Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 35 - Οι πρίγκιπες)

Η Άιλις ήταν παραπάνω από ανυπόμονη να μου γνωρίσει όλη την οικογένεια και να με ξεναγήσει σε όλο το παλάτι. Περιφερόταν σε ιδιωτικές αυλές και διαμερίσματα, στις πολυτελέστατες κουζίνες με τις απίστευτες γλυκές μυρωδιές, σε προαύλιους χώρους με μικρά σιντριβάνια και κήπους γεμάτους με τα πιο παράξενα λουλούδια με τα πολύ ζωντανά χρώματα.
Είχα χωριστεί από τους υπόλοιπους και η πριγκίπισσα της Ινάλ με τραβούσε μέσα σε έναν από τους βασιλικούς κήπους. Πατώντας τα φροντισμένα μονοπάτια, βγήκαμε μπροστά σε ένα μικρό ξέφωτο. Την είσοδο σε αυτό έκλεινε ένα μικρό ανάερο ροδαλό τούλι. Η Άιλις το παραμέρισε και με τράβηξε μαλακά προς τα μέσα. Πέρασα το κεφάλι μου κάτω από το τούλι και το βλέμμα μου συνάντησε γύρω στους δέκα ανθρώπους. Μικρά παιδιά έτρεχαν γύρω-γύρω και ένα από αυτά έπεσε πάνω στο πόδι μου. Η σύγκρουση το έριξε στο έδαφος και άφησε μια λεπτή φωνούλα που σταμάτησε τις χαρούμενες και έντονες συζητήσεις και έκανε τα μάτια όλων να στραφούν επάνω μας. Βοήθησα το παιδί να σηκωθεί όρθιο και τα γουρλωμένα πράσινα μάτια του δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από το πρόσωπό μου. Τα ανακατεμένα καστανόξανθα μαλλιά του μικρού αγοριού τα φύσηξε ένα ελαφρύ αεράκι. Τα χαρακτηριστικά του δεν ήταν καθαρά σαν εκείνα των ανθρώπων της Ινάλ.

Το αγοράκι έτρεξε στην Άιλις και εκείνη το σήκωσε στην αγκαλιά της. Μέσα στην οποία και έκρυψε το πρόσωπό του.

«Νάγκι!» του είπε «Πόσες φορές σου έχω πει να μην τρέχεις τόσο απρόσεκτα; Γιατί δεν ακούς την θεία σου;».

Ο Νάγκι έτριψε το κεφάλι του στον ώμο της και έσφιξε στη μικρή γροθιά του το ύφασμα του φορέματος της. Η Άιλις ξεφύσησε και φίλησε τον μικρό πριν τον αφήσει στο έδαφος και τον στείλει να τρέξει πίσω στα υπόλοιπα παιδάκια. Έπειτα το ακολούθησε και μου έκανε νόημα να την μιμηθώ.

Στο βάθος του ξέφωτου υπήρχαν απλωμένες τεράστιες μαξιλάρες σε κάθε πιθανό χρώμα που οι αναμνήσεις μπορούν να ανακαλέσουν, πάνω σε ένα ακριβό χαλί με διάφορα παράξενα σχέδια. Μπροστά από τις μαξιλάρες βρισκόταν ένας τεράστιος δίσκος γεμάτος με φαγητά και με κάτι που έμοιαζε με ψωμί στην μια του άκρη. Χρυσά κύπελλα γεμάτα μυρωδάτο κρασί γυρόφερναν στα χείλη των παρευρισκόμενων και πάνω σε τραπεζάκια γύρω από το δίσκο.

Μερικά ζευγάρια γαλανών ματιών και μια μικρή πλημμύρα γαλαζοπράσινων, καρφώθηκαν πάνω μου. Ήταν όλοι τους πολύ νέοι και απίστευτα όμορφοι. Τα χαρακτηριστικά τους αν και σχετικά όμοια, ήταν πολύ ιδιαίτερα για τον καθένα τους. Ο Λαχάρ είχε πάρει τα καλύτερα από αυτά. Μερικοί από τους άντρες είχαν στην αγκαλιά τους μια γυναίκα που επέβλεπε τα παιδιά. Ο Λαχάρ μου είχε μιλήσει ελάχιστα για την οικογένειά του, μα δεν ήθελα πολύ για να καταλάβω πως απέναντί μου είχα τους υπόλοιπους έξι πρίγκιπες της Ινάλ.

Εκείνοι που είχαν κοντά μαλλιά ήταν τέσσερις. Και οι γυναίκες δίπλα τους ήταν οι σύζυγοί τους. Φορούσαν όλοι παρόμοιες φορεσιές με τον βασιλιά Χακίμ, ενώ οι δυο πρίγκιπες με τα μακριά μαλλιά φορούσαν μια παραλλαγή της. Τα υφάσματα έστρωναν επάνω στις περήφανες κορμοστασιές τους και ούτε ένα τσάκισμα δεν διέλυσε το αψεγάδιαστο παρουσιαστικό τους.

Η Άιλις με έφερε μπροστά της και με έπιασε από τους ώμους «Αδέρφια και αδερφές μου, από εδώ η Αλιάνα!» ανακοίνωσε.

Αμέσως όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ύστερα κοίταξαν ξανά εμένα με ένα πλατύ χαμόγελο καρφωμένο στα πρόσωπά τους.Ο πιο νεαρός από τους πρίγκιπες χτύπησε τις παλάμες του μεταξύ τους.

«Ώστε εσύ είσαι η ατίθαση γυναίκα που δεν καταδέχεται την βοήθειά του και τολμά να τον υποβιβάζει και να τον αγνοεί διαρκώς με απόλυτη επιτυχία!» είπε γελαστός.

Τότε ένας άλλος πρίγκιπας ήρθε δίπλα του και στηρίχθηκε στον ώμο του. Το βλέμμα μου δεν μπορούσε να διαχωρίσει τους δυο άντρες μπροστά μου. Ήταν ολόιδιοι, σαν δυο σταγόνες νερό. Η μόνη διαφορά τους ήταν το πλέξιμο των μαλλιών τους και η πλευρά που άφηναν την λεπτά δουλεμένη κοτσίδα τους να ακουμπά.

«Αδελφέ! Δεν είναι σωστό να αποκαλύπτεις την προσωπική αλληλογραφία του Λαχάρ!».

«Μα την έχουμε διαβάσει όλοι!» παραπονέθηκε ο πρώτος αδελφός.

Κάποιος χτύπησε δυνατά τα χέρια του και όλοι γυρίσαμε προς τη μεριά του ήχου. Ένας από τους άλλους πρίγκιπες, φαινόταν ο πιο μεγάλος, μας έκανε να σωπάσουμε. Βγήκε προσεκτικά από την αγκαλιά της συζύγου του που είχε δίπλα της ένα μωρό ξαπλωμένο και μας πλησίασε. Υποκλίθηκε μπροστά μου και τον μιμήθηκα, μη ξέροντας πως αλλιώς να αντιδράσω. Η παρουσία όλων με έκανε να σκέφτομαι τα πάντα διπλά και να μην μπορώ να ενεργήσω άμεσα.

«Είμαι ο πρίγκιπας Φάραμιρ Ελ Αμίν. Πρώτος πρίγκιπας της Ινάλ και μελλοντικός βασιλιάς της. Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία, Αλιάνα. Να με συγχωρείς για τους μικρότερους αδελφούς μου. Είναι νέοι και ανώριμοι ακόμα» με χαιρέτησε ο άντρας.

Τα κοντά του μαλλιά ήταν με ακρίβεια κομμένα και τον έκαναν να φαίνεται πιο μεγάλος και ώριμος. Ένα ελαφρύ ξανθό μούσι είχε αρχίσει να σχηματίζεται γύρω από το στόμα του και να καλύπτει την ευθεία του σαγονιού του. Τα γαλάζια μάτια του δεν κοιτούσαν αλλού, παρά μόνο εμένα, προσδίδοντας μια σοβαρότητα και αμεσότητα στο λόγο του. Το γαλάζιο του πανωφόρι με το χρυσό ζωνάρι φώτιζαν το πρόσωπό του, ενώ το χέρι του δεν έφευγε λεπτό από την μαχαίρα. Σημάδι ετοιμότητας.

«Ίσως για αυτό δεν έχουν ακόμα συζύγους!» φώναξε ένας άλλος πρίγκιπας, ακολουθώντας τις κινήσεις του μεγαλύτερου αδελφού του «Πρίγκιπας Αριάν Ελ Αμίν. Δεύτερος στη σειρά του θρόνου και μελλοντικός βασιλιάς της Μπέλμουτ, όριο της Ανατολής».

Ο δεύτερος πρίγκιπας φαινόταν πιο κουρασμένος από τον αδελφό του, κάτι που μαρτυρούσαν οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μπλε του μάτια. Ανακάτεψε λίγο τα κοντά του λευκόξανθα μαλλιά που είχαν αρχίσει να μακραίνουν και χαμογέλασε. Έπειτα ίσιωσε το κορμί του και τράβηξε το γιακά του χρυσού πανωφοριού του για να το φέρει στη σωστή του θέση.

«Μιλάτε και εσείς που χάρη στις συζύγους σας δε μείνατε ακόμη παιδιά» πρόσθεσε ο επόμενος πρίγκιπας.

Τα πρασινογάλαζα μάτια του έκαναν αντίθεση στα σκούρα ξανθά μαλλιά του και το ελαφρά σκούρο του δέρμα. Ήταν διαφορετικός από τους άλλους δυο. Ίσως δεν μοιράζονταν την ίδια μητέρα. Ο βασιλιάς της Ινάλ, εξάλλου, δεν είχε μόνο μια γυναίκα.

«Πρίγκιπας Αζαράν Ελ Αμίν, τρίτος πρίγκιπας της Ινάλ και μελλοντικός βασιλιάς της Ελχίς. Της παγωμένης πολιτείας του Βορρά. Επιτέλους σε γνωρίζουμε, Αλιάνα».

Άραγε πόσοι ακόμη με ήξεραν και εγώ ζούσα ακόμη στο σκοτάδι; Ο Λαχάρ έστελνε τακτικά γράμματα, μα δεν ήξερα που τα έδινε και τι έγραφε. Τώρα όλα έμπαιναν στη θέση τους. Κοκκίνισα ελαφρώς και προσπάθησα μάταια να το κρύψω.

«Αδελφοί μου. Την κάνατε να ντραπεί. Δεν είναι σωστός αυτός ο τρόπος να φέρεστε σε μια κυρία. Μαζευτήκατε γύρω της όπως οι διψασμένες αρκούδες γύρω από το μέλι» ακολούθησε ο τέταρτος πρίγκιπας.

Τα δικά του μαλλιά ήταν κομμένα ως τη βάση του λαιμού του και οι λιγοστές ακτίνες ήλιου που τρύπωναν από τις φυλλωσιές, τα έκαναν να παίρνουν ένα ζεστό πύρινο χρώμα. Τα γαλάζια του μάτια με ένα ίχνος πράσινου δεν έφυγαν στιγμή από το πρόσωπό μου, εξετάζοντας τα πάντα ενδελεχώς. Υποκλίθηκε βαθιά και φίλησε το χέρι μου.

«Πρίγκιπας Ρόχαν Ελ Αμίν. Τέταρτος στη σειρά του θρόνου και μελλοντικός βασιλιάς του τίποτα. Σε αντίθεση με τα αδέλφια μου προτίμησα μια απλή ζωή μιας και οι πιο γερές συμμαχίες μας είναι ήδη υπογεγραμμένες με τον γάμο των υπόλοιπων».

Ένας από τους δίδυμους, έπιασε τον ώμο του Ρόχαν και στηρίχθηκε πάνω του «Ή απλά δεν ήθελες μια τόσο μεγάλη ευθύνη που έρχεται μαζί με ένα μεγάλο βασίλειο».

Δεν άργησε να ακολουθήσει και ο επόμενος δίδυμος από την άλλη πλευρά του Ρόχαν «Πες απλά ότι προτιμάς την εγκατάσταση στην κλίνη της Νιγιάζ από το στέμμα στο χοντρό κεφάλι σου».

Οι δίδυμοι γέλασαν και έκλεισαν τα χέρια μου μέσα στις ζεστές χούφτες τους. «Πρίγκιπας Ραζί Ελ Αμίν» ξεκίνησε να λέει εκείνος στα δεξιά μου «Πέμπτος πρίγκιπας της Ινάλ και φυσικά ελεύθερος».

«Σε περίπτωση που βαρεθείς τον Λαχάρ, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να χτυπήσεις τρεις φορές την πόρτα του δωματίου μας. Πρίγκιπας Τουράζ Ελ Αμίν, έκτος - για ελάχιστους κτύπους, πρίγκιπας της Ινάλ» διέκοψε τον αδελφό του ο τελευταίος πρίγκιπας.

Κάποιος πίσω μας ξερόβηξε και δυο χέρια με τράβηξαν πάνω σε ένα δυνατό και φαρδύ στέρνο. Χαμογέλασα και ύψωσα το κεφάλι μου για να δω τον Λαχάρ ακριβώς από πίσω μου.

«Αγαπημένα μου αδέλφια, αν θέλετε, μπορώ να στείλω τη μαγείρισσα να σας χτυπήσει την πόρτα του δωματίου σας. Ξέρω ότι σας έχει ιδιαίτερη... Αδυναμία».

Αμέσως οι δίδυμοι ξεροκατάπιαν και γέλασαν νευρικά κάνοντας μερικά βήματα πίσω. Οι υπόλοιπο γέλασαν και ο Λαχάρ αμέσως πήγε κοντά τους αγκαλιάζοντας όλα τα αδέλφια του με τη σειρά. Έπειτα χαιρέτησε μία-μία τις συζύγους τους και στράφηκε σε εμένα.

«Συγγνώμη που το υπέστηκες αυτό» απολογήθηκε φέρνοντας το χέρι του στον αυχένα του, τρίβοντάς τον αμήχανα.

«Δεν με πειράζει» απάντησα με ειλικρίνεια.

Τόση ώρα δεν είχα μιλήσει και απλά αφομοίωνα κάθε πληροφορία της οικογένειάς του. Κοίταξα πονηρά τον έβδομο πρίγκιπα. Έμοιαζε τόσο πολύ με τα αδέλφια του, μα είχε κάτι το διαφορετικό. Κάτι το ευγενικό που δεν μπορούσαν να το έχουν οι υπόλοιποι. Ήταν μοναδικός και ένιωθα κοντά του ασφαλής και γεμάτη από συναισθήματα που δεν ήξερα πως να τα περιγράψω.

«Στα γράμματά σου τους μιλούσες για εμένα;».

Ο Λαχάρ έβηξε και θα έπαιρνα όρκο πως τα μάγουλά του φούντωσαν.

«Ε... Στην αδελφή μου μόνο έστελνα τα γράμματα. Μα εκείνη θεώρησε καλό να μάθουν όλοι για εσένα. Μάλιστα διάβαζαν τα γράμματα στο βραδινό δείπνο. Είχαν ενθουσιαστεί μαζί σου. Ποια ήταν εκείνη που με έκανε να τρέχω πίσω της σαν τρελός και να την διεκδικώ με κάθε μου ανάσα; Ποια ήταν εκείνη η γυναίκα που με έκανε να την σκέφτομαι διαρκώς και να μένω κοντά της όχι μόνο για να την βοηθήσω, μα για να την κερδίσω; Ποια ήταν η γυναίκα που με κρατούσε γερά μέσα στην παλάμη της;».

«Τα έκανα εγώ όλα αυτά;» γέλασα σιγανά.

Ο Λαχάρ ήρθε κοντά μου. Κοίταξε προς τη μεριά των αδελφών του που είχαν γυρίσει στις προηγούμενες θέσεις τους και με γύρισε προς τα δεξιά, κρύβοντάς με, με το σώμα του, από τους υπόλοιπους. Έπιασε το πρόσωπό μου με τα δυο του χέρια και το χρυσό σκουλαρίκι που αναρριχούταν στο πάνω μέρος του αυτιού του, έλαμψε στις αχτίνες του ηλίου. Πλησίασε τα χείλη του στα δικά μου, αλλά δεν τα άγγιξε. Άφησε τη γλυκιά του ανάσα να τα χαϊδέψει.

«Περίμενε να δεις τι μπορώ να κάνω εγώ».

Με άφησε με ένα δυνατό χτυποκάρδι και ένα ξαναμμένο πρόσωπο να προσπαθώ να ηρεμήσω την ανάσα μου. Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου και τον κοίταξα ερωτηματικά. Εκείνος έγνεψε και δεν δίστασα άλλο.

«Έλα να γνωρίσεις και την υπόλοιπη οικογένεια»

Είχε έρθει η ώρα της βραδινής γιορτής προς τιμήν του πρίγκιπα Κάιν και της επιστροφής του έβδομου πρίγκιπα της Ινάλ. Η αίθουσα του θρόνου είχε γεμίσει τραπέζια και ο κόσμος δεν σταματούσε να εισέρχεται στο παλάτι. Υπηρέτες και χωρικοί βοηθούσαν στις ετοιμασίες, στη μεταφορά μεγάλων πιατέλων και δίσκων, στο κουβάλημα μεγάλων οινοχόων και στη διακόσμηση του χώρου. Εργάζονταν όλοι δίχως να κάνουν ένα διάλειμμα, μα δεν παραπονούνταν. Ήταν χαμογελαστοί και εύθυμοι. Βοηθούσαν ο ένας τον άλλο και όλα κινούνταν με ακρίβεια.

Η Άιλις με πέταξε μέσα σε ένα δωμάτιο και με διέταξε να μείνω εκεί μέσα, μέχρι να επιστρέψει με αρκετές υπηρέτριες. Όταν μπήκαν όλες στο δωμάτιό μου κουβαλώντας διάφορα βελούδινα υφάσματα, αρωματικά έλαια, και καυτό νερό, ήξερα ποιο μαρτύριο ακολουθούσε.

Ύστερα από ατελείωτο τρίψιμο, τόσο που έκανε το δέρμα μου κατακόκκινο, οι κοπέλες άπλωσαν επάνω μου διάφορα έλαια που καταπράυναν το κοκκίνισμα και με ηρέμησαν με τη γλυκιά τους μυρωδιά. Η μυρωδιά ήταν ιδιαίτερη. Όχι γλυκιά, μα ούτε και έντονη πικρή. Πλησίαζε το ρόδο μα και το χαμομήλι. Η οσμή της Αλστρομέρια, όπως μου την είπε η Άιλις, ήταν από τις πιο δύσκολες στην παραγωγή, μα ιδιαίτερα αγαπητή από το γυναικείο δέρμα.

Έπειτα από τη φροντίδα μου, οι υπηρέτριες με βοήθησαν να φορέσω το ένδυμα που είχε διαλέξει η Άιλις. «Ο αδερφός μου είπε ότι δεν σου αρέσουν πολύ τα φορέματα, έτσι επέλεξα κάτι πιο κατάλληλο για εσένα»

Το στήθος μου καλυπτόταν από ένα αρκετά ανοιχτό κορσέ που άφηνε ακάλυπτο το λαιμό μου, την κλείδα και κρατιόταν από την άκρη των ώμων μου. Το χρυσό ύφασμα έπεφτε απαλά επάνω μου και κάλυπτε το κέντρο του θώρακά μου με ένα, σκαλισμένο στο χέρι, λουλούδι από ελεφαντόδοντο. Από το λουλούδι ξεκινούσε μια γραμμή υάλινων χαντρών που έδεναν στα πλευρά μου, ενώ στα μπράτσα μου ακουμπούσαν κρεμαστές σταγόνες χρυσού, δεμένες στα μανίκια. Οι γυναίκες πέρασαν στα πόδια μου μια πορφυρή παντελόνα, λίγο φουσκωτή κοντά στις γάμπες και τους γοφούς. Μετά έδεσαν γύρω από τη μέση μου ένα ιώδες ύφασμα που κάλυπτε την κοιλιά μου και δενόταν στο δεξί γοφό μου, ενώ άφηνε ένα μεγάλο άνοιγμα μπροστά στα πόδια μου, θυμίζοντας μανδύα, αλλά για τη μέση. Ένα χρυσό ζωνάρι στο σχήμα κλαδιών βοήθησε στο πιο σφιχτό δέσιμο του υφάσματος. Οι υπηρέτριες στράφηκαν στους αστραγάλους μου, όπου με πιο σκούρα πορφυρά υφάσματα τους έδεσαν και έφτασαν ως το καλάμι μου, ενώ στο σημείο των αστραγάλων πέρασαν βραχιόλια με σταγόνες χρυσού, όμοιες με εκείνες που είχα στα μανίκια και σε κάθε μου κίνηση άφησαν ένα λεπτό κουδούνισμα. Τέλος, φόρεσα τα κόκκινα υποδήματα που έφεραν μπροστά μου, κλειστά στο σημείο των δαχτύλων μόνο.

Στη συνέχεια χτένισαν τα μαλλιά μου και έπιασαν τις μπροστινές μου τούφες σε μια πλεξούδα που τη στερέωσαν στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου με έναν κρίνο στερεωμένο σε ένα πιαστράκι. Ζέσταναν λίγο το πρόσωπό μου με παράξενες σκόνες και έβαψαν τα χείλη μου ροδαλά με ένα λεπτό πινέλο.

Η Άιλις έσκυψε πάνω από τον ώμο μου, όσο εγώ καθόμουν μπροστά από τον καθρέφτη. Το πρόσωπό της έλαμπε και τα μαλλιά της ήταν αφημένα ελεύθερα με δυο χαλαρές τούφες δεμένες στα πλαϊνά του κεφαλιού της με λεπτά πιαστράκια. Το χρυσό της φόρεμα κάλυπτε τους ώμους της με δυο φαρδιές κορδέλες και δενόταν γύρω από το στήθος της με ένα ύφασμα σχηματοποιημένο σε κοχύλι. Η κοιλιά της έμενε ακάλυπτη και μια ζώνη ήταν δεμένη γύρω από τη βάση του στομαχιού της που άφηνε τρία δυο κομμάτια υφάσματος να καλύπτουν τα οπίσθιά της σαν ανοιχτή φούστα και ένα άλλο σα πέπλο να καλύπτει το μπροστινό επίμαχο σημείο της. Τα πόδια της ήταν γυμνά αφήνοντας χώρο για αδιάκριτα βλέμματα. Έπιασε το κολιέ της που έδενε όλο το λαιμό της και κατέληγε στο μέσο του στήθους της, πέφτοντας σαν βροχή από χρυσάφι πάνω στο σκούρο της δέρμα.

«Είσαι πανέμορφη Αλιάνα. Ο αδελφός μου είναι τυχερός που σε έχει. Δεν είναι σαν τους υπόλοιπους άντρες, αδιάφορος για τα συναισθήματά σου» είπε ξεφυσώντας. Η τελευταία της πρόταση με παραξένεψε και δεν ήμουν σίγουρη πως μιλούσε για τον Λαχάρ.

«Λοιπόν! Πάμε!» φώναξε ξαφνικά και σηκώνοντάς με μέ φόρα, βγήκαμε από το δωμάτιο τρέχοντας.

Η αίθουσα ήταν πιο λαμπρή από πριν. Ξετρύπωναν από παντού άνθρωποι και ήδη μερικοί είχαν μεθύσει από το πολύ κρασί. Φαγητά περιφέρονταν παντού και η μυρωδιά των μπαχαρικών έκανε την κοιλιά μου να γουργουρίσει. Έπιασα το στομάχι μου ντροπιασμένη και επιτέθηκα αθόρυβα σε ένα δίσκο που μετέφερε ένας από τους υπηρέτες. Δεν είχα ιδέα τι έτρωγα, αλλά ήταν πεντανόστιμο και έτσι ακολούθησα τον υπηρέτη για να βουτήξω όσα άλλα γεμιστά ψωμάκια μπορούσα.

Την στιγμή που καταβρόχθιζα το τελευταίο ψωμάκι, ένα κύπελλο γεμάτο με κρασί εισέβαλε στο οπτικό μου πεδίο. Κατάπια αμέσως την μπουκιά και είδα τον ένα από τους δίδυμους αδελφούς του Λαχάρ.

«Ευχαριστώ... Πρίγκιπα Ραζίν;» είπα, βλέποντας πως η πλεξούδα του απλωνόταν πάνω από τον δεξί του ώμο, και πήρα το κύπελλο από το απλωμένο του χέρι.

«Πολύ σωστά! Και ευχαρίστησή μου. Ακόμη αναρωτιέμαι πως γίνεται να μην σε έχουν κάψει τα Μάνακις Ζάαταρ. Είναι καλυμμένα με τα πιο καυτερά μας μπαχαρικά» εκείνος ύψωσε το ποτήρι του.

«Ποια;».

Ο πρίγκιπας γέλασε δυνατά κάνοντας μερικά κεφάλια να γυρίσουν προς το μέρος μας.

«Τα ψωμάκια που τόση ώρα τρως».

«Μα είναι πολύ νόστιμα και σχεδόν κανείς δεν τα τρώει».

«Γιατί σχεδόν κανείς δεν μπορεί να αντέξει τη φωτιά τους».

Ήπια μια γουλιά από το κρασί μου. Ήταν πολύ νόστιμο και μου θύμιζε αρκετά εκείνο της Σεβέλ. Το οσμίστηκα για λίγο.

«Εισαγωγή;» ρώτησα τον πρίγκιπα Ραζίν.

«Φυσικά. Βλέπω πως εκτός από αντοχές στο φαγητό μας, γνωρίζεις και από το κρασί. Τι άλλο μπορεί να ανακαλύψει κανείς; Την μοναδική ομορφιά σου, ακόμη τη συνηθίζω».

'Ύψωσα το ένα μου φρύδι. Ο πρίγκιπας δεν ήξερε τα όριά του. Μου θύμιζε κάποιον.

«Και εγώ ακόμη να συνηθίσω στην ιδέα του ατίθασου κορταρίσματος σου, Ραζίν» φώναξε ο Λαχάρ από πίσω μας.

Η παρουσία του στο χώρο ήταν ικανή να μου κόψει την ανάσα, αλλά αυτή τι στιγμή με έκανε να λιώνω μπροστά του. Το άψογο παρουσιαστικό του ήταν στολισμένο με τα ρούχα του βασιλείου του και ήθελα απλά να τον κοιτάζω ωσότου τον χορτάσω.

Τα λευκόξανθα μαλλιά του ήταν πλεγμένα με μια πορφυρή κορδέλα και ριγμένα πάνω από τον αριστερό του ώμο που καλυπτόταν από ένα μαύρο δέρμα, προχωρούσε λοξά πάνω από το στήθος του και δενόταν σε ένα πορφυρό ύφασμα που κάλυπτε όλη του την δεξιά πλευρά, αφήνοντας την υπόλοιπη αριστερή εντελώς γυμνή. Το ύφασμα εκείνο, δενόταν στη μέση του με ένα χρυσό ζωνάρι όπου είχε περασμένη τη μαχαίρα του. Ένα υπόλευκο ύφασμα ξεκινούσε από τη βάση του στομαχιού του και κατέληγε στους αστραγάλους του, ενώ τα πόδια του κάλυπτε μια μαύρη παντελόνα που διακοπτόταν από υποδήματα παρόμοια με τα δικά μου.

«Ίσως φταίει το κρασί, αγαπημένε μου αδελφέ» απάντησε ο Ραζίν.

«Ίσως...» συνέχισε ο Λαχάρ και υψώνοντας το ποτήρι του, έδωσε ένα τέλος στη συζήτηση. Ο πέμπτος πρίγκιπας της Ινάλ έγνεψε και απομακρύνθηκε από εμένα, κάνοντας χώρο στο Λαχάρ «Δεν πρέπει να σε αφήνω μόνη σου μαζί με τα αδέλφια μου. Ειδικά όταν είσαι ντυμένη έτσι. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που σε συζητούν σήμερα».

«Ζηλεύεις;».

«Εγώ; Να ζηλεύω;» κάγχασε.

Χαμογέλασα στραβά χωρίς να παίρνω το βλέμμα μου από πάνω του. Δεν το έκανα επίτηδες, απλά δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου απόλυτα όταν βρισκόταν κοντά μου.

«Μπορεί... Λίγο» παραδέχτηκε.

Τον πλησίασα περισσότερο και σήκωσα ελαφρώς το κεφάλι μου. Εκείνος πείραξε την σταγόνα χρυσού που κρεμόταν από το αυτί του και έπειτα έπαιξε με τα δαχτυλίδια που είχε περασμένα στα μακριά δάχτυλά του. Άφησα το κύπελλό μου πάνω σε ένα τυχαίο δίσκο και τον τράβηξα διακριτικά πίσω από τις κλειστές κουρτίνες ενός δωματίου δίπλα μας. Ήταν σκοτεινά, αλλά με βόλευε για αυτό που ήθελα να κάνω. Κατεύθυνα τον Λαχάρ προς τον τοίχο του δωματίου και όταν ακούμπησε την πλάτη του σε αυτόν, έφερα τα δάχτυλά μου στο γυμνό του στήθος, χαράσσοντας ένα μονοπάτι ως το λαιμό του. Εκείνος αναστέναξε ελαφρά και πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, άφησα ένα ζεστό φιλί στην καρωτίδα του.

«Σου υποσχέθηκα το τώρα μου, Λαχάρ. Δεν είναι ανάγκη να ζηλεύεις» ψιθύρισα πάνω στο λαιμό του. Τον άφησα ελεύθερο και έκανα λίγα βήματα πίσω, απλώνοντας το χέρι μου να ανοίξω την κουρτίνα για να βγούμε έξω. Μα τελευταία στιγμή ο Λαχάρ άρπαξε το χέρι μου και με τράβηξε προς τα εκείνον. Ξαφνικά βρέθηκα εγώ να ακουμπώ στον τοίχο. Ανασήκωσα ασυναίσθητα το κεφάλι μου και ο πρίγκιπας βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσαν τα χείλη του. Επιτέθηκαν λαίμαργα στα δικά μου, αποζητώντας λίγη από την ανάσα τους. Η άκρη της γλώσσας του άγγιξε τα χείλη μου και η δικιά μου αναζήτησε το ταίρι της. Το φιλί μας βάθυνε και έγινε πιο έντονο και απαιτητικό. Τα χέρια του κρατούσαν το πρόσωπό μου κοντά του και με άφησαν ίσα για να πάρω μια ανάσα.

«Και είμαστε ακόμα στην αρχή...» ψιθύρισε.


Ella Sarlot