Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 37 - Πατέρα)

Γύρισα μπροστά με το αίμα μου να βράζει και την Κάλιντα να μουρμουρίζει μερικές αρκετά πλούσιες βρισιές. Έπρεπε να μείνουμε ψύχραιμες. Η Άιλις δάγκωσε το κάτω χείλος της και ξερόβηξε χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το έδαφος.

«Συμπαθέστατη. Έτσι φέρεται σε όλους σας;» ρώτησα ειρωνικά.

«Όχι σε όλους. Το θέμα της το έχει με τους φίλους του Λαχάρ... Και με τον ίδιο. Τραβάει χρόνια πίσω αυτή η ιστορία. Η βασίλισσα Ζαρίν δε συμπάθησε ποτέ τη μητέρα του Λαχάρ, μα ούτε και αυτόν. Βλέπεις ο πατέρας μας είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση προς το πρόσωπο της δεύτερης γυναίκας του. Ενώ ήξερε πως οι γιοι της είναι πρώτοι στη σειρά του θρόνου, πάντα φοβόταν μην πάρει τη θέση τους ο Λαχάρ. Το παιδί που γεννήθηκε ως καρπός του πιο μεγάλου έρωτα. Ο πατέρας την λάτρευε και μιλούσε συνέχεια για αυτή. Ακόμη και μετά το θάνατό της δεν ξέχασε ποτέ την Άλιμα. Φαντάζεσαι πόσο θα ενόχλησε αυτό την πρώτη μητέρα» μου απάντησε.

«Δεν σε πείραξε ποτέ που ο πατέρας σας αγαπούσε μια άλλη γυναίκα από τις μητέρες σας;».

«Να με πειράξει; Όχι. Το έθιμο των πολλών συζύγων εξάλλου είναι γνωστό και επιτρεπτό στη φυλή μας. Ο πατέρας δεν άφησε κανένα παιδί χωρίς φροντίδα. Μας αγαπάει όλους το ίδιο. Αλλά έχει αδυναμία στον Λαχάρ. Του θυμίζει πολύ την Άλιμα. Και έχει τόσο δίκιο. Τα πορτρέτα της αντανακλούν εκείνον. Θα του πω να σου δείξει το δωμάτιό της».

Χαμογέλασα στην ιδέα του Λαχάρ να μου γνωρίζει τη μητέρα του μέσα από την τέχνη και τα παλιά της πράγματα. Η σκέψη και μόνο έκανε μια μικρή φλόγα στο στομάχι μου να στέλνει τη γλυκιά θέρμη της σε όλο μου το σώμα. Ήθελα να ξέρω τα πάντα για εκείνον και τώρα μου δινόταν η ευκαιρία να τα μάθω.

Η Άιλις πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά της, αφήνοντας μερικά να μπλεχτούν στα δάχτυλά της.

«Τον αγαπώ πολύ τον Λαχάρ. Τον νιώθω πιο κοντά μου σε σχέση με τα άλλα αδέρφια και με προσέχει πολύ. Δε θα ήθελα να πάθει κάτι. Από μικρός έμαθε να κλείνεται στον εαυτό του και να μην μας αφήνει να πλησιάζουμε την καρδιά του. Ένιωθε παρείσακτος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που έφυγε από την Ινάλ. Δεν άντεχε άλλο τη μοναξιά του».

Στο μυαλό μου ήρθε κατευθείαν ο Λαχάρ να μου μιλά στο δωμάτιό μου, λίγο μετά τη σύλληψή μου. Το βλέμμα που είχε όταν μιλούσε για τη μητέρα του ήταν ένα που πάντα θα σκίαζε το πρόσωπό του. Μέσα σε αυτούς τους δυο μήνες μάθαινα τον χαρακτήρα του και ανακάλυπτα πράγματα για αυτόν όταν τον παρατηρούσα, όταν εστίαζα την προσοχή μου σε εκείνον.

Δίπλα του ένιωθα πως μπορούσα να κάνω τα πάντα και δε θα μπορούσε κανείς να με σταματήσει. Έχτιζα τον εαυτό μου με τη βοήθειά του και δεν τον είχα ευχαριστήσει. Δεν είχα εκφράσει με τα λόγια μου και τις πράξεις μου τι σήμαινε για εμένα. Φευγαλέες ανακοινώσεις συναισθηματικές, λίγα φιλιά στα κρυφά και μερικά λόγια που φοβήθηκα να πω. Ήμουν δειλή. Αυτό μου το αναγνώριζα. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Αυτό το έμαθα σιγά-σιγά. Τον ήθελα πλάι μου για όλη την υπόλοιπη ζωή μου, γιατί ήθελα να ζήσω μαζί του. Αυτό το ήξερα.

Η Άιλις μου χαμογέλασε, σα να ήξερε τι σκεφτόμουν. Ευθύς, έπιασε τα μαλλιά της με μια λεπτή κορδέλα που είχε δεμένη στο χέρι της και έβαλε τα χέρια της στη μέση.

«Λοιπόν... Πάμε στον Φάραμιρ!»

Μόλις φτάσαμε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του μεγαλύτερου πρίγκιπα, η Άιλις δεν έκανε τον κόπο να ανακοινώσει τον ερχομό της. Άπλωσε το χέρι της στο πόμολο και άνοιξε την πόρτα του δωματίου.

«Φάραμιρ!» φώναξε θυμωμένη.

Κοίταξα δειλά μέσα στο δωμάτιο για να βρω τον Φάραμιρ ημίγυμνο, με τα φρύδια του υψωμένα. Όταν είδε το χαρτί που κρατούσε η αδερφή του στα χέρια της, στένεψε το βλέμμα του και το έσυρε σε εμένα απειλητικά. Ανασήκωσα σχεδόν αδιάφορα τους ώμους μου. Αυτό ήθελα πολύ να το δω.

«Απαιτώ εξηγήσεις!» η Άιλις πέταξε το γράμμα στον αδερφό της και χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα.

Ο Φάραμιρ πέρασε το κεφάλι του μέσα από το άνοιγμα μιας πουκαμίσας και την άφησε να κυλήσει στο γυμνασμένο του κορμί, χαϊδεύοντας κάθε μυ του.

«Εξηγήσεις για ποιο πράγμα ακριβώς;».

«Ω! Μην τολμήσεις να δοκιμάσεις να ξεφύγεις από αυτό! Ξέρεις καλά για ποιο πράγμα μιλάω!».

«Άιλις δεν έχω όρεξη να ασχοληθώ με το θέμα σου. Αυτή τη στιγμή έχουμε να ασχοληθούμε με πιο σοβαρές υποθέσεις...» ο πρίγκιπας ξεφύσησε και έτριψε λίγο την κορυφή της μύτης του κουρασμένος.

«Και όχι με τα 'παιδιάστικα παιχνίδια σου’... Σωστά;».

Απόλυτη σιωπή επικράτησε μεταξύ τους και τα δυο αδέλφια έμειναν να κοιτάζονται με ανάμεικτα συναισθήματα.

«Γιατί το έκανες αυτό, Φάραμιρ;» ρώτησα μπαίνοντας στην συζήτησή τους.

«Αυτό δεν σε αφορά, Αλιάνα» μου απάντησε αμέσως γυρίζοντας την πλάτη του προς τα εμάς.

«Βέβαια αφορά τον πρίγκιπα μου. Και κάτι τέτοιο θα τον ενδιέφερε πολύ. Στοιχηματίζω πως δεν θες να διαλύσεις ένα γάμο και μια τέτοια συμμαχία. Οπότε κάτι άλλο συμβαίνει».

Ο Φάραμιρ τίναξε τα χέρια του στον αέρα και γύρισε σε εμάς πάλι.

«Δεν θέλω να διαλύσω τίποτα, απλά δεν θέλω η αδερφή μου να κάνει κάτι που δεν το επιθυμεί η ίδια».

«Και που ξέρεις τι επιθυμώ εγώ; Με ρώτησες ποτέ;».

«Δεν θέλεις να διαλύσεις τίποτα, αλλά θα άφηνες την αδερφή σου να εγκλωβιστεί σε μια παρεξήγηση και σε ένα γάμο που θα τον μισούσαν αργότερα και οι δυο;» ανασήκωσα το ένα μου φρύδι μην πιστεύοντας αυτά που άκουγα.

«Όχι, δεν...» είπε ο Φάραμιρ και ύστερα αναστέναξε. Γύρισε στην Άιλι και έπιασε το πρόσωπό της «Απλά δεν θέλω να πληγωθείς. Ή να νιώθεις πως είσαι υποχρεωμένη να παντρευτείς για χάρη μιας συμμαχίας. Είσαι η μικρή μου αδερφή και θέλω να σε δω ευτυχισμένη».

«Μα θα είμαι ευτυχισμένη Φάραμιρ. Μαζί του. Και το ξέρεις αυτό» η Άιλις είχε γίνει κατακόκκινη και γύρισε το κεφάλι της στο πλάι.

Ο Φάραμιρ χαμογέλασε και φίλησε το μέτωπο της αδερφής του.

«Υποθέτω πως αντέδρασα χειρότερα και από μικρό παιδί. Ήταν αρκετά ανώριμο αυτό από μέρους μου και σου...σας ζητώ συγγνώμη. Άιλις τι θα έλεγες να προσκαλούσες τον πρίγκιπα Κάιν σε δείπνο, ώστε να τον γνωρίσω λίγο καλύτερα;».

«Αυτό θα μου άρεσε πολύ!» η Άιλις έγνεψε καταφατικά και με κοίταξε με μάτια που έλαμπαν.

Δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα του δωματίου μου, όταν κάποιος την χτύπησε. Ο Χάρου έκρωξε και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι.

«Περάστε!» φώναξα.

Η πόρτα έτριξε λίγο και μπήκε μέσα ένα πολύ λεπτό αγόρι με χαρακτηριστικά που μου θύμιζαν τους ανθρώπους της Σεβέλ. Υποκλίθηκε ταπεινά και ίσιωσε τον κορμό του.

«Κυρία, ζητούν να παρευρεθείτε στην αίθουσα του θρόνου. Το συμβούλιο θα συσκεφθεί στον Ιερό Ναό παρουσία των Γερόντων».

«Θα είμαι σε λίγο εκεί» τον διαβεβαίωσα και εκείνος υποκλίθηκε ξανά πριν βγει από το δωμάτιο.

Πλησίασα τον Χάρου που καθόταν στον ορθοστάτη του και χάιδεψα το λαιμό του. Το γεράκι έκλεισε τα μάτια απολαμβάνοντας το χάδι. Τα άνοιξε ξανά όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει, μα τα έκλεισε πάλι δίνοντας στην αφέντρα του σημάδι πως δεν είναι κάποιος που φοβόμαστε. Χαμογέλασα στραβά.

«Λοιπόν; Ήρθες να σιγουρευτείς ότι δε θα χαθώ στο παλάτι σας;» ρώτησα παιχνιδιάρικα.

«Ίσως ήρθα για να σε κρατήσω κλειδωμένη στο δωμάτιο» ψιθύρισε στον ίδιο τόνο ο Λαχάρ και πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου. Γέλασα σιγανά και με τράβηξε μαλακά ώστε η πλάτη μου να είναι κολλημένη στο στέρνο του. Έκλεισα τα μάτια μου φυλάσσοντας αυτή την γλυκιά αίσθηση και εκείνος ακούμπησε το πηγούνι του στον ώμο μου φιλώντας αμέσως το μάγουλό μου

«Ο Φάραμιρ μας είπε ότι οι Γέροντες βρήκαν άλλο τρόπο να σφραγίσουν τις ψυχές. Δεν χρειάζεται να αγχωνόμαστε για την πέτρα της ζωής τόσο πολύ. Αν και θα ήταν καλό να επιστρέψει στην Ινάλ, ώστε να συνεχίσουμε να είμαστε προστατευμένοι από τα πνεύματα».

«Πιστεύεις ότι θα λήξουν τα πάντα αισίως;».

Ο Λαχάρ έφερε το δάχτυλό του στο λαιμό του γερακιού και τον χάιδεψε απαλά. Έπειτα ακούμπησε το χέρι μου και το τράβηξε καλύπτοντάς το με την παλάμη μου πριν το στερεώσει στην κοιλιά μου.

«Το πιστεύω».

Η αβεβαιότητα μου είχα μέσα μου σιγά σιγά λυνόταν μα η καρδιά μου δεν την άφηνε να χαθεί και να ξεφύγει από τα δεσμά της. Κάτι με κρατούσε πίσω. Είχα ένα κακό προαίσθημα για αυτό το Συμβούλιο, αλλά προσπάθησα να μην το αφήσω να με κυριεύσει. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι.

Ανεβήκαμε τα μαρμαρένια σκαλοπάτια του Ιερού Ναού, που το χρώμα τους, χρυσό σαν την άμμο, σε έκανε να πιστεύεις πως πατούσες σε χρυσό χαλί και όχι σε μια σκληρή κλίμακα. Εκατέρωθεν ανοιγόταν πλούσια βλάστηση και κάπου πήρε το μάτι μου ένα μικρό και αθόρυβο ποταμάκι που ελισσόταν ανάμεσα στη χλωρίδα, θρέφοντάς της. Η αυλή μπροστά από το ναό είχε τρεις μεγάλους κίονες που ο καθένας οδηγούσε και σε διαφορετικό σημείο του ναού με τη βοήθεια μικρών μονοπατιών από λευκό μάρμαρο με το έμβλημα της Ινάλ. Πήραμε το κεντρικό μονοπάτι και φτάσαμε στην είσοδο του Ιερού Ναού. Δυο φρουροί μας προϋπάντησαν και έπιασαν την δίφυλλη κατάλευκη πόρτα που τη διέτρεχαν χρυσά ρυάκια που θύμιζαν ρίζες δέντρου και την έσπρωξαν προς τα μέσα. Μια ευχάριστη δροσιά και η μυρωδιά τριαντάφυλλων τρύπωσε στα ρουθούνια μου και κάλυψε το κορμί μου. Κατέβασα το κεφάλι μου στο έδαφος και ακολούθησα τους υπόλοιπους στο εσωτερικό του ναού. Το πάτωμα, καλυπτόταν από σκούρο γαλάζιο στεατίτη και ένιωθες σα να κολυμπούσες σε μια απέραντη θάλασσα. Οι μικροί εξώστες διασκορπισμένοι στον δεύτερο όροφο χάριζαν το λιγοστό τους φως και συγκεντρωνόταν στην πανέμορφη οροφή Σκεπασμένη από επιχρωματισμένο σκούρο πράσινο ελεφαντόδοντο έκανε την σκεπή μας να φαντάζει τόσο κοντά στα χέρια μας. Βρισκόμασταν μέσα στη φύση, ελεύθεροι.

Στρεφόμενη μπροστά, αντίκρισα μια μικρή σκάλα που οδηγούσε σε ένα άλλο μικρό υπερυψωμένο επίπεδο που πάνω του βρισκόταν ένα τεράστιο δέντρο που οι ρίζες του κάλυπταν όλο το επίπεδο και χάνονταν γύρω και κάτω από αυτό. Στο κέντρο του είχε μια μικρή τρύπα που ήταν κενή, ενώ στις τρεις πλευρές του, υπήρχαν τρεις μορφές. Η Κάλιντα κλότσησε τις σκέψεις μου και προσπάθησε να πάρει τον έλεγχο του σώματός μου.

«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησα από μέσα μου προσπαθώντας να αυτοσυγκεντρωθώ στα βήματα που μου δίδαξε ο βασιλιάς των Θραχάρ.

«Αλιάνα, δεν ξέρω... Αλλά νιώθω πως πρέπει να βγω έξω. Μην με αφήσεις!» με διέταξε σχεδόν.

Με παραξένεψε η παράκλησή της, μα την άκουσα. Ο Σύμβουλος Άριμαν αρκέστηκε στο να μου ρίξει ένα φευγαλέο βλέμμα. Από την στιγμή που είχε έρθει με αγνοούσε και δεν ήταν λίγες οι φορές που τον έπιασα να με παρατηρεί έντονα. Αναρίγησα ενθυμούμενη το βλέμμα του. Κάτι πάνω του ήταν διαφορετικό και καλύτερα να κρατούσα μια απόσταση από εκείνον.

«Είσαι καλά;» ο Λαχάρ ήρθε δίπλα μου ανήσυχος.

«Ναι. Όλα είναι υπό έλεγχο» τον διαβεβαίωσα, αλλά δε φάνηκε να πείθεται.

Πλησιάσαμε τις μορφές και θαύμασα τα μακριά μαλλιά τους που ξεπερνούσαν τα πόδια τους και ακολουθούσαν την πορεία των ριζών του δέντρου, με μερικές τούφες τους να είναι δεμένες σε αυτές. Φορούσαν απλούς λευκούς χιτώνες που κάλυπταν τα πόδια τους και τους φυσούσε ένα απαλό αεράκι που προερχόταν από ένα άνοιγμα στην οροφή, ώστε το δέντρο να μην μένει εγκλωβισμένο στο ναό. Είχαν τα χέρια τους υψωμένα προς αυτό και έφτασαν στα αυτιά μου μερικοί απαλοί ύμνοι σε γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Δεν ήταν γλώσσα της Ινάλ ή κάποιος άλλης φυλής. Φάνταζε αρχαία.

«Αυτά τα λόγια....» ψιθύρισε η Κάλιντα, μα πριν πει οτιδήποτε άλλο, μια έντονη φωνή διέκοψε κάθε άλλη κουβέντα και την σιώπησε. Αμέσως πήρα ξανά τον έλεγχο του σώματός μου.

Ο βασιλιάς της Ινάλ και οι γιοι του βρέθηκαν μπροστά μας, καθιστοί στο ένα γόνατο με σκυμμένο κεφάλι και τα χέρια τους υψωμένα στους Γέροντες. Ακολουθήσαμε το παράδειγμά τους χωρίς δισταγμό. Μόλις γονατίσαμε όλοι, μια γέρικη και σιγανή φωνή μας επέτρεψε να σηκωθούμε.

Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και είδα τα πρόσωπα των Γερόντων. Προσπάθησα να κρατήσω μια κραυγή έκπληξης. Και οι τρεις τους ήταν ίδιοι, μοιράζονταν τα ίδια χαρακτηριστικά, με τα λευκά μάτια που δεν διάκρινες την κόρη αυτών. Γέρικα πρόσωπα, γεμάτα ρυτίδες αιώνων, δεν πρόδιδαν κανένα συναίσθημα. Ο μεσαίος Γέροντας άπλωσε το ροζιασμένο χέρι του προς το μέρος μας και είπε κάτι στη γλώσσα της Ινάλ.

«Να προχωρήσει μπροστά η κόρη των νεκρών» είπε ο βασιλιάς και έσκυψε ξανά το κεφάλι του.

Ξεροκατάπια και κοίταξα τις μορφές μπροστά μου. Ήθελα τόσο πολύ να φύγω από αυτό το μέρος και φοβόμουν. Πολύ.

Έκανα ένα βήμα μπροστά και ύστερα έκανα και άλλο, ώσπου βρέθηκα μπροστά από τα σκαλοπάτια. Τα ανέβηκα προσεκτικά χωρίς να διώξω το βλέμμα μου από το τυφλό του Γέροντα και με δισταγμό έπιασα το χέρι του.

Ευθύς τα πάντα γύρω μου μαύρισαν.

Βρισκόμουν στο πουθενά. Έτρεχα εδώ και λίγα λεπτά, ώρες, μέρες, μήνες; Δε γνώριζα. Παντού συναντούσα την ίδια λευκή και παχιά ομίχλη που με έπνιγε. Ταξίδευε μαζί μου σε κάθε της βήμα και δε με άφηνε να δω καθαρά. Τι μου είχαν κάνει;

Σταμάτησα για να πάρω μια ανάσα και ξάφνου το έδαφος από κάτω μου υποχώρησε ρίχνοντάς με στο κενό. Έπεφτα αρκετή ώρα, ώσπου σταμάτησα στον αέρα για να πέσω ύστερα από λίγο στο μαλακό χορτάρι.

Κάποιος χαχάνισε.

«Θες βοήθεια;» ρώτησε η άγνωστη.

Η φωνή της....

Σήκωσα το κεφάλι μου και ο ήλιος με τύφλωσε. Έβαλα το χέρι μου μπροστά από το πρόσωπό μου και παρατήρησα την κοπέλα μπροστά μου. Τα μακριά της μαλλιά, έφταναν ως το στρίφωμα του απλού φορέματός της, χυμένα στο χρώμα του δύοντος ήλιου. Δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό της, μα είχε το πιο ζεστό χαμόγελο που μπορούσε να χαρίσει ποτέ άνθρωπος. Έπιασα το χέρι που μου πρόσφερε και με βοήθησε να σηκωθώ. Πού ήμασταν; Γιατί ήταν εδώ εκείνη; Ποια ήταν;

Ξαφνικά ένα παιδάκι έτρεξε και έπεσε επάνω μας, χωρίζοντάς μας.

«Αλάντ!» φώναξε η κοπέλα με το χαμόγελο ακόμη καρφωμένο στο πρόσωπό της. «Μην τρέχεις! Θα πέσεις και θα χτυπήσεις και μετά θα κλαις».

Γύρισα να βρω το παιδί που μόνο το γέλιο του ακουγόταν μέσα στο απέραντο πράσινο του χορταριού που χυνόταν στον ορίζοντα. Ξάφνου ο τόπος μαύρισε και το χορτάρι έγινε στάχτη που ο αγέρας την πετούσε στον ανεμοστρόβιλό του, χτυπώντας ανελέητα. Η κοπέλα ούρλιαξε, μα όταν γύρισα να την βρω, δεν ήταν πια στο σημείο που την συνάντησα.

Η μυρωδιά καμένου στόλισε τα πάντα και τους χάρισε τον πόλεμο των αισθήσεων. Στάχτη γέμιζε τα πνευμόνια μου και άρχισα να ξύνω νευρικά τον λαιμό μου και να βήχω. Έφτυσα στο έδαφος και εκείνο βάφτηκε κόκκινο. Η γλώσσα μου γεύτηκε αίμα. Τα χέρια μου γεμάτα από το πορφυρό αυτό υγρό έτρεμαν και εγώ δεν ήξερα τι να κάνω για να το σταματήσω

Ένα χέρι έπιασε το πηγούνι μου και με ανάγκασε να υψώσω το κεφάλι, στέλνοντας και άλλο αίμα για να καταπιώ. Το πρόσωπο της Κάλιντα βρέθηκε μπροστά μου. Η γαλάζια της σκόνη μπερδευόταν μέσα στις στάχτες.

«Δεν είσαι ασφαλής εδώ» είπε και διαλύθηκε μέσα στο χάος που με έπνιξε. Και ύστερα όλα μαύρισαν ξανά.

Άνοιξα τα μάτια μου για να τραβήξω το χέρι μου από εκείνο του Γέροντα και έπεσα με φόρα στα σκαλοπάτια, ανήμπορη να σταθώ στα πόδια μου. Έφερα τα χέρια μου μπροστά μου και ανακουφίστηκα μόλις τα είδα καθαρά από κάθε ίχνος αίματος. Ακούμπησα τον λαιμό μου και σιγουρεύτηκα. Όλα αυτά ήταν ένα όνειρο. Ένας εφιάλτης που ο Γέροντας προκάλεσε.

Ο Γέροντας μουρμούρισε κάτι και ένιωσα το κεφάλι μου βαρύ. Έπειτα γύρισε στους υπόλοιπους και τους ανακοίνωσε κάτι. Τα χέρια του Λαχάρ βρέθηκαν από κάτω μου και με πήρε στα χέρια του. Μόλις άκουσε τα λόγια του ιερέα, πάγωσε στη θέση του. Κοίταξε τον Γέροντα που στεκόταν αδιάφορος στη θέση του και με άφησε κάτω πριν αρχίσει να φωνάζει δυνατά και να κουνάει τα χέρια του έντονα. Η συζήτηση γρήγορα ξέφυγε, βλέποντας τον βασιλιά να προσπαθεί να βάλει μια τάξη και να ηρεμήσει τον γιο του. Ο Φάραμιρ με κοίταξε λυπημένος.

Ο Κάιν βρέθηκε αμέσως δίπλα μου και με βοήθησε να στηριχθώ πάνω του. Του χαμογέλασα αδύναμα.

«Τι γίνεται;» ρώτησα σιγανά.

«Δεν έχω ιδέα...» απάντησε χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια.

Στένεψα το βλέμμα μου.

«Δεν μαθαίνουν τα παιδιά της βασιλικής οικογένειας τις παλαιές γλώσσες;».

Ο Κάιν κάγχασε και προσπάθησε να μιλήσει όσο πιο ψιθυριστά γινόταν:

«Οι Γέροντες είδαν τι κρύβει η ψυχή σου και.... Αλιάνα δεν είναι καλά αυτά που είπαν. Η Κάλιντα έχει καταλάβει μεγάλο μέρος της ψυχής σου».

Μια δυνατή σουβλιά διαπέρασε το στομάχι μου.

«Πού κατέληξαν;».

«Από τις φωνές του Λαχάρ κατάλαβα πως θέλουν να χρησιμοποιήσουν την Ιερή Σφραγίδα».

«Και αυτό σημαίνει;» ρώτησα ανυπόμονη. Ο Κάιν φαινόταν πως δεν ήθελε να μιλήσει για αυτό, μα η συζήτηση αφορούσε εμένα. Δεν μπορούσε να την αποφύγει.

«Αν την χρησιμοποιήσουμε, μπορεί να πεθάνεις».

Είχα ζητήσει να με αφήσουν μόνη μου για λίγο και βρήκα την ευκαιρία να περπατήσω και να χαθώ σε ένα άγνωστο βασίλειο. Το παλάτι φαινόταν από μακριά και έτσι δε θα είχα ιδιαίτερο πρόβλημα να κατατοπιστώ. Περνούσα από πάγκους γεμάτα ξένα σε εμένα εμπορεύματα μα τίποτα από αυτά δεν με έκανε να ξεχάσω. Ζαλισμένη ακόμα και με το κεφάλι μου γεμάτο διάσπαρτες σκέψεις και αναμνήσεις που δε μου ανήκαν, ξέφυγα από την στιγμιαία φρενίτιδα.

Ούτε η Κάλιντα πλέον δεν μου απαντούσε και αναρωτήθηκα αν ήταν θυμωμένη μιας και το σχέδιό της θα αποτύχαινε. Ή αν ήξερε ότι μπορεί να πέθαινα και εγώ μαζί της. Την χαροποιούσε αυτό;

Χώθηκα σε ένα στενάκι και άφησα τη δροσιά της σκιάς του να με αγκαλιάσει. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια μου και ελευθέρωσα εκείνο το καταραμένο που με έφερε ως εδώ. Τι και αν ήθελα να ζήσω. Τι και αν όσα έκανα τα είχα μετανιώσει. Τι και αν άλλαξα. Τι και αν δεν ήθελα να μείνω μόνη μου. Τι και αν ερωτεύτηκα.

Οι Γέροντες μας επιβεβαίωσαν ότι οι πιθανότητες να επιζήσω ήταν ελάχιστες. Ο Λαχάρ δεν ήθελε να ακούσει τίποτα και εξαφανίστηκε από τον Ιερό Ναό βρίζοντας κάτω από την ανάσα του. Τι και αν προσπάθησα να τον βρω. Να του μιλήσω. Να τον δω έστω και λίγο. Ίσως δεν μας έμενε πολύς χρόνος ακόμα. Ίσως....μα ίσως και να υπήρχε. Δεν τελείωσε τίποτα ακόμα. Δεν θα άφηνα την Κάλιντα να με σκοτώσει και να σπείρει το θάνατο ποτέ ξανά. Μα ποιον κορόιδευα;

Άφησα την πλάτη μου να γλιστρήσει πάνω στον τοίχο και έκατσα στο απαλό έδαφος. Έθαψα το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια μου και άφησα και άλλα δάκρυα να κυλήσουν μαζί με την απόγνωσή μου. Η Ιερή Σφραγίδα λοιπόν. Θα χρησιμοποιούσαμε το όπλο των τεσσάρων αρχηγών για να σφραγίσουμε την πύλη των νεκρών, ίσως, μαζί με εμένα.

Ξαφνικά κάτι έπεσε πάνω στο γοφό μου και αφού σκούπισα τα μάτια μου βιαστικά έστριψα να δω τι ήταν. Μια μικρή μπάλα φτιαγμένη από στομάχι ζώου με είχε ακουμπήσει και σιγανά βήματα την ακολούθησαν. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά για να δω ένα μικρό κοριτσάκι με καφετιά έντονα μάτια να με κοιτάζει περίεργο. Δεν ήταν πάνω από δέκα έτη.

Μου χαμογέλασε και ύστερα φώναξε κάτι στη γλώσσα της πάνω από τον ώμο της. Κάποιος της απάντησε και η φωνή εκείνη μου ακούστηκε πολύ οικεία και ζεστή. Σα να την είχα ξανακούσει κάπου. Σηκώθηκα όρθια και τίναξα τις σκόνες από πάνω μου. Μόλις ίσιωσα τον κορμό μου ετοιμάστηκα να φύγω μα τότε είδα τον άντρα πίσω από το μικρό κορίτσι.

Τα γόνατά μου λύθηκαν και το στομάχι μου βούλιαξε στη θέση του. Ακούμπησα τον τοίχο δίπλα μου προσπαθώντας να στηριχτώ. Ο άντρας μας πλησίασε και όταν με είδε καλύτερα το πλατύ του χαμόγελο έδωσε την θέση του σε ένα μισάνοιχτό από την έκπληξη στόμα. Συνοφρυώθηκε και τα μάτια του, εκείνα που έμοιαζαν τόσο με τα δικά μου, δεν κοιτούσαν πουθενά αλλού. Πάλεψε με τα δάκρυα που τόλμησαν να σχηματιστούν στη βάση των ματιών του και άπλωσε το χέρι του προς εμένα, μαζεύοντάς το την επόμενη κιόλας στιγμή.

Οι ανάσες μου έγιναν πιο γρήγορες και μερικές ακόμα δροσερές σταγόνες κύλησαν στα μάγουλά μου. Άνοιξα το στόμα μου και πήρα μια βαθιά ανάσα πριν την αφήσω να βγει απότομα.

«Πατέρα...;».


Ella Sarlot