Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 8)

Διασχίσουμε την πόλη τρέχοντας γρήγορα. Μερικοί άνθρωποι γυρνούν και μας κοιτούν μερικές φορές. Μάλλον είναι ζωντανοί και τους φαίνονται περίεργα τα ξαφνικά έντονα σημάδια ζωής γύρω τους. Πρέπει να είναι φρικτό να ζεις εδώ πέρα για πολύ καιρό. Πάλι καλά που δεν ήρθε η Ντόροθη. Δε θα άντεχα να τη δω σε αυτή την κατάσταση.
«Το έκανε για να κρατήσει κλειστό το δοχείο» μου φωνάζει η Εχεκράτεια μπροστά μου. Προσπαθώ να καταλάβω όχι μόνο τι μου είπε αλλά και για πιο λόγο. Τότε συνειδητοποιώ ότι αναφέρεται στη Μαρία. Η Μαρία μου ζήτησε να φέρω εδώ την Ντόροθη για να μην πεθάνει και για να μην απελευθερωθούν οι δυνάμεις μου.
«Γιατί να θυσιάσει την ίδια της την κόρη;» τη ρωτάω ενώ συνεχίζουμε ασταμάτητα το τρέξιμο.
«Είχε αρρωστήσει. Εάν έμενε στη Γη, θα πέθαινε έτσι και αλλιώς και εσύ θα έπαιρνες πίσω τις δυνάμεις σου. Αφού δεν μπορούσε να σώσει την κόρη της, αποφάσισε να κρατήσει εσένα σφραγισμένο» μου φωνάζει και βάζει δύναμη στα πόδια της για να τρέξει ακόμα πιο γρήγορα. Η Μαρία με έστελνε μόνο μου στην παγίδα μου. Δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο, παρά μόνο η αποστολή της να με κρατήσει φυλακισμένο.
Ποιος ξεκίνησε να σπάει τα δεσμά μου; Κάποιος βρίσκεται πίσω από όλα αυτά και θέλει να με βοηθήσει. Εγώ δε γνωρίζω τίποτα.
«Ξέρεις πώς ξεκίνησα την αλλαγή μου;» φωνάζω ενώ απομακρύνεται η Εχεκράτεια.
«Τι;» φωνάζει πίσω.
«Ξέχνα το» ανταποκρίνομαι και προσπαθώ να τη φτάσω. Μόλις έρχομαι δίπλα της τη βλέπω να ψάχνει κάτι στο σακίδιό της. Είναι ένα βιβλίο… Το ανοίγει χαρούμενη και διαβάζει κάτι λόγια. Ακούω έναν περίεργο ήχο από πίσω μας και ουρλιαχτά ζώου. Η Εχεκράτεια σταματάει το διάβασμα και βάζει την τσάντα πίσω στην πλάτη της. Κοιτάζω πίσω μας και βλέπω έναν λύκο να μας κυνηγάει.
«Εχεκράτεια! Φύγε!» της φωνάζω και τη σπρώχνω στην άκρη, ενώ βλέπω τον λύκο να πηδάει προς τα πάνω της. Παραπατάει και πέφτει κάτω με φόρα. Δεν προλαβαίνω να σταματήσω. Τη βλέπω πίσω μου με τον λύκο από πάνω της. Παίρνω μια πέτρα στα χέρια μου και τρέχω πίσω. Όταν φτάνω, η ψυχή μου επιστρέφει πίσω στη θέση της. Βλέπω την Εχεκράτεια να γελάει ασταμάτητα και τον λύκο από πάνω της να τη γλύφει. Τον χαϊδεύει σαν κουτάβι με χαμόγελο. Τι στο καλό; Δεν έχει ούτε γρατζουνιά από το πέσιμο και δε φαίνεται να έδωσε μεγάλη σημασία στην απροσεξία μου.
«Μαξ, από εδώ ο Nebula. Μην πλησιάσεις. Δε συμπαθεί κανένα άλλον εκτός από εμένα» μου λέει και το επόμενο δευτερόλεπτο ο λύκος έρχεται δίπλα μου και προσεκτικά με μυρίζει στο χέρι. Αυτό ήταν. Αντίο, χέρι μου. Ήταν τιμή μου που συνεργαστήκαμε. Ο λύκος ανοίγει το στόμα του και… με γλύφει. Η Εχεκράτεια έχει μείνει κόκκαλο και τον κοιτάζει με ορθάνοιχτα τα μάτια. Μετά από λίγο φαίνεται να καταλαβαίνει για ποιον λόγο με αναγνώρισε και στο πρόσωπό της επανέρχεται η χαρά. Τον φωνάζει και αρχίζουν και παίζουν σαν παιδάκια. Δεν το πιστεύω αυτό που μόλις συνέβη. Επικαλέστηκε έναν λύκο. Γιατί όμως;
«Θυμάσαι που σου είχα πει για έναν λύκο χθες; Αυτός ήταν. Και δεν είναι απλός λύκος. Είναι αρχαίο πνεύμα που με βοηθάει και με καθοδηγεί. Nebula σημαίνει...»

«Ομίχλη» τη συμπληρώνω αυθόρμητα και απορώ με τον ίδιο μου τον εαυτό. Η Εχεκράτεια χαμογελάει και, ενώ χαϊδεύει τον σκύλο της, μου χτυπάει το μπράτσο.
«Μπράβο. Επιτέλους ξεκλείδωσες τα αρχαία που βρίσκονται κρυμμένα μέσα σου!» μου λέει και ο λύκος ξαφνικά μετατρέπεται σε ομίχλη και φεύγει μακριά μας.
«Πού πάει;» τη ρωτάω καθώς τον ακολουθώ με τα μάτια μου.
«Του ζήτησα να μου φέρει μερικά πράγματα για να κάνω ένα ξόρκι που θα μας ενώσει» λέει και φεύγει πάλι τρέχοντας. Τη ρωτάω μέσα στο κεφάλι μου τι εννοεί. Εξάλλου, ξέρω ότι με ακούει συνέχεια.
«Εννοώ ότι εάν θέλουμε να πάμε και οι δύο σε αυτό το μέρος πρέπει να πάμε μαζί» Πώς ακριβώς θα το καταφέρουμε αυτό; τη ρωτάω ξανά.
«Θα μπερδέψω την πύλη με τις ενέργειές μας και έτσι θα την κάνω να νομίζει ότι είμαστε ένα άτομο. Αφού μπερδέψω τις ενέργειες θα εξαναγκάσω την πύλη να εμφανιστεί». Θα εξαναγκάσει την πύλη να εμφανιστεί; Σταματάω και συλλογίζομαι τα τελευταία της λόγια. Η Εχεκράτεια συνειδητοποιεί ότι δεν την ακολουθώ και σταματάει. Τι εννοεί θα την αναγκάσει; Μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο πίσω στη Γη και δεν το έκανε; Μπορούσε να είχε σώσει την Ντόροθη και δεν το έκανε; Με ξεγέλασε; Ποια είναι; Με πλησιάζει σιγά σιγά με ένα ανήσυχο βλέμμα και ανοίγει τα χέρια της με απορία λίγα μέτρα μπροστά μου σαν να με ρωτάει γιατί σταμάτησα. Την αφήνω να έρθει κοντά και μόλις με πλησιάζει αρκετά την αρπάζω από τα χέρια και την κολλάω με δύναμη στον τοίχο. Βγάζει μια κραυγή και μορφάζει, καθώς χτύπησε το κεφάλι της.
«Τι κάνεις; Με πονάς!» μου φωνάζει ενώ προσπαθεί να απεγκλωβιστεί.
«Τι θες από εμένα; Γιατί μου είπες ψέματα;» φωνάζω μέσα στο πρόσωπό της εξαγριωμένος και τη βλέπω να τρομοκρατείται. Ακούω ξαφνικά γρυλίσματα από δεξιά μου και ο λύκος της με κοιτάει επιθετικά και μου δείχνει τα δόντια του.
«Μη! Μην του κάνεις κακό… Σε παρακαλώ. Άσε με και θα σου εξηγήσω. Αν δε με αφήσεις θα σε σκοτώσει!» μου λέει και εγώ κοιτάζω μια εκείνη και μια τον λύκο. Ο λύκος γαυγίζει και με πλησιάζει.
«Σε παρακαλώ!» μου φωνάζει και την αφήνω απότομα. Ο λύκος μετατρέπεται και πάλι σε κουτάβι και πάει στην αφεντικίνα του με κουνιστή ουρά. Η Εχεκράτεια τον χαϊδεύει καθησυχαστικά. Έπειτα πιάνει με το χέρι της το πίσω μέρος του κεφαλιού της. Κοιτάζει τα δάχτυλά της και έχουν αίμα πάνω τους. Με κοιτάζει τρομαγμένη.
Δεν ξέρω τι να κάνω. Πρώτη φορά βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο και νιώθω τόσο θυμό να αναβλύζει από μέσα μου. Μπορούσα να είχε σώσει την Ντόροθη και δεν το έκανε. Η Εχεκράτεια σηκώνεται όρθια, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω μου και ο σκύλος φεύγει και πάλι μακριά. Νιώθω σαν να έσπασε κάτι μέσα της., σαν να είδε κάτι άλλο πέρα από έναν απλό, θυμωμένο άνθρωπο. Πιάνει τους καρπούς της και μορφάζει από τον πόνο. Κοιτάζω τα χέρια της και βλέπω ότι είναι λίγο κόκκινα. Λογικό. Κοιτάζει γύρω της και εντοπίζει ένα σπίτι. Κατευθύνεται προς τα εκεί και ανοίγει την πόρτα. Κοιτάζει μέσα και μου κάνει νόημα να την ακολουθήσω. Χωρίς δεύτερη σκέψη το κάνω.
Μπαίνω μέσα στο σπίτι και φαίνεται ακόμη πιο φτωχικό από το σπίτι στη Γη, εκείνο που βρήκαμε τους νεκρούς φύλακες. Είναι χτισμένο από πέτρα και λάσπη, με ένα εξόγκωμα, για κρεβάτι λογικά. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Είναι άδειο. Μάλλον τα σπίτια εδώ είναι τυπικά για «εφέ». Κλείνω πίσω μου την πόρτα και κάθομαι στο υποτιθέμενο κρεβάτι. Η Εχεκράτεια περπατάει συνέχεια πάνω κάτω κρατώντας τους καρπούς της. Παρατηρώ ότι έχουν αρχίσει και μελανιάζουν. Ω Θεέ μου. Με πόση δύναμη την κρατούσα; Στη σκέψη ότι την πλήγωσα τόσο σοβαρά ο θυμός μου υποχωρεί. Δε μου μιλάει. Απλώς πηγαίνει πέρα δώθε μέσα στο δωμάτιο. Η υπομονή μου έχει εξαντλείται και σηκώνομαι απότομα όρθιος.
Το ουρλιαχτό του λύκου της με σταματάει και η ομίχλη μπαίνει μέσα από ένα κενό στον τοίχο, το οποίο υποτίθεται ότι είναι παράθυρο. Μόλις μεταμορφώνεται σε ζώο, της αφήνει κάτι μέσα στα χέρια της. Το βάζει μέσα στην τσέπη της και τον παίρνει τόσο σφιχτά αγκαλιά που, εάν μπορούσε, θα τον έσπαγε. Χώνει το κεφάλι της μέσα στην αφράτη γούνα του και σπαράζει στο κλάμα. Η λευκή του γούνα γίνεται κόκκινη και η Εχεκράτεια κλαίει σαν μικρό παιδί. Πριν έκλαιγε επειδή θρηνούσε, επειδή ήταν θυμωμένη. Τώρα κλαίει επειδή πονάει. Δε νομίζω ότι είναι σωματικός πόνος. Αυτό που βγαίνει από μέσα της είναι τόσο δυνατό, που άθελά μου δάκρυα έρχονται και στα δικά μου μάτια, συμπαράσταση στον πόνο της. Ο λύκος κλαίει μαζί της και τη γλύφει στον ώμο, σαν να ξέρει τι νιώθει. Βγάζει το πρόσωπό της από το τρίχωμά του και τον κοιτάζει στα μάτια. Ο Nebula γλύφει τα δάκρυά από πάνω της και σιγά σιγά τα κόκκινα δάκρυα γίνονται νερό ξανά.
«Σ' αγαπάω πολύ και το ξέρεις» του ψιθυρίζει και εκείνος χαμηλώνει το κεφάλι του για να τον χαϊδέψει. Όλη αυτή η σκηνή, όλα αυτά τα συναισθήματα με κάνουν να νιώσω τύψεις και ενοχές. Κοιτάζω αλλού και ακούω την Εχεκράτεια να σηκώνεται όρθια. Την ακούω να ψέλνει ένα από τα ξόρκια της και αλυσίδες ακούγονται από τη μεριά της. Κοιτάζω και βλέπω χρυσές αλυσίδες γύρω από τον λαιμό του Nebula. Εκείνος κάθεται ατάραχος χωρίς να κουνιέται και παρακολουθεί το αφεντικό του που απομακρύνεται. Η Εχεκράτεια με κοιτάζει και είναι έτοιμη να μου μιλήσει. Δε νιώθω καλά για όσα έκανα εκεί έξω και κάτι μου λέει ότι δε θα νιώσω καλύτερα μετά από αυτό που έρχεται.
«Για να καλέσω την πύλη χρειάζομαι πολύ μεγάλα ποσοστά ενέργειας. Δεν είμαι τόσο δυνατή. Ναι, ξέρω πολλά. Ναι, έχω πάρα πολύ δύναμη, αλλά τις πύλες μπορεί να τις επικαλεστεί μόνο άγγελος…» κάνει μια παύση και κοιτάζει τον φίλο πίσω της.
«Εάν θέλω να αποκτήσω τόση δύναμη πρέπει να κάνω μια θυσία. Μια θυσία που θα μου στοιχίσει πολύ, αλλιώς δε θα πιάσει. Ο Nebula είναι σύμφωνος με αυτό» μου λέει και τα μάτια της είναι τόσο πρησμένα και νιώθει τόσο μεγάλη εξάντληση από όλο αυτό που μετά βίας είναι ανοικτά. Δεν το πιστεύω ότι πρέπει να θυσιάσει τον λύκο της για να με βοηθήσει...
«Νόμιζα ότι θα προλαβαίναμε να μπούμε στην πύλη για να σωθεί η Ντόροθη. Πού να φανταζόμουν ότι η τρελή θα έδινε την τελευταία της ενέργεια για να μας σώσει;» μου λέει και πέφτει στα γόνατα. Μα τι σκεφτόμουν; Το μόνο που θέλει είναι να με βοηθήσει. Και για να το κάνει αυτό θα θυσιάσει τον καλύτερό της φίλο. Δε φταίει εκείνη. Τι έκανα; Πέφτω στα γόνατα μπροστά της και την παίρνω αγκαλιά. Τη σφίγγω πάνω μου με δύναμη καθώς εκείνη ξεσπάει και πάλι σε αναφιλητά. Νιώθω τόσο άσχημα. Πώς μπόρεσα να της κάνω κακό, ενώ εκείνη μόνο καλό ήθελε να κάνει; Μια κοφτή ανάσα έρχεται στην επιφάνεια και το στομάχι μου σφίγγεται τόσο πολύ που μου έρχεται να κάνω εμετό.
«Συγχώρεσέ με... Σε παρακαλώ πολύ, συγγνώμη. Ηρέμησε» της ψιθυρίζω ενώ της χαϊδεύω τα μαλλιά όσο πιο στοργικά μπορώ.
«Θα πάω μόνος μου. Δε θέλω να θυσιάσεις τίποτα για εμένα. Θα τα καταφέρω μόνος μου. Μόνο σε παρακαλώ πολύ ηρέμησε» συνεχίζω και το κεφάλι της σηκώνεται από την αγκαλιά μου. Τα δάκρυά της παραμένουν λευκά και ανθρώπινα και τα όμορφα ματάκια της είναι τόσο λυπημένα που με κάνει και πονάω.
«Δε θα τα καταφέρεις μόνος σου. Δεν καταλαβαίνεις. Ό,τι και εάν συμβεί, μέχρι την τελευταία στιγμή, θα σε καθοδηγώ» μου λέει ενώ με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια.
Την κοιτάζω έκπληκτος και χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να το σκεφτώ, χωρίς να το κάνω από μόνος μου, το κεφάλι μου κουνιέται απότομα και τη φιλάω. Πού στο καλό έχω το μυαλό μου τέλος πάντων; Γιατί το έκανες αυτό, Μαξ; Τη φιλάω με δύναμη και τη νιώθω να ανταποκρίνεται. Τα χείλη μας χαλαρώνουν και φιλιόμαστε αργά και γεμάτοι συναισθήματα. Ξαφνικά τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα και με σπρώχνει μακριά της. Πάει σχεδόν τρέμοντας πάνω στον λύκο και τον παίρνει αγκαλιά.
«Φύγε. Non conceditur!1» μου λέει ενώ χαϊδεύει στοργικά τον Nebula. Πάω να την πλησιάσω και μια τρομακτικά επιβλητική ενέργεια γεμίζει τον χώρο.
«Φύγε!» μου φωνάζει και ο λύκος αγριεύει. Μου γαυγίζει και μου δείχνει τα τεράστια δόντια του ενώ του τρέχουν τα σάλια και η τρίχα του έχει γίνει διπλάσια. Οπισθοχωρώ και ανοίγω την πόρτα. Βγαίνω έξω και αρχίζω να τρέχω μακριά. Όλα χάλια! Γιατί τρέχω πάντα μακριά από τους άλλους; Μακριά από τα προβλήματά μου; Γιατί είμαι τόσο ξεροκέφαλος και δεν μπορώ να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα κατάματα;
Όλα είναι ένα λάθος!
Μπράβο, Μαξ…
Καλά τα κατάφερες και πάλι…
Δεν επιτρέπεται


Παρασκευή Γκύζη