ήταν παντομίμα.
Ο
ουρανός ήταν μαύρος και αχανής. Μέσα στην αγκαλιά του υπήρχαν χιλιάδες αστέρια.
Άλλα ήταν πιο φωτεινά, ενώ κάποια άλλα έπρεπε να καταβάλλει κανείς προσπάθεια
για να τα δει. Όμως υπήρχαν και έλαμπαν. Η Σελήνη έμοιαζε με λεπτή φλοίδα
λεμονιού. Η Φιέρα κοίταζε τον ουρανό με μάτια φωτεινά και ευτυχισμένα. Ο πόνος
που είχε κλείσει μέσα της ξεκίνησε να ρέει με τη μορφή δακρύων. Ο Κίλιαν και ο
Εστέφαν προσπάθησαν να την καθησυχάσουν μα εκείνη δεν τους άκουγε. Κοίταζε τον
ουρανό και έκλαιγε.
«Σας ευχαριστώ.»
Είπε μετά από μισή ώρα απόλυτης ησυχίας.
Όλοι έπεσαν πάνω της και ξεκίνησαν να της
μιλούν και να την αγκαλιάζουν. Μετά η Μία πήρε τα ηνία και ξεκίνησε να παίζει
μαζί της και να την γαργαλάει. Ο Εστέφαν φαινόταν ευτυχισμένος. Μετά από όλα
αυτά τα άδεια χρόνια της ζωής του, η καρδιά του ήταν βαριά. Στη σκέψη πως η
Φιέρα από εδώ και στο εξής θα μεγάλωνε φυσιολογικά η καρδιά του σάλευε άρρυθμα.
Ήταν ασυνήθιστο συναίσθημα αυτό. Την ίδια στιγμή που η καρδιά του ήταν βαριά,
ένιωθε τόσο ανάλαφρος. Δεν είχε φανταστεί ποτέ πως θα ένιωθε έτσι. Πλησίασε το
παιδί που γελούσε ενώ η Μία το γαργαλούσε. Η Φιέρα σταμάτησε να γελάει και
παρατήρησε το σοβαρό του πρόσωπο.
Μετά τράβηξε το κεφάλι
του κοντά της και το αγκάλιασε με όλη της τη δύναμη.
«Εστέφαν δεν
είμαστε μόνοι πια.» Του είπε αναστενάζοντας. Μόλις τον άφησε εκείνος γονάτισε
σαν ιππότης και έσκυψε το κεφάλι του.
«Ονομάζομαι
Εστέφαν και είμαι στις υπηρεσίες σας, Φιέρα, Μία Μόλτεν.» Εκείνες γέλασαν μαζί
του.
Μετά από μια στιγμή όμως η Φιέρα δάκρυσε. Γιατί
θυμόταν κι εκείνη τη πρώτη μέρα που είχαν γνωριστεί. Ήταν η πιο φωτεινή της
μέρα εκεί, στο Ίορντεθ. Η Μία δεν ήξερε τι είχαν ζήσει μαζί, όμως ήξερε πως της
άρεσε αυτό το βλέμμα στα μάτια του. Του πήγαινε περισσότερο από το αυτάρεσκο
ύφος που είχε συνήθως. Όσο για την καρδιά της που παλλόταν περίεργα όταν την
κοίταζε ερωτικά, αποφάσισε να μην ενδώσει. Χρειάζονταν χρόνο για να
εμπιστευτούν ο ένας τον άλλο. Κι εκείνη έπρεπε να γυρίσει στο Σόντερν. Η μητέρα
της την χρειαζόταν.
«Για αρχή αυτό θα
πρέπει να περιμένει.» Του ανακοίνωσε υπερήφανα. Της έριξε ένα ‘πληγωμένο’
βλέμμα και εκείνη γέλασε. «Θα επιστρέψω στον Σόντερν για λίγο καιρό.» Για
κάποιον περίεργο λόγο το πρόσωπό του έγινε ιδιαίτερα εύθυμο. Μετά κοιτάχτηκε με
τη Φιέρα και γέλασαν δυνατά.
«Εντάξει, πάμε.»
Της ανακοίνωσε και ο λαιμός της δέθηκε κόμπος από την έκπληξη.
«Όποιος θέλει να
μείνει στο σπίτι μου είναι ευπρόσδεκτος.» Πρότεινε πίσω από τα κεφάλια τους ο
Λίον. Η Μία είχε σχεδόν ξεχάσει πως έμενε κι εκείνος στο Σόντερν. «Ιδιαίτερα αν
είναι κοπέλα.» Είπε καθώς έκλεινε το μάτι στη Φιέρα.
«Λίον!» Φώναξε η
Μία ενοχλημένη. Εκείνος γέλασε και σήκωσε τα φρύδια του.
«Μην
παρερμηνεύεις τα λόγια μου. Τα πάω καλά με τα παιδιά αυτό εννοώ. Και με τις
γυναίκες γενικότερα.» Βιάστηκε να εξηγήσει και η Φιέρα ξεκίνησε να γελά.
«Επέτρεψε μου να
διαφωνήσω.» Τον πείραξε η Μία κι εκείνος κατσούφιασε.