Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 6 - Σκότωσέ με)


Όταν το φως γύρω μου επανήλθε, τα χέρια μου ακούμπησαν αυτόματα το κούτελό μου. Τα λόγια της αντηχούσαν δυνατά μέσα στο κεφάλι μου. Έπρεπε να ήμουν νεκρή...

Η ανάσα μου βαριά, άλλοτε γρήγορη και άλλοτε πιο αργή, σχεδόν κοφτή, έκαιγε το λαιμό μου.

«Είσαι καλά;» ρώτησε κάποιος πριν ακουμπήσει τον ώμο μου.
Τίναξα το χέρι του μακριά, σα να ήταν λεπρός και έπεσα πίσω με φόρα. Κοίταξα γύρω μου και εκατοντάδες μάτια καρφώθηκαν πάνω μου. Ενστικτωδώς έκρυψα την καλύπτρα του ματιού μου. Όπου και να γυρνούσα έβλεπα περίεργα βλέμματα να με εξετάζουν, να με παρατηρούν, να γδέρνουν το δέρμα μου. Πονούσε το κεφάλι μου. Έκαιγε. Πολύ. Μ’ έναν συριγμό το ακούμπησα ξανά και έσφιξα τα δόντια. Τι μου συνέβαινε; Τι ήμουν; 

Ο πόνος ήταν αφόρητος. Νόμιζα ότι θα σπάσει το κρανίο μου. Ξάφνου, ο ήχος μια καμπάνας ξέσκισε το μουρμουρητό των πελατών του καπηλειού που με κύκλωναν. Ακούμπησα τα χέρια μου στο πάτωμα και ανασηκώθηκα άγαρμπα. Μόλις ίσιωσα την πλάτη μου, έγειρα μπροστά απότομα, θέλοντας να ξεράσω. Έκανα ένα μικρό βήμα και έπεσα ξανά στα γόνατα. Στήριξα το ένα μου χέρι, στο διπλανό τραπέζι και έσφιξα τα δάχτυλά μου πάνω στη φαγωμένη επιφάνειά του.

Μέσα από τα μαλλιά μου, που έπεφταν μπροστά σα παχιές κουρτίνες, είδα τον κόσμο να σηκώνεται δειλά-δειλά, σχεδόν πανικόβλητος. Έκλεισα το ελεύθερο μάτι μου και οι μνήμες με έπνιξαν. Νεκρή! Δεν έπρεπε να είχα επιζήσει. Η ανάσα μου διακόπηκε για μια στιγμή και την αμέσως επόμενη, εισέπνευσα κανονικά, πιο βαριά και πιο δύσκολα.

Γνώριζα ότι ήμουν διαφορετική. Πως όταν έβγαζα την καλύπτρα από το μάτι μου, γινόμουν άλλος άνθρωπος. Πιο γρήγορη, πιο αθόρυβη, πιο...θανατηφόρα. Την ήξερα αυτή την κατάρα. Την έμαθα στα δέκα μου καλοκαίρια. Όταν τα χέρια μου ποτίστηκαν από το αίμα της μητέρας μου. Είχε αφαιρέσει την ζωή της μπροστά στα αναθεματισμένα, διαφορετικά μάτια μου. Με μισούσε. Με φώναζε Σατανά και δεν ήξερα το γιατί. Δεν πίστευα ότι εγώ την οδήγησα εκεί. Δεν άντεχε να με βλέπει. Να ζει με ένα τέρας της Κολάσεως. Προτίμησε, όμως, να σκίσει τον δικό της λαιμό, αντί για τον δικό μου. Και τι καλή τιμωρία ήταν αυτό για μένα. Να περιφέρομαι σα νεκρή, αποζητώντας το θάνατο. Και τι ειρωνεία. Να ζητώ, κάτι που είχα. Είμαι μια δανεισμένη ζωή, μια ψυχή κούφια. 

Κοιμάμαι και ξυπνάω κάθε μέρα με τις τύψεις να παίζουν ξανά και ξανά το ίδιο αρρωστημένο έργο. Και εγώ να εύχομαι να μην ξυπνήσω την επόμενη.

«Νεκρή» μουρμούρισα και τότε συνειδητοποίησα ότι έκαιγαν και τα μάτια μου. Από τα δάκρυα. Εκείνα που μαζεύονταν χρόνια τώρα κάτω από τα σφραγισμένα μου συναισθήματα. Εκείνα που σταμάτησαν να υπάρχουν. Μα, τώρα ήταν εδώ! Με στοίχειωναν και ούρλιαζαν προσπαθώντας να ξεφύγουν.

Σηκώθηκα ξανά στα πόδια μου και ένα νευρικό γελάκι στόλισε τη μιζέρια γύρω μου. Κοίταξα τα τρεμάμενα χέρια μου. Ήταν ματωμένα. Για άλλη μια φορά. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, τα έτριψα πάνω στη δερμάτινη παντελόνα μου, αλλά το αίμα είχε αποτυπωθεί πάνω τους. Ένα ασταθές βήμα πίσω και με ένα γρήγορο μπροστά, παραμέρισα τον κάθε άσχετο και βγήκα με φόρα από την ταβέρνα, κοπανώντας την πόρτα πίσω μου. Στάθηκα στο κέντρο του ελάχιστα φωτισμένου δρόμου και στράφηκα στον έναστρο ουρανό.

Το γέλιο που έφυγε από τα χείλη μου με έκανε να ανατριχιάσω. Ξεκίνησα να χαράσσω μια αργή στροφή γύρω από τον εαυτό μου. Το γέλιο μου έσκιζε την σιωπή και η καμπάνα το αντηχούσε. Σιγά-σιγά τα χείλη μου έμειναν σε ένα απλό μειδίαμα και έπειτα άρχισαν να τρέμουν. Τα δάκρυα ήταν καυτά, καθώς κυλούσαν στα μάγουλά μου σημαίνοντας ένα μονοπάτι πάνω τους, πριν καταλήξουν στο κρύο έδαφος. Σταμάτησα να στριφογυρίζω και κάλυψα το πρόσωπό μου.

«Ανάθεμά σε μητέρα» μονολόγησα «Ανάθεμά σε». Ποιος... Ποιος ζητά να γυρίσει το νεκρό παιδί του πίσω, χωρίς να περιμένει ένα τίμημα; Γιατί να το πληρώσω εγώ, μητέρα; «Απάντησε μου» συνέχισα και χτύπησα την περιοχή των ματιών μου. «Σταματήστε…» εκλιπαρούσα τα δάκρυα «Μην κλαις, Αλιάνα. Σταματήστε…» είπα στον εαυτό μου ανάμεσα στ' αναφιλητά μου. «Σταματήστε!» επανέλαβα θυμωμένη αυτή τη φορά. Έσυρα τις παλάμες μου ως το στόμα και γεύτηκα το αίμα που τα σκέπαζε. Πόσες ζωές είχα στερήσει τώρα; «Νεκρή…» μουρμούρισα «Ένα αναστημένο τέρας». 

«Τώρα ξέρεις» είπε σιγανά η φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Τα πόδια μου δε με κρατούσαν άλλο πια και έπεσα στο πέτρινο δρόμο με φόρα, σκίζοντας τα γόνατά μου. Έτσουξε, αλλά μου άξιζε να νιώθω πόνο. Έπρεπε να πονέσω. Κάπως έτσι πλήρωνα το μαρτύριο μου. Οι αλμυρές σταγόνες των ματιών μου φλόγιζαν το πρόσωπό μου και τα σκούπισα μανιωδώς. Μα εκείνα συνέχιζαν. Όταν είδα ότι δεν μπορούσα να διακόψω την φόρα τους, τα παράτησα. Τα χέρια μου έπεσαν σαν άψυχα στο πλάι και έμεινα να κλαίω και να αναρωτιέμαι το γιατί.


Λαχάρ

Όταν βγήκα τρέχοντας από το στενό, με τον Κάιν και λίγους φρουρούς να με ακολουθούν, βρέθηκα μπροστά σ' ένα τραγικό θέαμα.

Η Κάλιντα! Εκείνη, βρισκόταν πεσμένη στο έδαφος και έκλαιγε. Τα μάγουλά της φωτίζονταν με το ελάχιστο φως του ουρανού και τον δαυλών. Ήταν λερωμένα με αίμα και τα χέρια της, σφιγμένα σε γροθιές, ακουμπούσαν το πέτρινο έδαφος.

Ο Κάιν έκανε νόημα στου φρουρούς να απλωθούν στο χώρο. Λες και θα είχε διαφορά. Εκείνη μπορούσε να μας σκοτώσει όλους με μια και μόνο κίνηση. Προχώρησα μπροστά προσεκτικά και ξαφνικά το γεροδεμένο χέρι του πρίγκιπα με τράβηξε πίσω, σταματώντας με. Γύρισα και τον κοίταξα. Τα μάτια του δήλωναν απεγνωσμένα την απόρριψη του σκοπού μου. Δεν ήθελε να την σκοτώσει. Σχεδόν τον λυπόμουν. Ήταν αφελής και δεν σκεφτόταν καθαρά. Η Κάλιντα έπρεπε να πεθάνει. Και θα ήμουν ευτυχής αν κυλούσε το αίμα της πάνω στο σπαθί μου.

Ξεφύσησα και τίναξα το χέρι μου μακριά από το κράτημα του Κάιν. Έσπρωξα στο πίσω μέρος του μυαλού μου την επιτακτική ανάγκη να πάρω την ζωή της εδώ και τώρα. Το τελευταίο που ήθελα ήταν να έχω πόλεμο με την Σεβέλ και διάλυση της συμμαχίας.

Στράφηκα προς την Κάλιντα που έκλαιγε γοερά και φαινόταν να μην μας έχει αντιληφθεί ακόμα. Κοιτούσε τον ουρανό και έτσι όπως την έλουζε το φως, όπως αγκάλιαζε την σιλουέτα της και το κουρασμένο από τα δάκρυα πρόσωπό της, σχεδόν με μάγεψε. Πριν προχωρήσουν οι ανούσιες σκέψεις μου παραπέρα, τις έκοψα από την ρίζα. Έφερα το δεξί μου χέρι στο θηκάρι του σπαθιού μου και όσο πιο πολύ πλησίαζα, στ' αυτιά μου έφτασαν οι τρεμάμενοι ψίθυροι της.

«Νεκρή…» την άκουσα να λέει.

Στένεψα τα μάτια μου και με δυο βήματα την έφτασα. Η Κάλιντα σήκωσε το κεφάλι της και με αντίκρισε. Πέτρωσα και έμεινα να την κοιτάζω από ψηλά. Τα μαλλιά της κολλούσαν στο πρόσωπό της και έκρυβαν το μισό. Γονάτισα και το βλέμμα της με ακολούθησε. Δεν απομακρύνθηκε όταν με το χέρι μου έκανα πέρα μερικές τούφες για να αποκαλύψω μια δερμάτινη καλύπτρα πάνω στο αριστερό της μάτι. Την κοίταξα και ένιωσα κάτι κρύο να πιάνει το χέρι μου. Κατέβασα το κεφάλι μου και είδα ότι είχε πιάσει την παλάμη μου με την ματωμένη δική της. Αλλά δεν τραβήχτηκα μακριά.

«Σκότωσέ με» με παρακάλεσε πνιγηρά. 

Απόρησα όταν η καρδιά μου σφίχτηκε στο άκουσμα των παρακάλιων της. Και εκείνη το επανέλαβε. Ξανά και ξανά, βάζοντας το χέρι μου πάνω στο θηκάρι ξανά.

«Σε παρακαλώ» συνέχισε και άφησε τα χέρια της να γλιστρήσουν στο πλάι των μηρών της.

Κάτι δεν ταιριάζει. Κάτι δεν πάει καλά. Αυτή που έχω μπροστά μου δεν μπορεί να είναι η Κάλιντα. Η παγερή δολοφόνος. Η επιτομή του θανάτου και η καταραμένη ψυχή. Δεν μπορεί. Όχι. Ευθύς σκέφτηκα αυτό που μου είχε ανακοινώσει το τέρας, στη φυλακή: «Το σώμα αυτό δεν είναι δικό μου. Τουλάχιστον όχι ακόμα». Θα μπορούσε;

Πήρα το πρόσωπό της στα χέρια μου και εκείνη σταμάτησε ευθύς να κλαίει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και στο ακάλυπτο μάτι της καθρεφτίστηκε η ελπίδα. «Ποια είσαι;» αναρωτήθηκα, κοιτάζοντάς την προσεκτικά.

«Κάντο γρήγορα» μου είπε ξέπνοα «Σε παρακαλώ... Ελευθέρωσέ με».

Χωρίς να χάσω χρόνο και χωρίς να είμαι ακόμη σίγουρος για την θεωρία που καρφώθηκε στο κεφάλι μου, την ρώτησα πάλι, «Ποια είσαι;».

Εκείνη γέλασε σιγανά πριν μου απαντήσει. «Τι σημασία έχει πια».

Έσφιξα το πρόσωπό της και την ανάγκασα να με κοιτάξει. «Δώσε μου ένα όνομα» την παρακάλεσα.

Και να που στέκαμε ο ένας απέναντι από τον άλλο και κοιταζόμασταν σα να μην υπήρχε κανείς τριγύρω. Το βλέμμα της ήταν καθηλωτικό.

«Αλιάνα» ψιθύρισε «Με λένε Αλιάνα».

Ένα μικρό γελάκι έκλεισε τον αέρα μεταξύ μας.

«Δεν έχει κερδίσει ακόμη» της ανακοίνωσα. «Είσαι ακόμη ζωντανή. Είσαι ακόμη εδώ. Η ψυχή σου». Με κοιτούσε με γουρλωμένο το μάτι πριν νιώσω το βάρος της να την γέρνει προς τ' αριστερά.

Την έπιασα λίγο πριν το κεφάλι της κοπανήσει κάτω και την έφερα στην αγκαλιά μου. Ήταν τόσο ελαφριά και ανάμεσα στα χέρια μου φαινόταν εύθραυστη. Την πήρα στα χέρια μου και σηκώθηκα όρθιος. Γύρισα προς τον Κάιν και όταν τον πλησίασα αρκετά του είπα, «Αλλαγή σχεδίου».

Ο Κάιν έγνεψε ανακουφισμένος και τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στην κοπέλα. Το πολύτιμο πιόνι του. 


Ella Sarlot