Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 42 - Για τώρα και για πάντα)

Ο Λαχάρ την κοιτούσε μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Κάποιος τον κορόιδευε. Κάποιος έπαιζε μαζί τους. Ίσως ζούσε έναν εφιάλτη. Η Αλιάνα του. Η Αλιάνα είχε χαθεί; Την είχε χάσει; Την πήραν μακριά του; Μα η τελετή. Γύρισε αμέσως προς το μέρος του συμβούλου Άριμαν. Ο σύμβουλος του ανταπέδωσε το βλέμμα μαζί με ένα στραβό χαμόγελο που μετατράπηκε σε ένα βαθύ και συρτό γέλιο, ικανό να στοιχειώσει και την πιο δυνατή ψυχή.
«Ανόητοι θνητοί!» φώναξε και άπλωσε τα χέρια του σα να προσπαθούσε να αγκαλιάσει κάτι που οι υπόλοιποι δεν έβλεπαν. Ο χώρος είχε παγώσει και αρκετά σπαθιά βγήκαν από το θηκάρι τους απειλώντας τον σύμβουλο. Ήξεραν ότι κάτι πήγε στραβά και γύρισαν στους Γέροντες να ζητήσουν βοήθεια. Μια βοήθεια που δεν θα τους έδιναν.

Μια παχιά σκούρα ομίχλη απλώθηκε στο έδαφος, σχεδόν κρύβοντάς το. Τα μαλλιά των Γερόντων έπεσαν σαν άρρωστα κάτω, ενώ εκείνοι τα τραβούσαν με τα σιχαμένα τους νύχια από το κεφάλι τους. Ένας κρότος, σα σπασμένο μπουκάλι, ήχησε στο σπήλαιο και τα κεφάλια των Γερόντων άνοιξαν στα δύο για να ξεχυθεί από μέσα τους η γλοιώδης μαύρη ομίχλη που τους κάλυψε και περιέβαλε σα μανδύας το άμορφο πρόσωπό τους. Και περίμεναν υπομονετικά.

Είχαν παγιδευτεί μέσα εκεί με τον ίδιο τον Θάνατο. Η Κάλιντα με γουρλωμένα μάτια δεν τόλμησε να κοιτάξει πίσω της. Ήξερε ποιοι ήταν αυτοί. Σήκωσε το βλέμμα της στον σύμβουλο και τον παρατήρησε καλύτερα. Ήταν ο μόνος που δεν είχε μπορέσει να διαβάσει. Κάθε φορά που έμπαινε στο μυαλό του, έβλεπε τις δικές τις αναμνήσεις να καθρεφτίζονται στο κενό του βλέμμα. Την είχε αποκαλέσει κόρη του. Η ανάσα της πιάστηκε στους κουρασμένους πνεύμονές της, όταν τα χαρακτηριστικά του άλλαξαν. Το γερασμένο του πρόσωπο, το γεμάτο ρυτίδες και βαθιές λακκούβες κάτω από τα μάτια του. Τα μακριά ασημένια του μαλλιά έπεφταν γύρω του σα δίχτυα έτοιμα να κατασπαράξουν κάθε ίχνος ζωής. Είχε γυρίσει πίσω. Εκείνος ήταν. Αυτός τα προκάλεσε όλα.

Τα μάτια της βούρκωσαν και ετοιμάστηκε να ουρλιάξει. Και ούρλιαξε. Όχι από θλίψη, αλλά από μίσος. Χωρίς να χάσει καιρό έβγαλε από το θηκάρι της την πολύτιμη βελόνα και όρμησε εναντίον του χωρίς να σκέφτεται τίποτα άλλο εκτός από τον θάνατό του. Διαλύθηκε μέσα στην γαλάζια της σκόνη και του επιτέθηκε σκίζοντας το μάγουλό του. Μα ο Ράμα δεν κουνήθηκε από την θέση του. Αντίθετα γύρισε αργά το κεφάλι του να την κοιτάξει και πριν εκείνη προλάβει να αντιδράσει, την είχε πιάσει από το λαιμό και την σήκωσε στον αέρα πνίγοντάς την.

«Αυτό είναι το ευχαριστώ στον πατέρα σου;» την ρώτησε με γλυκιά φωνή. Τόσο γλυκά αρρωστημένη.

Η Κάλιντα τον κλότσησε και διαλύθηκε ξανά σαν ομίχλη, ξεφεύγοντας από το κράτημά του. Δεν ήξερε τι να κάνει, τι να πει. Ήταν όλα τόσο μπερδεμένα. Τον είχε σκοτώσει. Τον είχε δει να τον πλακώνουν τα βράχια μέσα στο ίδιο σπήλαιο που βρίσκονταν.

«Σύμβουλε! Απαιτώ μια εξήγηση!» φώναξε ο Κάιν και βγήκε μπροστά με το σπαθί του υψωμένο και βλέμμα απειλητικό.

Ο σύμβουλος κοίταξε τον ουρανό για μια στιγμή και ύστερα έγειρε το κεφάλι του στο πλάι «Πρίγκιπα Κάιν, τι ακριβώς δεν κατανοήσατε; Την ψεύτικη τελετή; Το πώς όλοι είστε τόσο ευκολόπιστοι και καταπίνετε κάθε πληροφορία που σας δίνεται δίχως να την ελέγξετε; Βασίλισσα Νάιδα, εντυπωσιάζομαι από την απόφασή σας να ακολουθήσετε τους ανθρώπους. Νόμιζα πως ήσασταν πιο έξυπνη από αυτούς, πιο υποψιασμένη».

Η Βασίλισσα των Ασράι σύριξε απειλητικά και τα χέρια της μετατράπηκαν σε μακριά και κοφτερά μαχαίρια «Μπορεί να μην εμπιστευόμουν τους ανθρώπους, μα υποσχέθηκα να μην αφήσω την πύλη των νεκρών να ανοίξει. Θα προστατεύσω το λαό μου με όποιο δυνατό τρόπο βρω. Ξεκινώντας από τον πιο γρήγορο».

Και με αυτά τα λόγια η βασίλισσα Νάιδα έφτασε την Κάλιντα. Πριν προλάβει να ανοιγοκλείσει τα μάτια της, η Ασράι είχε φέρει τα μαχαίρια στο στομάχι της, σχίζοντάς το ελαφρά. Η Κάλιντα κατάφερε να κάνει λίγα βήματα πίσω και τα μαχαίρια δεν βούλιαξαν στο κορμί της. Έφερε το χέρι της στην πληγή και σιγουρεύτηκε πως δεν ήταν επικίνδυνη. Ο Λαχάρ την ίδια στιγμή τράβηξε την βασίλισσα μακριά και κάλυψε με το σώμα του την Κάλιντα, προστατεύοντάς τη. Η Νάιδα πήρε στάση επιθετική.

«Πρίγκιπα Λαχάρ, θα σπάσετε την συμμαχία;» ρώτησε εκνευρισμένη και έκανε νόημα στους ακολούθους της να μείνουν στη θέση τους.

«Με αίμα την δέσαμε, με αίμα θα την λύσω αν χρειαστεί. Δε θα πειράξεις την Αλιάνα» απάντησε με φωνή σταθερή.

«Ξέρουμε και οι δυο μας ότι η Αλιάνα δεν κατοικεί στο σώμα της».

Ο Λαχάρ έσφιξε τη μαχαίρα του σφιχτά και ετοιμάστηκε για επίθεση

Ο βασιλιάς των Θραχάρ, μπήκε ανάμεσά τους προσπαθώντας να τους ηρεμήσει, ενώ ο βασιλιάς της Ινάλ δεν μπορούσε ακόμα να πιστέψει τι είχε μόλις γίνει. Πέρασε μπροστά από τα εμφύλια στρατόπεδα και έπεσε γονατιστός μπροστά στους αρχαίους θεούς των πνευμάτων.

«Ω, Γέροντες, τι συμφορά είναι αυτή;».

Με ένα ψίθυρο στην παλαιά γλώσσα ο σύμβουλος έδωσε την εντολή του. Η Κάλιντα δεν γύρισε έγκαιρα. Δεν κατάφερε να τον ειδοποιήσει. Την επόμενη στιγμή το κεφάλι του βασιλιά Χακίμ Ελ Αμίν χωρίστηκε από το υπόλοιπο σώμα του και οι τρεις Θεοί άρχισαν να τρέφονται με την ψυχή που έμεινε πίσω. Το ουρλιαχτό του Λαχάρ κάλυψε το δικό της που δεν ακούστηκε ποτέ. Τα χέρια των Θεών απλώθηκαν επάνω της θάβοντάς την στο σκοτάδι. Και εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ποτέ δεν έκανε τίποτα.

Άνοιξε τα μάτια της και σηκώθηκε γρήγορα από το χωμάτινο μονοπάτι. Κοίταξε γύρω της για να συναντήσει το απόλυτο χάος. Ξεροκατάπιε και έκανε ένα βήμα. Με κάθε άκουσμα του βηματισμού της, το χάος γύρω της διαλυόταν, αποκαλύπτοντας το παλιό της χωριό. Περνούσε μέσα από τις αναμνήσεις της και με την άκρη του ματιού της είδε το σπίτι της. Ένα μικρό γελάκι ακούστηκε και κάτι τράβηξε την άκρη του φορέματός της. Πότε άλλαξαν τα ρούχα της; Έστρεψε το κεφάλι της προς τα κάτω για να δει τον Αλάντ. Τον μικρό της γιο που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει.

«Μανούλα, κοίτα! Κοίτα, κοίτα!» φώναζε με την λεπτή του φωνούλα και χοροπηδώντας της έδειξε το μονοπάτι μπροστά της. Στην απέναντι πλευρά, στεκόταν η Αλιάνα κρατώντας ένα μικρό μωρό στην αγκαλιά της που προσπαθούσε να το κοιμίσει. Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της και της χαμογέλασε.

«Πώς θα την έβγαζες;» τη ρώτησε σιγανά, προσπαθώντας να μην αναστατώσει το μωρό.

Η Κάλιντα έπιασε το χέρι του γιου της και τον τράβηξε προς την Αλιάνα και φτάνοντάς την κοίταξε το φασκιωμένο μωρό, που δεν ήταν άλλο από την ίδια την Αλιάνα. Ύψωσε το βλέμμα της και όλα άλλαξαν ξανά.

Αυτή τη φορά ήταν μόνο οι δυο τους, η μια απέναντι από την άλλη.

«Ξέρω» είπε η Αλιάνα αιφνιδιάζοντάς την «Έμαθα τα πάντα. Γιατί δεν μου τα είπες από την αρχή; Θα είχαμε γλιτώσει τόσο πόνο. Ίσως είχαμε βρει νωρίτερα τα κενά σημεία στο σχέδιο του συμβούλου».

«Δεν μπορούσα να στα πω. Έπρεπε να με μισήσεις. Όσο περισσότερο ήθελες να βγω από το σώμα σου, τόσο μεγαλύτερες ήταν οι πιθανότητες να το πετύχαινες. Τον πατέρα μου δεν θα τον βρίσκαμε ποτέ. Ήταν ήδη αργά. Και για όλα φταίω εγώ».

«Δεν φταις εσύ, Κάλιντα. Εσύ μου έδωσες ζωή και το έκανες επειδή ήθελες να ζήσω. Με έσωσες».

«Αλιάνα, σε κατέστρεψα. Δεν έπρεπε να γίνει έτσι. Δεν έπρεπε να χαθείς».

«Δεν έπρεπε να ζήσω εκείνο το βράδυ. Απλά επιβράδυνες το αναπόφευκτο. Θα γύριζαν για εμένα κάποια στιγμή. Πρόλαβα να βιώσω πολλά πράγματα Κάλιντα. Τόσα που σου είμαι ευγνώμων. Δεν μετανιώνω για τίποτα».

Η Αλιάνα χαμογέλασε και η όψη της άρχισε να θολώνει και να εξαφανίζεται. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Σε μια τελευταία προσπάθεια, έπιασε τα χέρια της Κάλιντα και τα κράτησε όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Δεν ήθελε να εξαφανιστεί ακόμα. Να θαφτεί στο πουθενά.

«Πες του, ότι τον αγαπάω» ψιθύρισε μέσα από τα μικρά πνιχτά αναφιλητά της «Πες του όλα εκείνα που θα ήθελα να κάνω και δεν τα πρόλαβα. Πες του ότι θα έμενα μαζί του για όλη μου την ζωή. Πες του ότι μοιράστηκα το φως του. Πες του να μη ξεχάσει».

Και η φλόγα της έσβησε όσο ξαφνικά είχε ανάψει.

Άνοιξε τα μάτια της και είδε πως βρισκόταν γονατιστή μπροστά από την λίθινη έδρα με τα χέρια της ανοιχτά και δεμένα σε πασσάλους. Ένιωθε πως κάτι τραβούσε την πλάτη της προς τα πίσω και διαπερνούσε το στήθος τη. Η γη από κάτω της έτρεμε. Ο Λαχάρ προσπαθούσε να την πλησιάσει, μα οι σκιές δεν τον άφηναν. Τον έσπρωχναν μακριά της. Δίπλα της το έδαφος άνοιξε καταπίνοντας το κουφάρι του βασιλιά της Ινάλ και μέσα από αυτό ξεπήδησε ένα σκελετωμένο χέρι. Και ύστερα και άλλα χέρια, και σώματα και κεφάλια και κυρτές πλάτες. Από το υγρό χώμα έβγαιναν νεκροί άνθρωποι, άλλοι σκελετοί με σαπισμένο δέρμα να κρέμεται από τα κιτρινισμένα οστά τους και άλλοι πιο πρόσφατα νεκροί με χλωμό δέρμα και λευκά, άδεια μάτια πατούσαν το πόδι τους στη νέα τους γη. Στον πρώτο χτύπο της νεκρής καρδιάς τους, όρμησαν στους ζωντανούς. Η μάχη είχε ξεκινήσει και ήδη το αποτέλεσμα φαινόταν. Δε θα νικούσαν. Έπρεπε να κάνει κάτι. Έπρεπε να το σταματήσει.

Το φρενιασμένο γέλιο του Ράμα δεν έλεγε να σταματήσει και την αρρώσταινε. Προσπάθησε να τραβήξει τις αλυσίδες και να ελευθερωθεί, μα όσο το προσπαθούσε, τόσο πιο αδύναμη ένιωθε. Ένα κρύο χέρι ακούμπησε το σβέρκο της και έκλεισε μέσα στα λεπτά σκελετωμένα δάχτυλά του το λαιμό της. Το κεφάλι της έγειρε πίσω χωρίς να το έχει επιτρέψει η ίδια. Τα γαλάζια της μάτια μπλέχτηκαν με τη μαυρίλα των Θεών. Έβλεπε το σκοτάδι που την τύφλωνε και ήθελε να την πάρει μαζί του. Σφάλισε τα μάτια της και έγειρε με κόπο μπροστά, σπάζοντας τη σύνδεση με τους καταραμένους Θεούς. Έγειρε το ένα της πόδι μπροστά και ανασηκώθηκε με δυσκολία στα δυο της πόδια. Γέρνοντας την πλάτη της πίσω, πήρε φόρα και τράβηξε τα χέρια της με δύναμη μπροστά προσπαθώντας να ξεκολλήσει από τα δεσμά της. Οι αλυσίδες τραγούδησαν κάτω από την πίεση που τους ασκούσε.

Στον πόλεμο δεν χωρούσαν άλλα λόγια. Μόνο οι ιαχές ηχούσαν σαν ύμνοι μέσα στο σπήλαιο. Ο Λαχάρ πάλευε όσο πιο καλά μπορούσε. Έπρεπε να φτάσει στην Αλιάνα. Ο χαμός του πατέρα του είχε κάνει εκείνον και τον αδερφό του να αντιδράσουν βίαια και να ξυπνήσουν τα αιμοδιψή τους ένστικτα. Αυτό που έβλεπε δεν το πίστευε, δεν ήθελε αν το πιστέψει. Το μυαλό του έτρεχε σε διάφορες κατευθύνσεις και δεν ήξερε αν ήταν οι επιθυμητές. Μα δεν θα τα παρατούσε. Τίποτα δεν ήταν αντιστρέψιμο.

Στήριξε για λίγο τον Κάιν, σκοτώνοντας και άλλα πτώματα, μα εκείνα δεν είχαν σταματημό. Πως είχε καταφέρει ο σύμβουλος να δράσει κάτω από τη μύτη τους; Πώς τους είχε μετατρέψει σε πιόνια του; Γιατί δεν είχε παρατηρήσει ο Κάιν τίποτε νωρίτερα; Πώς η Ινάλ είχε πέσει στα χέρια των καταραμένων Θεών; Τόσα χρόνια υμνούσαν το σκοτάδι και το θάνατο. Πώς δεν το είχε καταλάβει ο πατέρας του; Πόσο τυφλός ήταν; Όλα του έφταιγαν. Και περισσότερο έφταιγε ο ίδιος. Δεν έπρεπε να αφήσει την Αλιάνα μόνη της. Οι υποψίες του αποδείχθηκαν βάσιμες. Άραγε ήταν πολύ αργά; Όχι. Όχι δεν γινόταν να ήταν. Δεν έπρεπε να ήταν!

Με μια γρήγορη και επιδέξια κίνηση έσκισε στα δυο άλλον ένα νεκρό και ήρθε στην ευθεία με την Αλιάνα. Η Κάλιντα τον είχε μπερδέψει. Μπορούσε να την εμπιστευτεί; Ούτε εκείνη γνώριζε τίποτα. Η αντίδρασή της ήταν ειλικρινής. Δεν ήθελε να πάρει το σώμα της Αλιάνας. Προχώρησε γοργά προς το μέρος της, μα τον δρόμο του έφραξε ο σύμβουλος που είχε αλλάξει μορφή και φορούσε το πραγματικό του πρόσωπο.

«Θα πρέπει πρώτα να περάσεις από εμένα, νεαρέ πρίγκιπα» δήλωσε ο Ράμα.

«Δεν θα έχω κανένα πρόβλημα με αυτό» απάντησε γρήγορα ο Λαχάρ.

Την ίδια στιγμή η Κάλιντα ύψωσε το βλέμμα της και είδε την πάλη του πατέρα της με τον Λαχάρ. Ο πρίγκιπας της Ινάλ βρισκόταν σε κίνδυνο. Η ζωή του σύντομα θα περνούσε στα χέρια του πατέρα της. Δε θα τον άφηνε να πάρει και άλλους μαζί του. Είχε ένα τελευταίο σχέδιο στο μυαλό της.

Με όση δύναμη της απέμενε τράβηξε τα χέρια της από τις αλυσίδες και εκείνες λύγισαν κάτω από την πίεση και κόπηκαν στα δυο ελευθερώνοντάς την. Οι Θεοί σφύριξαν και ο Ράμα γύρισε έκπληκτος προς την κόρη του. Η Κάλιντα έτρεχε καταπάνω του και εκείνος δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Εκείνη τον τράβηξε μαζί της και τον απομάκρυνε από τον Λαχάρ. Έβγαλε από την τσέπη του κορσέ της την δεύτερη βελόνα της και την κάρφωσε στο λαιμό του πατέρα της, σκίζοντάς τον ως πέρα. Εκείνος ούρλιαξε και έφερε τα χέρια του στο λαιμό του προσπαθώντας να σταματήσει το αίμα που ανάβλυζε. Πίσω-πάτησε με γουρλωμένα μάτια και έπεσε στα σκαλοπάτια του μικρού βωμού αδυνατώντας να ανασάνει. Όσο περισσότερο πάλευε, τόσο το αίμα τον έπνιγε. Το άλλο του χέρι προσπάθησε να πιαστεί από κάπου, μα δεν τα κατάφερε. Ζούσε ξανά τον θάνατό του. Με μια ανάσα οι Θεοί εξαφανίστηκαν. Είχε σχεδόν τελειώσει.

Ο Λαχάρ πλησίασε την Κάλιντα και ακούμπησε τον ώμο της. Εκείνη τον κοίταξε και ύστερα έστρεψε τα μάτια της πίσω για να διαπιστώσει πως οι νεκροί έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο. Ο βασιλιάς τους κειτόταν νεκρός στο έδαφος μπροστά τους. Η Κάλιντα στράφηκε ξανά στον πρίγκιπα.

«Ίσως μπορέσω να την επαναφέρω, μα θα χρειαστώ χρόνο» είπε και τα μάτια του έλαμψαν «Έχει πολλά να σου πει ακόμη».

Χάιδεψε το χέρι του και πλησίασε τον νεκρό της πατέρα για να πάρει από τα χέρια του την σφραγίδα που κρατούσε ακόμη στο χέρι του. Την κράτησε σφιχτά και έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή. Μπορούσε να το κάνει και αυτή τη φορά θα τα κατάφερνε. Γύρισε στον Λαχάρ και του χαμογέλασε.

Μια μικρή πίεση απλώθηκε στο στομάχι της.

Ένας οξύς πόνος την ακολούθησε.

Η σφραγίδα έπεσε από το χέρι της και κύλησε στο έδαφος.

Φωνές ακούγονταν από παντού και δεν ήξερε ποιοι ήταν αυτοί που μιλούσαν. Όλα ακούγονταν σα να προέρχονταν από κάπου μακριά, θαμμένα λόγια στο ελαφρύ αεράκι. Ένα μικρό ρυάκι κύλησε από τα χείλη της ως το σαγόνι της. Κοίταξε το στομάχι της και είδε μια πλατιά μαχαίρα φτιαγμένη από ένα παράξενο πράσινο υλικό να το διαπερνά. Η παραμικρή κίνηση την έκανε να πονά. Και η μαχαίρα προχώρησε και άλλο. Ένιωσε το αίμα να πλημμυρίζει το στόμα της και δεν συγκράτησε ένα βαρύ βογκητό.

«Όχι!» ούρλιαξε ο Λαχάρ και έτρεξε προς το μέρος μας για να πέσει πάνω σε ένα αόρατο εμπόδιο. Άρχισε να το χτυπά και εκείνο δεν έσπαγε.

«Αλιάνα!» Οι κραυγές του έφερναν δάκρυα στα μάτια της. Φώναζε για εκείνη. Ενώ ήξερε πως είχε χαθεί ολοκληρωτικά, την αποζητούσε. Πίστευε σε εκείνη. Τόσο την αγαπούσε.

«Παραιτήσου λατρεμένη μου κόρη» ψιθύρισε ο Ράμα στο αυτί της «Έστρεψες την πλάτη σου στον πατέρα σου και καλείσαι να πληρώσεις».

Για άλλη μια φορά ο πατέρας της τη σκότωνε. Τη θυσίαζε. Η πύλη θα ήταν ανοιχτή και οι αμέτρητες ψυχές θα αναζητούσαν την έξοδο στο κόσμο των ζωντανών.

Έσπρωξε λίγο ακόμη το σπαθί του για να σιγουρευτεί για το θανάσιμο τραυματισμό της και ύστερα το έβγαλε με μια απότομη κίνηση. Η Κάλιντα έπεσε στα γόνατα χάνοντας τη δύναμή της. Το πρόσωπό της βρέθηκε στο δονούμενο έδαφος αμέσως μετά. Δεν είχε τη δύναμη να κουνηθεί, ενώ οι νεκροί συνέχιζαν το μονοπάτι της ανόδου στη γη μας.

Ο πατέρας της γονάτισε μπροστά της. Λίγο μετά άφησε τις δυο βελόνες δίπλα της. Εκείνες που περιείχαν το γιο και το σύζυγό της. Δοκίμασε να τις πιάσει μα δεν πρόλαβε να τις πάρει μακριά από το γερό πάτημα της μπότας του Ράμα. Οι χάντρες έσπασαν μπροστά στα γουρλωμένα της μάτια και οι δυο ψυχές ξεχύθηκαν σαν ηλιαχτίδες που σβήνουν στο σκοτάδι. Τα δάκρυά της την έκαιγαν και την πονούσαν. Της πήρε τα πάντα και δεν κατάφερε ποτέ να τον σταματήσει. Ο Ράμα την κλότσησε στα πλευρά, στέλνοντάς την λίγα μέτρα μακριά, κοντά στο μέρος που στεκόταν ο Λαχάρ. Έκλεισε τα μάτια της και περίμενε να σβήσει.

Ο Λαχάρ την πήρε στα χέρια του και ακούμπησε την πληγή της. Δεν άκουγε τίποτα. Είχαν όλα σταματήσει; Συνοφρυώθηκε και δάγκωσε τα χείλη του. Ήξερε πως δεν μπορούσε να την σώσει πλέον. Με τη ματωμένη του παλάμη ακούμπησε το μάγουλό της, μη μπορώντας να σταματήσει να τρέμει.

«Μη με αφήσεις» παρακάλεσε ανάμεσα από τους λυγμούς του «Είσαι τα πάντα για μένα, Αλιάνα. Μη φύγεις».

Η Κάλιντα ανοιγόκλεισε με κόπο τα μάτια της και άφησε τα δάκρυά της να την δροσίσουν. Η Αλιάνα άραγε τον άκουγε; Άνοιξε το στόμα της να πει κάτι, μα το αίμα που κατάπιε την έπνιξε.

«Κάποιος!» φώναξε ο Λαχάρ κοιτάζοντας γύρω του «Βοήθεια!».

Η Κάλιντα ακούμπησε το μάγουλό του και τον ανάγκασε να την κοιτάξει. Τα δακρυσμένα μάτια του δεν άφησαν τα δικά της «Όχι... Όχι και εσύ. Δε θα φύγεις. Δε θα σε αφήσω να φύγεις» ψιθύρισε «Κάποιος να βοηθήσει!» φώναξε.

Εκείνη έκανε πέρα λίγα από τα μαλλιά του και τον έφερε κοντά της. Κατάπιε με δυσκολία και με την ελάχιστη ανάσα που της απέμεινε, ψιθύρισε:

«Για τώρα και για πάντα».

Το χέρι της έπεσε άψυχο επάνω στην κοιλιά της και τα πάντα μαύρισαν.

Ο Λαχάρ λικνιζόταν καθισμένος μπρος πίσω κρατώντας το άψυχο κορμί της Αλιάνας στην αγκαλιά του, αγνοώντας το βίαιο τρέμουλο του σπηλαίου και τα μικρά πετραδάκια που έπεφταν γύρω τους. Το χέρι του συγκρατούσε το κεφάλι της πάνω στο στήθος της και με το άλλο έφερε το χέρι της στα χείλη του φιλώντας το ξανά και ξανά νανουρίζοντάς της με ένα τραγούδι της Ινάλ. Το τραγούδι που του έλεγε η μητέρα του όταν τον κοίμιζε.

Έκλαιγε, πονούσε, θρηνούσε.

Ο τόπος γύρω του ήταν έτοιμος να πέσει και εκείνον δεν τον ένοιαζε. Του είχαν πάρει τα πάντα. Την είχαν σκοτώσει. Την Αλιάνα του. Την Αλιάνα που πάλεψε τόσο σκληρά για να βγει ζωντανή από αυτό το κακόγουστο παιγνίδι της μοίρας. Εκείνη που αντιμετώπιζε τα πάντα για αυτή την μέρα. Την μέρα που θα ήταν ελεύθερη.

Ο Κάιν ακούμπησε τον ώμο του φίλου του, μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που είχε γίνει. Μα έπρεπε να φύγουν από εκεί μέσα. Το σπήλαιο θα κατέρρεε. Ο Λαχάρ έπιασε το χέρι του και το τίναξε μακριά. Τον κοιτούσε με μίσος.

«Έπρεπε να το καταλάβεις πως δεν ήταν άνθρωπος! Τον πιστέψαμε όλοι μας και σαν ηλίθιοι πέσαμε στην παγίδα του! Το αίμα της είναι και στα δικά σου χέρια!».

Ο Κάιν αγνόησε την πληγή που άνοιξαν μέσα του τα λόγια του, μα δεν είχε και άδικο. Έπρεπε να είχε υποψιαστεί κάτι και αν μην προχωρούσαν σε αυτό το φιάσκο. Έκανε λίγα βήματα μπροστά μα η απειλή του Λαχάρ τον σταμάτησε.

«Μη μας πλησιάζεις! Μην τολμήσεις να μας αγγίξεις, αλλιώς μα τους θεούς θα σε σκοτώσω».

Ο Κάιν ξεροκατάπιε μα δεν θα τον άφηνε να χαθεί άδικα. Έπρεπε να τον βγάλει ζωντανό από εκεί μέσα.

«Λαχάρ πρέπει να φύγουμε. Το σπήλαιο θα πέσει».

«Ας πέσει... Τι με ενδιαφέρει;».

«Έχεις ένα λαό να φροντίσεις τώρα! Ο Άριμαν το έσκασε και κανείς δεν μας εγγυάται πως δε θα επιτεθεί ξεκινώντας από την Ινάλ πρώτα. Θες να με μισήσεις; Μίσησέ με! Μπορείς να με χτυπήσεις αν θες, μα δε θα σε αφήσω να πεθάνεις εδώ μέσα!».

Ο Κάιν τράβηξε τον Λαχάρ προς την έξοδο. Ο πρίγκιπας της Ινάλ, τινάχτηκε και η Αλιάνα έπεσε από τα χέρια του. Γύρισε και έσπρωξε τον Κάιν με δύναμη, πετώντας τον στο έδαφος και γύρισε πάλι προς εκείνη. Μα ο πρίγκιπας της Σεβέλ δεν τα παράτησε. Πετάχτηκε όρθιος και έπιασε από την πουκαμίσα τον Λαχάρ, σκίζοντάς την και τον έσπρωξε επάνω στον τοίχο του σπηλαίου.

«Είναι νεκρή!» του φώναξε και τον σκούντηξε με τις γροθιές του δεμένες γύρω από το ύφασμα. «Είναι νεκρή, Λαχάρ. Πρέπει να την αφήσεις».

Ένα μεγάλο κομμάτι λίθου έπεσε πάνω στην έδρα, σπάζοντάς την σε χίλια κομμάτια και σηκώνοντας ένα μεγάλο στρώμα σκόνης

Τα δάκρυα του Λαχάρ μόνο ο Κάιν τα είδε και άφησε μερικά να τρέξουν και από τα δικά του μάτια. Ο πρίγκιπας της Ινάλ έσπρωξε τον Κάιν και ζύγιασε την κατάσταση. Δε θα προλάβαιναν να βγουν και οι τρεις έξω. Κατάπιε τους λυγμούς του και έτρεξαν μαζί προς την έξοδο όσο και άλλα κομμάτια του βαριού πετρώματος την έφρασσαν.

Μόλις βγήκαν στο φως του ολόγιομου φεγγαριού, ο Λαχάρ κοίταξε πίσω του για μια τελευταία φορά μα δεν διέκρινε πουθενά την Αλιάνα. Οι πέτρες είχαν θάψει το σώμα της σφαλίζοντας τον αιώνιο τάφο της.

Ο Κάιν έσκυψε το κεφάλι και έτσι σκυμμένος αποχώρησε. Αν τον έβλεπε ο πατέρας του θα του έλεγε πως ένας βασιλιάς πρέπει να περπατά στητός και περήφανος. Μα τώρα δεν είχε καμία πρόθεση να αποκαλείται βασιλιάς, πόσο μάλλον περήφανος.

Το μόνο που βασίλευε ήταν το χάος. Και ακόμη δεν είχαν δει τίποτα.
Ella Sarlot