ΜΠΡΑΙΝΤΕΝ
Η Σελέστ στέκεται ακίνητη και παρατηρεί τη θάλασσα με βλέμμα σκοτεινό και άψυχο. Στα χέρια της κρατά σφιχτά το καλάθι με τα ψώνια από την αγορά, σαν να είναι το σωσίβιο, που χρειάζεται, για να μην πνιγεί. Και τι δε θα έδινα, για να μάθω, τι σκέφτεται. Για να την παρηγορήσω. Ο Γκασπάρντ την πλήγωσε. Ότι και αν ήταν αυτό, που της είπε, την στεναχώρησε.
Ξεκινήσαμε το πρωί από την έπαυλη για την αγορά, για προμήθειες και πληροφορίες για τον πρίγκιπα Άλμπερτ, που έχει προχωρήσει εδώ και μέρες στο ιδιωτικό νησί των Κίλμπορν. Στην πραγματικότητα όμως ήθελα, να την απομακρύνω για λίγο από τον ασφυκτικό κλοιό του πρίγκιπα και να την δοκιμάσω ως αγόρι στον έξω κόσμο. Παίζει τον ρόλο του υπηρέτη μου, ενός πολύ όμορφου υπηρέτη, που με δυσκολία καταφέρνω, να παίρνω τα μάτια μου από πάνω του. Ντυμένη με μπαντάνα στα μαλλιά, φαρδιά πουκαμίσα και παντελόνι είναι ακόμα πιο θελκτική στα μάτια μου. Το δέρμα της λείο και απαλό, τα μάτια της μεγάλα και αμυγδαλωτά με τις πυκνές βλεφαρίδες να τα πλαισιώνουν και τα κόκκινα, σαρκώδη από το κρύο χείλη της θα έκαναν τον οποιονδήποτε, να την προσέξει. Είτε ως αγόρι, είτε ως κορίτσι. Και που για να λέμε την αλήθεια, δύσκολα περνιέται για αγόρι. Η θηλυκή κορμοστασιά και οι τρόποι της την προδίδουν αμέσως.
Είναι τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της, που δεν με προσέχει, καθώς την κοιτάζω για μια ακόμη φορά εξεταστικά από την κορυφή ως τα νύχια. Δεν προσέχει ούτε τα μπουμπουνητά στον ουρανό και τον κεραυνό που σκάει στη θάλασσα. Τόσο πολύ ενδιαφέρεται για τον πρίγκιπα πια; Μπορώ, να την κάνω πολύ πιο ευτυχισμένη. Θα της δώσω τον κόσμο ολάκερο και θα την προστατέψω, όπως έκανα πάντα με την κληρονομιά της. Μόνο αν με άφηνε, αν μου έδινε το δικαίωμα, να την διεκδικήσω από τον εγωιστή πρίγκιπα, που θέλει, να την χρησιμοποιήσει για τα συμφέροντά του. Σφίγγω τα χέρια μου σε γροθιές και μορφάζω ενοχλημένος με την όλη κατάσταση. Όταν βγουν από τη μέση οι Ολιβάρες, θα έχω όσο χρόνο θέλω, για να την κάνω δική μου.
«Καπετάνιε». Λέει ο λοστρόμος μου σκουντώντας με διστακτικά. «Με προσέχετε;»
«Όχι. Πες μου ξανά, τι έμαθες». Λέω τρίβοντας το μέτωπό μου αποπροσανατολισμένος. «Γιατί τα πράγματα έχουν καθυστερήσει τόσο πολύ; Μήπως οι άντρες του πρίγκιπα Άλμπερτ βρήκαν την Κρήνη;»
«Ανακάλυψαν την τοποθεσία της, αλλά δεν έχουν καταφέρει, να την προσεγγίσουν ακόμα. Ο πρίγκιπας Άλμπερτ δε νοιάζεται πλέον. Οι παροχές του νησιού τον κρατούν πολύ απασχολημένο, για να ενδιαφερθεί για την Κρήνη. Στο νησί επικρατεί χάος με τους στρατιώτες του, να καταπατούν την περιουσία των Κίλμπορν, να σκοτώνουν τους άντρες και να βιάζουν τις γυναίκες». Με ενημερώνει με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. «Ο άλλος άντρας είναι πιο κινητικός. Ειδικά τις τελευταίες μέρες. Νοίκιασε ένα δικάταρτο, για να τον φέρει στο Έστρελ. Σύντομα θα βρίσκεται στα ίχνη σας».
«Ας κοπιάσει. Τον περιμένουμε εδώ και καιρό». Σχολιάζω νιώθοντας το ηθικό μου, να ανεβαίνει κατά πολύ. «Τίποτα άλλο; Οτιδήποτε για το Στάρενιθ;»
«Ο βασιλιάς είναι άρρωστος. Θα έχει πεθάνει ως το τέλος του χειμώνα». Χτυπάει νευρικός τα δάχτυλά του στο τραπέζι. Μοιάζει, σαν να θέλει, να πει και άλλα, όμως δεν είναι σίγουρος για το αν συνετό, να ανοίξει το στόμα του. «Το σχέδιό σας θα αποτύχει κύριε».
«Ορίστε;» ξαφνιάζομαι.
«Το κορίτσι». Κάνει νόημα προς το μέρος της Σελέστ και ξεφυσάει. «Θα την ανακαλύψουν από χιλιόμετρα μακριά. Και αυτός ο άντρας που έχουν στη δούλεψή τους οι Ολιβάρες θα την μυριστεί αμέσως».
«Κάνε τις απαραίτητες προετοιμασίες. Θέλω το Μαύρο Τριαντάφυλλο έτοιμο ανά πάσα στιγμή». Τον διατάζω και ο υπηρέτης μου φεύγει με ένα κοφτό γνέψιμο.
Ο βασιλιάς του Στάρενιθ άρρωστος. Απ’ όσο θυμάμαι πάντοτε είχε κάποια μικροπροβλήματα με την καρδιά του, όμως ποτέ τίποτα τόσο σοβαρό για να τον στείλει στον τάφο. Κάτι άλλο παίζεται εδώ και το μυαλό μου δεν λέει, να καταλήξει σε ένα σύντομο συμπέρασμα. Ο πατέρας μου δε θα δρούσε τόσο ύπουλα, ώστε να τον δηλητηριάσουν και αν το έκανε, θα στόχευε τους γιούς του. Ο Κρίστομπαλ ήταν ανέκαθεν συνεπής σε όλες τις τελετές για την Συνθήκη Ειρήνης ανάμεσα στα κράτη και ποτέ δεν έκανε ενέργειες, που να την ακυρώσουν. Είτε σχεδίαζε κάτι σκοτεινότερο, είτε τα προβλήματα άρχισαν, όταν ανέλαβε περισσότερη εξουσία ο μεγαλύτερος γιος του. Ο πρίγκιπας Φρεντέρικο είναι απόλυτα ικανός, για να σπείρει τον θάνατο, όμως ποτέ μου δε θα τον φανταζόμουν ως κάποιον, που θα άπλωνε τα χέρια του στο μόνο άνθρωπο, που μπορεί, να τον στηρίξει.
Ο Κάλντερ Κίλμπορν δολοφονήθηκε στο σπίτι του και η λαίδη Ράινα πέθανε στο κρεβάτι της από ένα σπάνιο δηλητήριο, που έλαβε στη Μπουργκότζια. Τη μέρα της υπογραφής της συνθήκης ο Ρόλοφ Γουίλκιν έχασε τη ζωή του από μισθοφόρους, το ίδιο και ο Μαρτιέν Ντίτσελχοφ. Τώρα έχει σειρά ο Κρίστομπαλ Ολιβάρες; Δεν καταλαβαίνω το σκεπτικό του πρίγκιπα Φρεντέρικο. Τα άτομα που βγάζει εκτός σκηνής δεν συνδέοντα μεταξύ τους και ο θάνατος των Κίλμπορν σίγουρα δε του πρόσφερε τίποτα. Αν δεν τον σταματήσει κάποιος σύντομα θα ακολουθήσει η Σελέστ και ο Γκασπάρντ και όποιος άλλος πάει εναντίον του.
«Ντέρεκ». Φωνάζω τη Σελέστ χαμογελώντας. «Ντέρεκ. Αν με αναγκάσεις, να το ξαναπώ, θα σε μαστιγώσω για ανυπακοή».
«Σε άκουσα και την πρώτη φορά». Γρυλίζει ενοχλημένη και με προσπερνάει. «Βαρέθηκα με όλα αυτά».
«Έι… πάμε στο μπαρ. Χρειάζεσαι ένα γερό ποτό και σίγουρα ένα σακάκι». Λέω αγγίζοντας τη νοτισμένη πουκαμίσα της κάνοντάς τη, να αναπηδήσει καχύποπτα. «Σταμάτα, να φέρεσαι σαν κορίτσι. Εξάλλου νομίζεις, ότι αν δε σε ήθελα στο κρεβάτι μου, δε θα σε είχα;»
«Τι!» γουρλώνει τα μάτια της σοκαρισμένη. «Πολύ αυτοπεποίθηση αποκτήσατε κύριε. Αν ονειρεύεστε με τα μάτια ανοιχτά, θα σας περάσουν για παράφρονα».
«Το λεξιλόγιό σου είναι πολύ προσεγμένο για έναν αγράμματο υπηρέτη». Την ενημερώνω με έναν αποδοκιμαστικό μορφασμό και η Σελέστ χαμηλώνει το κεφάλι της σε μια κοροϊδευτική υπόκλιση.
Το μπαρ είναι ασφυκτικά γεμάτο από ναύτες διαφορετικών πλοίων και η ατμόσφαιρα βαριά από τον καπνό των τσιγάρων. Η Σελέστ ζαρώνει δίπλα μου και την χτυπάω στην πλάτη, για να διορθώσω την συμπεριφορά της. Όσο και αν προσπαθεί, ο κοριτσίστικος εαυτός της βγαίνει στην επιφάνεια προδίδοντάς την. Οι άντρες μου την κατάλαβαν αμέσως και κανένας τους δεν γνώριζε το σχέδιό μας. Πως πρόκειται, να πείσει τον δούκα Χάμελιν Βαν Άλεν και τον πρίγκιπα Άλμπερτ, ο οποίος την έχει παρατηρήσει με την λαχτάρα στο βλέμμα του; Αυτό σημαίνει, ότι η Σελέστ δεν πρέπει, να φύγει από το Έστρελ, ότι και αν γίνει και κανένας τους να μη βρεθεί κατά πρόσωπο μαζί της. Θα ήταν καταστροφικό για εκείνη.
Πλησιάζουμε στο μοναδικό άδειο σημείο στο μπαρ και με ένα νεύμα μου παραγγέλνω ουίκσυ για μένα και μπύρα για την Σελέστ, που δείχνει όλο και πιο έξω από τα νερά της. Με διασκεδάζει η νευρικότητά της. Ένας άντρας πέφτει πάνω της και την ρίχνει κάτω σκορπίζοντας τα ζαρζαβατικά από το καλάθι της. Τον αρπάζω από το πέτο του γιλέκου του και τον τραβάω μακριά της. Σε αυτή μου την κίνηση οι άντρες από το κοντινότερο τραπέζι τινάζονται όρθιοι παρουσιάζοντας τα όπλα στις ζώνες τους κάνοντάς με, να οπισθοχωρήσω. Το Έστρελ είναι ουδέτερος τόπος και η βιαιότητα τιμωρείται με θάνατο, όμως αν κάποιος απ’ όλους απ’ αυτούς αποφασίσει, να διαπράξει δολοφονία καμία αρχή δε θα προλάβει, να τον εμποδίσει.
«Ο πειρατής Ρόις Μπένθαμ». Σχολιάζω μορφάζοντας με χαλασμένη διάθεση στην παρουσία του ανταγωνιστή πειρατή μου και εκείνος με χτυπάει στον ώμο χαζογελώντας. «Δε θα περίμενα κάτι διαφορετικότερο. Σε είχαν κλειδωμένο για πόσο καιρό;»
«Αρκετό για να έχω ανάγκη, από μια καλή γυναίκα. Όμως και τα αγόρια δε θα με δυσαρεστούσαν». Σαρκάζει αγγίζοντας τον ώμο της Σελέστ, η οποία ξεροκαταπίνει και κρύος ιδρώτας γλιστράει στην πλάτη της.
«Ο μόνος που αγγίζει τον υπηρέτη μου είμαι εγώ και κανένας άλλος». Γρυλίζω τραβώντας την κοντά μου. Το χέρι μου σφίγγει με δύναμη τον καρπό της, καθώς την κρύβω με το σώμα μου. «Απόλαυσε το ποτό σου, όσο μπορείς ακόμα. Έμαθα, ότι ένας δούκας τριγυρίζει σε αυτά τα μέρη και λένε, ότι δε χάνει μια καλή ευκαιρία, για κυνήγι πειρατών. Δούκας Χάμελιν Βαν Άλεν αν έχεις ακουστά. Μισθοφόρος, χωρίς αρχές. Πρόδωσε τη χώρα του και κατατάχτηκε στον στρατό της αντίπαλης, για να δημιουργήσει την περιουσία του. Σύντομα θα βρίσκεται στο Έστρελ. Για χάρη της παλιάς μας φιλίας σε συμβουλεύω, να φύγεις σύντομα».
«Όχι ακόμα. Έχω δουλειές με τη Σελέστ Κίλμπορν. Μου χρωστάει». Γελάει χυδαία και χτυπάει τον καβάλο του παντελονιού του. «Έχει κάτι, που με ενδιαφέρει».
Τι δουλειές μπορεί, να έχει ανοίξει η Σελέστ με έναν παρακμιακό σαν τον πειρατή Ρόις Μπένθαμ; Την κοιτάζω, αλλά εκείνη αποφεύγει το βλέμμα μου και οπισθοχωρώ προς την έξοδο, πριν την ανακαλύψει κανένας. Ένας πειρατής της δικής του εμβέλειας στο κατόπι της, μόνο μπελάδες πρόκειται, να προκαλέσει. Στον δρόμο προς την έξοδο ένας άντρας μας στέκεται εμπόδιο. Το πρόσωπό του είναι ανέκφραστο και το βλέμμα του χαμένο στο πουθενά. Τον ξέρω αυτόν. Το σπαθί του είναι τραβηγμένο και στοχεύει προς το μέρος της Σελέστ, ενώ εκείνη έχει γουρλώσει τα μάτια της από έκπληξη και φόβο μαζί.
«Σιρκάν!» ψελλίζει άφωνη. «Σιρκάν». Φωνάζει αυτή τη φορά κάνοντας πολλά άτομα, να στραφούν προς το μέρος της. Και όλοι ανήκουν στο πλήρωμα του Ρόις.
Ο σωματοφύλακάς της υπακούοντας σε άλλες διαταγές πλέον ορμάει μπροστά, για να την αρπάξει και έγκαιρα την σπρώχνω μακριά του, όταν το σπαθί του περνάει σφυρίζοντας από μπροστά της. Ανάθεμα! Αποφεύγοντας τις ατσούμπαλες κινήσεις του την πιάνω από το χέρι και βγαίνουμε έξω στην άδεια αγορά. Τι του συνέβη; Οι πειρατές ξεχύνονται πίσω μας αναγκάζοντάς με, να χωθώ ανάμεσα στους πάγκους των εμπόρων, για να τους καθυστερήσω. Το Έστρελ δεν είναι κανένα τεράστιο νησί και τριγύρω βρέχεται από ρηχή θάλασσα. Κανένα πλοίο δεν είναι ικανό, να πλησιάσει πολύ την ακτή. Η έπαυλή μου και μερικά άλλα σπίτια, είναι τα μόνα οικοδομήματα σε τούτο τον τόπο, αλλά όπου και αν πάμε, θα παγιδευτούμε.
«Μπράιντεν…» λέει η Σελέστ λαχανιασμένη κοιτάζοντας προς τα πίσω. Το βήμα τη γίνεται πιο αργό καθυστερώντας μας.
Την ρίχνω κάτω και την τραβάω μαζί μου κάτω από έναν πάγκο ελπίζοντας η κρυψώνα μας, να περάσει απαρατήρητη. Διακρίνω τα γυμνά πόδια τους, να μας προσπερνούν ψάχνοντας μας τριγύρω.
«Τι συμβαίνει;» ρωτάει η Σελέστ τρέμοντας. «Τι συνέβη στον Σιρκάν; Γιατί μου επιτέθηκε;»
«Μαγεύτηκε». Αποκρίνομαι απότομα. «Ο Ρόις αρκετό καιρό ασχολείται με τη μαύρη μαγεία. Τον ελέγχει κατά κάποιον τρόπο σαν μαριονέτα». Κλείνω ξαφνικά το στόμα της και με τα δυο μου χέρια, όταν νιώθω την παρουσία κάποιου κοντά μας. «Δεν παίζεις δίκαια μωρό μου». Γρυλίζω σφίγγοντάς την πάνω μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα περνά, ώσπου να αποφασίσω, ότι ο χώρος είναι ασφαλής, για να επιστρέψουμε στην έπαυλη. Η βροχή έχει δυναμώσει μουσκεύοντάς μας από ως το κόκαλο. Η Σελέστ τρέμει δίπλα μου, παρόλα αυτά δεν βγάζει άχνα. Το βλέμμα της έχει επιστρέψει στο κενό και τα χείλη της έχουν σφραγιστεί σε μια λεπτή γραμμή. Η απογοήτευση είναι χαραγμένη ολοκάθαρα στο χλωμό της πρόσωπο. Κοιτάζω ολόγυρά μου μήπως μας ακολουθούν, αν και… σύντομα οι πειρατές του Ρόις θα εμφανιστούν στην έπαυλή μου διεκδικώντας την. Τη συμφωνία μπορεί, να έκανε μαζί του και πόσο μπλεγμένη είναι; Γιατί κάποιος σαν εκείνον να ασχοληθεί με τον σωματοφύλακά της; Η χρησιμοποίηση της σκοτεινής μαγείας έχει σοβαρό τίμημα και κανείς δεν την χρησιμοποιεί απερίσκεπτα. Ο Ρόις Μπένθαμ, ο βασιλιάς όλων των πειρατών δεν είναι από τα άτομα, που παίζουν με αυτόν τον τρόπο.
Η Σελέστ στυλώνει τα πόδια της στο έδαφος και σταματάει τραβώντας μου την προσοχή. Τι τώρα; Τα μάτια της είναι μισόκλειστα και κοιτάζουν την θάλασσα, σαν να προσπαθούν, να διακρίνουν με επιμονή κάτι μέσα στην ομίχλη, που απλώνεται στον ορίζοντα. Ακολουθώ το βλέμμα της και μόνο τότε παρατηρώ το νέο πλοίο στο λιμάνι. Έχει προσεγγίσει το Τίβερτον του πρίγκιπα Γκασπάρντ, όμως η απόσταση δε μου επιτρέπει, να διακρίνω την κινητικότητα των ναυτών. Δαγκώνω την εσωτερική πλευρά του μάγουλού μου σκεφτικός. Ώστε ο δούκας Χάμελιν Βαν Άλεν αποφάσισε, να μας τιμήσει με την παρουσία του και πάνω στην ώρα. Ο Ρόις θα μου κάνει μεγάλη χάρη, αν τον βγάλει από τον δρόμο μας.
«Πρέπει, να τον σώσουμε». Σπάει την σιωπή η Σελέστ. «Εγώ τον έμπλεξα. Δεν θα τον αφήσω μαζί τους».
«Κοίτα, να ξεμπλέξεις πρώτα τον εαυτό σου και μετά σώζεις τον σωματοφύλακά σου». Γρυλίζω. «Ανόητη γυναίκα, πως έκανες συμφωνία με τον διάβολο; Τι σε οδήγησε σε αυτόν; Είναι ο χειρότερος πειρατής, που υπάρχει».
«Ήμουν απελπισμένη και εκείνος φυλακισμένος στα μπουντρούμια του Κρέομορ. Του υποσχέθηκα τα πλούτη της οικογένειάς μου, αν με έπαιρνε μακριά από το Κρέομορ, για να ξεφύγω από τον γάμο μου με τον πρίγκιπα Γκασπάρντ. Όταν με έπιασε ο Χάμελιν και ο Φόστερ, ζήτησα από τον πειρατή, να προστατέψει τον σωματοφύλακά μου αντί για μένα. Δεν καταλαβαίνω, τι συνέβη στην πορεία». Ξεφυσάει σαν όλο το βάρος του κόσμου, να βαραίνει τους ώμους της.
«Προφανώς τώρα ξέρει για την Κρήνη και θα κάνει τα πάντα, για να την πάρει. Προετοιμάσου για μάχη».
Όταν παράτησα τα καθήκοντά μου στην Μπουργκότζια και εγκατέλειψα την οικογένειά μου, ήμουν εντελώς μόνος και αποπροσανατολισμένος. Το να καταταχτώ στο πλήρωμα του Ρόις ήταν η ευκολότερη και μοναδική λύση, που είχα, για να δημιουργήσω το μέλλον μου και ένα όνομα, που θα φοβάται ο καθένας. Στην αρχή ήταν πειρατής με τιμή και αρχές. Δε σκότωνε τα γυναικόπαιδα και αρκετό μέρος από τους θησαυρούς που έκλεβε μοιραζόταν στις οικογένειες πειρατών, που είχαν χάσει τη ζωή τους στην κρεμάλα. Έπειτα άλλαξε. Έγινε άπληστος και στράφηκε στη μαύρη μαγεία. Όταν έφυγα από το πλοίο του με ανακήρυξε εχθρό του και κάθε φορά που οι δρόμοι μας αντάμωναν η μάχη επακολουθούσε. Θα μπορούσα, να τον είχα σκοτώσει και εκείνος το ίδιο. Αλλά ποτέ κανείς δεν πάτησε την σκανδάλη για την χαριστική βολή. Για μένα πάντα θα είναι ο καπετάνιος μου και εγώ για εκείνον ο ναύτης του.
Ηλιάνα Κλεφτάκη
Η Σελέστ στέκεται ακίνητη και παρατηρεί τη θάλασσα με βλέμμα σκοτεινό και άψυχο. Στα χέρια της κρατά σφιχτά το καλάθι με τα ψώνια από την αγορά, σαν να είναι το σωσίβιο, που χρειάζεται, για να μην πνιγεί. Και τι δε θα έδινα, για να μάθω, τι σκέφτεται. Για να την παρηγορήσω. Ο Γκασπάρντ την πλήγωσε. Ότι και αν ήταν αυτό, που της είπε, την στεναχώρησε.
Ξεκινήσαμε το πρωί από την έπαυλη για την αγορά, για προμήθειες και πληροφορίες για τον πρίγκιπα Άλμπερτ, που έχει προχωρήσει εδώ και μέρες στο ιδιωτικό νησί των Κίλμπορν. Στην πραγματικότητα όμως ήθελα, να την απομακρύνω για λίγο από τον ασφυκτικό κλοιό του πρίγκιπα και να την δοκιμάσω ως αγόρι στον έξω κόσμο. Παίζει τον ρόλο του υπηρέτη μου, ενός πολύ όμορφου υπηρέτη, που με δυσκολία καταφέρνω, να παίρνω τα μάτια μου από πάνω του. Ντυμένη με μπαντάνα στα μαλλιά, φαρδιά πουκαμίσα και παντελόνι είναι ακόμα πιο θελκτική στα μάτια μου. Το δέρμα της λείο και απαλό, τα μάτια της μεγάλα και αμυγδαλωτά με τις πυκνές βλεφαρίδες να τα πλαισιώνουν και τα κόκκινα, σαρκώδη από το κρύο χείλη της θα έκαναν τον οποιονδήποτε, να την προσέξει. Είτε ως αγόρι, είτε ως κορίτσι. Και που για να λέμε την αλήθεια, δύσκολα περνιέται για αγόρι. Η θηλυκή κορμοστασιά και οι τρόποι της την προδίδουν αμέσως.
Είναι τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της, που δεν με προσέχει, καθώς την κοιτάζω για μια ακόμη φορά εξεταστικά από την κορυφή ως τα νύχια. Δεν προσέχει ούτε τα μπουμπουνητά στον ουρανό και τον κεραυνό που σκάει στη θάλασσα. Τόσο πολύ ενδιαφέρεται για τον πρίγκιπα πια; Μπορώ, να την κάνω πολύ πιο ευτυχισμένη. Θα της δώσω τον κόσμο ολάκερο και θα την προστατέψω, όπως έκανα πάντα με την κληρονομιά της. Μόνο αν με άφηνε, αν μου έδινε το δικαίωμα, να την διεκδικήσω από τον εγωιστή πρίγκιπα, που θέλει, να την χρησιμοποιήσει για τα συμφέροντά του. Σφίγγω τα χέρια μου σε γροθιές και μορφάζω ενοχλημένος με την όλη κατάσταση. Όταν βγουν από τη μέση οι Ολιβάρες, θα έχω όσο χρόνο θέλω, για να την κάνω δική μου.
«Καπετάνιε». Λέει ο λοστρόμος μου σκουντώντας με διστακτικά. «Με προσέχετε;»
«Όχι. Πες μου ξανά, τι έμαθες». Λέω τρίβοντας το μέτωπό μου αποπροσανατολισμένος. «Γιατί τα πράγματα έχουν καθυστερήσει τόσο πολύ; Μήπως οι άντρες του πρίγκιπα Άλμπερτ βρήκαν την Κρήνη;»
«Ανακάλυψαν την τοποθεσία της, αλλά δεν έχουν καταφέρει, να την προσεγγίσουν ακόμα. Ο πρίγκιπας Άλμπερτ δε νοιάζεται πλέον. Οι παροχές του νησιού τον κρατούν πολύ απασχολημένο, για να ενδιαφερθεί για την Κρήνη. Στο νησί επικρατεί χάος με τους στρατιώτες του, να καταπατούν την περιουσία των Κίλμπορν, να σκοτώνουν τους άντρες και να βιάζουν τις γυναίκες». Με ενημερώνει με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. «Ο άλλος άντρας είναι πιο κινητικός. Ειδικά τις τελευταίες μέρες. Νοίκιασε ένα δικάταρτο, για να τον φέρει στο Έστρελ. Σύντομα θα βρίσκεται στα ίχνη σας».
«Ας κοπιάσει. Τον περιμένουμε εδώ και καιρό». Σχολιάζω νιώθοντας το ηθικό μου, να ανεβαίνει κατά πολύ. «Τίποτα άλλο; Οτιδήποτε για το Στάρενιθ;»
«Ο βασιλιάς είναι άρρωστος. Θα έχει πεθάνει ως το τέλος του χειμώνα». Χτυπάει νευρικός τα δάχτυλά του στο τραπέζι. Μοιάζει, σαν να θέλει, να πει και άλλα, όμως δεν είναι σίγουρος για το αν συνετό, να ανοίξει το στόμα του. «Το σχέδιό σας θα αποτύχει κύριε».
«Ορίστε;» ξαφνιάζομαι.
«Το κορίτσι». Κάνει νόημα προς το μέρος της Σελέστ και ξεφυσάει. «Θα την ανακαλύψουν από χιλιόμετρα μακριά. Και αυτός ο άντρας που έχουν στη δούλεψή τους οι Ολιβάρες θα την μυριστεί αμέσως».
«Κάνε τις απαραίτητες προετοιμασίες. Θέλω το Μαύρο Τριαντάφυλλο έτοιμο ανά πάσα στιγμή». Τον διατάζω και ο υπηρέτης μου φεύγει με ένα κοφτό γνέψιμο.
Ο βασιλιάς του Στάρενιθ άρρωστος. Απ’ όσο θυμάμαι πάντοτε είχε κάποια μικροπροβλήματα με την καρδιά του, όμως ποτέ τίποτα τόσο σοβαρό για να τον στείλει στον τάφο. Κάτι άλλο παίζεται εδώ και το μυαλό μου δεν λέει, να καταλήξει σε ένα σύντομο συμπέρασμα. Ο πατέρας μου δε θα δρούσε τόσο ύπουλα, ώστε να τον δηλητηριάσουν και αν το έκανε, θα στόχευε τους γιούς του. Ο Κρίστομπαλ ήταν ανέκαθεν συνεπής σε όλες τις τελετές για την Συνθήκη Ειρήνης ανάμεσα στα κράτη και ποτέ δεν έκανε ενέργειες, που να την ακυρώσουν. Είτε σχεδίαζε κάτι σκοτεινότερο, είτε τα προβλήματα άρχισαν, όταν ανέλαβε περισσότερη εξουσία ο μεγαλύτερος γιος του. Ο πρίγκιπας Φρεντέρικο είναι απόλυτα ικανός, για να σπείρει τον θάνατο, όμως ποτέ μου δε θα τον φανταζόμουν ως κάποιον, που θα άπλωνε τα χέρια του στο μόνο άνθρωπο, που μπορεί, να τον στηρίξει.
Ο Κάλντερ Κίλμπορν δολοφονήθηκε στο σπίτι του και η λαίδη Ράινα πέθανε στο κρεβάτι της από ένα σπάνιο δηλητήριο, που έλαβε στη Μπουργκότζια. Τη μέρα της υπογραφής της συνθήκης ο Ρόλοφ Γουίλκιν έχασε τη ζωή του από μισθοφόρους, το ίδιο και ο Μαρτιέν Ντίτσελχοφ. Τώρα έχει σειρά ο Κρίστομπαλ Ολιβάρες; Δεν καταλαβαίνω το σκεπτικό του πρίγκιπα Φρεντέρικο. Τα άτομα που βγάζει εκτός σκηνής δεν συνδέοντα μεταξύ τους και ο θάνατος των Κίλμπορν σίγουρα δε του πρόσφερε τίποτα. Αν δεν τον σταματήσει κάποιος σύντομα θα ακολουθήσει η Σελέστ και ο Γκασπάρντ και όποιος άλλος πάει εναντίον του.
«Ντέρεκ». Φωνάζω τη Σελέστ χαμογελώντας. «Ντέρεκ. Αν με αναγκάσεις, να το ξαναπώ, θα σε μαστιγώσω για ανυπακοή».
«Σε άκουσα και την πρώτη φορά». Γρυλίζει ενοχλημένη και με προσπερνάει. «Βαρέθηκα με όλα αυτά».
«Έι… πάμε στο μπαρ. Χρειάζεσαι ένα γερό ποτό και σίγουρα ένα σακάκι». Λέω αγγίζοντας τη νοτισμένη πουκαμίσα της κάνοντάς τη, να αναπηδήσει καχύποπτα. «Σταμάτα, να φέρεσαι σαν κορίτσι. Εξάλλου νομίζεις, ότι αν δε σε ήθελα στο κρεβάτι μου, δε θα σε είχα;»
«Τι!» γουρλώνει τα μάτια της σοκαρισμένη. «Πολύ αυτοπεποίθηση αποκτήσατε κύριε. Αν ονειρεύεστε με τα μάτια ανοιχτά, θα σας περάσουν για παράφρονα».
«Το λεξιλόγιό σου είναι πολύ προσεγμένο για έναν αγράμματο υπηρέτη». Την ενημερώνω με έναν αποδοκιμαστικό μορφασμό και η Σελέστ χαμηλώνει το κεφάλι της σε μια κοροϊδευτική υπόκλιση.
Το μπαρ είναι ασφυκτικά γεμάτο από ναύτες διαφορετικών πλοίων και η ατμόσφαιρα βαριά από τον καπνό των τσιγάρων. Η Σελέστ ζαρώνει δίπλα μου και την χτυπάω στην πλάτη, για να διορθώσω την συμπεριφορά της. Όσο και αν προσπαθεί, ο κοριτσίστικος εαυτός της βγαίνει στην επιφάνεια προδίδοντάς την. Οι άντρες μου την κατάλαβαν αμέσως και κανένας τους δεν γνώριζε το σχέδιό μας. Πως πρόκειται, να πείσει τον δούκα Χάμελιν Βαν Άλεν και τον πρίγκιπα Άλμπερτ, ο οποίος την έχει παρατηρήσει με την λαχτάρα στο βλέμμα του; Αυτό σημαίνει, ότι η Σελέστ δεν πρέπει, να φύγει από το Έστρελ, ότι και αν γίνει και κανένας τους να μη βρεθεί κατά πρόσωπο μαζί της. Θα ήταν καταστροφικό για εκείνη.
Πλησιάζουμε στο μοναδικό άδειο σημείο στο μπαρ και με ένα νεύμα μου παραγγέλνω ουίκσυ για μένα και μπύρα για την Σελέστ, που δείχνει όλο και πιο έξω από τα νερά της. Με διασκεδάζει η νευρικότητά της. Ένας άντρας πέφτει πάνω της και την ρίχνει κάτω σκορπίζοντας τα ζαρζαβατικά από το καλάθι της. Τον αρπάζω από το πέτο του γιλέκου του και τον τραβάω μακριά της. Σε αυτή μου την κίνηση οι άντρες από το κοντινότερο τραπέζι τινάζονται όρθιοι παρουσιάζοντας τα όπλα στις ζώνες τους κάνοντάς με, να οπισθοχωρήσω. Το Έστρελ είναι ουδέτερος τόπος και η βιαιότητα τιμωρείται με θάνατο, όμως αν κάποιος απ’ όλους απ’ αυτούς αποφασίσει, να διαπράξει δολοφονία καμία αρχή δε θα προλάβει, να τον εμποδίσει.
«Ο πειρατής Ρόις Μπένθαμ». Σχολιάζω μορφάζοντας με χαλασμένη διάθεση στην παρουσία του ανταγωνιστή πειρατή μου και εκείνος με χτυπάει στον ώμο χαζογελώντας. «Δε θα περίμενα κάτι διαφορετικότερο. Σε είχαν κλειδωμένο για πόσο καιρό;»
«Αρκετό για να έχω ανάγκη, από μια καλή γυναίκα. Όμως και τα αγόρια δε θα με δυσαρεστούσαν». Σαρκάζει αγγίζοντας τον ώμο της Σελέστ, η οποία ξεροκαταπίνει και κρύος ιδρώτας γλιστράει στην πλάτη της.
«Ο μόνος που αγγίζει τον υπηρέτη μου είμαι εγώ και κανένας άλλος». Γρυλίζω τραβώντας την κοντά μου. Το χέρι μου σφίγγει με δύναμη τον καρπό της, καθώς την κρύβω με το σώμα μου. «Απόλαυσε το ποτό σου, όσο μπορείς ακόμα. Έμαθα, ότι ένας δούκας τριγυρίζει σε αυτά τα μέρη και λένε, ότι δε χάνει μια καλή ευκαιρία, για κυνήγι πειρατών. Δούκας Χάμελιν Βαν Άλεν αν έχεις ακουστά. Μισθοφόρος, χωρίς αρχές. Πρόδωσε τη χώρα του και κατατάχτηκε στον στρατό της αντίπαλης, για να δημιουργήσει την περιουσία του. Σύντομα θα βρίσκεται στο Έστρελ. Για χάρη της παλιάς μας φιλίας σε συμβουλεύω, να φύγεις σύντομα».
«Όχι ακόμα. Έχω δουλειές με τη Σελέστ Κίλμπορν. Μου χρωστάει». Γελάει χυδαία και χτυπάει τον καβάλο του παντελονιού του. «Έχει κάτι, που με ενδιαφέρει».
Τι δουλειές μπορεί, να έχει ανοίξει η Σελέστ με έναν παρακμιακό σαν τον πειρατή Ρόις Μπένθαμ; Την κοιτάζω, αλλά εκείνη αποφεύγει το βλέμμα μου και οπισθοχωρώ προς την έξοδο, πριν την ανακαλύψει κανένας. Ένας πειρατής της δικής του εμβέλειας στο κατόπι της, μόνο μπελάδες πρόκειται, να προκαλέσει. Στον δρόμο προς την έξοδο ένας άντρας μας στέκεται εμπόδιο. Το πρόσωπό του είναι ανέκφραστο και το βλέμμα του χαμένο στο πουθενά. Τον ξέρω αυτόν. Το σπαθί του είναι τραβηγμένο και στοχεύει προς το μέρος της Σελέστ, ενώ εκείνη έχει γουρλώσει τα μάτια της από έκπληξη και φόβο μαζί.
«Σιρκάν!» ψελλίζει άφωνη. «Σιρκάν». Φωνάζει αυτή τη φορά κάνοντας πολλά άτομα, να στραφούν προς το μέρος της. Και όλοι ανήκουν στο πλήρωμα του Ρόις.
Ο σωματοφύλακάς της υπακούοντας σε άλλες διαταγές πλέον ορμάει μπροστά, για να την αρπάξει και έγκαιρα την σπρώχνω μακριά του, όταν το σπαθί του περνάει σφυρίζοντας από μπροστά της. Ανάθεμα! Αποφεύγοντας τις ατσούμπαλες κινήσεις του την πιάνω από το χέρι και βγαίνουμε έξω στην άδεια αγορά. Τι του συνέβη; Οι πειρατές ξεχύνονται πίσω μας αναγκάζοντάς με, να χωθώ ανάμεσα στους πάγκους των εμπόρων, για να τους καθυστερήσω. Το Έστρελ δεν είναι κανένα τεράστιο νησί και τριγύρω βρέχεται από ρηχή θάλασσα. Κανένα πλοίο δεν είναι ικανό, να πλησιάσει πολύ την ακτή. Η έπαυλή μου και μερικά άλλα σπίτια, είναι τα μόνα οικοδομήματα σε τούτο τον τόπο, αλλά όπου και αν πάμε, θα παγιδευτούμε.
«Μπράιντεν…» λέει η Σελέστ λαχανιασμένη κοιτάζοντας προς τα πίσω. Το βήμα τη γίνεται πιο αργό καθυστερώντας μας.
Την ρίχνω κάτω και την τραβάω μαζί μου κάτω από έναν πάγκο ελπίζοντας η κρυψώνα μας, να περάσει απαρατήρητη. Διακρίνω τα γυμνά πόδια τους, να μας προσπερνούν ψάχνοντας μας τριγύρω.
«Τι συμβαίνει;» ρωτάει η Σελέστ τρέμοντας. «Τι συνέβη στον Σιρκάν; Γιατί μου επιτέθηκε;»
«Μαγεύτηκε». Αποκρίνομαι απότομα. «Ο Ρόις αρκετό καιρό ασχολείται με τη μαύρη μαγεία. Τον ελέγχει κατά κάποιον τρόπο σαν μαριονέτα». Κλείνω ξαφνικά το στόμα της και με τα δυο μου χέρια, όταν νιώθω την παρουσία κάποιου κοντά μας. «Δεν παίζεις δίκαια μωρό μου». Γρυλίζω σφίγγοντάς την πάνω μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα περνά, ώσπου να αποφασίσω, ότι ο χώρος είναι ασφαλής, για να επιστρέψουμε στην έπαυλη. Η βροχή έχει δυναμώσει μουσκεύοντάς μας από ως το κόκαλο. Η Σελέστ τρέμει δίπλα μου, παρόλα αυτά δεν βγάζει άχνα. Το βλέμμα της έχει επιστρέψει στο κενό και τα χείλη της έχουν σφραγιστεί σε μια λεπτή γραμμή. Η απογοήτευση είναι χαραγμένη ολοκάθαρα στο χλωμό της πρόσωπο. Κοιτάζω ολόγυρά μου μήπως μας ακολουθούν, αν και… σύντομα οι πειρατές του Ρόις θα εμφανιστούν στην έπαυλή μου διεκδικώντας την. Τη συμφωνία μπορεί, να έκανε μαζί του και πόσο μπλεγμένη είναι; Γιατί κάποιος σαν εκείνον να ασχοληθεί με τον σωματοφύλακά της; Η χρησιμοποίηση της σκοτεινής μαγείας έχει σοβαρό τίμημα και κανείς δεν την χρησιμοποιεί απερίσκεπτα. Ο Ρόις Μπένθαμ, ο βασιλιάς όλων των πειρατών δεν είναι από τα άτομα, που παίζουν με αυτόν τον τρόπο.
Η Σελέστ στυλώνει τα πόδια της στο έδαφος και σταματάει τραβώντας μου την προσοχή. Τι τώρα; Τα μάτια της είναι μισόκλειστα και κοιτάζουν την θάλασσα, σαν να προσπαθούν, να διακρίνουν με επιμονή κάτι μέσα στην ομίχλη, που απλώνεται στον ορίζοντα. Ακολουθώ το βλέμμα της και μόνο τότε παρατηρώ το νέο πλοίο στο λιμάνι. Έχει προσεγγίσει το Τίβερτον του πρίγκιπα Γκασπάρντ, όμως η απόσταση δε μου επιτρέπει, να διακρίνω την κινητικότητα των ναυτών. Δαγκώνω την εσωτερική πλευρά του μάγουλού μου σκεφτικός. Ώστε ο δούκας Χάμελιν Βαν Άλεν αποφάσισε, να μας τιμήσει με την παρουσία του και πάνω στην ώρα. Ο Ρόις θα μου κάνει μεγάλη χάρη, αν τον βγάλει από τον δρόμο μας.
«Πρέπει, να τον σώσουμε». Σπάει την σιωπή η Σελέστ. «Εγώ τον έμπλεξα. Δεν θα τον αφήσω μαζί τους».
«Κοίτα, να ξεμπλέξεις πρώτα τον εαυτό σου και μετά σώζεις τον σωματοφύλακά σου». Γρυλίζω. «Ανόητη γυναίκα, πως έκανες συμφωνία με τον διάβολο; Τι σε οδήγησε σε αυτόν; Είναι ο χειρότερος πειρατής, που υπάρχει».
«Ήμουν απελπισμένη και εκείνος φυλακισμένος στα μπουντρούμια του Κρέομορ. Του υποσχέθηκα τα πλούτη της οικογένειάς μου, αν με έπαιρνε μακριά από το Κρέομορ, για να ξεφύγω από τον γάμο μου με τον πρίγκιπα Γκασπάρντ. Όταν με έπιασε ο Χάμελιν και ο Φόστερ, ζήτησα από τον πειρατή, να προστατέψει τον σωματοφύλακά μου αντί για μένα. Δεν καταλαβαίνω, τι συνέβη στην πορεία». Ξεφυσάει σαν όλο το βάρος του κόσμου, να βαραίνει τους ώμους της.
«Προφανώς τώρα ξέρει για την Κρήνη και θα κάνει τα πάντα, για να την πάρει. Προετοιμάσου για μάχη».
Όταν παράτησα τα καθήκοντά μου στην Μπουργκότζια και εγκατέλειψα την οικογένειά μου, ήμουν εντελώς μόνος και αποπροσανατολισμένος. Το να καταταχτώ στο πλήρωμα του Ρόις ήταν η ευκολότερη και μοναδική λύση, που είχα, για να δημιουργήσω το μέλλον μου και ένα όνομα, που θα φοβάται ο καθένας. Στην αρχή ήταν πειρατής με τιμή και αρχές. Δε σκότωνε τα γυναικόπαιδα και αρκετό μέρος από τους θησαυρούς που έκλεβε μοιραζόταν στις οικογένειες πειρατών, που είχαν χάσει τη ζωή τους στην κρεμάλα. Έπειτα άλλαξε. Έγινε άπληστος και στράφηκε στη μαύρη μαγεία. Όταν έφυγα από το πλοίο του με ανακήρυξε εχθρό του και κάθε φορά που οι δρόμοι μας αντάμωναν η μάχη επακολουθούσε. Θα μπορούσα, να τον είχα σκοτώσει και εκείνος το ίδιο. Αλλά ποτέ κανείς δεν πάτησε την σκανδάλη για την χαριστική βολή. Για μένα πάντα θα είναι ο καπετάνιος μου και εγώ για εκείνον ο ναύτης του.
Ηλιάνα Κλεφτάκη