Η Κάλιντα σηκώθηκε όρθια, κρατώντας στο χέρι της μια από τις βελόνες. Πώς τα είχε φέρει έτσι η μοίρα. Κοιτούσε το λευκό υγρό που έρεε μέσα στη γαλάζια χάντρα. Υγρό θα το χαρακτήριζε κάποιος που δε γνώριζε τι πραγματικά ήταν ο λευκός καπνός που βρισκόταν παγιδευμένος στη λεπτή βελόνα. Αυτές οι ψυχές ήταν δικές της.
Επέστρεψαν ξανά πίσω για να την στοιχειώσουν. Της φάνηκε πως η ανάσα της επιβραδύνθηκε, αλλά κατηγόρησε την κούραση για αυτό. Είχε χρησιμοποιήσει αρκετά την Αλιάνα και δε τη συνέφερε να την εξαφανίσει εντελώς. Αν το κορίτσι χανόταν, μαζί χανόταν και η ευκαιρία της να αποκτήσει ένα ζωντανό κορμί. Έπρεπε να περιμένει μέχρι την τελετή. Θα πάλευε για αυτό το σώμα.
Ο ήχος των βημάτων που πλησίαζαν την έκανε να σηκώσει το κεφάλι της και να αφήσει το βλέμμα της να πλανιέται από πρόσωπο σε πρόσωπο. Με ένα συρτό αναστεναγμό, έβγαλε την καλύπτρα του ματιού της από την τσέπη του κορσέ. Τα παράξενα μάτια της κλείδωσαν στο Λαχάρ. Ο νεαρός πρίγκιπας, ήταν πιο ηλίθιος από όσο νόμιζε. Στηριζόταν σε φρούδες ελπίδες. Πίστευε πραγματικά ότι είχε ένα μέλλον μαζί της. Νόμιζε ότι θα γλίτωνε από την κατάρα της. Η Κάλιντα κάγχασε και στράφηκε στον πρίγκιπα της Σεβέλ.
«Έχουμε ένα προδότη ανάμεσά μας» δήλωσε αδιάφορη. Μα κάθε άλλο παρά αδιάφορη ήταν. Όποιος την είχε βάλει στόχο, να ευχόταν το μαρτύριο του να είναι γρήγορο. Γιατί θα έβρισκε τον υπαίτιο. Και, ω γλυκοί Θεοί, θα το διασκέδαζε το βασανιστήριο.
Ο πρίγκιπας Κάιν άφησε το κεφάλι του να γείρει στο πλάι και στένεψε το βλέμμα του. Δεν πίστευε αυτό που άκουγε και δεν μπορούσε να το κάνει πιο φανερό. Η Κάλιντα ύψωσε τα μάτια της προς στον ουρανό και τα επανέφερε στην ευθεία των ιπποτών του πρίγκιπα. Δεν μπορούσε να διακρίνει τα μάτια τους, μα ήξερε ότι την κοιτούσαν. Υπολόγιζαν τις δυνάμεις της με κάθε κτύπο της καρδιάς τους. Ήταν ικανοί πολεμιστές, αυτό τους το αναγνώριζε. Μα εκείνη ήταν καλύτερη. Όσο και να τους παρατηρούσε, οι ψυχές τους ήταν ολόκληρες και ολόδικές τους. Πάραυτα, ο αέρας που τους κύκλωνε ήταν εντελώς διαφορετικός. Τα μάτια της περιπλανήθηκαν στον ένα ιππότη που κειτόταν νεκρός στο έδαφος. Σταύρωσε τα χέρια της μπροστά από το στήθος της. Εκπλησσόταν που δεν είχαν τρέξει κοντά του να φροντίσουν το άψυχο σώμα του. Ξεφύσησε.
«Δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι, μικρέ πρίγκιπα. Έχουμε ένα προδότη ανάμεσά μας. Κάποιος μας έστησε ενέδρα, ψάχνοντας τρόπο να με βγάλει από τη μέση. Μαζί φυσικά με εσένα».
«Δεν είναι κανείς από εμάς ο προδότης. Δεν έχει νόημα να κανονιστούν όλα αυτά, εφόσον το άτομο θα ερχόταν μαζί μας. Εκτός και αν ήταν παραπλανητικό το σχέδιο» κατέληξε ο Κάιν και έτριψε ελαφρά το πιγούνι του με το ένα του χέρι.
«Αν ήταν κάποιος από εσάς, θα το καταλάβαινα αμέσως» πέταξε η Κάλιντα.
«Και αν είσαι εσύ;» αναρωτήθηκε ο Λαχάρ.
Η Κάλιντα χαμογέλασε και στράφηκε προς τον νεαρό:
«Γιατί να θέλω να με σκοτώσω;».
«Όχι εσένα, εμάς. Θα μας ξεφορτωθείς και θα έχεις το πεδίο ελεύθερο για να κλέψεις το κορμί της Αλιάνας. Δε θα σε σταματούσε τίποτα μετά».
«Δυστυχώς για μένα, σας χρειάζομαι, ακόμα. Η τελετή έχει δυο πιθανά τέλη, πρίγκιπα της Ινάλ. Και θα παλέψω για το δικό μου. Όσο και να το θέλω, δε μπορώ να καταλάβω το σώμα της εκτός και αν δεθούμε μαζί κατά τη Μπλε Σελήνη» είπε μέσα από τα δόντια της και πλησίασε τον Λαχάρ, ώστε τα κεφάλια τους να απέχουν ελάχιστα το ένα από το άλλο «Αυτή είναι μια μάχη που δε θα δεχτώ να χάσω» του ψιθύρισε απειλητικά.
«Ούτε και εγώ» της ανταπάντησε.
Η Κάλιντα πίσω-πάτησε χαμογελαστή και ξαναγύρισε στον Κάιν «Για να μην σπαταλάμε και άλλο χρόνο, ο προδότης βρίσκεται στο παλάτι σου. Ποιοι ήξεραν για το ταξίδι αυτό;».
Ο Κάιν που όλη αυτή την ώρα ήταν βαθιά χαμένος στις σκέψεις του, τίναξε το κεφάλι του απότομα προς το μέρος της:
«Οι άρχοντες και ο σύμβουλος Άριμαν».
«Κάποιος από αυτούς είναι μια αθάνατη ψυχή. Και κάποιος από αυτούς θέλει να σε δει νεκρό, μαζί με μένα, πριν η Πύλη ανοίξει. Θα σε συμβούλευα να ξεκινήσεις τη λίστα με τους βασικούς υπόπτους. Και τώρα, με συγχωρείτε».
Με μια γρήγορη κίνηση, έδεσε το αφύσικα γαλάζιο μάτι της με την δερμάτινη καλύπτρα και πήρε μια απότομη βαθιά ανάσα.
Μόλις άνοιξα το ελεύθερο μάτι μου, ένιωσα το στομάχι μου να ανακατεύεται και την όρασή μου να έχει θολώσει πιο πολύ από πριν. Τα γόνατά μου τρεμούλιασαν και έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Θα έσκαγα στο έδαφος σα σακί με πατάτες αν δεν ήταν εκεί κάποιος να με πιάσει εγκαίρως. Ανοιγόκλεισα το ακάλυπτο μάτι μου και κατάφερα να ξεχωρίσω στην ελαφρά πλέον θολούρα το πρόσωπο του Λαχάρ. Τα πόδια μου ήταν διπλωμένα από κάτω μου και τα ένιωθα εντελώς αδύναμα. Το γεροδεμένο σώμα του Λαχάρ είχε σταθεροποιήσει το δικό μου, παγιδεύοντας την πλάτη μου με το ένα του χέρι. Τα σχεδόν λυτά μαλλιά του χάιδευαν το δεξί μάγουλό μου και το ένα του χέρι ήρθε και ακούμπησε το άλλο. Ανασήκωσε λίγο το πρόσωπό μου, αναγκάζοντας με να τον κοιτάξω. Ήταν η δεύτερη φορά που ερχόμασταν τόσο κοντά.
«Αλιάνα;» ρώτησε και μου φάνηκε σαν ερώτηση αναγνώρισης.
Ξεροκατάπια και πήγα να του απαντήσω, μα δεν έβγαινε λέξη από μέσα μου. Ο λαιμός μου ήταν εντελώς κλειστός και τραχύς. Η φιγούρα του ήταν ακόμη θολή, αλλά με κάθε βλεφάρισμα, η ομίχλη καθάριζε. Μπορούσα να διακρίνω τα αμυγδαλωτά μάτια του και τα ανακατεμένα του μαλλιά. Γιατί ήταν τόσο λευκά; Κούνησα το δεξί μου χέρι και αισθάνθηκα κάτι στο χέρι μου. Το ύψωσα μπροστά μου πριν το αφήσω να πέσει, αδύναμο και αυτό, πάνω μου, ακουμπώντας ελαφρά πάνω στην κοιλιά του Λαχάρ. Μια ζεστασιά άρχισε να ρέει σε όλο μου το κορμί. Ήμουν τόσο κουρασμένη. Νομίζω έκλεισα το ακάλυπτο μάτι μου, γιατί όλα σκοτείνιασαν. Ένα απαλό χάδι στο μάγουλό μου με ξύπνησε. Ύψωσα ξανά το βλέμμα στον πρίγκιπα της Ινάλ και ένα αχνό χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του στο πρόσωπό του. Ύστερα από λίγο γύρισε στο πλάι και κάτι είπε σε κάποιον. Δεν κατάλαβα τι γινόταν. Που ήμασταν;
«Γιατί... Γε... Λάς;» ρώτησα ψιθυριστά με δυσκολία. Το χαμόγελο του Λαχάρ έγινε πιο πλατύ και πλησίασε το πρόσωπό του και άλλο προς το μέρος μου.
«Δεν σε ακούω. Είναι αμήχανο το γέλιο αυτό. Ξέρεις, εκείνο που έχεις όταν κάποιος σου μιλάει, αλλά δεν έχεις ιδέα τι λέει, και έτσι χαμογελάς κουνώντας καταφατικά το κεφάλι σου».
Ήθελα τόσο, μα τόσο να τον χτυπήσω. Πλατάγισα την γλώσσα μου και προσπάθησα να σηκωθώ όρθια, μα με σταμάτησε λίγο πριν συγκρουστούν τα μέτωπα μας. Η μυρωδιά πορτοκαλιού και γιασεμιού τρύπωσαν στα ρουθούνια μου. Ο πρίγκιπας της Ινάλ, φάνηκε για μια στιγμή να τα χάνει.
«Πανέμορφη» ψιθύρισε και η ζεστή ανάσα του χάιδεψε το πρόσωπό μου.
Πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε, με σήκωσε στα χέρια του και το κεφάλι μου έγειρε απαλά στο στήθος του. Μπορούσα να ακούσω την καρδιά του να χτυπά δυνατά και ξέφρενα. Ένιωθα ασφαλής για πρώτη φορά, μετά από δέκα χρόνια. Ένιωθα ότι κάποιος με προστάτευε. Μα αυτό με άγχωνε ταυτόχρονα. Δεν ήθελα να βασίζομαι πάνω σε κανένα. Τόσους χειμώνες τους είχα περάσει μόνη μου και δεν με βοήθησε ποτέ κανείς, εκτός από τον Σαπιοδόντη. Και εκείνος με βοήθησε για το συμφέρον του. Και τώρα για το συμφέρον τους με βοηθούσαν. Δεν ενδιαφέρθηκε κανείς για εμένα. Μόνο για την κατάρα και το πως θα σταματήσουμε την καταραμένη κοπέλα να αφανίσει τα τέσσερα βασίλεια. Στο τέλος θα με παρατούσαν, θα με πετούσαν πέρα και θα με άφηναν να σαπίσω στο σκοτάδι. Η ίδια μου η οικογένεια με έδιωξε και με μισούσε τόσο που διαλύθηκε. Έμεινα πίσω να παλέψω για το τίποτα. Για μια ζωή που μετά τη δύση του ηλίου δε μου ανήκε. Δεν ήθελα να χάσω αυτό που τώρα έχτιζα. Τουλάχιστον, έκανα μια αρχή. Έκανα κάτι καλό. Σήκωσα με κόπο το χέρι μου που κρεμόταν στο πλάι και έσφιξα την πουκαμίσα του Λαχάρ στη μπουνιά μου.
«Μη με προδώσεις και εσύ» μουρμούρισα ξεψυχισμένα.
Ο Λαχάρ με κοίταξε. Ένιωθα τα μάτια του πάνω μου και ας είχα τα δικά μου σφαλισμένα. Το ένα μακριά από τον κόσμο και το άλλο για την γλυκιά μελωδία του ύπνου που δραπέτευσε από το στόμα του κουβαλητή μου.
«Ποτέ» απάντησε και μετά από αυτό, αφέθηκα.
Ξύπνησα από ένα ελαφρύ τσίμπημα στο λοβό του αυτιού μου. Μετά ακολούθησε άλλο ένα και ύστερα και άλλο. Πετάχτηκα όρθια και γύρισα να κοιτάξω τι ήταν αυτό που τσιμπούσε το αυτί μου. Ο Χάρου στεκόταν περήφανος πάνω στο κρεβάτι και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Έπειτα το επανέφερε και χτύπησε τα φτερά του στον αέρα πριν έρθει καταπάνω μου και γαντζωθεί στο χέρι μου. Κούνησε το κεφαλάκι του πέρα δώθε και έσκυψα να το φιλήσω.
«Πολύ χαδιάρης μου έγινες, Χάρου» ομολόγησα και ένα μικρό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό μου.
Κοίταξα γύρω μου και είδα ότι ήμουν μέσα σε ένα ξύλινο, μικρό σπιτάκι. Δίπλα από το κρεβάτι μου υπήρχε άλλο ένα και απέναντί του υπήρχαν άλλα δύο. Στο κέντρο, ένα μικρό επίσης ξύλινο τραπεζάκι χώριζε το χώρο στη μέση και στην άλλη πλευρά μια μεγάλη εστία φώτιζε το χώρο. Είχε νυχτώσει; Πότε;
Όταν ξεκίνησε το κεφάλι μου να επαναφέρει τη μνήμη μου, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα δειλά-δειλά ένα μικρό κοριτσάκι. Δεν θα ήταν πάνω από δέκα. Τα καστανά της μαλλιά ήταν πλεγμένα σε δυο μακριές κοτσίδες. Κρατούσε στα χέρια της ένα πήλινο δίσκο που έφερε λίγο φαγητό και ένα ποτήρι γεμάτο νερό. Μόλις είδε ότι ήμουν ξύπνια, ταράχτηκε και παραλίγο να της έπεφτε ο δίσκος, μα τελευταία στιγμή τον έπιασα και τον ακούμπησα πάνω στο κρεβάτι. Το κοριτσάκι κρατούσε σφιχτά το φόρεμά της και έμοιαζε έτοιμο να κλάψει. Τα μεγάλα στρογγυλά της μάτια, θέριζαν το χώρο και απέφευγαν εμένα.
«Ευχαριστώ για το φαγητό» της είπα όσο πιο γλυκά μπορούσα και πήρα το δίσκο πάνω στα πόδια μου.
Ξαφνικά το κοριτσάκι έπεσε στο πάτωμα και έμεινε εκεί γονατιστή με το κεφάλι της να ακουμπά το βρώμικο έδαφος. «Με συγχωρείτε! Με συγχωρείτε πολύ! Οι γονείς μου δεν το θέλανε, μα τα τέρατα τους αναγκάσανε! Σας παρακαλώ μην τους σκοτώσετε!» φώναξε το κορίτσι και η φωνή του όσο περισσότερο μιλούσε, τόσο πιο τσιριχτή γινόταν. Είχε πέσει μπροστά από τα πόδια μου και έτρεμε. Άφησα ταχύτατα τον δίσκο στο κρεβάτι και έσκυψα να την ανασηκώσω.
«Τι λες;» την ρώτησα μόλις τα μάτια της στάθηκαν στο πρόσωπό μου. Εκείνη δάγκωσε το κάτω χείλος της πριν μιλήσει.
«Τα Όγκρε μας απείλησαν. Είπαν πως αν δεν κάνουμε αυτό που θέλουν, θα πότιζαν τον τόπο με το αίμα μας. Οι γονείς μου δεν ήθελαν να το κάνουν αυτό. Να προδώσουν το πρίγκιπά μας και να του στήσουν παγίδα. Εγώ φοβήθηκα. Φοβήθηκα πολύ. Θα μας σκοτώνανε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Κλειδωθήκαμε στα σπίτια μας και έμειναν μόνο οι φρουροί έξω. Τα Όγκρε... Εκείνα μας απείλησαν. Σας παρακαλώ συγχωρέστε μας. Μην σκοτώσετε τους γονείς μου!» είπε το κοριτσάκι χωρίς να πάρει ανάσα και συνειδητοποίησα ότι κρατούσα και εγώ τη δική μου.
«Ηρέμησε. Όλα είναι εντάξει τώρα. Κανείς δε θα σκοτώσει τους γονείς σου».
«Μα ο πρίγκιπας... Ο πρίγκιπας τους έχει όλους έξω και λέει ότι θα τους τιμωρήσει. Και φωνάζει» ψέλλισε το κορίτσι και ξέσπασε σε κλάματα. Έθαψε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της και έμεινε καρφωμένη στο πάτωμα. Χωρίς να το καλοσκεφτώ όρμησα προς την πόρτα και ένα κύμα ζαλάδας με κατέβαλε. Το αγνόησα όσο καλύτερα μπορούσα και βγήκα σχεδόν τρέχοντας έξω. Ο Κάιν είχε συγκεντρώσει όλους τους χωρικούς μπροστά του και τους μιλούσε, χειρονομώντας έντονα. Πλησιάζοντας κατάλαβα ότι αυτό που τους έλεγε δεν ήταν καλό. Όλοι οι χωρικοί ήταν στριμωγμένοι ο ένας κολλητά στον άλλο και άλλοι με σκυμμένο το κεφάλι, άλλοι με δάκρυα στα μάτια και άλλοι με απαθές βλέμμα, άκουγαν τον κριτή τους.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» του φώναξα. Ο πρίγκιπας σταμάτησε να μιλά και στράφηκε προς τα εμένα, μαζί με κάμποσα άλλα ζευγάρια ματιών. Αναστέναξε και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του. Πίσω του διέκρινα τον Λαχάρ. Και εκείνος με είδε, αλλά παρέμεινε σιωπηλός. Μάλλον δε θα ανακατευόταν στο θέμα.
«Τους επιβάλλω την τιμωρία τους. Αυτή είναι η ποινή τους για την προδοσία τους» δήλωσε και γύρισε πάλι προς τους χωρικούς.
«Προδοσία επειδή προσπάθησαν να σώσουν τις οικογένειές τους;» διαμαρτυρήθηκα σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.
«Προδοσία, επειδή συμμετείχαν σε ενέδρα εις βάρος του πρίγκιπα και μελλοντικού βασιλιά τους».
«Τους απείλησαν και το έκαναν! Και εσύ το ίδιο θα έκανες αν ήσουν στη θέση τους!».
Ο Κάιν δεν άντεξε άλλο και με πλησίασα γρήγορα και με βλέμμα θυμωμένο:
«Πρόσεχε τον τόνο σου, δολοφόνε! Αν ήμουν στη θέση τους θα πολεμούσα μέχρι να αφήσω την τελευταία μου πνοή και δε θα υποκλινόμουν στα Όγκρε! Θα προσπαθούσα να παλέψω για το σπίτι και την οικογένειά μου, για το βασίλειο».
«Ακόμη και αν αυτό σήμαινε πως θα τα έχανες όλα;».
«Ακόμη και τότε. Τουλάχιστον θα ήξερα ότι πολέμησα για αυτά που αγαπώ».
Κούνησα το κεφάλι μου και έκανα λίγα βήματα πίσω.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις; Ποια είναι η τιμωρία τους, ω λαμπρέ μου πρίγκιπα; Πώς θα τους χρησιμοποιήσεις αυτούς;».
Ο Κάιν φάνηκε να το σκέφτεται λίγο και ύστερα επέστρεψε στο πόστο του, δίχως να με κοιτάξει πάλι. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και κατέβασε το βλέμμα του προς τους υπηκόους του.
«Το Φόξμπορν, θα εξοριστεί από το χάρτη της Σεβέλ. Αυτό σημαίνει πως όσοι κατοικείτε εδώ, θα μεταφερθείτε σε κάποιο άλλο χωριό ή στην πόλη. Τα υπάρχοντά σας δεσμεύονται και θα παραμείνουν εδώ. Ό, τι χτίσατε τόσο καιρό και ό, τι δημιουργήσατε θα το ξαναφτιάξετε από την αρχή. Ίσως αυτό σας κάνει να εκτιμήσετε περισσότερο αυτό που είχατε. Το χωριό παραμένει ως σύνορο της Σεβέλ και των Ασράι, ως κενό τοπίο. Η μετακίνησή σας να έχει ολοκληρωθεί ως την ανατολή του ηλίου, αλλιώς θα στείλω τους στρατιώτες να σας βοηθήσουν. Αυτή είναι η τιμωρία σας και αυτή είναι η τελική απόφασή μου».
«Ο απόλυτος ξεριζωμός» σκέφτηκα και με γοργά βήματα γύρισα στο σπιτάκι. Το μικρό κοριτσάκι είχε σταματήσει πια να κλαίει και στεκόταν μπροστά από την πόρτα. Ήταν τόσο τρομαγμένο. Και τώρα το μοναδικό της μέρος όπου ένιωθε ασφαλής και η θαλπωρή και η ζεστασιά την περικύκλωναν, ξαφνικά την εγκατέλειπαν. Μέσα σε ένα βράδυ, έχασε τα πάντα.
Μοιάζαμε κάπως.
Ella Sarlot