Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 41 - Χάθηκε)

Ξύπνησα με το κεφάλι μου κολλημένο στο ξύλινο έδαφος. Η στάχτη και η μυρωδιά της φωτιάς έτσουζαν τα μάτια μου και έπνιγαν τους πνεύμονές μου. Στηρίχθηκα στα χέρια μου και προσπάθησα να διώξω τη θολούρα από τα μάτια μου. Τα μάτια μου... Αμέσως, ενστικτωδώς έφερα την παλάμη μου στο αριστερό μου μάτι. Η καλύπτρα έλειπε.

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και προσπαθούσε να ξεπεράσει τον θόρυβο της φωτιάς. Που βρισκόμουν; Κοίταξα γύρω μου βιαστικά μα ακόμη δεν έβλεπα καλά. Σηκώθηκα όρθια με δυσκολία. Πώς βρέθηκα εδώ; Πριν μαυρίσουν όλα βρισκόμουν στη μικρή μου φυλακή. Ουρλιαχτά και φωνές έρχονταν από έξω. Έκανα ένα βήμα πίσω για να πέσω πάλι στο έδαφος σκοντάφτοντας πάνω σε κάτι βαρύ. Έτριψα τα μάτια μου δυνατά. Τα άνοιξα και δεν κατάφερα να κρατήσω μια απελπισμένη κραυγή. Μπροστά στα μάτια μου κειτόταν ο πατέρας μου. Ακίνητος. Νεκρός, με τα μάτια του στραμμένα σε εμένα, τον λαιμό του γυρισμένο σε αφύσικη γωνία και σφαγμένο.

«Όχι… Όχι, όχι, όχι...» μουρμούρισα γρήγορα και έφερα τα τρεμάμενα χέρια μου μπροστά μου, πλησιάζοντας το νεκρό του σώμα. Τα τρεμάμενα, γεμάτα αίμα χέρια μου. Σύρθηκα προς τα πίσω γρήγορα. Δεν μπορεί. Δεν το έκανα εγώ αυτό. Είμαι κλειδωμένη στο δωμάτιο, δεν βγήκα από εκεί. Έκλεισα τα μάτια μου, προσπαθώντας να φύγω από αυτόν τον εφιάλτη. Μα μια λεπτή φωνή, γεμάτη παράπονο και λειψή ανάσα με ανάγκασε να ξυπνήσω στον ίδιο εφιάλτη.

Έστριψα στα δεξιά και είδα την Σαμάλ να σέρνει με κόπο το κορμί της προς ένα άλλο μικρό κουφάρι. Την Καλίμ. Την μικρή, γλυκιά Καλίμ. Την αδελφή μου.

Οι ανάσες μου έγιναν πιο βίαιες, πιο γρήγορες και πιο τακτές. Ήθελα να ουρλιάξω μα δεν μπορούσα. Ήθελα να μιλήσω, να την βοηθήσω μα δεν μπορούσα. Η Σαμάλ άφησε το κεφάλι της να πέσει στο πλάι και με κοίταξε με δακρυσμένα μάτια.

«Γιατί;» ρώτησε στη γλώσσα μου πριν ένας μεγάλος καιόμενος πάσσαλος πέσει επάνω της και την αποτελειώσει. Η άλλη άκρη του μεγάλου ξύλου έθαψε από κάτω της το μικρό κορμάκι της Καλίμ. Σηκώθηκα όρθια μα τα γόνατά μου δεν με κρατούσαν και έπεσα με φόρα κάτω. Τα δάκρυά μου ξεχύθηκαν άπλετα από τα μάτια μου.

Η θολούρα, σκέφτηκα, είναι αλμυρή. Έτσι γονατιστή πλησίασα τον νεκρό μου πατέρα και τον πήρα στην αγκαλιά μου κουνώντας τον σαν μωρό, προσεκτικά μη μου πέσει.

«Τι έκανα; Τι έκανα;» ρώτησα και καμιά απάντηση δεν ακούστηκε.

Τα αναφιλητά μου έφρασσαν τον λαιμό μου και δεν με άφηναν να ανασάνω. Ίσως με σκότωναν μια ώρα αρχύτερα. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα τον θάνατο. Οι πρώτες γλώσσες της φωτιάς με άγγιζαν προσπαθώντας να γευτούν έστω και λίγο από το χάος μου, λίγη από την θλίψη μου. Να με καταβροχθίσουν ολόκληρη. Ποιο το νόημα πια;

Άνοιξα τα μάτια μου απότομα και τα χέρια μου πετάχτηκαν μπροστά επιτρέποντας στις αλυσίδες να ηχήσουν κουδουνιστά. Είχα επιστρέψει στο δωμάτιο; Έβλεπα ένα όνειρο. Ήταν ένα όνειρο μόνο. Ξεφύσησα ανακουφισμένη και έριξα το κεφάλι μου πίσω.

Δυο χέρια απλώθηκαν γύρω από το λαιμό μου και άρχισαν να με σφίγγουν δυνατά. Τα μάτια μου τρεμόπαιξαν στο σκοτάδι μα δεν έβλεπαν τίποτα. Μόνο την απόλυτη μαυρίλα. Έφερα τα χέρια μου στο λαιμό μου μα δεν έπιασα τίποτα, παρά αέρα. Το σφίξιμο έγινε πιο γερό, πιο επιτακτικό.

«Νόμιζες πως γλίτωσες από εμένα, Αλιάνα;» ψιθύρισε μια γνώριμη φωνή στο αυτί μου. Η φωνή εκείνης. Της μητέρας μου «Μαζί θα είμαστε, Αλιάνα. Μαζί για μια ζωή. Ή να πω για όλη την αιωνιότητα; Θα ακολουθήσεις την μητέρα σου λατρεμένο μου παιδί. Μαζί θα καούμε. Όπως έκαψες τον πατέρα σου. Έπρεπε να το είχες κάνει νωρίτερα. Νόμιζες πραγματικά πως ήθελε να ξεκινήσετε μια νέα οικογένεια;».

Δάκρυα μαζεύτηκαν ξανά στα μάτια μου και τα χέρια μου πάλευαν να βρουν εκείνα που κρατούσαν τον λαιμό μου. Προσπαθούσα να πάρω κανονικές ανάσες μα δεν τα κατάφερνα. Σε λίγο θα μου τελείωνε ο αέρας

«Γιατί παλεύεις, μικρό μου παιδί; Δεν έχεις τίποτα άλλο για να παλέψεις. Έλα με τη μανούλα».

Τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν και ο πόνος να γίνεται πιο γλυκός, σχεδόν τον προσκαλούσα να με βγάλει από το μαρτύριο.

Ένα δυνατό χαστούκι με έβγαλε από τον ύπνο μου. Το σώμα μου τινάχτηκε ξαφνιασμένο και τα μάτια μου βάλθηκαν να ελέγξουν το χώρο. Μια σκιά βρισκόταν μπροστά μου και με κρατούσε από το λαιμό. Έφερα τα χέρια μου μπροστά για να σπρώξω τη μορφή, μα ήταν εντελώς αδύναμα.

«Ήρθε η ώρα γλυκιά μου» είπε με ήρεμη φωνή ο σύμβουλος Άριμαν. Επιτέλους θα λυτρωθείς.

«Τι... Τι έγινε; Πόση ώρα κοιμάμαι;» ρώτησα περίεργη και ακόμα χαμένη στις αναμνήσεις μου. Ήταν όλα τόσο ζωντανά. Ονειρευόμουν; Ή έγιναν όλα αυτά τα πράγματα; Αν είχα σκοτώσει την οικογένειά μου... Αν τους είχα... σκοτώσει. Έπιασα τον σύμβουλο από τον πλούσιο μανδύα του.

«Η οικογένειά μου; Η οικογένεια του Χακάν; Ζει;» τον ρώτησα, τρέμοντας να ακούσω την απάντηση.

Ο σύμβουλος τίναξε τα χέρια μου μακριά και κρύφτηκε στις σκιές «Η οικογένειά σου; Α... Ναι... Νομίζω κάπου άκουσα πως κάηκαν. Κρίμα δεν είναι;» απάντησε ο σύμβουλος και θα ορκιζόμουν πως μπορούσα να τον δω που χαμογελούσε.

«Κ-Κάηκαν; Μα αυτό ήταν στο όνειρό μου. Όχι...» έπεσα με φόρα στο έδαφος, χτυπώντας τα γόνατά μου και πληγώνοντάς τα. Τρελαινόμουν. Ήταν και αυτό ένα παιχνίδι του μυαλού μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να είχα καταφέρει να βγω από εδώ μέσα και να πάω στην πόλη. Ναι, αυτό ήταν. Ο σύμβουλος έπαιζε μαζί μου. Μου έλεγε ψέματα.

Αγκάλιασα τον εαυτό μου και προσπάθησα να ηρεμήσω το τρέμουλό μου. Ήθελα να δω τον Λαχάρ. Γιατί δεν ήρθε εκείνος να με πάρει; Ένα λεπτό γελάκι ξέφυγε από τα χείλη μου. Μήπως είχα σκοτώσει και εκείνον; Το γέλιο μου έσκισε τη σιωπή και με έκανε να ανατριχιάσω. Ποια ήμουν;

Ο σύμβουλος γονάτισε μπροστά μου και άφησε το λιγοστό φως του δαυλού να φωτίσει την σκιά του.

«Είσαι η κόρη μου».

Δυο φρουροί με πέταξαν μέσα σε μια άμαξα με τις αλυσίδες ακόμη φορεμένες και το κεφάλι μου σκεπασμένο. Δεν έπρεπε η Κάλιντα να δει το μέρος που θα μας πήγαιναν. Διακυβεύονταν πολλά για να μείνω ελεύθερη.

Κάλιντα...

Κάλιντα. Το όνομα ήταν γνωστό. Δεν μπορούσα να θυμηθώ από πού το ήξερα.

Χτυπούσα ρυθμικά τα πόδια μου στην άμαξα και σφύριζα ένα σκοπό που μου τραγουδούσε η μητέρα μου πριν κοιμηθώ. Την αγαπούσα τη μητέρα μου και ήθελα πολύ να την δω ξανά. Μετά από το ταξίδι μας, θα πήγαινα στην Σεβέλ να την επισκεφτώ. Θα της έλεγα και για τον πατέρα. Πώς τον δολοφόνησα μαζί με την νέα του οικογένεια. Αυτό θα ήταν μια πολύ καλή πρόποση στον Σαπιοδόντη.

«Στην υγειά του Ράμα!» αναφώνησα τρομάζοντας τους συνοδούς μου στην άμαξα.

Ένα μικρό χτύπημα στο παράθυρο της άμαξας διέκοψε το γέλιο μου.

«Αλιάνα, είσαι καλά; Προσπάθησα να τους πω να σου βγάλουν το κάλυμμα από το κεφάλι μα είναι για τη δική σου ασφάλεια. Με συγχωρείς» απολογήθηκε ο Λαχάρ. Η ζεστή του φωνή έριξε ένα πέπλο πάνω μου. Πού ήμουν ακριβώς; Κινούμουν; Μέσα σε άμαξα;

«Ε... Ναι, δεν πειράζει. Εξάλλου σε λίγο θα είμαι ελεύθερη. Έτσι δεν είναι;» ρώτησα σχεδόν χαρούμενη. Ποιος έλεγε αυτές τις κουβέντες; Δεν ήμουν εγώ.

«Ναι... Αλιάνα, μετά από την τελετή και αν όλα πάνε καλά, θέλω να σου μιλήσω για κάτι σημαντικό».

Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα γελάκι.

«Ακούγεσαι πολύ επίσημος. Θα δεις. Οι πιθανότητες μπορεί να μην είναι υπέρ μας, μα υπάρχει ακόμη ελπίδα. Μετά μπορείς να μου πεις ό, τι θες. Θα έχουμε μια ζωή μπροστά μας».

Ο Λαχάρ γέλασε και ύστερα χαμήλωσε τη φωνή του.

«Ανυπομονώ για αυτή τη ζωή»

Η άμαξα σταμάτησε και οι φρουροί με κατέβασαν από αυτήν με προσοχή. Για κάποιο λόγο με φοβούνταν. Προχωρήσαμε για αρκετή ώρα μα ύστερα από λίγο μπήκαμε σε έναν κλειστό χώρο με αρκετό κρύο και υγρασία. Βρισκόμασταν κάτω από τη γη;

Ανέβηκα μερικά σκαλοπάτια και οι φρουροί με έβαλαν να κάτσω σε κάποιου είδους κάθισμα και μετά να γείρω πίσω και να ξαπλώσω. Τα χέρια μου απλώθηκαν δεξιά και αριστερά μου και οι αλυσίδες δέθηκαν σφιχτά.

Την απόλυτη σιωπή έσπαγε η καρδιά μου που χτυπούσε δυνατά και ξέφρενα. Σε λίγο θα ήμουν ελεύθερη. Θα αποχωριζόμουν την Κάλιντα μια για πάντα και θα την έστελνα πίσω, στον Κάτω Κόσμο, εκεί που ανήκε. Το κάλυμμα έφυγε από το κεφάλι μου και τα μάτια μου προσπάθησαν να συνηθίσουν το σκοτάδι και τις γαλάζιες φλόγες που έγλειφαν την υγρή πέτρα. Βρισκόμασταν μέσα σε ένα σπήλαιο.

Κοίταξα γύρω και κάτω μου. Η Κάλιντα ούρλιαξε μέσα μου τόσο δυνατά που δεν κατάφερα να κρατήσω τις δικές μου κραυγές. Το σώμα μου τινάχτηκε και η πλάτη μου σχημάτισε τόξο, ενώ προσπαθούσα να βγάλω τα χέρια μου από τις αλυσίδες, πληγώνοντάς τα με το έντονο τράβηγμα. Η Κάλιντα μέσα μου φώναζε να φύγω μακριά και να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ήθελε να καταλάβει το σώμα μου μα κάτι δεν την άφηνε, παρόλο που η καλύπτρα δεν έκρυβε το μάτι μου.

«Τι συμβαίνει;!» φώναξα ενώ το σώμα μου τιναζόταν βίαια.

«Τι γίνεται; Σύμβουλε Άριμαν;» ζήτησε το λόγο ο Λαχάρ ανήσυχος «Τι έχει;».

Η σιχαμένη φωνή του σύμβουλου έφτασε στα αυτιά μου:

«Είναι η αντίσταση που προβάλει η ψυχή αγαπητέ πρίγκιπα. Δεν είναι κάτι ανησυχητικό. Σύντομα θα τελειώσουν όλα» Ύστερα η γλοιώδης του ανάσα ακούμπησε το μάγουλό μου. «Ησύχασε γλυκό μου παιδί. Σύντομα θα είσαι μαζί μας».

Ένα μικρό γελάκι ακούστηκε μέσα μου και κατάλαβα πως ήταν το δικό της. Έκλεισα για λίγο το ακάλυπτο μάτι μου. Η Κάλιντα χτυπούσε μέσα μου με δύναμη και το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει από την πίεση.

«Φύγε μακριά μου!» ούρλιαξε, μα η φωνή της βγήκε από το δικό μου στόμα. Ο σύμβουλος πετάχτηκε όρθιος και κατέβηκε λίγα σκαλοπάτια.

«Οι ιερείς να πάρουν την θέση τους απέναντι από τους Γέροντες!» διέταξε.

«Όχι...Όχι! Λαχάρ... Λαχάρ, μην τον αφήσεις να το κάνει! Ο Σύμβουλος... Δεν-» προσπάθησε να πει η Κάλιντα από μέσα μου, μα μια άλλη φωνή μας έκανε να ουρλιάξουμε από τον πόνο που μας προκαλούσε. Ήθελε να σωπάσουμε. Και τότε κατάλαβα.

Ο σύμβουλος. Ο σύμβουλος Άριμαν.

Μια γαλάζια λάμψη απλώθηκε στο χώρο και ξαφνικά τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν.

«Λαχάρ...» ψέλλισα «Ο σύμβουλος είναι...».

Τα λόγια μου διακόπηκαν από τον χαλαρό ύμνο που άρχισε να τραγουδά ο σύμβουλος Άριμαν. Η τελετή ξεκινούσε. Σταδιακά το πάτωμα γύρω μου και φωτιζόταν. Γράμματα και σύμβολα χαράσσονταν στους τοίχους. Όταν ο χώρος πνίγηκε στο μαγευτικό γαλάζιο, άρχισαν να ακολουθούν το παράδειγμα του Άριμαν και οι τέσσερις ιερείς. Η λάμψη δεν άργησε να με πλησιάσει και να αρχίσει να ανεβαίνει το κορμί μου και να δένεται πάνω του σαν κισσός. Ένιωθα περίεργα. Μια ζέστη και μια κρύο.

Μόλις το φως έφτασε στην καρδιά μου, πόνεσα, αλλά ο πόνος δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτόν του ματιού μου. Νόμιζα πως κάτι το έβγαλε από την κόγχη του ξανά και ξανά, Ούρλιαξα και προσπάθησα να ελευθερωθώ από τα δεσμά μου. Ο Λαχάρ φώναξε το όνομά μου, μα ο σύμβουλος τον διέταξε να σωπάσει. Οι χτύποι της καρδιάς μου έφταναν σε κάθε άκρο του σώματός μου και έτρεμα ολόκληρη. Είχα πάρει φωτιά και το κεφάλι μου πήγαινε να γίνει κομμάτια. Τι μου συνέβαινε; Κάποιος να με βοηθήσει! Καίγομαι. Κάποιος!

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και έμεινα να κοιτάζω την οροφή. Το φως είχε φύγει από το χώρο και το σώμα μου ηρέμησε. Πλέον ένιωθα καλύτερα. Καλύτερα από πριν. Έπιασα την καρδιά μου που συνέχιζε να χτυπά δυνατά και την διέταξα να ηρεμήσει. Σηκώθηκα αργά-αργά όρθια και κοίταξα τριγύρω μου. Οι αλυσίδες έπεσαν από τα χέρια μου. Που είχαν πάει όλοι; Γιατί δεν έβλεπα κανένα;

«Λαχάρ;» φώναξα, καλώντας τον «Κάιν; Πού είστε όλοι;».

«Δεν είναι κανείς εδώ» απάντησε μια γνώριμη φωνή.

Γύρισα γρήγορα πίσω μου και είδα την Κάλιντα, την γνώριμη γαλάζια φιγούρα να περιβάλλεται από καπνό και να χαμογελά θλιμμένη.

«Τι εννοείς; Πού πήγαν; Και γιατί είσαι εσύ έξω;»

Η Κάλιντα κάγχασε και στήριξε το κεφάλι της στα ακροδάχτυλά της.

«Αλιάνα, πραγματικά πίστεψες ότι υπήρχε πιθανότητα να χωριστούν οι ψυχές μας; Η ψυχή σου, είναι ένα απόσπασμα από την ολοκληρωμένη δικιά σου. Είσαι η μισή μέσα στο κορμί σου. Αν είχες ολόκληρη την οντότητά σου, δε θα μπορούσα να κατοικήσω μέσα σου. Και αν δεν την είχες καθόλου, το σώμα σου θα αρρώσταινε και θα σάπιζε χωρίς κάποιο ζωντανό να την κατοικεί. Αλιάνα, χάσαμε αυτόν τον αγώνα. Ο πατέρας μου ήταν ζωντανός όλα αυτά τα χρόνια. Δεν περίμενα πως θα ήταν αυτός».

«Όχι...» ψέλλισα και έκανα λίγα βήματα πίσω «Λαχάρ! Λαχάρ, πού είσαι; Μίλησέ μου!» φώναξα στο κενό μπροστά μου.

«Ο Λαχάρ σου, ακόμη τραγουδά για την επιστροφή μου, Αλιάνα. Αυτή τη στιγμή, αποχωρίζεσαι το σώμα σου και το αφήνεις σε εμένα. Η τελετή ήταν ένα ψέμα. Μια δικαιολογία. Οι Γέροντες δεν είναι αυτοί που όλοι νομίζουν. Είναι οι πρώτοι Θεοί. Οι κατάρες του θανάτου».

«Δεν γίνεται!» ξέσπασα «Έχω τόσα πολλά να κάνω ακόμη! Δε γίνεται να πεθαίνω! Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Όχι!».

«Μου θυμίζεις τον εαυτό μου, τόσο πολύ. Είχα τόσα πολλά να ζήσω και μου τα κατέστρεψαν όλα. Μου πήραν τα πάντα».

Όρμησα κατά πάνω της με το στιλέτο μου. Το μόνο που κατάφερα ήταν να σκίσω τον καπνό της στα δύο. Μα συνέχισα να την χτυπάω μανιωδώς, ουρλιάζοντας σε κάθε χτύπημα. Μου έπαιρνε τα πάντα. Και ο καπνός γύρω μου φούντωνε όλο και περισσότερο. Πριν κατεβάσω για άλλη μια φορά το στιλέτο, το χέρι μου πιάστηκε στον αέρα από εκείνη. Ήρθε μπροστά μου και αιωρούμενη, έπιασε το πιγούνι μου στα δάχτυλά της.

«Ω, γλυκιά μου, δεν ήθελα να καταλήξεις έτσι. Ήθελα να ζήσεις. Να καταφέρεις να με νικήσεις και να επιβιώσεις. Να συνεχίσεις την ζωή σου με όλα αυτά που θα ήθελα να έχεις. Σε μεγάλωσα σαν κόρη μου. Σαν την κόρη που δεν είχα. Σου έχω πει ποτέ την ιστορία μου;» και με αυτήν της την ερώτηση, μνήμες άρχιζαν να κατακλύζουν το μυαλό μου και περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου.

Μνήμες από ένα αρχαίο χωριό και έναν αρχαίο λαό. Ένας άντρας με μακριά εβένινα μαλλιά, ένα μωρό. Και αίμα. Αίμα, πολύ αίμα. Θυσίες. Μαύρες ψυχές. Τρέξιμο, αγωνία, προσευχές. Προδοσία.

Και η εικόνα άλλαξε, περπατούσα σε ένα χιονισμένο δρόμο, ξυπόλητη και από τα χέρια μου έρεε σκούρο το αίμα και έπεφτε στο χιόνι, βάφοντάς το πορφυρό. Οι πατούσες μου άφηναν ματωμένα αποτυπώματα πίσω τους και δεξιά και αριστερά τα θύματα έπεφταν από τον ουρανό και στοιβάζονταν σε μια ευθεία. Τα γόνατά μου λύγισαν και έπεσα στο κρύο έδαφος. Αγκάλιασα με τα χέρια μου τον εαυτό μου και ένιωσα τα μπράτσα μου να κολλάνε από το αίμα. Τα πτώματα συνέχισαν να στοιβάζονται, σε ένα κύκλο γύρω μου, αυτή τη φορά. Η ανάσα μου έγινε πιο γρήγορη και τα μάτια μου δάκρυσαν. Η μόνη ζεστασιά που με διαπερνούσε ήταν οι καυτές σταγόνες που έρρεαν στα μάγουλά μου. Έσκυψα το κεφάλι μου προς τα κάτω και τα δάκρυα έπεσαν στο χιόνι, λιώνοντάς το, αργά-αργά, κομμάτι-κομμάτι. Ένα χέρι βγήκε από το λιωμένο χιόνι και το ακολούθησε και άλλο ένα. Έπεσα προς τα πίσω και κοιτούσα τρομοκρατημένη αυτό που έβγαινε μέσα από το χιόνι. Στήριξε τα χέρια του στο έδαφος και με μια κίνηση έβγαλε το εγκλωβισμένο κορμί του από μέσα. Τα μαλλιά της γυναίκας έπεφταν μπροστά της και όταν σήκωσε το κεφάλι της, με κοίταξε και χαμογέλασε στέλνοντας ρίγη στο σώμα μου. Η μητέρα μου άρχισε να γελά φρενιασμένη και έτρεξε καταπάνω μου, αρπάζοντας το πρόσωπό μου στα χέρια της. Όλο της το σώμα ήταν παγωμένο και μια παχιά κόκκινη γραμμή στόλιζε το λαιμό της. Η γνώριμη εκείνη πληγή. Την κοιτούσα με γουρλωμένα μάτια. Φωνή δεν έβγαινε από μέσα μου. Όλες οι λέξεις είχαν κολλήσει στο λαιμό και με έπνιγαν.

«Δεν σου έφτανα εγώ, Αλιάνα; Ήθελες να σκοτώσεις και τον πατέρα σου; Δεν σου άρεσε που σε παρατήσαμε και οι δύο; Γιατί τον σκότωσες; Ήταν τόσο χαρούμενος μακριά σου. Όλοι ήμασταν! Η οικογένειά του τι έφταιγε, αγάπη μου; Σου άρεσε όπως κοβόταν το νεανικό δέρμα; Σου άρεσε να τους βλέπεις να καίγονται; Πώς ένιωθες Αλιάνα; Πες στη μανούλα. Μίλα καταραμένο παιδί. Έπρεπε να σε είχα αφήσει πεθαμένη τότε, σιχαμένο πλάσμα!» ούρλιαξε και έπεσε κατά πάνω μου, διαλυόμενη σε ένα σκούρο καπνό, που με έπνιξε και άρχισα να βήχω και να κλαίω ξανά.

Μύριζα φωτιά. Το γέλιο παιδιού χτύπησε τα αυτιά μου και στο οπτικό μου πεδίο, όρμησε ένα πιτσιρίκι. Ήταν κατάμαυρο και σε μερικά σημεία, το δέρμα του ήταν λιωμένο, ενώ αλλού έσταζε στο έδαφος. Σταμάτησε να παίζει και να γελά και γύρισε να με κοιτάξει. Τσίριξα από το φόβο μου. Το πρόσωπό του δεν είχε χαρακτηριστικά. Ήταν λιωμένα σε μια μάζα συγκεντρωμένη στη μέση του προσώπου του. Ένα χέρι ήρθε και ακούμπησε στον ώμο μου και τινάχτηκα στην αντίθετη κατεύθυνση. Ο πατέρας μου με κοιτούσε στοργικά και χαμογελούσε. Ξαφνικά άρχισε να βήχει και το στόμα του πλημμύρισε με αίμα που άρχισε να χύνεται στο χιόνι, το οποίο είχε βαφτεί εντελώς κόκκινο και σε ορισμένα σημεία έκανε λιμνούλες. Τα μάτια μου είχαν μείνει σε μια μόνιμη έκφραση έκπληξης, φόβου και τρόμου, γουρλωμένα να κοιτάζουν τα γνώριμα πρόσωπα που περνούσαν από μπροστά τους.

«Γιατί εμένα;» με ρώτησε ανάμεσα στους λυγμούς του «Τι σου έφταιξα; Τι έκανα για να με μισείς τόσο που να με σκοτώσεις; Γιατί εκείνους; Έκανα μια νέα αρχή, Αλιάνα. Γιατί με κατέστρεψες; Γιατί με σκότωσες;» φώναξε χτυπώντας το στήθος του και στέλνοντας περισσότερο αίμα στο κρύο έδαφος και απλώνοντας περισσότερο μαύρο καπνό γύρω μας.

Μια γυναικεία φιγούρα σχηματίστηκε από αυτόν και έκατσε δίπλα του, ακουμπώντας τον ελαφρά στο μπράτσο. Η γυναίκα γύρισε και με κοίταξε, χαμογέλασε πικρά και τράβηξε τον πατέρα μου προς το παιδί τους. Όσο περπατούσαν, σιγά-σιγά, το δέρμα τους καιγόταν και άλλαζε χρώμα, γινόταν πιο σκούρο, έλιωνε και παραδιδόταν στο μαύρο της φλόγας.

Εγώ στη μέση του κύκλου, έφερα τα γόνατά μου στο σώμα μου και τα έδεσα με τα χέρια μου, πάνω μου. Δεν σκεφτόμουν, δε μιλούσα, δεν ήξερα τι να κάνω. Ξαφνικά ένας γδούπος με ανάγκασε να κοιτάξω δίπλα μου. Ο νεκρός μου πατέρας κειτόταν στα δεξιά μου, και τα μάτια του παγωμένα με την έκφραση του τρόμου και του πόνου, με κοιτούσαν. Και άλλοι γδούποι ακούστηκαν. Τα σώματα της νέας του, νεκρής, οικογένειας έπεσαν γύρω μου. Ο κλοιός έσφιξε και δεν είχα άλλο χώρο για μένα. Τα σώματα συνέχιζαν να πέφτουν γύρω μου, ώσπου ένα έπεσε πάνω μου. Ο Ματωμένος Τζάκ με κοίταξε και χαμογέλασε. Προσπάθησα να βγω από κάτω του, μα ήταν πολύ βαρύς. Ο Σαπιοδόντης ήταν ο επόμενος που πλάκωσε τα πόδια μου. Ανέπνεε βαριά και με πολύ προσπάθεια. Σύρθηκε με κόπο προς τον άνω κορμό μου και τραβήχτηκα να απομακρυνθώ από κοντά του. Μάταια. Έπιασε την μέση μου και προσπάθησε να με φέρει κοντά του. Μέχρι να πέσει πάνω του το κορμί της μητέρας μου και να μείνει το χέρι του μετέωρο. Το βάρος που μαζευόταν ήταν πολύ και ένιωθα να ασφυκτιώ. Η μητέρα μου με κοίταξε με λατρεία και ακούμπησε το μάγουλό μου, χαϊδεύοντας το απαλά.

«Λατρεμένο μου παιδί, τώρα θα έρθεις μαζί μας».

Το τελευταίο μου ουρλιαχτό, πνίγηκε από τα επόμενα πτώματα που μας έθαψαν σε ένα κύκλο βασανισμένων ψυχών. Χάθηκα.

Άνοιξε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα και ύστερα και άλλες και άλλες, ώσπου άρχισε να αναπνέει κανονικά. Κοιτούσε γύρω της και δε μπορούσε να φανταστεί αυτό που είχε μόλις γίνει. Σηκώθηκε γρήγορα όρθια και έπεσε παραπατώντας στο έδαφος, νιώθοντας λίγο ζαλισμένη. Οι λάμψεις είχαν χαθεί και οι ύμνοι είχαν σταματήσει. Κοίταξε τα χέρια της και δεν μπορούσε να το πιστέψει.

Είχε κερδίσει. Ήταν ελεύθερη.

Ο Λαχάρ έτρεξε καταπάνω της και την αγκάλιασε σφιχτά, λύνοντας τις αλυσίδες.

«Αλιάνα! Τα καταφέραμε! Είσαι ελεύθερη πλέον!» της ψιθύρισε και ένιωσε τη θέρμη του σώματός του να την κατακλύζει. Του επέστρεψε την αγκαλιά και ανέπνευσε το άρωμά του. Οι αισθήσεις της είχαν ξυπνήσει και ένιωθε πιο ζωντανή από ποτέ. Τα δάκρυά της δεν έλεγαν να σταματήσουν να καίνε το πρόσωπό της.

Η Αλιάνα...

Ο Λαχάρ την άφησε από την αγκαλιά του και της ανασήκωσε το πιγούνι. Μόλις την είδε, έκανε λίγα βήματα πίσω τρομαγμένος.

«Όχι... Δεν μπορεί» δήλωσε φοβισμένος.

Τα γαλάζια μάτια της Κάλιντα κάρφωσαν τον πρίγκιπα της Ινάλ.

«Η Αλιάνα χάθηκε...»


Ella Sarlot