Summer Solstice (Κεφάλαιο 27)

ΓΚΑΣΠΑΡΝΤ

Η παρουσία του Χάμελιν μέσα στο σπίτι με κάνει νευρικό. Αν και ο Μπράιντεν με είχε ενημερώσει, ότι αργά ή γρήγορα ο αδερφός μου και ο δούκας θα επέστρεφαν στο Έστρελ για εμάς, με δυσκολία πνίγω την ανησυχία, που μου προκαλεί σε κάθε το βλέμμα και μορφασμό.
Αναμφίβολα ψάχνει το ψέμα, που βρίσκεται πίσω από τα λόγια μου. Ο θάνατος της Σελέστ είναι κάτι, που δε θα δεχτεί εύκολα. Που δε θέλει, να δεχτεί. Η δουλειά του είναι, να την παραδώσει σώα στον αδερφό μου, ώστε εκείνος να την χρησιμοποιήσει, για να ενεργοποιήσει την Κρήνη του Σύμπαντος. Το ότι σκόπευα, να την κάνω γυναίκα μου, ήταν ένα μικρό αγκάθι στα σχέδια του Φρεντέρικο, αλλά αυτό δεν αλλάζει, ότι η Σελέστ θα πήγαινε στο Στάρενιθ. Και θα πάει, όμως με τους δικούς μου όρους.

Μορφάζοντας αποδοκιμαστικά τόσο με τον δούκα όσο και με την βαριά αρρώστια, που πέρασα και συνεχίζει, να επηρεάζει τις δυνάμεις μου, κάθομαι στον καναπέ του σαλονιού και τρίβω κουρασμένα τους κροτάφους μου. Το σώμα μου παραμένει εξαντλημένο και οι κινήσεις μου είναι αργές σαν μικρού παιδιού. Ο δούκας Χάμελιν Βαν Άλεν αντιλαμβάνεται την δυσφορία μου και έρχεται κοντά μου με ένα στραβό χαμόγελο στο πρόσωπό του.

«Δε νιώθετε καλά πρίγκιπα Γκασπάρντ;» ρωτάει με προσποιητή συμπόνια χαραγμένη στο πρόσωπό του. «Ειλικρινά δεν μπορώ, να πιστέψω, πως η χαριτωμένη κυρία έχασε τη ζωή της με έναν τόσο βασανιστικό τρόπο».

Ο Χάμελιν με έναν αέρα κυριαρχίας κάθεται στην καρέκλα απέναντί μου και σταυρώνει τα πόδια του την ώρα που ο Φόστερ επιστρέφει από το κελάρι με δύο ποτήρια κόκκινο κρασί. Με κοιτάζει δυσαρεστημένος, που ο καλεσμένος μας τον διατάζει, σαν να είναι υπηρέτης, όμως μέχρι να επιστρέψει ο Μπράιντεν με την Σελέστ από την αγορά, τον θέλω, να είναι σε εγρήγορση για παν ενδεχόμενο. Παρόλο που είχα τις αντιδράσεις μου στην αρχή, για να δοκιμάσει ο Μπράιντεν την νέα Σελέστ σε οποιονδήποτε άγνωστο, αυτή τη στιγμή ελπίζω η δεσποινίς Κίλμπορν, να περνάει απαρατήρητη, γιατί αλλιώς… θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα, αν την ανακαλύψει ο Χάμελιν.

«Όμως… μου κάνει εντύπωση, που μένετε στο σπίτι ενός πειρατή. Και όχι του οποιουδήποτε. Είναι ο γιος του περιφερειάρχη της Μπουργκότζια και το άτομο, που βύθισε το πλοίο σας και έπνιξε τη δεσποινίδα Κίλμπορν. Γιατί;» σμίγει τα φρύδια του μπερδεμένος. «Είστε αιχμάλωτός του; Σας εκβιάζει με κάτι;»

«Όχι ακριβώς. Ο Φρεντέρικο και εγώ έχουμε έναν κοινό σκοπό. Να χρησιμοποιήσουμε την Κρήνη του Σύμπαντος για το καλό του Στάρενιθ. Δυστυχώς τώρα που η Σελέστ δε βρίσκεται στη ζωή, για να πάρουμε το αίμα της, σκέφτηκα, ότι ο πειρατής Μπράιντεν μπορεί, να με βοηθήσει. Με το κατάλληλο αντίτιμο φυσικά».

«Και ποιο είναι αυτό;» στενεύει τα μάτια του, ενώ τα χείλη του γίνονται μια λεπτή γραμμή. «Δυσκολεύομαι, να πιστέψω, ότι θα το κάνει για χρήματα. Οποιοδήποτε ποσό και αν του προσφέρετε».

«Φυσικά και όχι. Η ελευθερία του αξίζει πολλά περισσότερα. Το να έχει πρόσβαση και επαφές με το πιο δυνατό κράτος στον κόσμο, είναι αρκετό για έναν πειρατή. Υποσχέθηκα αμνηστία σε εκείνον και το πλήρωμά του, αν με βοηθήσει, να ενεργοποιήσω την Κρήνη δίχως την παρουσία της Σελέστ». Λέω το ψέμα, που έχω προβάρει τον καιρό, που περίμενα την άφιξή του.

Ο δούκας γνέφει σκεφτικός και ρίχνει το βλέμμα του στο κρυστάλλινο ποτήρι του. Ο τρόπος που το κουνάει, κάνει το κόκκινο υγρό, να γλείφει τα τοιχώματα του ποτηριού. Το φέρνει ως τα χείλη του και πίνει μια γενναιόδωρη γουλιά. Από την ένταση στο σώμα του και τις βαθιές ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια του, καταλαβαίνω, ότι τα σχέδιά του δεν έχουν πάει, έτσι όπως θα ήθελε; Ο διπρόσωπος εαυτός θέλει, να τα έχει καλά με όλους και φυσικά με εκείνον, που καλύπτει τα συμφέροντά του. Αυτή τη στιγμή τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον κατέχει ο Φρεντέρικο και δεν έχω ιδέα, τι του έχει τάξει, για να τον δελεάσει, να δουλέψει μαζί του.

«Έχω και εγώ μια ερώτηση για σένα». Λέω ψυχρά και κάπως απορημένος. «Τι σε καθυστέρησε και δεν ήρθες, να μας βρεις νωρίτερα; Αν το είχες κάνει, ίσως και να είχαμε αποφύγει τις δυσάρεστες καταστάσεις, δε νομίζεις; Για την ασφάλειά της δουλεύεις άλλωστε».

«Αυτό που συνέβη… ήταν πραγματικά άσχημο πρίγκιπα Γκασπάρντ. Ο λόγος που φύγαμε δίχως εσάς, ήταν η ανυπομονησία του πρίγκιπα Άλμπερτ και ο λόγος που καθυστέρησα, να γυρίσω σε εσάς, ήταν πάλι ο αδελφός σας». Απαντάει με ένα διακριτικό βήξιμο, για να αποφύγει την αμηχανία, που πρόκειται, να δημιουργηθεί. «Ο πρίγκιπας Άλμπερτ ευχαριστιέται τη ζωή του στο νησί των Κίλμπορν και πολύ φοβάμαι, ότι δεν ενδιαφέρεται τόσο για την Κρήνη όσο για την καλοπέραση».

Και τι άλλαξε τώρα δηλαδή; Τι σχεδιάζει ο Φρεντέρικο; Το κέρδος είναι τα πάντα γι’ αυτόν. Ο θρόνος του Στάρενιθ είναι το πεπρωμένο του και το γνωρίζει, γι’ αυτό θα κάνει το οτιδήποτε, για να το πραγματοποιήσει. Όμως μέχρι που είναι ικανός, να φτάσει και τι μέσα να χρησιμοποιήσει; Οι ίδιες σκέψεις, ίσως να περνούν και από το μυαλό του δούκα. Ή ο αδερφός μου τον εκβιάζει, ή του έχει υποσχεθεί εξουσία, ή ο Χάμελιν απλά νομίζει, ότι έχει διαλέξει την πλευρά του νικητή. Όπως και να ‘χει, είναι πολύ πιο ανόητος, απ’ όσο πιστεύω, αν νομίζει, ότι ο αδερφός μου θα κρατήσει τον λόγο του ή ότι θα νικήσει. Προσωπικά θα φροντίσω το πεπρωμένο του, να καταρριφθεί και εκείνος να εξαφανιστεί μια και καλή από τον δρόμο μου. Ο χρόνος έχει αρχίσει, να κυλάει αντίστροφα. Μόλις πάρω στα χέρια μου την Κρήνη, τίποτα άλλο δε μένει, από το να διεκδικήσω τον θρόνο του Στάρενιθ για μένα.

Η Φόστερ κουνιέται νευρικά στη θέση του και πλησιάζει τάχιστα την πόρτα, που ανοίγει και κλείνει πίσω από τον Μπράιντεν και την Σελέστ, η οποία γουρλώνει τα μάτια της και δαγκώνει τα χείλη της στη θέα του Χάμελιν. Ο δούκας γυρίζει με περιέργεια το κεφάλι προς το μέρος τους και στενεύει τα μάτια του στη θέα τους. Η Σελέστ αμέσως κρύβεται πίσω από τον Μπράιντεν και χαμηλώνει το κεφάλι της ακολουθώντας τις κινήσεις του. Σφίγγω τις γροθιές μου και δαγκώνω τη γλώσσα μου, για να ηρεμήσω το χτυποκάρδι μου. Αν ο δούκας την ανακαλύψει, η Σελέστ θα βρει τον μπελά της. Τα ρούχα της είναι βρεμένα και κολλούν στο σώμα της προδίδοντας τα περισσότερα από τα θηλυκά χαρακτηριστικά του.

«Χάμελιν Βαν Άλεν». Σαρκάζει ο Μπράιντεν σταυρώνοντας ενοχλημένος τα μπράτσα του μπροστά από το στήθος του. «Σε τι οφείλω την επίσκεψη;»

«Αναρωτιόμουν για τον λόγο της καθυστέρησης του πρίγκιπά μου. Δε μου πέρασε καν από το μυαλό, ότι ήταν άρρωστος, ούτε και πως η γυναίκα που θα παντρευόταν, έχασε την ζωή της». Αποκρίνεται ο δούκας με ένα ελαφρύ γνέψιμο προς τον Μπράιντεν.

«Και έπρεπε, να γίνει στο σπίτι μου αυτό; Δεν είσαι ευπρόσδεκτος. Πρόδωσες την πατρίδα σου και κατατάχτηκες στο Στάρενιθ για χρήματα. Είσαι ένας προδότης». Γρυλίζει υποτιμητικά ο Μπράιντεν και τον κοιτάζει με απέχθεια.

Κουνιέμαι νευρικά στη θέση μου. Υπό άλλες συνθήκες τα λόγια του πειρατή, θα σήκωναν καβγά, όμως αυτή τη στιγμή είναι το τελευταίο, που με απασχολεί, αν ένας Μπουργκοτζιανός κακολογήσει και εναντιωθεί στον τόπο μου. Ο δούκας μορφάζει ενοχλημένος, όμως δεν αντιδράει, για να ανάψει τα αίματα. Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και ρίχνει ένα βλέμμα στη Σελέστ, που κρύβεται, αλλά δε ρωτάει για εκείνη.

«Και εσύ το ίδιο είσαι. Απ’ όσο ξέρω, η πειρατεία απαγορεύεται σε όλες τις χώρες. Όμως δεν με αφορά, το τι κάνεις με τη ζωή σου. Εγώ ήρθα, για να συνοδεύσω τον πρίγκιπά μου στην Κρήνη, οπότε… θα με ανεχτείς για λίγες μέρες στο νησί».

«Θύμισέ μου, να ετοιμάσω φαγοπότι για το καλωσόρισμά σου. Αν βέβαια μείνεις ζωντανός. Άκουσα, ότι πολλοί πειρατές θέλουν τον κεφάλι σου στο πιάτο και αν μη τι άλλο, θα προσπαθήσουν, να το πάρουν. Είτε εδώ… είτε αλλού. Καλύτερα να φυλάς τα νώτα σου». Λέει ο Μπράιντεν με ένα στραβό χαμόγελο, να παραμορφώνει τα χείλη του και του κάνει νόημα προς την έξοδο.

Ο δούκας κάνοντας μια αδιάφορη υπόκλιση προς το μέρος μου και αγριοκοιτάζοντας τον Μπράιντεν τον προσπερνάει βράζοντας από θυμό. Προφανώς δε έχει συνηθίσει σε τέτοια αντιμετώπιση στο Στάρενιθ. Όταν περνάει από το πλάι της Σελέστ, σταματάει και την πλησιάζει. Συνεχίζοντας, να έχει κατεβασμένο το κεφάλι της, δεν κάνει βήμα, για να του ξεφύγει, όμως ο Μπράιντεν κινείται προστατευτικά μπροστά της. Ο Χάμελιν χαμογελάει, λες και ήταν αυτό ακριβώς, που περίμενε.

«Νοιάζεσαι πολύ για τους υπηρέτες σου. Είναι κάποιος… ιδιαίτερος;» ρωτάει χαϊδεύοντας το μάγουλό της.

Κρύος ιδρώτας με λούζει από την κορυφή ως τα νύχια, όταν κάνει ένα ακόμα βήμα κοντά της. Ο Μπράιντεν του αρπάζει τον καρπό και τον τινάζει μακριά, πριν της ανασηκώσει το πρόσωπο. Ο Χάμελιν οπισθοχωρεί ανέκφραστος και φεύγει σιωπηλός. Την κατάλαβε; Κάτι θα πρέπει, να μυρίστηκε. Βουλιάζω στα μαξιλάρια του καναπέ, όταν η εξώπορτα κλείνει πίσω του και η Σελέστ καταρρέει στο πάτωμα τρέμοντας φοβισμένα. Πηγαίνω κοντά της και την αγκαλιάζω από τους ώμους, αλλά με αποδιώχνει. Σηκώνεται όρθια και αρχίζει, να τρέχει.

«Σελέστ». Φωνάζω ακολουθώντας την. «Είναι εντάξει. Ο δούκας δε θα ξανάρθει. Όχι όσο ο Μπράιντεν τριγυρίζει κοντά μας. Δε θα αφήσει, να κάνει τίποτα». Την πιάνω από το μπράτσο και την τραβάω κοντά μου.

Η Σελέστ με σπρώχνει και σουφρώνει τα χείλη και τις γροθιές της, σαν να είναι θυμωμένη. Το σώμα της τρέμει από τον πανικό και τα χέρια της το αγκαλιάζουν, σαν να θέλουν, να το προστατέψουν από κάτι. Δαγκώνει τα χείλη της νευρική και ρίχνει το βλέμμα της στο πάτωμα παλεύοντας, να πάρει ανάσα. Μπαίνω στο δωμάτιο ξοπίσω της παρά τον φόβο στο πρόσωπό της και κλείνω την πόρτα στο πέρασμά μου.

«Σελέστ». Ψιθυρίζω θέλοντας, να την καθησυχάσω. «Δεν υπάρχει κάτι, που να πρέπει, να σε φοβίζει».

«Δεν είναι, ότι φοβάμαι. Απλά… απλά βαρέθηκα, να παίζω την γάτα με το ποντίκι». Γρυλίζει. «Γιατί περιμένουμε; Θα μπορούσαμε, να πάμε και να πάρουμε την Κρήνη εδώ και μέρες. Δε θα μας έπαιρνε είδηση κανένας, αν ήμασταν μόνο εμείς και ο Φόστερ».

«Οι βιαστικές κινήσεις μπορεί, να φέρουν τα αντίθετα αποτελέσματα και εν πάση περίπτωση δεν είναι δουλειά σου, να ανησυχείς γι’ αυτό. Αποφάσισα, να σε παντρευτώ, για να προστατέψω εσένα και την Κρήνη. Μην ανακατεύεσαι σε κάτι, που δεν μπορείς, να ελέγξεις». Της απαντάω στον ίδιο τόνο. «Με πιέζει και εμένα ο χρόνος. Λείπω πολύ καιρό από την πατρίδα και έχω αφήσει τον λαό μου απροστάτευτο».

«Τότε τι; Τι θα κάνουμε; Θα πάμε με τον Χάμελιν ή θα συνεχίσουμε στην αναμονή, ώσπου να βαρεθούν και να επιστρέψουν στο Στάρενιθ;» ξεφυσάει αποκαμωμένη και δαγκώνοντας αμήχανα τα χείλη της, με πλησιάζει. «Τουλάχιστον… ας δουλέψουμε τον τρόπο διαφυγής μου από αυτή τη διαβολεμένη κατάσταση».

Τι να κάνουμε! Οι αισθήσεις μου αναστατώνονται, όταν τα δάχτυλά της γλιστρούν μέσα από το πουκάμισό μου και χαϊδεύουν το στήθος μου. Η ανάσα μου κόβεται στη θέα του νευρικού προσώπου της και των μεγάλων, καστανών ματιών της και θέλω, να κάνω τόσα πολλά αυτή τη στιγμή, όμως η αξιοπρέπεια και η τιμή μου ως άντρας με σταματάει. Διακριτικά την απομακρύνω από κοντά μου και οπισθοχωρώ. Δεν… θα την αγγίξω έτσι, με αυτόν τον τρόπο, σαν να παίρνω μια κοινή πόρνη.

«Όχι πριν παντρευτούμε». Λέω αυστηρά. Η Σελέστ σαρκάζει και αποστρέφει το πρόσωπό της αποδοκιμαστικά.

«Η σπίλωση της τιμής μου είναι το τελευταίο, που με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή. Έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου, όταν σε ακολούθησα. Θα προστατέψω την Κρήνη και θα εκδικηθώ για τον θάνατο των γονιών μου με κάθε κόστος. Οπότε… ας τελειώνουμε με αυτό». Κάνει ακόμα μια απόπειρα, να έρθει προς το μέρος μου και την απορρίπτω με τον ίδιο τρόπο. «Είχες όλο το θάρρος, να μου το προτείνεις στο χτεσινό δείπνο και τώρα που με έχεις μπροστά σου πανέτοιμη, να σου δοθώ, εσύ κάνεις πίσω;» τα μάγουλά της κοκκινίζουν από ντροπή και κάνει πίσω. «Με συγχωρείς για τους τρόπους μου, όμως ίσως να μην έχουμε άλλη ευκαιρία. Μπορεί, να χάσω το δικαίωμά μου, μπορεί και όχι. Αλλά αυτό θα είναι κάτι από το τίποτα».

Απλώνω το χέρι μου και το τυλίγω στον σβέρκο της. Η Σελέστ ξεροκαταπίνει και όταν την τραβάω απότομα κοντά μου ξεφωνίζει τρομαγμένη. Θέλω όσο τίποτα άλλο, να την κάνω δική μου, όμως δεν έχω κανένα δικαίωμα πάνω της, όσο δεν είμαστε δεμένοι, ώσπου να μας χωρίσει ο θάνατος. Σκύβω προς το μέρος της και την φιλάω απαλά στα χείλη, ενώ την σπρώχνω προς το κρεβάτι της. Ταράζεται και κοκαλώνει από κάτω μου κοιτάζοντας απελπισμένη για μια διέξοδο. Χαμογελάω με την συμπεριφορά της.

«Τι έπαθες; Νόμιζα, ότι το ήθελες». Την πιάνω από το σαγόνι και της ανασηκώνω το πρόσωπο, ώστε το βλέμμα της να εστιάζει μόνο στο δικό μου. «Δεν είναι η ώρα σου ακόμα και σου λέω, πως… όταν έρθει εκείνη η στιγμή, δε θα με σταματήσουν οι κανόνες. Επίσης για να ανοίξουμε την σπηλιά χρειάζεται το αίμα και των δυο μας. Γι’ αυτό θα κρατήσεις καθαρό το δικό σου για λίγο παραπάνω».


Ηλιάνα Κλεφτάκη