Φοίνιξ (Κεφάλαιο 2)

Πέμπτη 24 Αυγούστου, 16:00

Αφού αποφάσισε πως δεν είχε σκοπό να φάει παραπάνω από τα φασολάκια και απλά έπαιζε με αυτά με το πιρούνι του, τα πέταξε στον κάδο και έπλυνε το πιάτο και το πιρούνι μαζί με το φλιτζάνι και το μπρίκι από το πρωινό τσάι.

Έβαλε την κατσαρόλα πίσω στο ψυγείο και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Ενώ μάζευε τις παρτιτούρες του, συνειδητοποίησε πως οι γονείς του ακόμα δεν είχαν γυρίσει. Περίεργο, σκέφτηκε και πήρε το σταθερό τηλέφωνο στα χέρια του, με σκοπό να πάρει τους γονείς του, αλλά δεν πρόλαβε. Η εξώπορτα άνοιξε, φανερώνοντας τη μητέρα και τον πατέρα του φορτωμένους με σακούλες. Μερικές ήταν από σούπερ μάρκετ και άλλες από μαγαζιά με ρούχα.

«Καλώς τους μάγους με τα δώρα!», σχολίασε και έτρεξε να τους βοηθήσει με τις σακούλες.

«Shopping therapy κάνατε;».

«Το γάλα, τα γιαούρτια, το κασέρι και η γαλοπούλα και οι ντομάτες στο ψυγείο. Το παγωτό και ο αρακάς στην κατάψυξη», είπε η κυρία Αλεξάνδρα και ο Τζέιμς έγνεψε καταφατικά.

Αφού έβαλαν όλα τα ψώνια στη θέση τους, τόσο στην κουζίνα όσο και στις ντουλάπες της κρεβατοκάμαρας των γονιών του, ο νεαρός πήγε να μαζέψει τις παρτιτούρες και την κιθάρα του από το σαλόνι. Βρήκε τον πατέρα του να μελετάει με προσήλωση τη μουσική του, όντας οικονομολόγος με δεύτερο πτυχίο στη μουσική και με ειδίκευση στο πιάνο.

«Μπράβο, Τζέιμς!», αναφώνησε και ο γιος του ένιωσε τα αυτιά του να κοκκινίζουν.

«Φαίνεται πολύ καλό, αλλά θα προτιμούσα να το ακούσω κιόλας!» του χαμογέλασε ευγενικά και το βλέμμα του έκρυβε μία νότα υπερηφάνειας.

«Εμ, θα το έκανα, αλλά… να, με περιμένει ο Κρις!», απάντησε ο Τζέιμς και πήρε στα χέρια την κιθάρα του. «Οπότε ίσως κάποια άλλη στιγμή!».

«Θα πας στον αδερφό σου;».

«Ναι».

«Μπορείς να του πας και αυτή τη μπλούζα;», ρώτησε η μητέρα του και του έδειξε μία κοντομάνικη μπλούζα. «Πήρα μία και για σένα, Τζέιμς. Είναι πάνω στο κρεβάτι σου».

«Εντάξει, μαμά», απάντησε ο νεαρός και πήρε τη σακούλα που του έτεινε η μητέρα του με τη μπλούζα.

Κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του και άφησε την κιθάρα κόντρα στον τοίχο, ενώ πήρε λεφτά και κλειδιά και κινητό. Πέταξε ένα ξερό «φεύγω» και έκλεισε την εξώπορτα πίσω του. Το μετάνιωσε κατευθείαν που διάλεξε τη συγκεκριμένη ώρα για να φύγει από το σπίτι, καθώς ήταν η πιο ζεστή ώρα της ημέρας κι ας ήταν τέλη Αυγούστου. Αλλά, χρειαζόταν τη συμβουλή του αδερφού του. Πήρε το λεωφορείο και στα μέσα της διαδρομής κατέβηκε για να πάρει άλλο, που θα τον πήγαινε ακριβώς έξω από το σπίτι του Κρίστοφερ.

Στις πέντε και τέταρτο το απόγευμα χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας του διαμερίσματος. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν και η πόρτα άνοιξε, φανερώνοντας έναν αγουροξυπνημένο Κρίστοφερ. Τα μαύρα του μαλλιά ήταν ανάκατα, τα πράσινα μάτια του μισόκλειστα και το μόνο που φορούσε ήταν το μποξεράκι του. Παραμέρισε για να περάσει μέσα ο μικρός του αδερφός και βρόντηξε την πόρτα για να κλείσει.

«Ξέρεις, ο κόσμος παίρνει και κανένα τηλέφωνο για να ειδοποιήσει», σχολίασε ο Κρίστοφερ και έτριψε τα μάτια του για να ανοίξουν, καθώς έπνιγε ένα χασμουρητό.

«Εσύ μου πρότεινες να έρθω ό,τι ώρα θέλω», απάντησε ο Τζέιμς και βολεύτηκε στον καναπέ.

«Λάθος μου τότε».

Ο νεαρός με τα καστανά μάτια χαμογέλασε. «Την επόμενη φορά να μην κοιμηθείς».

Ο αδερφός του τον αγριοκοίταξε. «Είναι φυσική ανάγκη ο ύπνος, εντάξει;».

«Είχα ξεχάσει πως είσαι σαν τα κοάλα σε αυτό το θέμα».

Ο Κρίστοφερ ήθελε να του φωνάξει πως μόνο σαν τα κοάλα δεν ήταν στον ύπνο με την ιδιότητά του ως εκδικητής της πόλης, αλλά δεν το έκανε. Ο Τζέιμς δε γνώριζε τίποτα για τα Φαντάσματα. Αντίθετα, δεν είπε τίποτα και απλά αναστέναξε. «Είπαμε, για ποιο λόγο είσαι εδώ;».

Ο νεαρός δίστασε για ένα δευτερόλεπτο, αλλά τελικά του είπε. «Όπως σου είπα και στο τηλέφωνο σήμερα το πρωί, θα ζητήσω από την Ιωάννα να χωρίσουμε».

Ο Κρίστοφερ κάθισε δίπλα του στον καναπέ. «Και για ποιο λόγο ειδικά σήμερα; Αύριο έχεις γενέθλια, δε θα ήθελες να τα περάσεις με την κοπέλα σου;».

«Όχι, Κρις», απάντησε ο Τζέιμς και έβγαλε το κινητό από την τσέπη του παντελονιού του. «Μέχρι και σήμερα το πρωί αυτό έλεγα στον εαυτό μου, να κάνω υπομονή μία μέρα παραπάνω. Πίστευα πως η κατάσταση αυτή τη φορά θα διορθωνόταν, αλλά έκανα λάθος».

«Τι έγινε αυτή τη φορά;».

Ο νεαρός ξεκλείδωσε το τηλέφωνό του και πήγε στη συνομιλία του με την Ιωάννα και έδειξε τα μηνύματα που του είχε στείλει το ίδιο πρωί στον αδερφό του. «Υπερβολική αντίδραση για μία φωτογραφία, θα έλεγα», σχολίασε ο Κρίστοφερ και του έδωσε πίσω τη συσκευή.

«Νομίζει πως είμαι υπηρέτης της! Πως θα πρέπει να είμαι μαζί της εικοσιτέσσερις ώρες τη μέρα, εφτά ημέρες την εβδομάδα!», ξέσπασε ο Τζέιμς. «Όταν αυτή μου λέει ότι θα βγει με αγόρια φίλους της, εγώ δεν κάνω τίποτα, αλλά αν εγώ τολμήσω να αναφέρω έστω και ένα γυναικείο όνομα, ξεσπάει η κόλαση!».

«Απορώ πώς ανεχόσουν αυτή τη συμπεριφορά της τόσο καιρό».

«Νόμιζα ότι την αγαπούσα, Κρις».

«Και νόμιζες πως ταιριάζατε», συμπλήρωσε ο νεαρός με τα πράσινα μάτια και ο μικρός του αδερφός έγνεψε καταφατικά. «Κοίτα Τζέιμς, δε θα σου κρύψω πως θεωρώ τη σχέση σου με αυτή την κοπέλα τοξική. Ήδη της έχεις δώσει μία δεύτερη ευκαιρία, την οποία ίσως να μην την άξιζε τελικά».

«Έχεις δίκιο… δεν είμαι ευτυχισμένος με την Ιωάννα και θα έπρεπε να το διαλύσουμε νωρίτερα».

«Πότε θα της το πεις;».

«Σήμερα στις εφτά έχουμε ραντεβού στο γνωστό καφέ».

Ο Κρίστοφερ έγνεψε καταφατικά. «Κάτι άλλο που θες να συζητήσεις;».

«Όχι. Απλά η μαμά σού αγόρασε αυτή τη μπλούζα», απάντησε ο Τζέιμς και του έτεινε τη σακούλα με το ρούχο.

Έφυγε από το διαμέρισμα του μεγάλου του αδερφού στις εφτά παρά είκοσι μιας και η καφετέρια στην οποία είχαν δώσει ραντεβού με την Ιωάννα ήταν ένα τέταρτο απόσταση με τα πόδια. Άρχισε να περπατάει με κατεύθυνση τον πεζόδρομο με το βήμα του να μην είναι ούτε αργό, αλλά ούτε και γρήγορο. Δεν ήθελε να φτάσει νωρίτερα εκεί, αλλά ούτε και αργότερα. Παρατήρησε πως η μέρα ήταν εξαιρετικά καλή. Για την ακρίβεια ήταν όπως θα έπρεπε να είναι μία μέρα στα τέλη του καλοκαιριού, προμήνυε το φθινόπωρο και τον μήνα που θα ακολουθούσε, δηλαδή τον Σεπτέμβριο.

Στους δρόμους δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι, λόγω της ζέστης, κυρίως και επειδή ακόμα ήταν νωρίς για βραδινή έξοδο. Μόνο μερικά παιδιά μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε έβλεπε κάποιος έξω. Κρατούσαν παγωτά, γρανίτες, μιλκσέικ και κρύες σοκολάτες και κουβέντιαζαν δυνατά με τα γέλια τους να αντηχούν ευχάριστα και να δίνουν ζωντάνια στη μουντή ατμόσφαιρα της πόλης.

Ο Τζέιμς παρατήρησε πως τα παιδιά είχαν αρχίσει να βγαίνουν πιο πολύ στους δρόμους της πόλης τα τελευταία δύο χρόνια και αυτό οφειλόταν στην πτώση της εγκληματικότητας. Ο μαφιόζος που τους τρομοκρατούσε όλους, είχε βρεθεί νεκρός σε μία αποθήκη στο λιμάνι, με αποτέλεσμα να σταματήσει η κυριαρχία του. Ο μυστήριος θάνατός του είχε αποδοθεί από πολλούς στα Φαντάσματα, τους εκδικητές της πόλης σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, ο οποίος επιβίωνε ακόμα. Αλλά αυτό ήταν μόνο μία φήμη.

Στην πραγματικότητα, πέρα από το θάνατο του Χατζόπουλου, εκείνο τον καιρό κυκλοφορούσαν στο διαδίκτυο διάφορες αλήθειες και αποδεικτικά στοιχεία για διαφθορές και παράνομες ενέργειες. Στην αστυνομία της πόλης έγιναν οι πιο πολλές εκκαθαρίσεις στο προσωπικό και αυτό χάρη στην επιθεωρήτρια Μπρέντα Τζόουνς και τον επιθεωρητή Άντονι Γκρέις. Αυτοί οι δύο ήταν οι ήρωες της πόλης και ειδικά μετά τη διαλεύκανση ενός φόνου, σχεδόν δύο μήνες πριν.

Είχε φτάσει, πλέον, στον πεζόδρομο και με το βλέμμα του σκάναρε για τη φιγούρα της Ιωάννας στα τραπεζάκια μπροστά από την καφετέρια, τα οποία, παρεμπιπτόντως, ήταν όλα γεμάτα. Προχώρησε προς το εσωτερικό του καταστήματος και χαιρέτησε με ένα νεύμα το νεαρό πίσω από τη μπάρα που ήταν φίλος του. Εντόπισε την Ιωάννα, η οποία είχε πιάσει ένα ένα γωνιακό τραπέζι για τέσσερα άτομα, με δύο καρέκλες και έναν καναπέ. Η ίδια καθόταν - φυσικά - στον καναπέ και είχε κολλήσει στο παράθυρο, χαζεύοντας έξω. Δεν έβλεπε κανένα ποτήρι ή καμία κούπα, οπότε υπέθεσε ότι δεν είχε παραγγείλει ακόμα.

Στερέωσε λίγο καλύτερα τα γυαλιά στη μύτη του και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Τράβηξε τη μία καρέκλα και κάθισε, έτσι ώστε να έχει απέναντί του την κοπέλα: «Γεια».

Στο άκουσμα της φωνής του τα γαλανά σαν πάγος μάτια της έλαμψαν και ένα χαμόγελο άνθισε στα ζουμερά χείλη της. «Ω, Τζέιμς! Πώς είσαι αγάπη μου;».

Η Ιωάννα ήταν το όνειρο του κάθε άντρα: ψηλή, ξανθιά, γαλανομάτα, έξυπνη και με εξαιρετικό σώμα. Σαν να είχε ξεπηδήσει από τις σελίδες κάποιου περιοδικού μόδας.

«Καλά», απάντησε μονολεκτικά εκείνος.

«Τι έχεις;», τον ρώτησε ναζιάρικα.

Ο Τζέιμς δεν απάντησε, καθώς ήρθε ο σερβιτόρος να τους πάρει παραγγελία.

«Τι έχω; Αλήθεια το ρωτάς εσύ αυτό;», την αποπήρε, αφού σιγουρεύτηκε πως ο σερβιτόρος βρισκόταν σε ασφαλή απόσταση από το τραπέζι τους.

Η κοπέλα πετάρισε αθώα τις μεγάλες βλεφαρίδες της. «Τι εννο-».

«Θέλω να χωρίσουμε», τη διέκοψε.

«Ορίστε;», ψέλλισε σαστισμένη η Ιωάννα.

«Θέλω. Να. Χωρίσουμε», επανέλαβε κοφτά την κάθε λέξη.

«Τι; Γιατί;».

«Επειδή, Ιωάννα, η σχέση μας δεν πάει άλλο».

Το βλέμμα της ψύχρανε. «Δηλαδή θες να μου πεις πως είσαι με εκείνη την ξανθιά;».

«Όχι, δεν είμαι με καμία. Απλά δε θέλω να βρίσκομαι άλλο σε αυτή τη σχέση», απάντησε ο Τζέιμς. «Έκανα υπομονή, αλλά το ποτήρι ξεχείλισε!».

«Κανονικά εγώ θα έπρεπε να το λέω αυτό!», δήλωσε με θράσος η ξανθιά κοπέλα. «Πας με όποιο θηλυκό σου γυαλίσει και μετά έρχεσαι και το παίζεις άγιος!».

Ο νεαρός γέλασε, αλλά το γέλιο του δεν είχε ούτε ίχνος χιούμορ. «Το λες εσύ αυτό; Εσύ; Εσύ που φλερτάρεις με κάθε αρσενικό ακόμα κι όταν είμαι ακριβώς δίπλα σου; Αλλά αν εγώ αναφέρω γυναικείο όνομα κατευθείαν σε απατάω!», δήλωσε σοβαρός και η έκφρασή του σκλήρυνε απότομα. «Ευχαριστώ, αλλά δε θέλω να συνεχίσω έτσι! Να βρεις κάποιον άλλον να του τα κάνεις αυτά! Να παίζει το παιχνιδάκι σου!».

«Χα! Για δες, ο Τζέιμς ύψωσε ανάστημα! Αφού τώρα τα έχει με την ξανθόψειρα!».

«Ιωάννα, κοφ'το! Δε σε απάτησα ποτέ, σταμάτα να δημιουργείς σενάρια που δεν ισχύουν!».

«Α, μπα;», έκανε εκείνη με ύφος. «Για ποιο λόγο να σταματήσω; Τι είμαι για να μου το λες αυτό; Κοπέλα σου;».

«Σωστά», έφτυσε ο Τζέιμς και σηκώθηκε από το τραπέζι. «Δε μου είσαι τίποτα!».

«Ναι ναι! Πήγαινε σε εκείνη για να σε παρηγορήσει!», του φώναξε η Ιωάννα, ενώ ο νεαρός έβγαινε φουριόζος από το μαγαζί.
Δεν μπήκε στον κόπο να της απαντήσει, δεν μπήκε στον κόπο ούτε καν να την κοιτάξει, όσο εκείνη παραληρούσε για την ξανθιά κοπέλα της φωτογραφίας. Ξεφύσηξε εκνευρισμένος και κλώτσησε με μανία ένα τενεκεδένιο κουτάκι από αναψυκτικό που έτυχε να βρεθεί στο διάβα του κι εκείνο άρχισε να κυλάει με θόρυβο στον πλακόστρωτο δρόμο. Ο Τζέιμς πήρε μία βαθιά ανάσα και έστρεψε το βλέμμα του προς τον ουρανό με μία και μοναδική φράση να του περιτριγυρίζει το μυαλό: ήταν ελεύθερος! Η τοξική του σχέση είχε τελειώσει και αισθανόταν λες και ένα βάρος είχε φύγει από τους ώμους του. Αγόρασε μία πορτοκαλάδα από ένα περίπτερο και βολεύτηκε σε ένα ξύλινο παγκάκι για να απολαύσει το υπόλοιπο της ημέρας.

«Τζέιμς!», άκουσε μία γνωστή φωνή να τον καλεί και γύρισε για να δει ποιος ήταν. Αμέσως στο πρόσωπό του χαράχτηκε ένα χαμόγελο, αντικρίζοντας την ψηλή ξανθιά κοπέλα με τα ζεστά καστανά μάτια και την εξωστρεφή προσωπικότητα.

«Θάλεια!», τη χαιρέτησε και της έκανε νεύμα να καθίσει δίπλα του. Άφησε το μικρό μπουκάλι με την πορτοκαλάδα στην άκρη και την αγκάλιασε. Ήταν μία παλιά φίλη από το γυμνάσιο, με την οποία είχαν χαθεί για αρκετά χρόνια και συναντήθηκαν ξανά πριν από μία εβδομάδα, τυχαία, σε μία παραλία του νησιού που έκανε διακοπές.

«Είπες να βγεις βόλτα μόνος σου, να ξεσκάσεις;», τον ρώτησε κι εκείνος γέλασε ελαφρά.

«Περίπου», απάντησε. «Πήγα να επισκεφτώ τον αδερφό μου και είπα να κάνω και μια βόλτα στην πόλη».

«Και καλά έκανες».

«Εσύ; Για βόλτα βγήκες;».

Η Θάλεια δεν απάντησε, καθώς παρατήρησε πως τους κοιτούσε η Ιωάννα λίγα μέτρα παραπέρα. Του έκανε νόημα με τα μάτια και εκείνος γύρισε για να δει. Το καστανό του βλέμμα διασταυρώθηκε με το γαλανό της Ιωάννας και στο επόμενο δευτερόλεπτο είχε γυρίσει πίσω στη Θάλεια. Η κοπέλα απόρρησε με την περίεργη συμπεριφορά του.

«Δε θα πας στην κοπέλα σου;», τον ρώτησε ψιθυριστά και ο Τζέιμς κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Πρώην κοπέλα μου, για την ακρίβεια».

«Βρε βρε, για δες!», ακούστηκε η φωνή της Ιωάννας. «Ο Τζέιμς πήγε κατευθείαν στην ξανθόψειρα για παρηγοριά!».

Η Θάλεια άνοιξε το στόμα της για να απαντήσει αναλόγως, αλλά ο νεαρός της έκανε νόημα να σωπάσει. Αυτή ήταν δική του μάχη.

«Νομίζω δε σου πέφτει λόγος για το τι κάνω τώρα πια», απάντησε ψυχρά και σηκώθηκε όρθιος. «Αν θέλω να είμαι με τη Θάλεια, αυτό είναι δική μου υπόθεση».

«Αφού γι'αυτή με παράτησες», έφτυσε τις λέξεις με αηδία η Ιωάννα.

«Ξέρεις τι; Πίστευε ό,τι θέλεις! Εμείς ούτως ή άλλως έχουμε τελειώσει!», δήλωσε με σθένος και τραβώντας τη Θάλεια από τον καρπό έφυγε από εκεί, αφήνοντας την ξανθιά κοπέλα να βράζει στο ζουμί της. Σταμάτησε όταν συνειδητοποίησε πως κρατούσε ακόμα το χέρι της Θάλειας. Το άφησε απότομα και κάλυψε με την παλάμη του το κάτω μέρος του προσώπου του. «Συγγνώμη», είπε.

«Δε φταις εσύ, η άλλη έχει το πρόβλημα», απάντησε η Θάλεια και του χαμογέλασε καθησυχαστικά.

«Και που-».

Η κοπέλα σήκωσε το χέρι της, προλαβαίνοντάς τον. «Δεν πειράζει, Τζέιμς, μου έχει συμβεί και μένα αυτό, οπότε καταλαβαίνω».

Εκείνος έγνεψε απλά, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη.




Ξανθίππη Γιωτοπούλου