Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 5ο)

Περπατάμε εδώ και τρεις ώρες περίπου και ο πρωινός ήλιος αρχίζει στο μεταξύ να ανατέλλει. Όπου να ναι, θα ακουστούν τα πρώτα σημεία ζωής στην πόλη. Οι εγκαταλελειμμένες πολυκατοικίες και τα ερείπια που απέμειναν μετά τις μεγάλες καταστροφές αρχίζουν να εξαφανίζονται, καθώς βγαίνουμε έξω από την πόλη. Όλο και πιο μικρά σπίτια εμφανίζονται με περισσότερο πράσινο και οξυγόνο στην ατμόσφαιρα. Μα καλά, πώς θα βρούμε μια πύλη μέσα σε έναν τόσο μεγάλο κόσμο;
«Είμαστε κοντά» μου λέει και σταματάει για να μυρίσει τον αέρα. Πώς το γνωρίζει;
«Το νιώθω» απαντάει. Αρχίζω να πιστεύω πως πράγματι μπορεί να διαβάζει το μυαλό μου αυτή η κοπέλα…
«Δεν το διαβάζω ακριβώς αλλά μπορώ να ακούω τις έντονες σκέψεις σου, χωρίς να το θέλω». Τι στο καλό;
«Και πού πάμε τώρα;» ρωτάω προσπαθώντας να προσπεράσω το γεγονός ότι τόση ώρα με άκουγε.
«Δεν ξέρω» μου λέει ήρεμα.
«Τι εννοείς δεν ξέρεις;» βάζω τις φωνές και η Ντόροθη φαίνεται να ταράζεται, ενώ αναπνέει όλο και πιο βαριά.
«Μη φωνάζεις! Εννοώ ότι είμαστε κοντά. Πολύ κοντά. Αλλά οι πύλες μπορούν να πάρουν πολλές μορφές. Πολλές φορές, επειδή προσπαθούν να μπουν μέσα οι δαίμονες, είναι σε άσχημα μέρη ή είναι αόρατες ή είναι κάπου που δεν υπάρχει κόσμος. Πολλές φορές δεν τις πλησιάζουν όμως». Άρα όπου δω δαίμονες, εκεί κοντά θα είναι και η πύλη.
«Μπορεί… Αλλά δεν είμαι σίγουρη… Η Mater έλεγε ότι μια φορά η πύλη εμφανίστηκε στην ταράτσα της και ήταν θεόρατη, αλλά κανείς άλλος δεν την έβλεπε».
«Πρέπει να το σταματήσεις αυτό ,σε παρακαλώ» της λέω καθώς απαντάει σε κάτι που πάλι διάβασε στο μυαλό μου.
«Δεν το κάνω επίτηδες» μου λέει εκνευρισμένη.
Η Ντόροθη αρχίζει να βήχει και δημιουργεί μια τεράστια κηλίδα αίματος στο στέρνο μου. Ξαφνικά τα αυτιά μου τρελαίνονται. Ακούω χτύπους ρολογιού πολύ δυνατά. Ακούω να χτυπάει το ρολόι μέσα στο κεφάλι μου. Τικ, τοκ, τικ, τοκ… Κοιτάζω γύρω μου αλλά δε βλέπω τίποτα. Ο Ήχος. Μπορώ να καταλάβω από πού έρχεται…
«Μαξ; Τι συμβαίνει;» μου λέει η Εχεκράτεια φοβισμένη. «Είδες τίποτα;»
«Τι έγινε; Τώρα δεν μπορείς να ακούσεις τι γίνεται μέσα στο κεφάλι μου;» της λέω ειρωνικά ενώ προσπαθώ να βρω από πού έρχεται ο ήχος.
«Δεν μπορώ πάντα να σε διαβάσω. Μόνο τις θνητές σου σκέψεις διαβάζω. Δεν μπορώ πάντα να σε καταλάβω». Μάλιστα. Περίεργα μου τα λέει και δε μου αρέσει.
«Θα μου πεις τελικά τι συμβαίνει;»
«Ακούω έναν δυνατό ρυθμικό θόρυβο στο μυαλό μου».
«Προς τα πού;» μου φωνάζει και κοιτάει γύρω της. «Είναι οι πύλη! Σου μιλάει! Τι σου λέει;» αρπάζει την Ντόροθη από την αγκαλιά μου και την κρατάει σφιχτά, για να συγκεντρωθώ και να της απαντήσω.
«Ακούω ένα ρολόι. Όχι λόγια. Τίποτα». Κάτι ψιθυρίζει καθώς με κοιτάει μέσα στα μάτια και νιώθω μια ενόχληση στα αυτιά μου, σαν να προσπαθεί να μπει κρύος αέρας βαθιά μέσα στα τύμπανά μου.
«Γιατί δε με αφήνεις να δω; Τόση ώρα σε διάβαζα». Εκείνη το κάνει. Προσπαθεί να δει τι ακούω για να το ερμηνεύσει.
«Δεν… Δεν το κάνω εγώ… Αλλά νομίζω ότι με καθοδηγεί. Ότι θέλει να πάω σε αυτή». Τι λέω; Πώς γίνεται να με φωνάζει μια πύλη που οδηγεί σε άλλες διαστάσεις;
«Οδήγησέ μας λοιπόν και θα μάθουμε» μου λέει ενώ κάνει στην άκρη να περάσω.
Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Δεν ξέρω προς τα πού να κινηθώ. Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ο ήλιος λάμπει και με ζεσταίνει μετά το κρύο της νύχτας. Η ζεστασιά του με ηρεμεί. Τικ, τοκ, τικ, τοκ… Ξανά και ξανά από την αρχή. Ο ήχος χαμηλώνει και σταματάει να μου δημιουργεί πονοκέφαλο. Μάλλον ήθελε να μου τραβήξει την προσοχή. Δεν είναι πολύ μακριά μας. Τα πόδια μου αρχίζουν να ακολουθούν το μονοπάτι που χαράζεται μπροστά μου και η Ντόροθη πίσω μου νιώθω ότι χειροτερεύει. Η καρδιά μου πονάει και το γεγονός ότι είμαστε κοντά δε με ηρεμεί μέχρι να τη δω καλά. Σταματάω μπροστά από ένα μικρό ξύλινο σπίτι και ο ήχος είναι πιο δυνατός και γρήγορος. Η κοκκινομάλλα είναι πίσω μου και περιμένει την επόμενή μου κίνηση. Χτυπάω την πόρτα. Σοβαρά τώρα; Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι πιο έξυπνο; Κανείς δεν απαντά. Αναμενόμενο. Ανοίγω την πόρτα. Μια δυσοσμία έρχεται από μέσα και με κάνει να βάλω το χέρι μπροστά στη μύτη μου για να την προστατέψω. Το ίδιο κάνει και η Εχεκράτεια. Μπαίνω μέσα και το θέαμα με κάνει να θέλω να κάνω εμετό.
Αίμα υπάρχει παντού μέσα στον χώρο και μια ολόκληρη οικογένεια βρίσκεται σφαγμένη παντού μέσα στο μικρό σπίτι. Η μητέρα κείτεται στο πάτωμα κουλουριασμένη μπροστά από το τζάκι. Ο πατέρας είναι καρφωμένος στον τοίχο με ένα παλούκι στην μέση του θώρακά του. Όσο για τα παιδιά… Ω Θεέ μου… Γιατί; Ποιος το έκανε αυτό;
«Τι συνέβη εδώ μέσα;» λέει από πίσω μου η Εχεκράτεια και ακουμπάει απαλά τη μικρή έξω από την πόρτα του σπιτιού. Αρχίζει να κλαίει και τα πόδια της δεν την κρατούν πια. Πέφτει στα γόνατα και αρχίζει και προσεύχεται. Όχι, δεν προσεύχεται, υμνεί τους νεκρούς. Υμνεί και θρηνεί, όπως τους αξίζει. Λέει προσευχές και ύμνους μέσα από τα αναφιλητά της. Την ακουμπάω στον ώμο και με μια κίνηση διώχνει μακριά το χέρι μου.
Βγάζω το κεφάλι μου έξω από το σπίτι και η Ντόροθη κάθεται ήρεμη στο γρασίδι. Ευτυχώς σταμάτησε να βήχει. Κοιτάζω την κοκκινομάλλα που σταματά να ψέλνει. Τώρα μόνο κλαίει. Κλαίει λες και ήταν η ίδια της η οικογένεια.
«Δαίμονες» μου λέει μέσα από τα αναφιλητά της. «Ήταν σπίτι φυλάκων. Δεν ήταν απλοί θνητοί. Τους βρήκαν οι δαίμονες και το έκαναν αυτό... Αναθεματισμένοι!» φωνάζει και χτυπάει με τις γροθιές της το πάτωμα τόσο δυνατά που τραντάζεται όλο το σπίτι, σαν μια μεγάλη δύναμη να βγήκε από μέσα της.
Τα χέρια της ματώνουν. Πηγαίνω από πάνω της και την τραβάω να σηκώσει το πρόσωπό της. Τα μάγουλά της είναι κόκκινα, όπως και τα μάτια της, από όπου έτρεξαν τα δάκρυά της. Κοιτάζει μακριά για να κρύψει το πρόσωπό της, αλλά την επεξεργάζομαι χωρίς να βγάλω το βλέμμα μου από πάνω της. Τι της συμβαίνει; Βάζει δύναμη και απεγκλωβίζεται από τη λαβή μου. Μου γυρνάει την πλάτη και προσπαθεί να καλύψει το κόκκινο πρόσωπό της. Πάω να γυρίσω το σώμα της για να με κοιτάξει αλλά αντιστέκεται. Και όταν καταφέρνω να την κάνω να με κοιτάξει, άλλο ένα θαύμα εμφανίζεται στα μάτια της. Τα κόκκινα δάκρυα αρχίζουν να εξαφανίζονται και γίνονται πάλι κρυστάλλινα σαν νερό. Το κόκκινο δέρμα της γίνεται πάλι λευκό και γεμίζει με δάκρυα ανθρώπινα. Δε θέλω να τη ρωτήσω τίποτα. Νιώθω σαν να πήρα κάτι από αυτή, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω ακριβώς τι της συμβαίνει. Δε θέλω να μάθω τίποτα. Απλώς την παίρνω αγκαλιά.
Η Εχεκράτεια στην αρχή αντιστέκεται, αλλά τελικά αφήνεται μέσα στα χέρια μου. Δύο κοφτές ανάσες σταματούν την αναπνοή της και μετά από μερικά δευτερόλεπτα εκπνέει σαν να βγάζει ένα τεράστιο βάρος από πάνω της. Και ηρεμεί. Σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια σαν να μου λέει ευχαριστώ. Το πρόσωπο της ξαφνικά είναι τόσο γαλήνιο και όμορφο που σε ταξιδεύει. Τα μάτια της είναι αστραφτερά ενώ τα δάκρυα τα κάνουν να φαίνονται και εύθραυστα. Τόσο όμορφη…
Ξαφνικά κλάματα. Ακούμε κλάματα μωρού και απότομα φεύγει από την αγκαλιά μου και σκουπίζει το πρόσωπο της ακατάστατα. Κοιτάζουμε γύρω μας και προσπαθούμε να βρούμε από πού έρχεται ο ήχος. Έρχεται από τη μητέρα.
«Έχει ένα μωρό στην αγκαλιά της. Το προστάτευσε! Είναι ζωντανό!» λέει η Εχεκράτεια και τρέχει προς το πτώμα της γυναίκας μπροστά από το τζάκι. Κάτι όμως δε μου πάει καλά. Η Ντόροθη αρχίζει να βήχει και το κεφάλι μου πονάει. Η κοκκινομάλλα πάει πάνω από το σώμα της κοπέλας και ανοίγει τα χέρια της, για να πάρει από την αγκαλιά της το μωρό.
«Όχι, μη!» Φωνάζω ενώ πάω τρέχοντας να την αρπάξω από πάνω της. Η Εχεκράτεια παίρνει το μωρό στα χέρια της, αλλά είναι και αυτό νεκρό. Όμως κλαίει. Η όμορφη κοκκινομάλλα πέφτει στο πάτωμα και το δέρμα της γίνεται πιο ωχρό από ποτέ.
«Εχεκράτεια!» φωνάζω και την πιάνω στα χέρια μου. Τι συμβαίνει εδώ πέρα; Η Εχεκράτεια ανοίγει τα μάτια της και είναι μαύρα. Όταν βλέπει οράματα, τα μάτια της είναι λευκά. Με κοιτάζει βαθιά μέσα στην ψυχή και χαμογελάει.
«Σε βρήκαμε, Mortem!» λέει με μια απόκοσμη φωνή και με αρπάζει από τον λαιμό.
Η Ντόροθη βήχει σαν τρελή έξω από το σπίτι, ενώ η Εχεκράτεια με πνίγει. Προσπαθώ να απεγκλωβιστώ αλλά δεν μπορώ. Σκιές αρχίζουν να έρχονται στο σπίτι και ο κόσμος γύρω μου μαυρίζει. Δεν μπορώ με τίποτα να φύγω και το οξυγόνο μου αρχίζει να στερεύει. Βάζω όλη μου τη δύναμη και ένα φως βγαίνει από μέσα μου τινάζοντας την Εχεκράτεια μακριά μου. Το σώμα της ακινητοποιείται και ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο βγαίνει από μέσα της. Είναι πολλοί. Με το ζόρι μπορώ να βγάλω άκρη με τον έναν. Πώς θα τα καταφέρω με δέκα; Με είκοσι; Τρέχω πάνω από τη μικρή κοκκινομάλλα και κλείνω τα μάτια μου σφιχτά, ενώ τη σφίγγω δυνατά πάνω μου.
«Peter! Lucem da mihi!» ακούω μια δυνατή φωνή και αστραφτερό φως λούζει όλο το δωμάτιο, εξαϋλώνοντας κάθε τι αρνητικό από μέσα. Μόλις το φως χάνεται, ψάχνω να βρω από πού ήρθε. Και το εντοπίζω. Βλέπω την Ντόροθη στην άκρη της πόρτας να στέκεται με το χέρι τεντωμένο προς το μέρος μας και τη μύτη της να αιμορραγεί. Τα μάτια της γυρνάνε και το επόμενο δευτερόλεπτο βρίσκομαι από κάτω της, για να την πιάσω την ώρα που πέφτει στο κρύο πάτωμα. Τρέμει ολόκληρη και τα μάτια της κουνιούνται σαν τρελά.
«Ντόροθη! Μίλα μου!» φωνάζω ενώ προσπαθώ να την ξυπνήσω. Το ρολόι ξεκινάει και πάλι και μια χρυσή πόρτα εμφανίζεται πίσω μου. Η μικρή σταματάει να βαριανασαίνει και ανοίγει τα μάτια της.
«Μαξ…» ψελλίζει και απλώνει το χέρι της, για να μου χαϊδεύσει το μάγουλο. Δάκρυά τρέχουν χωρίς να το θέλω στα μάγουλά μου και βρέχουν το χεράκι της. Μικρέ μου άγγελε, κάνε υπομονή.
«Πρέπει να μπεις» μου λέει με δυσκολία και δείχνει την πόρτα πίσω μου.
«Ναι, μικρή μου. Τώρα θα ηρεμήσεις μια για πάντα» της λέω και τη σηκώνω στα χέρια μου.
«Όχι, Μαξ. Εγώ δεν μπορώ να πάω εκεί πια. Είναι πολύ αργά. Η αλυσίδα έσπασε και είμαι θνητή».
«Δεν καταλαβαίνω…» της λέω ενώ πάω προς την πόρτα. Η Εχεκράτεια σηκώνεται όρθια και μας πλησιάζει. Ακουμπάει τη μικρή στο μέτωπο και κοιτάζουν η μια την άλλη σαν να καταλαβαίνονται μεταξύ τους. Η Εχεκράτεια κουνάει το κεφάλι της θετικά και, ενώ δάκρυα τρέχουν στα μάγουλά της, χαμογελάει.
«Καταλαβαίνω, Capsula. Θα κάνω ό,τι μπορώ. Requiesce in pace» λέει και η Ντόροθη αφήνει την τελευταία της πνοή στα χέρια μου.
«Όχι. Όχι. Όχι. Όχι. Όχι!» λέω ενώ προσπαθώ να τη συνεφέρω μέσα στην αγκαλιά μου, κρατώντας το πρόσωπό της.
«Είμαστε τόσο κοντά. Κοίτα… Είμαστε εδώ» λέω ενώ δείχνω την πόρτα. Τα πόδια μου κόβονται και βρίσκομαι στο πάτωμα με την Ντόροθη αγκαλιά.
«Κάνε λίγη υπομονή, ζωή μου... Θα γίνεις καλά... Στο υπόσχομαι».
«Μαξ».
«Κοίτα, απλώς θα ανοίξουμε την πόρτα και όλα θα πάνε καλά».
«Μαξ...» μου λέει η Εχεκράτεια και σηκώνομαι για να ανοίξω την πόρτα. Το χέρι μου ακουμπάει την πόρτα και τη βάφει κόκκινη από το αίμα.
«Μαξ! Η Ντόροθη είναι νεκρή. Δεν μπορείς να τη φέρεις πίσω. Λυπάμαι…» μου λέει ενώ με ταρακουνάει από τους ώμους. Κοιτάζω το μικρό της κορμάκι που είναι ακόμα ζεστό, σαν να κοιμάται πάνω μου.
Έχει δίκιο…
Η Ντόροθη είναι νεκρή… Και έτσι οι πύλες του «παραδείσου» ματώνουν.


Παρασκευή Γκύζη