Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 1)

27 Μαρτίου 2019

Μια κρύα νύχτα του Μαρτίου στην οδό Τζέφρεϊ στο Στόκγουελ, μια μικρή συνοικία του Λονδίνου, κλήθηκα να ερευνήσω ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Θύματα ήταν ένα ζευγάρι, ο τριανταπεντάχρονος Γκρέγκορι Λε Μπλανκ και η τριαντατριάχρονη σύζυγος του Αντζέλικα.

Το αμάξι της αστυνομίας έφτασε έξω από τρεις μεγάλες πολυκατοικίες στο χρώμα της μόκας με λευκά παντζούρια και έξι μικρές μαύρες τριγωνικές στέγες. Μόλις έριξα το βλέμμα μου επάνω της, με έπιασε ένα ρίγος. Στην αριστερή πόρτα υπήρχαν οι κίτρινες κορδέλες της αστυνομίας, ένα περιπολικό και πολλοί γείτονες κοιτούσαν με περιέργεια τι είχε συμβεί.

Φορώντας ειδική στολή, μάσκα και γάντια μπήκα στο αναστατωμένο σπίτι. Μπαίνοντας, βρέθηκα στο μεγάλο μπεζ σαλόνι. Εκεί υπήρχε ένα σπασμένο βάζο, ανοιχτά συρτάρια και διάφορα πράγματα πεταμένα στο πάτωμα. Μερικές κηλίδες αίματος οδηγούσαν στην κουζίνα. Εκεί βρέθηκε το ζευγάρι δεμένο με σκοινί σε δύο καρέκλες και είχε μαχαιρωθεί με ένα μεγάλο μαχαίρι το οποίο έλειπε. Μέσα στο υπνοδωμάτιο επικρατούσε η ίδια κατάσταση. Παντού πεταμένα ρούχα και τσάντες, καθώς και άδεια συρτάρια. Ο συνάδελφος μου, ο Τόμας, και εγώ ανακαλύψαμε πως έλειπαν χρήματα, κινητά και κοσμήματα αλλά κανένα ίχνος διάρρηξης δεν ήταν φανερό.
Μόλις τελειώσαμε την αναφορά, γύρισα στο τμήμα και έψαξα στα αρχεία της αστυνομίας. Κάλεσα τους γονείς του άτυχου ζεύγους να καταθέσουν όσα γνώριζαν, ενώ ταυτόχρονα ο Τόμας προσπαθούσε να εντοπίσει όλους όσους είχαν επικοινώνησει με τον Γκρέγκορι και την Αντζέλικα την τελευταία εβδομάδα. «Κάποια Στέφανι και ο πατέρας της Αντζέλικας της έχουν κάνει κλήσεις, ενώ ο Γκρέγκορι έχει δεχτεί πολλές κλήσεις από καρτοτηλέφωνα».

Οι υπόλοιποι αστυνομικοί πήραν καταθέσεις εκείνο το απόγευμα από τους γείτονες, μήπως είχαν ακούσει διαπληκτισμούς. Οποιαδήποτε μαρτυρία θα ήταν χρήσιμη για να διαλευκάνουμε την υπόθεση. Κανείς όμως δεν είχε ακούσει τον παραμικρό ύποπτο θόρυβο. Όλοι έλεγαν πως φαινόταν ήσυχο ζευγάρι και έμοιαζαν έκπληκτοι που βρέθηκαν νεκροί.

Το επόμενο πρωί ο πατέρας του Γκρέγκορι, ο Πολ, έφτασε πρώτος στο τμήμα και τον μετέφεραν στο ειδικό δωμάτιο που γίνονταν οι καταθέσεις. Μπήκε με σκυφτό το πρόσωπο στο δωμάτιο όπου τον περίμενε ο Τόμας, ενώ εγώ έψαχνα να βρω ποια είναι η Στέφανι που καλούσε την Αντζέλικα. Ο Τόμας τού είπε με σοβαρότητα «Θα ήθελα, κύριε Λε Μπλανκ, να μου πείτε αν εργαζόταν ο γιος σας». «Είχε δικό του φορτηγό και δραστηριοποιούνταν στον χώρο των μεταφορών» απάντησε εκείνος χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του. «Τι είδους φορτηγό;» ρώτησε ο Τόμας σημειώνοντας στον φάκελο που είχε μπροστά του. «Ένα κόκκινο Μερσέντες Μπενζ Άκτρος και μετέφερε έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές». «Γνωρίζετε που βρίσκεται τώρα το φορτηγό και τον αριθμό κυκλοφορίας του;» «Όχι, δεν γνωρίζω που βρίσκεται, ούτε θυμάμαι τον αριθμό του» απάντησε ο πατέρας του Γκρέγκορι αρκετά νευρικός. «Μήπως είχε προσωπικές διαφορές με κάποιον;» «Δεν είχε έρθει σε αντιπαράθεση με κανέναν. Ο γιος μου ήταν υπόδειγμα πολίτη και τώρα, αν μου επιτρέπετε, πρέπει να αποχωρήσω» είπε με έντονο ύφος και σηκώθηκε όρθιος. Ο Τόμας τον κοίταξε αυστηρά και πρόσταξε να καθίσει. «Χρειαζόμαστε μερικές ακόμα πληροφορίες, κύριε Λε Μπλανκ. Η σύζυγός σας είναι αποθανούσα, από ότι βλέπω εδώ. Είχατε άλλα παιδιά;» « Η σύζυγος μου είχε χάσει τη μάχη με τον καρκίνο δύο χρόνια πριν και ο Γκρέγκορι ήταν μοναχοπαίδι» απάντησε και τράβηξε το βλέμμα του προς την πόρτα. «Πόσο καιρό ήταν με τη σύζυγό του;» «Με την Αντζέλικα είχαν γνωριστεί επτά χρόνια πριν στο Φοίνιξ, μια παμπ στο Κλάπχαμ. Έκλεισαν τρία χρόνια παντρεμένοι φέτος».

Ο Τόμας τον άφησε να αποχωρήσει και εκείνος έφυγε χωρίς να κοιτάξει κανέναν. Μετά το τέλος της κατάθεσης είχαμε συλλέξει αρκετά στοιχεία. Υπήρχαν όμως ακόμα αρκετά κενά στην υπόθεση. Δεν είχαμε μάθει τίποτα για την Αντζέλικα. Επιπλέον, το εξαφανισμένο φορτηγό, το αδιάρρηκτο σπίτι και η στάση του πατέρα του Γκρέγκορι άφηναν πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Μόλις με είδε ο Τόμας μού είπε προβληματισμένος «Δεν νομίζω πως θα ξεμπερδέψουμε σύντομα με αυτήν την υπόθεση...».




Δέσποινα Τ.