Summer Solstice (Κεφάλαιο 24)

ΜΠΡΑΙΝΤΕΝ

Κόσμος, ευγενείς και χωρικοί όλων των περιφερειών περνούν από μπροστά μου και μου ανακατεύουν τα μαλλιά έχοντας συμπονετικά χαμόγελα χαραγμένα στα άλλοτε ψυχρά πρόσωπά τους. Ο πατέρας μου τους σφίγγει το χέρι ανέκφραστος και τους χαιρετά γέρνοντας ευγενικά το κεφάλι του στο πλάι. Που είναι η μαμά μου; Γιατί τόσοι άνθρωποι ήρθαν, να την δουν ξαπλωμένη σε εκείνο το κουτί;

«Μπαμπά θα ξυπνήσει η μαμά, έτσι;» ρωτάω τον περιφερειάρχη της Μπουργκότζια τραβώντας την άκρη του παλτού του, για να κερδίσω την προσοχή του.

«Όχι τώρα Μπράιντεν». Αποκρίνεται αυστηρά και συνεχίζει, να χαιρετάει τους ευγενείς.

Δεν τον νοιάζει, που η μαμά χτύπησε; Πάντοτε ήταν τόσο ψυχρός μαζί της και χτες που εκείνη γλίστρησε και έπεσε από τις σκάλες, εκείνος το μόνο που έκανε, ήταν, να φύγει από το κάστρο. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου. Δε με άφησαν, να πάω κοντά της και την αγαπούσα τόσο πολύ. Οι νταντάδες και ο σωματοφύλακάς μου με πήραν μακριά της, όπως με κρατούν και τώρα. Δε μου επιτρέπουν, να πλησιάσω το ξύλινο, στενό κρεβάτι της πάνω στο παγωμένο χώμα. Κοιμάται γαλήνια, αλλά είναι τόσο χλωμή και κρύα, σαν να μην είναι πια η μαμά, που ξέρω. Ο μπαμπάς δεν την αγαπάει πια. Δεν στεναχωρήθηκε, όταν χτύπησε.

Θυμωμένος τραβάω το χέρι μου μέσα από το δικό του και μπαίνω στο πλήθος, για να κρυφτώ. Τα σώματα των επισκεπτών με καταπίνουν καθιστώντας αδύνατο τον σωματοφύλακά μου, να με ακολουθήσει, ώσπου ένα χέρι αρπάζει το μπράτσο μου και με σηκώνει στον αέρα.

«Είναι επικίνδυνα, να τριγυρνάς μόνος σου νεαρέ άρχοντα». Λέει ο ένας από τους σωματοφύλακες της Σελέστ Κίλμπορν.

Η Σελέστ με κοιτάζει με βλέμμα ανήσυχο και μου χαμογελάει, όταν τα μάτια μας ανταμώνουν. Στέκεται απέναντί μου και ακριβώς από πίσω της ο άλλος σωματοφύλακάς της. Ο Σιρκάν είναι μόλις δεκαπέντε ετών και έχει τεθεί ως ο βασικός προστάτης της στο Κρέομορ, όμως λόγω της νεαρής ηλικίας του της έχει ανατεθεί ένας ακόμα για τις μεγάλες περιοχές όπως η Μπουργκότζια. Εκείνη έρχεται προς το μέρος μου και υποκλίνεται με σεβασμό απέναντι στην εξουσία του ονόματός μου, αλλά αυτή τη στιγμή δε με νοιάζουν καθόλου οι σεμνοτυφίες. Ορμάω πάνω της και την αγκαλιάζω με τέτοια φόρα, που πέφτουμε και οι δύο κάτω.

«Λυπάμαι πολύ». Ψιθυρίζει τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το γούνινο παλτό μου. «Μη στεναχωριέσαι. Η μαμά σου έγινε άγγελος και θα πάει στον ουρανό».

«Θα φύγω από δω. Μακριά από αυτό το μέρος». Ψιθυρίζει κοντά στο αυτί μου. «Θα έρθεις μαζί μου; Δε θα με αφήσεις και εσύ, όπως με άφησε η μαμά μου έτσι;»

«Άρχοντα Μπράιντεν πρέπει, να επιστρέψουμε στην τελετή». Ακούω την λαχανιασμένη φωνή του σωματοφύλακά μου και μετά βλέπω και τον ίδιο. Με πιάνει από το μπράτσο και με τραβάει μακριά.

«Σελέστ!» φωνάζω, όμως η νεαρή Κίλμπορν αποφεύγει το βλέμμα μου και χαμηλώνει το κεφάλι της.

«Όχι… δε θα το κάνω». Υπόσχεται την τελευταία στιγμή και υποκλίνεται καλοσυνάτα.

Χτυπάω θυμωμένος την γροθιά μου στο ξύλινο μπράτσο την καρέκλας μου και ξεφυσάω πονεμένος με αυτήν την ανάμνηση. Είναι μια ανάμνηση, που είχα θάψει για πολύ καιρό στο πίσω μέρος του μυαλού μου, όμως βλέποντας την Σελέστ ξαπλωμένη στο κρεβάτι σαν την Ωραία Κοιμωμένη θυμάμαι ξανά την κηδεία της μητέρας μου και την απώλεια, που μου άφησε ο θάνατός της. Δε μετανιώνω, που εγκατέλειψα τον πατέρα μου και την Μπουργκότζια. Πάντοτε ήταν ξένος τόπος για μένα. Η Σελέστ υποσχέθηκε, ότι θα δε θα με εγκαταλείψει, όμως γιατί νιώθω τόσο περίεργα αυτή τη στιγμή; Ενώ την απείλησα για το, τι θα συνέβαινε έτσι και παράκουγε τις διαταγές μου, ρίσκαρε, να το σκάσει με τον πρίγκιπα Γκασπάρντ. Ανόητο πλάσμα.

Απλώνω το χέρι μου και αγγίζω το ροδαλό μάγουλό της. Το πρόσωπό της καίει σαν πυρωμένο κάρβουνο και γρυλίζω μέσα από τα δόντια μου για την έκβαση των γεγονότων. Όταν το Μαύρο Τριαντάφυλλο χτύπησε το σκαρί τους, η καμπίνα του καπετάνιου πλημμύρισε. Η Σελέστ πρέπει, να έμεινε για ώρα στο παγωμένο νερό, ώσπου να καταφέρω, να την τραβήξω έξω. Το ίδιο και ο πρίγκιπας Γκασπάρντ, αν και δεν ενδιαφέρομαι για την δική του υγεία. Τι στο καλό σκεφτόταν, όταν την έδενε στο γραφείο; Κουνώντας το κεφάλι μου, για να διώξω τον θυμό μου, την ταρακουνάω απαλά θέλοντας, να την ξυπνήσω. Πρέπει, να φάει, για ανακτήσει λίγη από την δύναμή της, πριν την ναρκώσω ξανά. Πάνε μερικές μέρες από το ναυάγιο και δεν την έχω αφήσει στιγμή από τα μάτια μου, ενώ έχω πείσει τον πρίγκιπα, πως η Σελέστ δεν βρίσκεται μαζί μου. Και καλύτερα έτσι. Εκείνος το μόνο που θα κάνει, είναι, να την οδηγήσει στον χαμό της, κάτι που δεν πρόκειται, να επιτρέψω. Όσο γνωρίζει, ότι χάθηκε στη θάλασσα, οι Ολιβάρες δε θα μπορέσουν, να χρησιμοποιήσουν την Κρήνη. Θα τους είναι εντελώς άχρηστη και ίσως κάποια στιγμή, παρατήσουν, να ενδιαφέρονται γι’ αυτήν.

Η Σελέστ αναδεύεται στο κρεβάτι της και ανοίγει δειλά τα μάτια της. Το βλέμμα της πέφτει εξαντλημένο πάνω μου και μορφάζει γεμάτη θλίψη και απογοήτευση στην μορφή μου. Με μισεί για ότι κάνω. Από τη μέρα που την έσωσα την ναρκώνω και την κρατάω φυλακισμένη στο αρχοντικό μου. Μερικές φορές με ενοχλεί η στάση και η επιμονή της απέναντί μου, αλλά δε θα την αφήσω, να διακινδυνέψει την ζωή της, όσο και αν με μισήσει. Μέχρι να ξεχαστεί το θέμα της Κρήνης, η Σελέστ θα πρέπει, να είναι νεκρή για όλους. Τραβιέται μακριά από το άγγιγμά μου και βογκάει. Το σώμα της είναι αδύναμο από την ακινησία και οι αγκώνες της με το ζόρι συγκρατούν το βάρος της, καθώς προσπαθεί, να ανασηκωθεί.

«Δεν πεινάω. Παράτα με ήσυχη». Είναι το μόνο, που λέει, όταν σηκώνω τον δίσκο με το φαγητό της από το κομοδίνο στο πλάι του κρεβατιού.

«Αυτό δεν αποτελεί επιλογή. Μπορείς, να φας μόνη σου ή να σε ταΐσω. Τι προτιμάς;» τη ρωτάω με παγωμένη φωνή κάνοντάς την, να δαγκώσει τα χείλη της με μίσος. «Ξέρεις την κατάσταση και δεν πρόκειται, να αλλάξει σύντομα. Αν την αποδεχτείς, τα πράγματα θα καλυτερέψουν πολύ για σένα, δε νομίζεις;»

«Ξέρεις, αυτή τη στιγμή νιώθω, σαν να μου ζητάς, να γίνω η πόρνη σου. Σε εκτιμάω Μπράιντεν και σέβομαι τις απόψεις σου σε πολλά θέματα, όμως δε συμφωνώ αυτή τη στιγμή με τις πράξεις σου. Είναι λάθος, να με κρατάς φυλακισμένη και μακριά από τον άνθρωπο, που θέλει, να με κάνει γυναίκα του». Μου αντιμιλάει. Χαμογελάω πιάνοντας το νόημα.

«Ώστε αυτό που σε απασχολεί, είναι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ; Θα ήσουν πιο ευτυχισμένη, αν τον έφερνα εδώ;» τη ρωτάω παιχνιδιάρικα και η Σελέστ στρέφει το πρόσωπό της από την άλλη, για να μην δω την έκφρασή του. «Τον αγαπάς;»

«Τι… όχι!» αποκρίνεται βιαστικά και καταλαβαίνω το ψέμα της. «Δεν… δεν ξέρω, τι ακριβώς νιώθω. Για το μόνο που είμαι σίγουρη, είναι, πως τον νοιάζομαι και τον εκτιμώ. Το θέμα του γάμου είναι κάτι φυσιολογικό για μένα πλέον. Δεν με απασχολεί, που η ένωσή μας δε θα είναι λόγου αγάπης». Σφίγγει το στρίφωμα του σεντονιού στις γροθιές της. «Άφησέ με, να φύγω. Να πάω κοντά του».

«Δεν μπορώ, να το κάνω αυτό Σελέστ. Αν φύγεις ο Τζένσεν και όσοι θέλουν, να σε χρησιμοποιήσουν, δε θα διστάσουν, να σε σκοτώσουν. Όσο θυμωμένη και αν είσαι, προσπάθησε, να καταλάβεις, ότι είσαι σημαντική για το μέλλον όλων μας». Λέω με την ελπίδα, πως αυτή τη φορά θα της αλλάξω γνώμη και θα την ηρεμήσω, όμως εκείνη είναι πολύ πεισματάρα, για να υποχωρήσει.

Το κουδούνι της εξώπορτας διακόπτει την συζήτησή μας και τινάζομαι όρθιος γνωρίζοντας ποιος είναι ο επισκέπτης μου. Η Σελέστ ταράζεται και εκείνη, αλλά δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον. Μακάρι να μάθαινα, τι περνάει αυτή τη στιγμή μέσα από το μυαλό της. Θα προέβλεπα οποιαδήποτε ανόητη αντίδρασή της. Ξεροκαταπίνει και αποστρέφει το βλέμμα της νευρική.

«Μην το κουνήσεις από εδώ». Την διατάζω και φεύγω.

Κατεβαίνω τα σκαλιά δύο δύο και γρήγορα πηγαίνω προς την πόρτα. Πριν την ανοίξω, ισιώνω τα ρούχα και τα μαλλιά μου, ξεροβήχω, για να καθαρίσω τον λαιμό μου και φοράω το δυσάρεστο χαμόγελο στο πρόσωπό μου, όπως κάθε φορά που βλέπω τον πρίγκιπα Γκασπάρντ και τον ενημερώνω, πως η μέλλουσα γυναίκα του δεν βρίσκεται στο σπίτι. Πότε θα το πάρει απόφαση; Βαρέθηκα, να του εξηγώ ξανά και ξανά, πως η Σελέστ πνίγηκε. Τραβάω την βαριά, ξύλινη πόρτα, για να τον αντιμετωπίσω, όμως αυτός που ορμάει μέσα, είναι ο Φόστερ. Ο πρίγκιπας αυτή τη φορά δεν είναι μαζί του.

«Που είναι;» με ρωτάει αρπάζοντάς με από το πέτο του σακακιού μου και προσπαθώ διακριτικά, να ελευθερώσω τον εαυτό μου, χωρίς να ξεκινήσω καβγά. «Ξέρω, ότι είναι εδώ και την κρατάς παρά την θέλησή της. Ο πρίγκιπας είναι άρρωστος και την χρειάζεται. Όποια και αν είναι τα σχέδιά σου, δεν έχεις το δικαίωμα, να την κρατάς. Δεν είναι δική σου, για να το κάνεις».

«Ούτε και του Γκασπάρντ. Ακόμα! Εν πάση περίπτωση, δεν την απήγαγα, για να την κάνω γυναίκα μου, ούτε να την βάλω σαν τρόπαιο στην συλλογή μου. Η Σελέστ πρέπει, να μείνει κρυμμένη και το μοναδικό μέρος στο οποίο μπορεί, να γίνει αυτό, είναι το σπίτι μου». Δεν πρόκειται, να αλλάξω την γνώμη μου. Η Σελέστ θα μείνει εδώ, ότι και να γίνει. «Ενημέρωσε τον πρίγκιπά σου για την απόφασή μου».

«Ο Γκασπάρντ είναι σοβαρά άρρωστος. Μπορεί, να μην βγάλει τη νύχτα. Αυτός είναι και ο λόγος, που ήρθα, να σε δω σήμερα. Το πανδοχείο είναι βρώμικο και πάντα οι θαμώνες του κάνουν πολύ φασαρία. Αφού είσαι τόσο θερμός με την φιλοξενία της δεσποινίδας Κίλμπορν, σου είναι εύκολο, να φιλοξενήσεις τον πρίγκιπα του Στάρενιθ; Έτσι και αλλιώς αυτοί οι δύο είναι της ίδιας σημασίας. Ανοίγουν την Κρήνη του Σύμπαντος». Λέει ο Φόστερ με το άγχος, να χρωματίζει τη φωνή του και δεν ξέρω, τι να απαντήσω.

Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ είναι ένας Ολιβάρες και οι Ολιβάρες πάντοτε υπήρξαν τύραννοι και ψεύτες. Όμως για να είμαι ειλικρινής ο τρίτος πρίγκιπας στη σειρά διαδοχής δεν ακολούθησε τα χνάρια των προγόνων του και διοικεί τον λαό με σύνεση και δικαιοσύνη. Ίσως να είναι ο μόνος, που να μπορεί, να αποκαταστήσει την ειρήνη ξανά ανάμεσα στα βασίλεια. Αν καταφέρει, να γίνει βασιλιάς και απαλλάξει το Στάρενιθ από την παρουσία των αδίστακτων αδελφών του, ο κόσμος μας ίσως μπορέσει, να ζήσει με ευημερία και ειρήνη. Δεν είμαι σίγουρος, για το αν με συμφέρει τελικά, να πεθάνει. Αλλά αν το κάνει κάποιος άλλος θα πάρει τη θέση του σαν φύλακας της Κρήνης και θα κάνει δική του την όμορφη Σελέστ.

«Φόστερ!» ακούω την γλυκιά φωνή της, να καλεί τον σωματοφύλακα του πρίγκιπα και ταράζομαι.

Ταυτόχρονα και οι δύο στρεφόμαστε προς το μέρος της και κοιτάζουμε το αδύναμο κορμί της, να έχει αρπαχτεί από την κουπαστή της σκάλας προσπαθώντας, να την κατέβει. Ο Τζένσεν έρχεται από πίσω της και την αρπάζει από τα μαλλιά τραβώντας την προς το μέρος του. Η Σελέστ παλεύει, για να του ξεφύγει, παρόλο τον πόνο που τις προκαλούν οι κινήσεις του και οι μορφασμοί οδύνης που παραμορφώνουν το χλωμό της πρόσωπο, λαβώνουν την καρδιά μου. Ο Φόστερ ορμάει προς το μέρος τους με σφιγμένες γροθιές.

«Άφησέ την Τζένσεν. Δεν έχει πια νόημα, να την κρατάμε κρυμμένη». Του φωνάζω, για να με ακούσει, όμως είτε εκείνος με αγνοεί, είτε πράγματι θέλει, να την βλάψει.

Χτυπάει το κεφάλι της στο πάτωμα με οργή, για να την κάνει, να σωπάσει και έπειτα σφραγίζει τη μύτη και το στόμα της με ένα πανί. Η Σελέστ χτυπιέται απελπισμένη για λίγο, ώσπου οι κινήσεις της να γίνουν αδύναμες και υποτονικές. Ο Φόστερ δεν είναι ικανός, να την προφτάσει, καθώς ο Τζένσεν την στέλνει σε βαθύ ύπνο. Τον σπρώχνω μακριά της και τον αγριοκοιτάζω, ενώ έχει ένα αρρωστημένο, χαιρέκακο χαμόγελο στο πρόσωπό του.

«Τι νομίζεις, ότι κάνεις;» του φωνάζω θυμωμένος. «Φύγε από δω. Γύρνα στο πλοίο σου».

«Αυτή θα είναι ο χαμός μας και εσύ είσαι τόσο τυφλωμένος από έρωτα, που δεν το βλέπεις. Ο πατέρας σου θα δυσαρεστηθεί με τις πράξεις σου. Πως τολμάς, να δίνεις περισσότερη σημασία στους εχθρούς σου από τους ίδιους τους ανθρώπους σου;» γρυλίζει ο Τζένσεν με μίσος και απέχθεια. «Αν ο πατέρας σου δεν ήταν ο άρχοντας της Μπουργκότζια, αυτή τη στιγμή θα είχα πάρει το κεφάλι σου».

Ο Τζένσεν Ντίτσελχοφ φεύγει δίχως, να πει τίποτα περισσότερο. Η συμπεριφορά του έχει καταντήσει προβληματική και ανησυχώ, πως θα κάνει κάτι ασυγχώρητο. Όσο ζω, δεν θα αφήσω κανέναν, να πειράξει την Σελέστ και αν αυτό σημαίνει, ότι θα σκοτώσω έναν παλιό μου φίλο, για να το καταφέρω… τότε θα το κάνω, με μεγάλη ευχαρίστηση. Σφίγγοντας τα χείλη μου πεισμωμένα και γεμάτος θυμό, σηκώνω το αναίσθητο σώμα της στην αγκαλιά μου και την επιστρέφω στο δωμάτιό της. Αν με άκουγε για μια φορά, τα πράγματα δε θα έφταναν σε αυτό το σημείο.

«Πρέπει, να ανησυχώ γι’ αυτόν;» ρωτάει τσιτωμένος ο Φόστερ και κουνάω αβέβαιος το κεφάλι μου αρνητικά.

«Θα φροντίσω εγώ γι’ αυτόν». Αποκρίνομαι ξεφυσώντας και του κάνω νόημα, να μείνει με την Σελέστ.

«Δεν ξέρω, τι σχεδιάζετε, αλλά θέλω, να σου πω, πως κάνεις λάθος για τον πρίγκιπα Γκασπάρντ. Δεν έχει καμία σχέση με την αντιμετώπιση των υπόλοιπων Ολιβάρες. Γι’ αυτό μην τον κρίνεις μόνο από τις πράξεις των δικών του». Με σταματάει ο Φόστερ πιάνοντας το μπράτσο μου. «Πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Εκείνος και η μητέρα του αντιμετωπίστηκαν ως παρείσακτοι από ολόκληρη την οικογένεια και αν ο βασιλιάς δεν τον είχε αναγνωρίσει ως γιο του, ποιος ξέρει, τι μοίρα θα είχε τώρα. Από μικρός έμαθε με τον δύσκολο τρόπο, τι σημαίνει, να είσαι ηγέτης. Όταν η βασίλισσα πέθανε και ο βασιλιάς παντρεύτηκε την ερωμένη του, ο Γκασπάρντ έπρεπε, να αποδεικνύει κάθε μέρα, πως αξίζει τον τίτλο του πρίγκιπα και ο λαός του το αναγνωρίζει αυτό. Έχει θυσιάσει πολλές φορές τον εαυτό του, για να προστατέψει τον λαό του Στάρενιθ από την αδιαφορία της οικογένειάς του. Αν κάποιος αξίζει, να γίνει βασιλιάς εκείνου του τόπου, αυτός είναι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ».

«Δεν με απασχολούν ιδιαίτερα τα οικογενειακά προβλήματα του άρχοντά σου. Έτσι και αλλιώς εγώ είμαι πειρατής. Βγαίνω κερδισμένος απ’ ότι και αν συμβεί. Όμως αυτό που με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή, είναι η Σελέστ. Ως η τελευταία Κίλμπορν είναι σημαντική. Το αίμα της είναι το κλειδί, για να ξεκλειδωθεί η Κρήνη του Σύμπαντος και υπάρχουν πολλοί, που το γνωρίζουν αυτό. Δε θέλω, να την σκοτώσω, για να διασφαλίσω, ότι κανένας δε θα ανοίξει την Κρήνη. Το μόνο που μπορώ, να κάνω, είναι, να την προστατέψω».

«Και πως θα το καταφέρεις αυτό; Δε θα την κρύβεις σε αυτό το νησί για πάντα. Θα την αναζητήσουν και θα παλέψουν για χάρη της». Με αντικρούει ο Φόστερ και μορφάζω εκνευρισμένος. Δεν είμαι τόσο ηλίθιος.

«Δε θα μείνει εδώ. Θα την μεταφέρω αλλού και θα την κρύψω, ώσπου να νομίσουν όλοι, πως πέθανε. Η Κρήνη δεν πρέπει, να ενεργοποιηθεί».




Ηλιάνα Κλεφτάκη