Η Βασίλισσα Νάιδα κρατούσε γερά την άκρη της κερκίδας της και η όψη της είχε αλλάξει. Ο θυμός είχε παραμορφώσει τα πανέμορφα χαρακτηριστικά της και λεπτά, μυτερά δόντια έκαναν την εμφάνισή τους κάτω από τη γραμμή των χειλιών της. Ατάραχη, έφερα δυο δάχτυλα στο στόμα μου και σφύριξα δυνατά. Τη νεκρική σιγή έσπασε η κραυγή του Χάρου και το χτύπημα των φτερών του. Το καστανόμαυρο γεράκι είχε τρυπώσει στο Βασίλειο και πετούσε αγέρωχο από πάνω μου, κάνοντας κύκλους, αναγνωρίζοντας την καταστροφή και τα τέρατα, έτοιμος για επίθεση, αν η Νάιδα δεν κρατούσε την υπόσχεσή της.
Οι πύλες άνοιξαν και αρκετές νεράιδες-φρουροί μας πλησίασαν. Ύψωσα το βραχίονα μου, λυγίζοντας τον αγκώνα μου και φέρνοντας τον καρπό μου μπροστά από το πρόσωπό μου. Ο Χάρου βούτηξε στο κενό και γαντζώθηκε στο περικάρπιό μου. Χτύπησε τα φτερά του, αφήνοντάς τα ανοιχτά για λίγους χτύπους, απειλητικά.
Οι κερκίδες όλες είχαν παγώσει. Οι νεράιδες δεν μπορούσαν να πιστέψουν τι είχε μόλις γίνει μπροστά στα μάτια τους και περίμεναν την απόφαση της Βασίλισσας. Ο Κάιν καθόταν ακριβώς από πίσω της, με το χέρι στη λαβή του σπαθιού του, ενώ οι ιππότες του έκλεισαν την πόρτα πίσω από τη Νάιδα. Δεν είχε άλλη επιλογή πλέον. Την είχαμε στριμώξει.
Η Βασίλισσα των Ασράι, ηρέμησε και άφησε τον εαυτό της να χαλαρώσει, επιστρέφοντας στην προηγούμενη γλυκιά μα κρύα μορφή της. Σήκωσε το ένα της χέρι ψηλά και μίλησε στους φρουρούς. Εκείνοι χωρίς δεύτερη κουβέντα, έκαναν λίγα βήματα πίσω. Ύστερα γύρισε προς το μέρος μου και με σηκωμένο το κεφάλι, ένδειξη ανωτερότητας και εγωισμού, μου έδωσε το λόγο.
«Ας σε ακούσουμε, λοιπόν».
Μας οδήγησαν σε μια καταγάλανη αίθουσα. Το αχνό λευκό φως χτυπούσε ανελέητα τους γυάλινους τοίχους, κάνοντάς τους να μοιάζουν με τρεχούμενο νερό. Παράθυρα δεν είχε το δωμάτιο και δε μπορώ να πω ότι του χρειάζονταν. Ήταν ήδη φωτεινό και σχετικά άδειο. Μόνο μια λευκή, μαρμάρινη τράπεζα έστεκε στο μέσον της αίθουσας, γεμάτη με ένα σωρό τυλιγμένους παπύρους, λεπτά και αιχμηρά εγχειρίδια, παχιά βιβλία και μερικά γυάλινα ποτήρια σε διάφορα μεγέθη και περίτεχνα σχέδια, απλωμένα άτακτα επάνω της. Ακριβώς από πίσω από την τράπεζα, βρισκόταν ένα γυαλιστερό κάθισμα, φτιαγμένο από πάγο και συγκεκριμένα από κολλημένους μεταξύ τους σταλακτίτες. Εκεί καθόταν τώρα η Βασίλισσα Νάιδα και εγώ με τον Κάιν ακριβώς απέναντί της. Τόση ώρα με κοιτούσε με βλέμμα σοβαρό, γεμάτο έκπληξη και ψήγματα ανασφάλειας και ίσως περιέργειας. Δεν ήξερε γιατί ήμουν ακόμη ζωντανή. Τι ήταν εκείνο που με γλίτωσε από το δηλητήριο που υπέταξε τρεις άγριους πειρατές και άφησε απείραχτο ένα κοριτσάκι. Οι ιππότες πίσω μας έκατσαν προσοχή και έπιασαν τις δυο πλευρές των απέναντι τοίχων.
Η Νάιδα άπλωσε τα χέρια της στις δυο γωνίες της τράπεζας και άρχισε να χτυπά ρυθμικά τα δάχτυλά της πάνω της. Ο ήχος τους με έκανε να ανατριχιάσω. Τα νύχια της ήταν τόσο μυτερά που δε χρειαζόταν να μετατρέψει το χέρι της σε λεπίδα για να σε σκοτώσει. Η εικόνα που είχε ο Λαχάρ για αυτές ήταν εντελώς λάθος. Ο Λαχάρ... Τι να έκανε; Πώς ήταν; Άραγε συνήλθε καθόλου; Ίσως λίγο;
«Θέλω να ανανεώσουμε τη συμμαχία» πέταξε ο Κάιν εκπλήσσοντας μας και τις δύο.
Η Βασίλισσα τον κοίταξε για μια στιγμή και ύστερα ξέσπασε σε ένα δυνατό, υστερικό γέλιο. Τα μαλλιά της ταξίδευαν, σχίζοντας τον αέρα, σα να βρίσκονταν μέσα στο νερό. Το ύφασμα του φορέματος της ήταν τόσο γαλακτερό και η υφή του φάνταζε πολύ απαλή και μεταξένια. Τώρα που ήμασταν πιο κοντά της μπορούσα να το δω καλύτερα. Δυο λωρίδες κάλυπταν το στήθος της, δένοντάς το σφιχτά και κατέληγαν να πλεχτούν γύρω από την κοιλιά της και πίσω από τη μέση της για να ανοίξει σε μια αέρινη φούστα που έφτανε ως το πάτωμα.
«Πρίγκιπα αυτό που προτείνεις δεν είναι εφικτό. Να σου θυμίσω τι έκανε ο πατέρας σου; Οι συμμαχίες έχουν σπάσει και δε μπορείς να τις φτιάξεις ξανά. Αν και με την Ινάλ δεν θα έχεις πρόβλημα. Μετά το γάμο σου, όλα θα λυθούν» του απάντησε.
Η μια έκπληξη διαδεχόταν την άλλη. Γάμο; Με την Ινάλ; Ο Κάιν είχε αρραβωνιαστικιά εκεί; Τη μελλοντική Βασίλισσα της Σεβέλ; Η ζωή των ευγενών δεν ήταν τόσο πολύπλοκη τελικά. Ευτυχώς για εμάς, δε θα χρειαζόταν να πείσουμε κανένα για τη συμμαχία.
«Με όλο το σεβασμό, Βασίλισσα των Ασράι, μα εγώ δεν είμαι ο πατέρας μου. Οι συμμαχίες θα ανανεωθούν, αν θέλετε να λέγεστε περήφανος λαός. Οι πρόγονοί μας και οι τέσσερις μεγάλοι άρχοντες, δε νομίζω πως θα χαιρόντουσαν με την έκβαση των συνθηκών αυτών. Επίσης, μην ξεχνάμε τον βασικό λόγο που ήρθαμε ως εδώ» συνέχισε ο πρίγκιπας και έδειξε εμένα. Η Νάιδα στένεψε το βλέμμα της και με κοίταξε απορημένη αυτή τη φορά.
«Α, να συμπληρώσω και κάτι. Να μη μας διαφύγει και η απόπειρα δηλητηριασμού ατόμου από την πρεσβεία του Βασιλείου της Σεβέλ. Δε θα θέλαμε να δει κάτι τέτοιο το φως της ημέρας, σωστά; Φανταστείτε και μόνο την ντροπή και τον ξεπεσμό» μπήκα στη μέση. Η Βασίλισσα έσφιξε τα δόντια της, τα οποία νομίζω πως άκουσαν να τρίζουν. Χαμογέλασα.
«Ποιον δηλητηριασμό;» ρώτησε ο Κάιν.
Χωρίς να διώξω το βλέμμα μου από την Νάιδα, συνέχισα να μιλάω αργά και σταθερά, απευθυνόμενη σε εκείνη:
«Ω, αυτό είναι κάτι μεταξύ μας. Τουλάχιστον για τώρα. Έτσι;».
Η σιωπή άπλωσε τα αθόρυβα πανιά της στην αίθουσα και μόνο οι ξάγρυπνες καρδιές μας της τα διέλυαν.
«Μα φυσικά» αποκρίθηκε γρήγορα η Βασίλισσα, αφήνοντας ένα μικρό αναστεναγμό. Έπειτα στράφηκε προς τον Κάιν, ενώ σηκώθηκε από την θέση της με τόση χάρη που ακόμη και ένα λικνιζόμενο λουλούδι στον άνεμο θα τη ζήλευε «Ακούω τον βασικό σας λόγο».
Ο πρίγκιπας μου έκανε νόημα και τα σμαραγδένια μάτια του κοιτούσαν την καλύπτρα του ματιού μου. Ένευσα καταφατικά. «Καλύτερα να σας δείξουμε» της είπα και έλυσα την κρυψώνα του αριστερού μου οφθαλμού. Άνοιξα το μάτι μου και πήρα μια σύντομη ανάσα.
«Μην το καθυστερήσεις πολύ, μικρή, γιατί δεν κρατιέμαι!» σύριξε η Κάλιντα.
Ήξερα ότι δε διακινδύνευε να με χρησιμοποιήσει και μπορούσα να το χρησιμοποιήσω αυτό για τώρα. Η Βασίλισσα άφησε μια μικρή κραυγή να ξεφύγει από το στόμα της και πίσω-πάτησε γρήγορα, ώσπου ακούμπησε στον τοίχο. Ύψωσε το τρεμάμενο δάχτυλό της και με έδειξε, ενώ το άλλο της χέρι κάλυψε το καλοσχηματισμένο στόμα της.
«Εσύ..» ψέλλισε και συμπλήρωσε κάτι στη γλώσσα της «Η αχόρταγη ψυχή. Νόμιζα πως ήταν ένας μύθος. Μα πώς;».
Ξεφύσησα.
«Είναι μεγάλη ιστορία. Μία που δεν έχω το κουράγιο και τη δύναμη να επαναλάβω».
«Το ζήτημα είναι πως δεν έχουμε πολύ χρόνο. Στο μήνα της μπλε σελήνης, πρέπει να τη σφραγίσουμε μια για πάντα, πριν ανοίξει την πύλη των νεκρών και οι ψυχές ξεχυθούν στο κόσμο των ζωντανών. Αν γίνει αυτό, δεν θα είμαστε οι μόνοι που θα πληγούμε» πήρε το λόγο ο Κάιν. Ο τόνος του ήταν επιτακτικός και δεν άφηνε περιθώρια για κενά και ερωτήσεις ανούσιες.
«Μα τα βιβλία μας δεν αναφέρουν τίποτε για το σφράγισμα. Δεν έχω διαβάσει τίποτε για την εξαφάνιση της αθάνατης ψυχής που περιφέρεται ανάμεσά μας. Το σώμα που θα καταλάβει, θα είναι και το παντοτινό της. Τη μέρα που η γαλάζια σελήνη θα λάμψει στον ουρανό, η σελήνη που φωτίζει το κενό, ανάμεσα στο πέρασμα των πνευμάτων και των ζωντανών, η ψυχή θα πατήσει το χώμα της ζωής ως άνθρωπος.
Αυτά μας λένε τα βιβλία μας. Η κάθε περιγραφή σταματά τη στιγμή που η σελήνη θα θριαμβεύσει στον ουρανό» είπε η Νάιδα και άρχισε να ψάχνει τα βιβλία και τους παπύρους που είχε μπροστά της.
Η καρδιά μου σκίρτησε και ένιωθα να βουλιάζω στο μαλακό πάτωμα. Ο Κάιν με πρόλαβε και με κράτησε από το μπράτσο πριν σωριαστώ χάμω.
«Είσαι καλά;» ρώτησε ανήσυχος.
Ακούμπησα τον ώμο του για να στηριχτώ και κουνώντας το κεφάλι, στάθηκα ξανά στα πόδια μου. Η Κάλιντα μου έκανε σήμα. Χωρίς να χρονοτριβώ, έδεσα την καλύπτρα ξανά στο μάτι μου και προσπάθησα να ηρεμήσω.
«Παραλίγο» άκουσα την Κάλιντα να λέει μέσα στο μυαλό μου.
Η Νάιδα μου έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα πριν γυρίσει πάλι στα βιβλία της. Ο Κάιν άπλωσε το χέρι του και το ακούμπησε στο μέσον της τράπεζας, διακόπτοντας την αναζήτησή της.
«Τα δικά μας βιβλία, μιλάνε για την τελετή. Είναι στα παλαιά αρχεία της Σεβέλ. Υπάρχει τρόπος να γίνει αυτό και να γλιτώσουμε από το χάος».
«Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος; Δεν είναι πρέπον να μπλέκεις με τα πνεύματα» του ανταπάντησε.
«Για αυτό θα τα αποτρέψουμε να εμπλακούν εκείνα με εμάς. Πρέπει να υπάρχει ο διαχωρισμός των νεκρών και των ζωντανών».
«Και αν είναι αποκύημα φαντασίας; Τα βιβλία συνηθίζουν να παίζουν με το μυαλό των θνητών πρίγκιπα. Μην πιστεύεις ότι διαβάζεις».
«Αυτό το βιβλίο το εμπιστεύομαι. Πέρασε από τον πρώτο Άρχοντα και έφτασε στα χέρια μου. Ο σύμβουλός μου ο ίδιος το προστάτευσε όταν ο πατέρας μου έχασε τον εαυτό του και προσπάθησε να βάλει φωτιά στη βιβλιοθήκη μας. Το κρατούσε γερά αυτή που κρατά τώρα την Αλιάνα».
Όταν τα βλέμματα στράφηκαν επάνω μου, ένιωσα αρκετά άβολα. Ήταν σα να με πουλάνε, σα να με παρουσίαζαν στους αγοραστές και να με δοκίμαζαν με τον κόσμο. Μιλούσαν για μένα και εγώ δεν είχα αρθρώσει λέξη. Απλά άκουγα να με πετάνε από λέξη σε πρόταση και τους ακολουθούσα βουβά. Χαμήλωσα το βλέμμα μου και προσπάθησα να αγνοήσω το φλεγόμενο δικό τους.
«Αυτό αλλάζει πολλά, πρίγκιπα. Μα δε μπορώ να σου δώσω μια άμεση απάντηση» δήλωσε η Βασίλισσα.
«Ο χρόνος μας πιέζει. Σε δυο μήνες και μισό, η τελετή θα λάβει χώρα και θέλω να έχω τις Ασράι δίπλα μου. Οι επόμενοι είναι οι Θραχάρ και μετά η Ινάλ. Κύριος λόγος της επίσκεψής μας είναι η ενδυνάμωση της συμμαχίας. Έκανα πέρα τον εγωισμό μου και δεν συζήτησα περαιτέρω την υποδοχή μας και πόσο μάλλον το φέρσιμο σε ένα άτομο από τη πρεσβεία μου. Γνωρίζετε τους νόμους αυτούς, έτσι δεν είναι αγαπητοί; Η Αλιάνα προ ολίγου αποκάλυψε και κάτι πολύ ενδιαφέρον. Κάτι για δηλητηριασμό; Για να μην αναφέρω τον τρόπο με τον οποίο δικάστηκε. Καταλαβαίνω πως ήμασταν στην περιοχή σας, μα αυτό δεν αναιρεί το δίκαιό μας και το δικαίωμα να συσκεφτούμε πριν προχωρήσετε σε βιαστικές αποφάσεις. Για να μην τα πολυλογώ, ο πόλεμος είναι εύκολο πράγμα Βασίλισσα και μάλιστα ένα που μπορώ να ξεκινήσω αμέσως. Και κάποιος μου είπε πως ο στρατός σας έχει προβλήματα με τον ήλιο. Τι θα γινόταν άραγε αν έσπαγε ο θόλος που σας προστατεύει;».
Ο Πρίγκιπας στήριξε δυο χέρια πάνω στις άλλες άκρες της τράπεζας και είχε καρφώσει τα μάτια του στην Βασίλισσα Νάιδα. Θα έπαιρνα μάλιστα όρκο πως ξεροκατάπιε η Ασράι.
«Πολύ καλά, λοιπόν» ξεκίνησε να λέει η νεράιδα και έκατσε με ένα σιγανό γδούπο στο κάθισμά της. «Αύριο θα υπογράψουμε τα χαρτιά που θα βάλω να μου ετοιμάσουν οι δικοί μου σύμβουλοι. Θα έχετε τις Ασράι με το μέρος σας.
«Τίποτα δε με χαροποιεί περισσότερο από μια θετική απάντηση» είπε ο Κάιν και υποκλίθηκε ελαφρώς. Γύρισε σε μένα και μου έκανε νόημα να φύγουμε από την αίθουσα, μιας και η υπομονή της Βασίλισσας ήταν στα όριά της. Πριν γυρίσω την πλάτη μου, την ρώτησα κάτι που μου έτρωγε τα σωθικά εδώ και ώρες.
«Που έχετε τον Λαχάρ;».
«Ο πρίγκιπας της Ινάλ, εννοείς. Τον έχουν σε ένα ειδικό δωμάτιο οι νεράιδές μου. Προσπαθούν να επιβραδύνουν την αρρώστια των ομιχλών. Δεν είναι σε καλή κατάσταση. Μέρα με τη μέρα χειροτερεύει. Ίσως θα είναι καλύτερα να προετοιμάζεστε να αφήσετε κάποιον πίσω. Εξάλλου δε θα λείψει σε κανένα ο έβδομος γιος. Δεν έχει δικαιώματα στο θρόνο και αμφιβάλλω αν ο πατέρας του θα στενοχωρηθεί για εκείνον» η Νάιδα στήριξε κουρασμένη το κεφάλι της στο ένα της χέρι και είπε χαμογελαστά.
Κρατήθηκα για να μην της ορμήσω. Πως τολμούσε! Δεν της επέτρεπε κανείς να μιλά έτσι για εκείνον. Στον Λαχάρ χρωστούσα τη ζωή μου και ήταν εκείνος που με στήριξε όταν ο Κάιν και ο Σύμβουλος είχαν πέσει πάνω μου να με φάνε σαν άγρια θηρία. Αυτές τις μέρες, που μου είχε μιλήσει για εκείνον και την μητέρα του, όταν πετούσε τα αστεία του και προσπαθούσε ανελλιπώς να με κορτάρει, είχα προλάβει να τον συνηθίσω. Το στομάχι μου σφιγγόταν από αυτό που έπαθε. Ήθελα να τον δω. Και επίσης, δεν εμπιστευόμουν τις μεθόδους των Ασράι. Το πιο πιθανό ήταν να τον σκοτώνουν από μέσα.
«Θέλω να τον επισκεφτώ» ανακοίνωσα ξερά. Η Βασίλισσα έκανε κάτι να πει, αλλά δε θα την άφηνα «Και πριν πείτε κάτι, να σας πω ότι είτε μου πείτε, είτε όχι που βρίσκεται, θα τον αναζητήσω και θα τον βρω. Εξάλλου μου το χρωστάτε. Τώρα που θα είμαστε και σύμμαχοι».
Η Βασίλισσα μου έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα. Ως και η Κάλιντα θίχτηκε και άρχισε να μου περιγράφει τρόπους με τους οποίους θα την κανόνιζε. Σε μερικά σημεία συμφωνούσα μαζί της.
«Είναι στον ψηλότερο πύργο. Το δωμάτιο της κορυφής. Εκεί είναι το δωμάτιο του θεραπευτή μας» είπε ηττημένη.
Και με αυτό γύρισα την πλάτη και βγήκα γρήγορα από το δωμάτιο, ψάχνοντας τον ψηλότερο πύργο του Βασιλείου. Ψάχνοντας τον Λαχάρ. Ο Κάιν αποφάσισε να έρθει μαζί μου. Τέσσερα μάτια είναι καλύτερα από δύο. Περνούσαμε τους πλούσια διακοσμημένους διαδρόμους που άφηναν μια γλυκιά ομίχλη του πάγου να κεντά τους τοίχους τους. Τα βήματά μας γίνονταν ολοένα και πιο γρήγορα και αντηχούσαν στο χώρο, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και αντηχούσε στο στήθος μου. Ήθελα να τον δω. Ήθελα να δω σε τι κατάσταση βρισκόταν. Θα φεύγαμε μαζί από εδώ. Δε θα τον άφηνα πίσω.
Οι πύλες άνοιξαν και αρκετές νεράιδες-φρουροί μας πλησίασαν. Ύψωσα το βραχίονα μου, λυγίζοντας τον αγκώνα μου και φέρνοντας τον καρπό μου μπροστά από το πρόσωπό μου. Ο Χάρου βούτηξε στο κενό και γαντζώθηκε στο περικάρπιό μου. Χτύπησε τα φτερά του, αφήνοντάς τα ανοιχτά για λίγους χτύπους, απειλητικά.
Οι κερκίδες όλες είχαν παγώσει. Οι νεράιδες δεν μπορούσαν να πιστέψουν τι είχε μόλις γίνει μπροστά στα μάτια τους και περίμεναν την απόφαση της Βασίλισσας. Ο Κάιν καθόταν ακριβώς από πίσω της, με το χέρι στη λαβή του σπαθιού του, ενώ οι ιππότες του έκλεισαν την πόρτα πίσω από τη Νάιδα. Δεν είχε άλλη επιλογή πλέον. Την είχαμε στριμώξει.
Η Βασίλισσα των Ασράι, ηρέμησε και άφησε τον εαυτό της να χαλαρώσει, επιστρέφοντας στην προηγούμενη γλυκιά μα κρύα μορφή της. Σήκωσε το ένα της χέρι ψηλά και μίλησε στους φρουρούς. Εκείνοι χωρίς δεύτερη κουβέντα, έκαναν λίγα βήματα πίσω. Ύστερα γύρισε προς το μέρος μου και με σηκωμένο το κεφάλι, ένδειξη ανωτερότητας και εγωισμού, μου έδωσε το λόγο.
«Ας σε ακούσουμε, λοιπόν».
Μας οδήγησαν σε μια καταγάλανη αίθουσα. Το αχνό λευκό φως χτυπούσε ανελέητα τους γυάλινους τοίχους, κάνοντάς τους να μοιάζουν με τρεχούμενο νερό. Παράθυρα δεν είχε το δωμάτιο και δε μπορώ να πω ότι του χρειάζονταν. Ήταν ήδη φωτεινό και σχετικά άδειο. Μόνο μια λευκή, μαρμάρινη τράπεζα έστεκε στο μέσον της αίθουσας, γεμάτη με ένα σωρό τυλιγμένους παπύρους, λεπτά και αιχμηρά εγχειρίδια, παχιά βιβλία και μερικά γυάλινα ποτήρια σε διάφορα μεγέθη και περίτεχνα σχέδια, απλωμένα άτακτα επάνω της. Ακριβώς από πίσω από την τράπεζα, βρισκόταν ένα γυαλιστερό κάθισμα, φτιαγμένο από πάγο και συγκεκριμένα από κολλημένους μεταξύ τους σταλακτίτες. Εκεί καθόταν τώρα η Βασίλισσα Νάιδα και εγώ με τον Κάιν ακριβώς απέναντί της. Τόση ώρα με κοιτούσε με βλέμμα σοβαρό, γεμάτο έκπληξη και ψήγματα ανασφάλειας και ίσως περιέργειας. Δεν ήξερε γιατί ήμουν ακόμη ζωντανή. Τι ήταν εκείνο που με γλίτωσε από το δηλητήριο που υπέταξε τρεις άγριους πειρατές και άφησε απείραχτο ένα κοριτσάκι. Οι ιππότες πίσω μας έκατσαν προσοχή και έπιασαν τις δυο πλευρές των απέναντι τοίχων.
Η Νάιδα άπλωσε τα χέρια της στις δυο γωνίες της τράπεζας και άρχισε να χτυπά ρυθμικά τα δάχτυλά της πάνω της. Ο ήχος τους με έκανε να ανατριχιάσω. Τα νύχια της ήταν τόσο μυτερά που δε χρειαζόταν να μετατρέψει το χέρι της σε λεπίδα για να σε σκοτώσει. Η εικόνα που είχε ο Λαχάρ για αυτές ήταν εντελώς λάθος. Ο Λαχάρ... Τι να έκανε; Πώς ήταν; Άραγε συνήλθε καθόλου; Ίσως λίγο;
«Θέλω να ανανεώσουμε τη συμμαχία» πέταξε ο Κάιν εκπλήσσοντας μας και τις δύο.
Η Βασίλισσα τον κοίταξε για μια στιγμή και ύστερα ξέσπασε σε ένα δυνατό, υστερικό γέλιο. Τα μαλλιά της ταξίδευαν, σχίζοντας τον αέρα, σα να βρίσκονταν μέσα στο νερό. Το ύφασμα του φορέματος της ήταν τόσο γαλακτερό και η υφή του φάνταζε πολύ απαλή και μεταξένια. Τώρα που ήμασταν πιο κοντά της μπορούσα να το δω καλύτερα. Δυο λωρίδες κάλυπταν το στήθος της, δένοντάς το σφιχτά και κατέληγαν να πλεχτούν γύρω από την κοιλιά της και πίσω από τη μέση της για να ανοίξει σε μια αέρινη φούστα που έφτανε ως το πάτωμα.
«Πρίγκιπα αυτό που προτείνεις δεν είναι εφικτό. Να σου θυμίσω τι έκανε ο πατέρας σου; Οι συμμαχίες έχουν σπάσει και δε μπορείς να τις φτιάξεις ξανά. Αν και με την Ινάλ δεν θα έχεις πρόβλημα. Μετά το γάμο σου, όλα θα λυθούν» του απάντησε.
Η μια έκπληξη διαδεχόταν την άλλη. Γάμο; Με την Ινάλ; Ο Κάιν είχε αρραβωνιαστικιά εκεί; Τη μελλοντική Βασίλισσα της Σεβέλ; Η ζωή των ευγενών δεν ήταν τόσο πολύπλοκη τελικά. Ευτυχώς για εμάς, δε θα χρειαζόταν να πείσουμε κανένα για τη συμμαχία.
«Με όλο το σεβασμό, Βασίλισσα των Ασράι, μα εγώ δεν είμαι ο πατέρας μου. Οι συμμαχίες θα ανανεωθούν, αν θέλετε να λέγεστε περήφανος λαός. Οι πρόγονοί μας και οι τέσσερις μεγάλοι άρχοντες, δε νομίζω πως θα χαιρόντουσαν με την έκβαση των συνθηκών αυτών. Επίσης, μην ξεχνάμε τον βασικό λόγο που ήρθαμε ως εδώ» συνέχισε ο πρίγκιπας και έδειξε εμένα. Η Νάιδα στένεψε το βλέμμα της και με κοίταξε απορημένη αυτή τη φορά.
«Α, να συμπληρώσω και κάτι. Να μη μας διαφύγει και η απόπειρα δηλητηριασμού ατόμου από την πρεσβεία του Βασιλείου της Σεβέλ. Δε θα θέλαμε να δει κάτι τέτοιο το φως της ημέρας, σωστά; Φανταστείτε και μόνο την ντροπή και τον ξεπεσμό» μπήκα στη μέση. Η Βασίλισσα έσφιξε τα δόντια της, τα οποία νομίζω πως άκουσαν να τρίζουν. Χαμογέλασα.
«Ποιον δηλητηριασμό;» ρώτησε ο Κάιν.
Χωρίς να διώξω το βλέμμα μου από την Νάιδα, συνέχισα να μιλάω αργά και σταθερά, απευθυνόμενη σε εκείνη:
«Ω, αυτό είναι κάτι μεταξύ μας. Τουλάχιστον για τώρα. Έτσι;».
Η σιωπή άπλωσε τα αθόρυβα πανιά της στην αίθουσα και μόνο οι ξάγρυπνες καρδιές μας της τα διέλυαν.
«Μα φυσικά» αποκρίθηκε γρήγορα η Βασίλισσα, αφήνοντας ένα μικρό αναστεναγμό. Έπειτα στράφηκε προς τον Κάιν, ενώ σηκώθηκε από την θέση της με τόση χάρη που ακόμη και ένα λικνιζόμενο λουλούδι στον άνεμο θα τη ζήλευε «Ακούω τον βασικό σας λόγο».
Ο πρίγκιπας μου έκανε νόημα και τα σμαραγδένια μάτια του κοιτούσαν την καλύπτρα του ματιού μου. Ένευσα καταφατικά. «Καλύτερα να σας δείξουμε» της είπα και έλυσα την κρυψώνα του αριστερού μου οφθαλμού. Άνοιξα το μάτι μου και πήρα μια σύντομη ανάσα.
«Μην το καθυστερήσεις πολύ, μικρή, γιατί δεν κρατιέμαι!» σύριξε η Κάλιντα.
Ήξερα ότι δε διακινδύνευε να με χρησιμοποιήσει και μπορούσα να το χρησιμοποιήσω αυτό για τώρα. Η Βασίλισσα άφησε μια μικρή κραυγή να ξεφύγει από το στόμα της και πίσω-πάτησε γρήγορα, ώσπου ακούμπησε στον τοίχο. Ύψωσε το τρεμάμενο δάχτυλό της και με έδειξε, ενώ το άλλο της χέρι κάλυψε το καλοσχηματισμένο στόμα της.
«Εσύ..» ψέλλισε και συμπλήρωσε κάτι στη γλώσσα της «Η αχόρταγη ψυχή. Νόμιζα πως ήταν ένας μύθος. Μα πώς;».
Ξεφύσησα.
«Είναι μεγάλη ιστορία. Μία που δεν έχω το κουράγιο και τη δύναμη να επαναλάβω».
«Το ζήτημα είναι πως δεν έχουμε πολύ χρόνο. Στο μήνα της μπλε σελήνης, πρέπει να τη σφραγίσουμε μια για πάντα, πριν ανοίξει την πύλη των νεκρών και οι ψυχές ξεχυθούν στο κόσμο των ζωντανών. Αν γίνει αυτό, δεν θα είμαστε οι μόνοι που θα πληγούμε» πήρε το λόγο ο Κάιν. Ο τόνος του ήταν επιτακτικός και δεν άφηνε περιθώρια για κενά και ερωτήσεις ανούσιες.
«Μα τα βιβλία μας δεν αναφέρουν τίποτε για το σφράγισμα. Δεν έχω διαβάσει τίποτε για την εξαφάνιση της αθάνατης ψυχής που περιφέρεται ανάμεσά μας. Το σώμα που θα καταλάβει, θα είναι και το παντοτινό της. Τη μέρα που η γαλάζια σελήνη θα λάμψει στον ουρανό, η σελήνη που φωτίζει το κενό, ανάμεσα στο πέρασμα των πνευμάτων και των ζωντανών, η ψυχή θα πατήσει το χώμα της ζωής ως άνθρωπος.
Αυτά μας λένε τα βιβλία μας. Η κάθε περιγραφή σταματά τη στιγμή που η σελήνη θα θριαμβεύσει στον ουρανό» είπε η Νάιδα και άρχισε να ψάχνει τα βιβλία και τους παπύρους που είχε μπροστά της.
Η καρδιά μου σκίρτησε και ένιωθα να βουλιάζω στο μαλακό πάτωμα. Ο Κάιν με πρόλαβε και με κράτησε από το μπράτσο πριν σωριαστώ χάμω.
«Είσαι καλά;» ρώτησε ανήσυχος.
Ακούμπησα τον ώμο του για να στηριχτώ και κουνώντας το κεφάλι, στάθηκα ξανά στα πόδια μου. Η Κάλιντα μου έκανε σήμα. Χωρίς να χρονοτριβώ, έδεσα την καλύπτρα ξανά στο μάτι μου και προσπάθησα να ηρεμήσω.
«Παραλίγο» άκουσα την Κάλιντα να λέει μέσα στο μυαλό μου.
Η Νάιδα μου έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα πριν γυρίσει πάλι στα βιβλία της. Ο Κάιν άπλωσε το χέρι του και το ακούμπησε στο μέσον της τράπεζας, διακόπτοντας την αναζήτησή της.
«Τα δικά μας βιβλία, μιλάνε για την τελετή. Είναι στα παλαιά αρχεία της Σεβέλ. Υπάρχει τρόπος να γίνει αυτό και να γλιτώσουμε από το χάος».
«Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος; Δεν είναι πρέπον να μπλέκεις με τα πνεύματα» του ανταπάντησε.
«Για αυτό θα τα αποτρέψουμε να εμπλακούν εκείνα με εμάς. Πρέπει να υπάρχει ο διαχωρισμός των νεκρών και των ζωντανών».
«Και αν είναι αποκύημα φαντασίας; Τα βιβλία συνηθίζουν να παίζουν με το μυαλό των θνητών πρίγκιπα. Μην πιστεύεις ότι διαβάζεις».
«Αυτό το βιβλίο το εμπιστεύομαι. Πέρασε από τον πρώτο Άρχοντα και έφτασε στα χέρια μου. Ο σύμβουλός μου ο ίδιος το προστάτευσε όταν ο πατέρας μου έχασε τον εαυτό του και προσπάθησε να βάλει φωτιά στη βιβλιοθήκη μας. Το κρατούσε γερά αυτή που κρατά τώρα την Αλιάνα».
Όταν τα βλέμματα στράφηκαν επάνω μου, ένιωσα αρκετά άβολα. Ήταν σα να με πουλάνε, σα να με παρουσίαζαν στους αγοραστές και να με δοκίμαζαν με τον κόσμο. Μιλούσαν για μένα και εγώ δεν είχα αρθρώσει λέξη. Απλά άκουγα να με πετάνε από λέξη σε πρόταση και τους ακολουθούσα βουβά. Χαμήλωσα το βλέμμα μου και προσπάθησα να αγνοήσω το φλεγόμενο δικό τους.
«Αυτό αλλάζει πολλά, πρίγκιπα. Μα δε μπορώ να σου δώσω μια άμεση απάντηση» δήλωσε η Βασίλισσα.
«Ο χρόνος μας πιέζει. Σε δυο μήνες και μισό, η τελετή θα λάβει χώρα και θέλω να έχω τις Ασράι δίπλα μου. Οι επόμενοι είναι οι Θραχάρ και μετά η Ινάλ. Κύριος λόγος της επίσκεψής μας είναι η ενδυνάμωση της συμμαχίας. Έκανα πέρα τον εγωισμό μου και δεν συζήτησα περαιτέρω την υποδοχή μας και πόσο μάλλον το φέρσιμο σε ένα άτομο από τη πρεσβεία μου. Γνωρίζετε τους νόμους αυτούς, έτσι δεν είναι αγαπητοί; Η Αλιάνα προ ολίγου αποκάλυψε και κάτι πολύ ενδιαφέρον. Κάτι για δηλητηριασμό; Για να μην αναφέρω τον τρόπο με τον οποίο δικάστηκε. Καταλαβαίνω πως ήμασταν στην περιοχή σας, μα αυτό δεν αναιρεί το δίκαιό μας και το δικαίωμα να συσκεφτούμε πριν προχωρήσετε σε βιαστικές αποφάσεις. Για να μην τα πολυλογώ, ο πόλεμος είναι εύκολο πράγμα Βασίλισσα και μάλιστα ένα που μπορώ να ξεκινήσω αμέσως. Και κάποιος μου είπε πως ο στρατός σας έχει προβλήματα με τον ήλιο. Τι θα γινόταν άραγε αν έσπαγε ο θόλος που σας προστατεύει;».
Ο Πρίγκιπας στήριξε δυο χέρια πάνω στις άλλες άκρες της τράπεζας και είχε καρφώσει τα μάτια του στην Βασίλισσα Νάιδα. Θα έπαιρνα μάλιστα όρκο πως ξεροκατάπιε η Ασράι.
«Πολύ καλά, λοιπόν» ξεκίνησε να λέει η νεράιδα και έκατσε με ένα σιγανό γδούπο στο κάθισμά της. «Αύριο θα υπογράψουμε τα χαρτιά που θα βάλω να μου ετοιμάσουν οι δικοί μου σύμβουλοι. Θα έχετε τις Ασράι με το μέρος σας.
«Τίποτα δε με χαροποιεί περισσότερο από μια θετική απάντηση» είπε ο Κάιν και υποκλίθηκε ελαφρώς. Γύρισε σε μένα και μου έκανε νόημα να φύγουμε από την αίθουσα, μιας και η υπομονή της Βασίλισσας ήταν στα όριά της. Πριν γυρίσω την πλάτη μου, την ρώτησα κάτι που μου έτρωγε τα σωθικά εδώ και ώρες.
«Που έχετε τον Λαχάρ;».
«Ο πρίγκιπας της Ινάλ, εννοείς. Τον έχουν σε ένα ειδικό δωμάτιο οι νεράιδές μου. Προσπαθούν να επιβραδύνουν την αρρώστια των ομιχλών. Δεν είναι σε καλή κατάσταση. Μέρα με τη μέρα χειροτερεύει. Ίσως θα είναι καλύτερα να προετοιμάζεστε να αφήσετε κάποιον πίσω. Εξάλλου δε θα λείψει σε κανένα ο έβδομος γιος. Δεν έχει δικαιώματα στο θρόνο και αμφιβάλλω αν ο πατέρας του θα στενοχωρηθεί για εκείνον» η Νάιδα στήριξε κουρασμένη το κεφάλι της στο ένα της χέρι και είπε χαμογελαστά.
Κρατήθηκα για να μην της ορμήσω. Πως τολμούσε! Δεν της επέτρεπε κανείς να μιλά έτσι για εκείνον. Στον Λαχάρ χρωστούσα τη ζωή μου και ήταν εκείνος που με στήριξε όταν ο Κάιν και ο Σύμβουλος είχαν πέσει πάνω μου να με φάνε σαν άγρια θηρία. Αυτές τις μέρες, που μου είχε μιλήσει για εκείνον και την μητέρα του, όταν πετούσε τα αστεία του και προσπαθούσε ανελλιπώς να με κορτάρει, είχα προλάβει να τον συνηθίσω. Το στομάχι μου σφιγγόταν από αυτό που έπαθε. Ήθελα να τον δω. Και επίσης, δεν εμπιστευόμουν τις μεθόδους των Ασράι. Το πιο πιθανό ήταν να τον σκοτώνουν από μέσα.
«Θέλω να τον επισκεφτώ» ανακοίνωσα ξερά. Η Βασίλισσα έκανε κάτι να πει, αλλά δε θα την άφηνα «Και πριν πείτε κάτι, να σας πω ότι είτε μου πείτε, είτε όχι που βρίσκεται, θα τον αναζητήσω και θα τον βρω. Εξάλλου μου το χρωστάτε. Τώρα που θα είμαστε και σύμμαχοι».
Η Βασίλισσα μου έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα. Ως και η Κάλιντα θίχτηκε και άρχισε να μου περιγράφει τρόπους με τους οποίους θα την κανόνιζε. Σε μερικά σημεία συμφωνούσα μαζί της.
«Είναι στον ψηλότερο πύργο. Το δωμάτιο της κορυφής. Εκεί είναι το δωμάτιο του θεραπευτή μας» είπε ηττημένη.
Και με αυτό γύρισα την πλάτη και βγήκα γρήγορα από το δωμάτιο, ψάχνοντας τον ψηλότερο πύργο του Βασιλείου. Ψάχνοντας τον Λαχάρ. Ο Κάιν αποφάσισε να έρθει μαζί μου. Τέσσερα μάτια είναι καλύτερα από δύο. Περνούσαμε τους πλούσια διακοσμημένους διαδρόμους που άφηναν μια γλυκιά ομίχλη του πάγου να κεντά τους τοίχους τους. Τα βήματά μας γίνονταν ολοένα και πιο γρήγορα και αντηχούσαν στο χώρο, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και αντηχούσε στο στήθος μου. Ήθελα να τον δω. Ήθελα να δω σε τι κατάσταση βρισκόταν. Θα φεύγαμε μαζί από εδώ. Δε θα τον άφηνα πίσω.
Ella Sarlot