Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 9)

Για μια ακόμα φορά δεν ξέρω πού πάω. Απλώς τρέχω, χωρίς πραγματικά να βλέπω μπροστά μου. Μετά από αρκετή ώρα σταματάω για να πάρω μια ανάσα. Από την ένταση, μου κόβεται η αναπνοή μου και πέφτω στο σκληρό χώμα, για να φέρω το σώμα και το μυαλό μου πίσω σε έναν ρυθμό. Τι μου συμβαίνει; Γιατί έπραξα έτσι; Από πού πηγάζει όλος αυτός ο θυμός; Πώς μπόρεσα να πληγώσω έτσι την Εχεκράτεια; Και σαν να μη φτάνει αυτό, τόλμησα μετά από όλα αυτά να τη φιλήσω! Δε με αναγνωρίζω. Μήπως αυτός είναι ο πραγματικός μου εαυτός αναρωτιέμαι και η σκέψη ανακατεύει τα μέσα μου.
Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να πάρω μερικές βαθιές ανάσες. Εάν θέλω να βάλω μια τάξη στο κεφάλι μου, πρέπει να ηρεμήσω. Οι λίγοι ήχοι που βρίσκονται γύρω μου χάνονται. Η αναπνοή μου επιβραδύνεται και η καρδιά μου σταθεροποιείται. Συγκεντρώνομαι μόνο στις ανάσες μου και όταν ανοίγω τα μάτια μου, βρίσκομαι μέσα στην έρημό μου. Ησυχία και γαλήνη γύρω μου. Ένα άδειο μέρος. Μακριά από όλους και όλα. Ευτυχώς υπάρχει ακόμα. Τελευταία, κάθε φορά που βρισκόμουν εδώ μέσα, κάτι συνέβαινε. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Είμαι μόνος μου και μπορώ επιτέλους να αδειάσω το μυαλό μου.
«Επιτέλους ξανά συναντιόμαστε. Μαξ είπαμε, σωστά;» ακούω μια γυναικεία φωνή και γυρνάω να κοιτάξω πίσω μου.
«Spero;» αναφωνώ και κοιτάζω την όμορφη κοπέλα που στέκεται πίσω μου με σταυρωμένα τα χέρια της. Το πρόσωπό της είναι σοβαρό και άκαμπτο. Μόλις όμως λέω το όνομά της, κατευθείαν γλυκαίνει και ένα συναίσθημα χαράς έρχεται στα μάτια της.
«Mortem;» με ρωτάει έτοιμη να κλάψει. Τρέχει προς τα πάνω μου για να χωθεί μέσα στην αγκαλιά μου. Είδα μερικά πράγματα για εκείνη, αλλά δεν υπάρχουν συναισθήματα, σκέφτομαι και μένω ακίνητος.

Όμως, όταν η Spero πέφτει με δύναμη πάνω στο στήθος μου, εγώ αυτόματα κλείνω τα χέρια μου και την αγκαλιάζω σφιχτά. Ξαφνικά συναισθήματα λύπης, αγάπης, πόθου και φόβου ξεκλειδώνονται μέσα στην καρδιά μου. Τη σφίγγω τόσο δυνατά όσο σφίγγει ένα παιδάκι τη μητέρα του, όταν του λείπει η αγκαλιά της. Δε σηκώνει δευτερόλεπτο τα μάτια της από πάνω μου και δε θέλω να την αφήσω να φύγει. Χωρίς να ξέρω το γιατί, νιώθω τόση αγάπη, που αισθάνομαι ότι η καρδιά μου θα ξεχειλίσει από τα συναισθήματα. Νιώθω το στομάχι μου να σφίγγεται. Όσο την κρατάω στα χέρια μου, τη θέλω όλο και πιο πολύ. Ένα κουτάκι μέσα μου γεμίζει και νιώθω ολοκληρωμένος.

Σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάζει. Ω, Θεέ μου. Πόσο όμορφη είναι; Το δέρμα της είναι κατάλευκο χωρίς το παραμικρό ψεγάδι. Τα μάτια της είναι γαλάζια, τόσο ανοιχτόχρωμα που μοιάζουν λευκά και σχεδόν προκαλούν φόβο. Αλλά εμένα δε με τρομάζουν. Με γεμίζουν. Τα χείλη της είναι φυσικά και φαίνονται κόκκινα πάνω στο λευκό της δέρμα. Τα μαλλιά της σαν μετάξι, χρυσά, πέφτουν πάνω στο χέρι μου και με ζεσταίνουν. Εάν μου ζητούσαν ποτέ να περιγράψω έναν άγγελο, έτσι ακριβώς θα τον περιέγραφα. Το πρόσωπό της λάμπει από χαρά και δύναμη. Δεν έχω ξανά δει τόσο ζωντανό και χαρούμενο άνθρωπο. Η ομορφιά και η ενέργειά της με μαγνητίζουν τόσο πολύ που θέλω να τη νιώθω πάνω μου όλη την ώρα.

Μετά από λίγο, τα μάτια της όμως αρχίζουν να κλαίνε. Δεν είναι δάκρυα χαράς αυτή τη φορά. Χαμογελώντας βγαίνει αργά από την αγκαλιά μου και με το ζόρι την αφήνω να φύγει μέσα από τα χέρια μου. Δε θέλω να την αφήσω.

«Δεν είσαι ακόμα έτοιμος…Θα ιδωθούμε όμως σύντομα» μου λέει χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω μου. Ένιωσε τα πάντα. Ένιωσε ότι δεν είμαι ακόμα ο παλιός μου εαυτός αλλά δεν πτοήθηκε.

«Μέχρι τότε, αντίο…» μου λέει και αφήνει το χέρι μου καθώς απομακρύνεται.

«Στάσου!» της λέω και δεν αφήνω το χέρι της την τελευταία στιγμή. Εκείνη σταματάει και με κοιτάζει με ηρεμία.

«Σε παρακαλώ πολύ. Βοήθησέ με. Δείξε μου ποιος είμαι. Βοήθησέ με να ξυπνήσω» της λέω και εκείνη κάνει ένα βήμα πιο κοντά μου.

«Δεν μπορώ να σε ελευθερώσω. Μπορώ όμως να βοηθήσω λίγο» μου λέει και την επόμενη στιγμή ενώνει τα χείλη μας σε ένα φιλί.

Πάλι αναμνήσεις. Πάλι παρελθόν. Ένα σφραγισμένο και απαγορευμένο παρελθόν. Βρίσκομαι μέσα σε έναν ναό. Είναι φτιαγμένος από ατόφιο χρυσό και η ενέργεια του χώρου είναι τόσο δροσερή που γεμίζει όλο μου το είναι. Στο κέντρο του ναού βρίσκονται δέκα άγγελοι με χρυσές ενδυμασίες. Είναι όλοι πανέμορφοι. Όλοι είναι άντρες εκτός από μια, τη Spero. Η Spero είναι ντυμένη με έναν χρυσό μανδύα που στέκεται πανέμορφος πάνω στους ώμους της. Το τελείωμα του χιτώνα της σβήνει στο άπειρο όσο απομακρύνεται από το σώμα της. Οι υπόλοιποι είναι ντυμένοι με χρυσές πανοπλίες. Είναι όλα τόσο όμορφα εδώ που δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω τους.

Κάθονται όλοι πάνω από ένα τεράστιο στρογγυλό τραπέζι, πάνω στην επιφάνεια του οποίου υπάρχει μια εικόνα. Είναι η Γη μας. Μιλούν μεταξύ τους στα αρχαία ελληνικά και λατινικά, αλλά καταλαβαίνω πλήρως τι λένε. Ο Άγγελος στο κέντρο του κύκλου κάνει μια κίνηση πάνω από το τραπέζι και η εικόνα αλλάζει. Δείχνει δαίμονες που έχουν παρασύρει ανθρώπους και τους χρησιμοποιούν. Πολύ άσχημες εικόνες εμφανίζονται και αποστρέφω το βλέμμα μου.

«Η κατάσταση έχει ξεφύγει και έχει πάρει τεράστια μέτρα κάτω στη Γη. Οι δαίμονες από μέρα σε μέρα γίνονται περισσότεροι και εμείς λιγότεροι. Έχουν πάρει τον έλεγχο και εμείς δεν μπορούμε να επέμβουμε. Δεν έχουμε το δικαίωμα να επέμβουμε» λέει καθώς οι εικόνες συνεχίζουν και δείχνουν όλο και περισσότερους δαίμονες.

«Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι πια. Οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι» λέει ένας άλλος άγγελος και ο «αρχηγός» του χτυπάει με δύναμη το τραπέζι.

«Τι θα έκανε ο Πατέρας εάν σε άκουγε τώρα; Είμαστε όλοι παιδιά Του και δεν αφήνουμε κανέναν!» βρυχάται και η φωνή του αντηχεί επιβλητική σε όλο το ναό. Οι άγγελοι κοιτάζονται μεταξύ τους.

«Τότε πώς θα τους βοηθήσουμε; Εμείς δεν έχουμε την άδεια να πάμε στη Γη. Τα αδέρφια μας δεν αρκούν» λέει ο άγγελος δίπλα του δείχνοντας το τραπέζι.

«Μια είναι η λύση. Ο Άγγελος του θανάτου» λέει ο αρχηγός και ξαφνικά ησυχία αντηχεί στον χώρο.

«Mortem....» ψιθυρίζει η Spero ενώ ένα βλέμμα τρόμου διαγράφεται στο πρόσωπό της.

«Ακριβώς. Είναι ο μόνος άγγελος που μπορεί να πάει σε όλους τους κόσμους. Είναι αυτός που κρατάει την ισορροπία ανάμεσα σε Γη και ουρανό, το πιο δυνατό μας όπλο». Ένα χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη του, όταν τελειώνει την πρότασή του.

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό!» βρυχάται η Spero και σηκώνεται όρθια.
«Δεν μπορείς να τον στείλεις σε έναν αιώνιο πόλεμο μόνο του! Εάν πάθει κάτι όλες οι ισορροπίες θα καταστραφούν!» συνεχίζει να φωνάζει, ενώ ψίθυροι απλώνονται μέσα στην αίθουσα.

«Δεν μπορεί κανείς να του κάνει κακό. Ο Πατέρας τον έφτιαξε έτσι! Είναι η τελευταία τους ελπίδα!» Οι δύο άγγελοι μάχονται μεταξύ τους λεκτικά, και ξαφνικά μια κατάμαυρη αύρα γεμίζει όλη την ατμόσφαιρα.

Ο χώρος γύρω μου γίνεται σκοτεινός και νιώθω τη γη κάτω από τα πόδια μου να τραντάζεται. Νιώθω φόβο. Κάτι πολύ κακό έρχεται. Οι άγγελοι σηκώνονται από τις θέσεις τους και βγάζουν όλοι μαζί τα όπλα τους. Ο κάθε ένας βγάζει ένα διαφορετικό όπλο. Τέσσερα όμως ξεχωρίζουν. Ένας κεραυνός, μια τρίαινα, μια πανοπλία και ένα τόξο. Όλοι έχουν βγάλει τα όπλα τους εκτός από αυτούς τους τέσσερις. Η Spero έχει ένα τόξο στην πλάτη της και η αύρα της από χρυσή γίνεται κοκκινόμαυρη και επιθετική. Ο αρχηγός κάνει νόημα να μην κουνηθεί κανείς.

«Δεν καταλαβαίνεις τι πας να κάνεις!» φωνάζει η Spero και ο άγγελος μπροστά της γελάει.

«Εσύ δεν καταλαβαίνεις τι πας να κάνεις. Εναντιώνεσαι στην ίδια σου την οικογένεια. Φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς, αλλιώς θα υπάρξουν επιπτώσεις» λέει ο μεγάλος άγγελος και κάνει νόημα να ετοιμαστούν για επίθεση. Ο Άγγελος με τον κεραυνό δε μιλάει εδώ και ώρα, παρά μόνο παρακολουθεί.

Η απόλυτη ησυχία με κάνει να ανατριχιάσω. Η αναπνοή μου κόβεται και φοβάμαι για το τι θα συμβεί. Η ενέργεια όμως της Spero υποχωρεί και ο αέρας γίνεται δροσερός και ευχάριστος ξανά. Η Spero χαμηλώνει το βλέμμα της και το τόξο από την πλάτη της εξαφανίζεται. Ακολουθούν και οι υπόλοιποι άγγελοι. Καθώς ηρεμούν όλοι, κάθονται ξανά πίσω στις θέσεις τους.

«Η απόφαση πάρθηκε. Ο Mortem θα απαλλάξει την ανθρωπότητα από τους δαίμονες μια για πάντα» λέει ο μεγάλος άγγελος και η Spero γυρνάει το βλέμμα της.

Προσηλώθηκα τόσο πολύ στις εικόνες μπροστά μου, που δε συνειδητοποίησα ότι τόση ώρα μιλούσαν για εμένα. Είμαι άγγελος; Και μάλιστα του θανάτου; Δε μου λέει κάτι όλο αυτό όμως για το παρελθόν μου. Ήθελαν να με στείλουν σε μια αποστολή αυτοκτονία, αλλά αυτό δε βγάζει νόημα. Γιατί με φυλάκισαν; Τι έκανα; Οι εικόνες μπροστά μου αλλάζουν τόσο γρήγορα, που δεν προλαβαίνω να ακούσω τίποτα παραπάνω. Βλέπω μόνο σκόρπιες εικόνες. Βλέπω εμένα και τη Spero αγκαλιά. Βλέπω τη Spero να προπονείται με το τόξο της. Άκυρες και σχετικές εικόνες εμφανίζονται από παντού για να γεμίσουν τα κενά. Αλλά τίποτα δε γεμίζει πραγματικά της απορίες μου. Ο χρόνος σταματά και βλέπω τη Spero. Την καταπίνουν λευκές και μαύρες οντότητες.
Καταλαβαίνω ότι είναι η συνέχεια από το πρώτο μου όραμα, αυτό που μου έδειξε πρώτη φορά η Εχεκράτεια. Η Spero χτυπιέται ολόκληρη ενώ μια δίνη τη ρουφάει και τη θάβει βαθιά μέσα στη γη. Τα ρούχα της είναι λευκά και όχι χρυσά. Το πρόσωπό της δεν είναι τόσο λαμπερό όσο πριν και το τόξο δεν υπάρχει πια στην πλάτη της. Κοιτάζει τρομαγμένη γύρω της, καθώς είναι φυλακισμένη μέσα σε τέσσερεις τοίχους. Χωρίς φως. Χωρίς διέξοδο. Ο χρόνος κυλάει γρήγορα και τη βλέπω να κάθεται με λυγισμένα γόνατά. Φαίνεται φοβισμένη, αλλά όχι, δε φοβάται για την ίδια. Ξαφνικά ένας άγγελος μπαίνει μέσα, με τη χρυσή του πανοπλία. Μόλις εμφανίζεται, η Spero πετάγεται όρθια και ετοιμάζεται να του επιτεθεί. Με μια κίνηση όμως τη δεσμεύει με μαγικές αλυσίδες.

«Γιατί έστειλαν εσένα; Πού είναι ο αρχηγός σας;» Τι εννοεί ο αρχηγός «σας»;

«Είναι νεκρός.» λέει χωρίς κανένα συναίσθημα ο άντρας μπροστά της και εκείνη γελάει. Γελάει τόσο δυνατά, σαν τρελή. Ο άντρας πάει με μεγάλη ταχύτητα πάνω της και της αρπάζει το πρόσωπο. Τη σφίγγει με δύναμη και της κουνάει απότομα το κεφάλι.

«Ευχαριστήθηκες τώρα; Σου άρεσε αυτό που έκανες; Τώρα θα ζήσεις για πάντα μακριά από τον αγαπημένο σου. Και εκείνος δε θα ξέρει καν ότι υπάρχεις. Ε; Πώς σου ακούγεται; Μου φαίνεται πιο καλή τιμωρία από τον θάνατο. Θα ζεις για το υπόλοιπο της αιωνιότητας, ξέροντας ότι ο άντρας που αγαπάς δεν ξέρει καν ότι υπάρχεις. Και αυτός; Αυτός θα πηγαίνει με θνητές για να καλύψει τις ορμές τους ως άνθρωπος». Η Spero τον δαγκώνει και εκείνος πετάγεται μακριά. Τον φτύνει και φωνάζει να την αφήσει να φύγει. Ο Άγγελος μπροστά της γελάει καθώς απομακρύνεται.

«Αντίο, πανέμορφη Spero. Η Ελπίδα μου για εσένα δε θα σβήσει ποτέ» της λέει γεμάτος ειρωνεία και φεύγει κλείνοντας πίσω του μια βαριά πόρτα και σφραγίζοντάς την.

Η εικόνα μπροστά μου σβήνει και μένει μόνο ο ήχος από τις κραυγές της Spero. Σπαρακτικές κραυγές που μου καίνε την καρδιά. Τι συμβαίνει επιτέλους; Μόνο πόνο βλέπω μέχρι τώρα. Μόνο πόνο και πόλεμο! Δεν καταλαβαίνω γιατί της το έκαναν αυτό! Γιατί; Βρίσκομαι πάλι πίσω στην έρημο και η Spero μπροστά μου με κοιτάζει μέσα στα μάτια.

«Σου έδειξα μόνο ότι μπορούσα να σου δείξω». Την ξανά κοιτάζω και βλέπω ότι το δέρμα της έχασε τη λάμψη του. Είναι σαν να έβγαλε τη μάσκα από πάνω της και μου έδειξε πώς νιώθει τώρα εκεί μέσα αλυσοδεμένη και μόνη όλους αυτούς τους αιώνες. Της χαϊδεύω το μάγουλο και ένας ήχος μας αποσπά την προσοχή.

«Μαξ; Μαξ; Πού είσαι;» ακούω την Εχεκράτεια να φωνάζει σαν ηχώ μέσα στον κόσμο μου. Κοιτάζω τη Spero και μου χαμογελάει.

«Αυτή η φωνή... Πρέπει να πας κοντά της». Μα δε θέλω να φύγω μακριά της ακόμα. Η Εχεκράτεια συνεχίζει να φωνάζει ψάχνοντάς με.

«Θα ανταμώσουμε σύντομα» μου λέει και φεύγει σιγά σιγά μακριά μου.
Ανοίγω τα μάτια μου και ξυπνάω πάνω στο κρύο χώμα. Όλα αυτά που είδα δε βγάζουν νόημα. Το παζλ όμως σιγά σιγά συμπληρώνεται και κάθε κομμάτι του είναι ξεχωριστό. Μέσα σε όλα αυτά νιώθω αδύναμος. Τόση ενέργεια. Τόση ζωή. Τόση δύναμη. Και εγω είμαι αδύναμος. Όχι όσο πριν από λίγες μέρες, αλλά πρέπει να κάνω κάτι για να ανακαλύψω τι κρύβω μέσα μου. Δεν είμαι ακόμα έτοιμος να προχωρήσω στο επόμενο στάδιο. Δεν μπορώ να πάω άοπλος στη μάχη. Σηκώνομαι όρθιος και τρέχω πίσω στην Εχεκράτεια. Φτάνω στο μικρό σπίτι και τη βλέπω στο πάτωμα, αγκαλιά με τον λύκο της, να κοιμούνται ήσυχοι. Ο Nebula ανοίγει τα μάτια του, αλλά δεν κουνιέται καθώς με ακολουθεί με το βλέμμα του. Πάω να ακουμπήσω την Εχεκράτεια και γρυλίζει χαμηλά.

«Ήρεμα, φίλε. Δε θέλω να της κάνω κακό» του λέω και σταματάει τους ήχους. Μόνο η ουρά του κουνιέται νευρικά ενώ ακουμπάω στοργικά την Εχεκράτεια στα μαλλιά και τη φιλάω απαλά στο μέτωπο. Ένας αναστεναγμός βγαίνει από τον φίλο μας και κλείνει ξανά τα μάτια του.

«Δε θα ξανά κλάψεις. Όχι για εμένα. Όλα θα πάνε καλά. Στο υπόσχομαι» της λέω και βγαίνω πάλι τρέχοντας από το σπίτι. Πρώτα θα βρω ποιος είμαι και μετά θα κάνω αυτό που πρέπει. Καθώς απομακρύνομαι από την καλύβα ακούω μια φωνή να ουρλιάζει μέσα στο κεφάλι μου.

«Μαξ!» ακούω την Εχεκράτεια να φωνάζει καθώς συνειδητοποιεί μάλλον τι έκανα.

Δε θα αργήσω να γυρίσω πίσω.

Απλώς πρέπει να βρω ποιος είμαι.

Ποιος είμαι πραγματικά.

Πρέπει να βρω τις δικές μου αναμνήσεις…


Παρασκευή Γκύζη