ΓΚΑΣΠΑΡΝΤ
Με ανακούφιση παρατηρώ τον πρωινό χειμωνιάτικο ήλιο, να ανατέλλει μέσα από τη θάλασσα βάφοντάς την με μια πανδαισία χρωμάτων, που δεν έχει τίποτα, να ζηλέψει από τον ομορφότερο καμβά στον κόσμο. Κάνει κρύο αλλά ο αέρας είναι τόσο καθαρός, που νιώθω πιο αναζωογονημένος από ποτέ. Τα κόκαλά μου τρίζουν και ένας κύμα πόνου με διαπερνάει αστραπιαία, όταν επιδιώκω, να τεντωθώ. Το σώμα μου είναι αδύναμο ακόμα και δεν έχω ιδέα, τι παρενέργειες θα έχει η άφιξή μου στον ναό των Κίλμπορν. Πολύ θα ήθελα τίποτα. Τουλάχιστον η Σελέστ είναι καλά και έχει αποδειχτεί πιο υγιής από μένα. Χαμογελάω στη σκέψη, ότι την κάνω, να ανησυχεί για μένα, ενώ θα έπρεπε, να ανησυχώ εγώ για εκείνη.
Στο Έστρελ φτάσαμε αργά το βράδυ, απ’ όπου επιβιβαστήκαμε αμέσως στο Τίβερτον. Τώρα πλέουμε προς το Στάρενιθ. Επιτέλους έπειτα από απουσία ενός μήνα, θα καταφέρω, να ξαναδώ την πατρίδα μου, θα επιστρέψω στα καθήκοντά μου. Ο Μπράιντεν στο δικό του πλοίο πλέει κάτι λεύγες μακριά μας. Δεν μπορώ, να πω, ότι νιώθω παράξενα, που συνεχίζει, να μην με εμπιστεύεται. Η αλήθεια είναι, πως συνήθισα την παρουσία του και τον θεωρώ σύμμαχο σε αυτό, που έχω, να κάνω. Παρόλα αυτά νιώθω υπερβολικά ευγνώμων και ανακουφισμένος, που έχω και πάλι την ιδιωτικότητά μου. Σίγουρα του χρωστάω πολλά, που δε με άφησε, να πεθάνω και που βοήθησε την Σελέστ, αλλά ο αυταρχικός χαρακτήρας του, οι ανένδοτες αποφάσεις του και ο τρόπος που κοίταζε και συμπεριφερόταν στη Σελέστ, ήταν κάτι, που δε με ευχαριστούσαν. Κοντά του ένιωθα σαν υπηρέτης παρά σαν πρίγκιπας ενός αντίπαλου κράτους.
«Γκασπάρντ». Ακούω την μελωδική φωνή της Σελέστ, να γεμίζει τ’ αυτιά μου, καθώς πλησιάζει προς το μέρος μου. «Υποθέτω, πως νιώθεις πολύ καλύτερα, για να παρακούσεις τις εντολές του θεραπευτή σου». Έχω την αίσθηση, ότι με μαλώνει ή απλά ανησυχεί υπερβολικά;
«Είμαι… μια χαρά. Πως πρόκειται, να αντιμετωπίσω τον αδερφό μου, αν δεν καταφέρω, να κάνω μόνος μου μια βόλτα στο πλοίο; Εξάλλου δε θα μπορούσα, με τίποτα, να χάσω την ανατολή». Αποκρίνομαι προσπαθώντας, να της δικαιολογηθώ και την τραβάω κοντά μου.
Τα μάγουλά της γίνονται κατακόκκινα από ντροπή και δαγκώνει τα χείλη της, σαν να θέλει, να κρύψει τις λέξεις, που πλάθονται στο στόμα της. Μου περνάει από το μυαλό, πως σκέφτεται τη μέρα, που αποφάσισε, να εμπιστευτεί το σώμα της στα χέρια μου και το βλέμμα μου σκοτεινιάζει. Τώρα που επιστρέφουμε στο σπίτι, είναι θέμα χρόνου, για να ολοκληρώσουμε αυτό, που αναβάλλαμε στην έπαυλη του Μπράιντεν. Πρέπει, να την κάνω δική μου. Τα δάχτυλά μου μπλέκονται σε δύο κοντές τούφες μαλλιών και έπειτα γλιστρούν κάτω από το σαγόνι της. Της ανασηκώνω το πρόσωπο και την φιλάω απαλά στα χείλη. Εκείνη με αποδέχεται και ανταποδίδει, όμως στο βογκητό μου οπισθοχωρεί τσιτωμένη.
«Εεε… αυτό είναι ντροπιαστικό». Ψιθυρίζω, νιώθοντας τα πλευρά μου, να με σουβλίζουν. «Ίσως αν ψήλωνες λίγο».
«Εσύ γύρεψες τα χείλη μου. Δέξου τις συνέπειες». Σαρκάζει περισσότερο ανήσυχη παρά κοροϊδευτικά. «Λοιπόν, αρκετά με την βόλτα δε νομίζεις; Αν ανησυχείς τόσο για τις ικανότητες του αδελφού σου, γιατί δεν κρατάς δυνάμεις για την αντάμωσή σας;» με προτρέπει και απαλά με τραβάει στην καμπίνα μου.
«Σελεστ…» κάνω μια παύση φέρνοντας στο μυαλό μου τα συμβάντα των τελευταίων ωρών. «Ο Άλμπερτ είχε σύντομο θάνατο;»
«Ν…ναι. Υποθέτω. Ήταν μεθυσμένος, όταν οι πειρατές τον δολοφόνησαν, που… δεν θα κατάλαβε τίποτα. Ήταν γρήγορο». Απαντάει με ένα θλιμμένο χαμόγελο στα χείλη της και αποστρέφει το βλέμμα της. «Ο Σιρκάν οδηγούσε τους πειρατές, που τον δολοφόνησαν. Ήρθαν για μένα, όμως ο Χάμελιν με έκρυψε».
«Ο Σιρκάν… ο σωματοφύλακάς σου». Λέω δοκιμάζοντας το όνομά του στη γλώσσα μου. Αν και μου έκανε μεγάλη χάρη, που έβγαλε από τη μέση τον Αλμπερτ, το όνομά του αφήνει μια παράξενη πικρία στο στόμα μου. «Σε πρόδωσε».
«Όχι». Ταράζεται η Σελέστ. «Τον είδα στο Έστρελ. Δεν ήταν ο εαυτός του τότε. Προσπάθησε, να με σκοτώσει. Ο Σιρκάν που ξέρω, δε θα το έκανε ποτέ. Δεν του έχω κάνει τίποτα, για να βγάλω από μέσα του τέτοιο μίσος. Ο Μπράιντεν ανέφερε, ότι ο Ρόις τον μάγεψε με κάποιον τρόπο. Παρόλο που η μαγεία και τα υπερφυσικά πλάσματα ανήκουν σε έναν αρχαίο πολιτισμό, δεν είναι διόλου απίθανο κάτι, να έχει απομείνει. Εννοώ κοίτα εμάς. Έχουμε αυτές τις ικανότητες και…»
«Ότι και αν τον έχει κυριεύσει, δε θα τον αφήσω, να πειράξει ούτε τρίχα σου. Θα του κόψω τα χέρια, πριν προλάβει, να κάνει το οτιδήποτε». Δηλώνω στερώντας της οποιοδήποτε περιθώριο για αντιρρήσεις. Μπορεί, να είναι σημαντικός για εκείνη, όμως δε θα ρισκάρω τη ζωή της, για την ζωή ενός σκλάβου.
«Πειρατικό πλοίο στον ορίζοντα». Φωνάζει ο ναύτης, που έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή του κεντρικού καταρτιού, στη στενή προέκταση του παπαφίγκου. Στο χέρι του κρατάει ένα μονόκυαλο και κάθε τόσο το φέρνει στα μάτια του υπολογίζοντας την απόσταση, που μας χωρίζει. «Πλησιάζει στα δώδεκα χιλιάδες πόδια».
«Μπορούμε, να του ξεφύγουμε δίχως μάχη;» ρωτάω τον Φόστερ, που πετάγεται έξω από την καμπίνα του στη δήλωση του ναύτη. «Δεν είμαστε σε θέση για μάχη αυτή τη στιγμή».
Ο Φόστερ δαγκώνει τα χείλη του σκεφτικός και σηκώνει το πρόσωπό του στον αέρα. Τα πειρατικά πλοία είναι πιο ελαφριά και έχουν μικρότερο βύθισμα, με αποτέλεσμα να είναι και πιο γρήγορα. Και οι δύο έχουμε τον άνεμο με το μέρος μας και οι πιθανότητες να ξεφύγουμε, δίχως να εμπλακούμε σε μάχη είναι μηδαμινές. Τα όρια για να μπούμε στη θάλασσα του Στάρενιθ απέχουν τουλάχιστον μια ντουζίνα ναυτικά μίλια. Ο φίλος μου με κοιτάζει συνοφρυωμένος και έπειτα γέρνει το κεφάλι του στο πλάι ρίχνοντας το βλέμμα του στην Σελέστ, η οποία έχει σφίξει τις γροθιές της μπροστά στο στήθος της και χαμηλώσει τα βλέφαρά της, σαν να θέλει, να προσευχηθεί. Ο Φόστερ κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Ετοιμαστείτε για μάχη». Φωνάζω ξεσηκώνοντας μια βιαστική αναταραχή στο πλοίο. «Κόψτε τους κώλους τους».
Οι ναύτες αρχίζουν, να τρέχουν νευρικοί πέρα δώθε προετοιμάζοντας το πλοίο για μάχη. Μαζεύουν τα πανιά και ανοίγουν τις θύρες των κανονιών συγκεντρώνοντας οβίδες και φυτίλια, ενώ ζώνονται με ξίφη, βαλλίστρες και πιστόλια. Σφίγγω το χέρι μου στη λαβή του ξίφους μου και μορφάζω εκνευρισμένος, όταν δεν βλέπω πουθενά το πλοίο του Μπράιντεν. Αυτός ο δειλός το έβαλε στα πόδια βυθίζοντας το πλοίο στη θάλασσα. Θέλω, να πιστεύω, ότι έχει κάποιο σχέδιο κατά νου και όχι ότι μας παράτησε. Έτσι και αλλιώς η Κρήνη είναι μαζί του, όχι στο Τίβερτον. Ήταν ένας αδιαπραγμάτευτος όρος στη συμφωνία μας, για να με βοηθήσει, να ξεφύγω από τον Άλμπερτ και τον Χάμελιν.
«Τα πράγματα ίσως γίνουν πολύ άσχημα. Πήγαινε μέσα». Λέω στη Σελέστ, που έχει στυλώσει τα πόδια της φοβισμένη στην πρύμνη. Τα δάχτυλά της αρπάζονται από την πουκαμίσα μου και μπήγονται στο δέρμα μου.
«Δεν σου ζητάω, να μην προστατέψεις τον εαυτό σου, αλλά αν μπορείς… κράτα τον Σιρκάν ζωντανό. Δώσ’ του την ευκαιρία, να δικαιολογηθεί, αν έχει ακόμα αυτό το δικαίωμα». Τα μάτια της με ικετεύουν. «Θα ήθελα, να μάθω τον λόγο που…»
Σκύβω προς το μέρος της και σφραγίζω τα χείλη της με τα δικά μου. Θα κάνω αυτό, που θέλει. Η Σελέστ σκύβει το κεφάλι της και χάνεται στο εσωτερικό της καμπίνας μου. Βγάζω το ξίφος μου από τη θήκη του, την ώρα που η πρώτη οβίδα αστοχεί μόνο λίγα εκατοστά από την πρύμνη και σκάει στη θάλασσα σηκώνοντας έναν πίδακα νερού. Το πλοίο των πειρατών μας πλησιάζει ολοένα και περισσότερο και σε κλάσματα δευτερολέπτου βρίσκεται παράλληλα με το Τίβερτον.
«Σελέστ». Ακούω κάποιον, να γρυλίζει από την αντίπαλη γραμμή και στη συνέχεια βλέπω τον Σιρκάν, να αρπάζει ένα κομμένο κομμάτι σχοινί, που συγκρατεί τα πανιά του πλοίου του και να πηδάει στο δικό μου. «Είναι δική μου». Γυμνώνει τα δόντια του σαν ζώο και ανεβαίνει στην προέκταση της πρύμνης, για να με αντιμετωπίσει.
Είναι ματωμένος, αν και το αίμα που καλύπτει το πρόσωπο και τα ρούχα του, δεν πρέπει, να είναι καν δικό του. Είχε δίκιο η Σελέστ. Είναι ένα εντελώς διαφορετικό άτομο σε σχέση, με αυτόν που είχα γνωρίσει, όταν επισκέφτηκα το Κρέομορ. Το μίσος που διακρίνω στα μάτια του, δεν είναι δικαιολογημένο. Γιατί;
«Αν παραδοθείς τώρα, δε θα σε εκτελέσω για την προδοσία σου απέναντί της». Λέω ήρεμα. Κάνουμε κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλο, σαν να χορεύουμε σε έναν επιθετικό ρυθμό. Παρόλα αυτά κανένας δεν ανοίγει πρώτος τη μάχη.
«Είναι κακιά. Είναι σατανική. Γιατί την υπηρετείς; Θα σε σκοτώσει, όπως σκότωσε εμένα». Φωνάζει. Τι! Δε βγάζω νόημα από τα λόγια του. «Εσύ μας πρόδωσες. Συμμάχησες μαζί της. Θα αναμείξεις το αίμα σου με το δικό της και θα σε σκοτώσω γι’ αυτό. Θα σε σκοτώσω για την προδοσία σου». Ποιος νομίζει, ότι είναι και μιλάει με αυτόν τον τρόπο; Και δεν εννοώ, ότι δείχνει ασέβεια προς το μέρος μου, αλλά ποιο στο κεφάλι του νομίζει, ότι κυριαρχεί; Σίγουρα πάντως το μυαλό του αληθινού Σιρκάν δεν είναι στη θέση του.
Η ιαχή που αφήνει ορθώνει τις τρίχες στο σβέρκο μου και με ένα άλμα πηδάει προς το μέρος μου κατεβάζοντας το σπαθί του με δύναμη στον λαιμό μου. Κινείται γρήγορα και ευτυχώς οι πληγές μου δε με καθυστερούν… πολύ. Τραβιέμαι προς τα πίσω στέλνοντας την επίθεσή του στο κενό και του ορμάω χτυπώντας τον με την γροθιά μου στο πρόσωπο. Τα πλευρά μου χαρίζουν μια σουβλιά πόνου στην απότομη κίνηση του χεριού μου, αλλά δεν έχω περιθώρια, για να διαμαρτυρηθώ. Είναι δική μου η μάχη. Είναι η τιμή μου απέναντι στη γυναίκα, που θα έχω καθήκον, να προστατεύω.
Ο Σιρκάν θυμωμένος με κλοτσάει στο στέρνο και με ρίχνει κάτω, καθώς τα πόδια μου μπλέκονται στα κουβαριασμένα σχοινιά των πανιών. Το σπαθί του έρχεται σε επαφή με το δικό μου και βγάζει έναν στριγκό, μεταλλικό ήχο, που με ανατριχιάζει και με ανησυχεί για τις ικανότητές μου ως πολεμιστής. Ο πρώην σωματοφύλακας της Σελέστ βγάζει ένα στιλέτο από το εσωτερικό της μπότας του και ίσα που προλαβαίνω, να αρπάξω το μπράτσο του. Η δύναμή του το κατεβάζει όλο και πιο κοντά στον λαιμό μου.
«Όχι, Σιρκάν! Σταμάτα!»
Σαν υπνωτισμένος ο Σιρκάν παίρνει τα μάτια του από το μέρος μου και τα καρφώνει πάνω στην κανονική του λεία. Αναθεματισμένη γυναίκα τι νομίζεις, ότι κάνεις; Ο πολεμιστής σηκώνεται από το πεσμένο κορμί του και σφίγγοντας τα όπλα του στα χέρια ορμάει προς το μέρος της. Η Σελέστ αμύνεται αποφεύγοντας τις επιθέσεις του, χωρίς να αντεπιτίθεται. Είναι ευέλικτη και η συνεχή κίνηση της, τον εξασθενεί. Παρά τις ικανότητές της, δεν πρόκειται, να κάτσω και να την δω, να πληγώνεται. Βγάζω το πιστόλι από την ζώνη μου και τον πυροβολώ πρώτα στο ένα πόδι και έπειτα στο άλλο ρίχνοντάς κάτω. Ο Σιρκάν βλαστημά από πόνο.
«Άτιμη πόρνη. Πέθανε, πέθανε, πέθανε!» γαβγίζει προσπαθώντας, να συρθεί μακριά της. Το σπαθί του πάντοτε στο πλευρό του, την κόβει ελάχιστα στον μηρό, όταν επιδιώκει, να τον πλησιάσει.
Την αρπάζω από τον ώμο και την τραβάω προς τα πίσω. Προφανώς ο Σιρκάν δεν μπορεί με τίποτα, να ελέγξει τον εαυτό του και το μόνο σίγουρο είναι, πως αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την Σελέστ τούτη τη στιγμή.
«Βαλ’ τον στο αμπάρι για την ώρα και πρόσεχέ τον». Διατάζω τον Φόστερ, όταν πλησιάζει προς το μέρος μας καταματωμένος και λαχανιασμένος. Η μάχη έληξε με τη νίκη, να πηγαίνει στο Τίβερτον.
«Πώς στο καλό θα το διορθώσουμε αυτό; Δεν έχεις κάτι στο μυαλό σου έτσι;» μουρμουρίζει η Σελέστ αποκαμωμένη και γέρνει πάνω μου, όταν εγώ τυλίγω το μπράτσο μου γύρω από τους ώμους της.
Ηλιάνα Κλεφτάκη
Με ανακούφιση παρατηρώ τον πρωινό χειμωνιάτικο ήλιο, να ανατέλλει μέσα από τη θάλασσα βάφοντάς την με μια πανδαισία χρωμάτων, που δεν έχει τίποτα, να ζηλέψει από τον ομορφότερο καμβά στον κόσμο. Κάνει κρύο αλλά ο αέρας είναι τόσο καθαρός, που νιώθω πιο αναζωογονημένος από ποτέ. Τα κόκαλά μου τρίζουν και ένας κύμα πόνου με διαπερνάει αστραπιαία, όταν επιδιώκω, να τεντωθώ. Το σώμα μου είναι αδύναμο ακόμα και δεν έχω ιδέα, τι παρενέργειες θα έχει η άφιξή μου στον ναό των Κίλμπορν. Πολύ θα ήθελα τίποτα. Τουλάχιστον η Σελέστ είναι καλά και έχει αποδειχτεί πιο υγιής από μένα. Χαμογελάω στη σκέψη, ότι την κάνω, να ανησυχεί για μένα, ενώ θα έπρεπε, να ανησυχώ εγώ για εκείνη.
Στο Έστρελ φτάσαμε αργά το βράδυ, απ’ όπου επιβιβαστήκαμε αμέσως στο Τίβερτον. Τώρα πλέουμε προς το Στάρενιθ. Επιτέλους έπειτα από απουσία ενός μήνα, θα καταφέρω, να ξαναδώ την πατρίδα μου, θα επιστρέψω στα καθήκοντά μου. Ο Μπράιντεν στο δικό του πλοίο πλέει κάτι λεύγες μακριά μας. Δεν μπορώ, να πω, ότι νιώθω παράξενα, που συνεχίζει, να μην με εμπιστεύεται. Η αλήθεια είναι, πως συνήθισα την παρουσία του και τον θεωρώ σύμμαχο σε αυτό, που έχω, να κάνω. Παρόλα αυτά νιώθω υπερβολικά ευγνώμων και ανακουφισμένος, που έχω και πάλι την ιδιωτικότητά μου. Σίγουρα του χρωστάω πολλά, που δε με άφησε, να πεθάνω και που βοήθησε την Σελέστ, αλλά ο αυταρχικός χαρακτήρας του, οι ανένδοτες αποφάσεις του και ο τρόπος που κοίταζε και συμπεριφερόταν στη Σελέστ, ήταν κάτι, που δε με ευχαριστούσαν. Κοντά του ένιωθα σαν υπηρέτης παρά σαν πρίγκιπας ενός αντίπαλου κράτους.
«Γκασπάρντ». Ακούω την μελωδική φωνή της Σελέστ, να γεμίζει τ’ αυτιά μου, καθώς πλησιάζει προς το μέρος μου. «Υποθέτω, πως νιώθεις πολύ καλύτερα, για να παρακούσεις τις εντολές του θεραπευτή σου». Έχω την αίσθηση, ότι με μαλώνει ή απλά ανησυχεί υπερβολικά;
«Είμαι… μια χαρά. Πως πρόκειται, να αντιμετωπίσω τον αδερφό μου, αν δεν καταφέρω, να κάνω μόνος μου μια βόλτα στο πλοίο; Εξάλλου δε θα μπορούσα, με τίποτα, να χάσω την ανατολή». Αποκρίνομαι προσπαθώντας, να της δικαιολογηθώ και την τραβάω κοντά μου.
Τα μάγουλά της γίνονται κατακόκκινα από ντροπή και δαγκώνει τα χείλη της, σαν να θέλει, να κρύψει τις λέξεις, που πλάθονται στο στόμα της. Μου περνάει από το μυαλό, πως σκέφτεται τη μέρα, που αποφάσισε, να εμπιστευτεί το σώμα της στα χέρια μου και το βλέμμα μου σκοτεινιάζει. Τώρα που επιστρέφουμε στο σπίτι, είναι θέμα χρόνου, για να ολοκληρώσουμε αυτό, που αναβάλλαμε στην έπαυλη του Μπράιντεν. Πρέπει, να την κάνω δική μου. Τα δάχτυλά μου μπλέκονται σε δύο κοντές τούφες μαλλιών και έπειτα γλιστρούν κάτω από το σαγόνι της. Της ανασηκώνω το πρόσωπο και την φιλάω απαλά στα χείλη. Εκείνη με αποδέχεται και ανταποδίδει, όμως στο βογκητό μου οπισθοχωρεί τσιτωμένη.
«Εεε… αυτό είναι ντροπιαστικό». Ψιθυρίζω, νιώθοντας τα πλευρά μου, να με σουβλίζουν. «Ίσως αν ψήλωνες λίγο».
«Εσύ γύρεψες τα χείλη μου. Δέξου τις συνέπειες». Σαρκάζει περισσότερο ανήσυχη παρά κοροϊδευτικά. «Λοιπόν, αρκετά με την βόλτα δε νομίζεις; Αν ανησυχείς τόσο για τις ικανότητες του αδελφού σου, γιατί δεν κρατάς δυνάμεις για την αντάμωσή σας;» με προτρέπει και απαλά με τραβάει στην καμπίνα μου.
«Σελεστ…» κάνω μια παύση φέρνοντας στο μυαλό μου τα συμβάντα των τελευταίων ωρών. «Ο Άλμπερτ είχε σύντομο θάνατο;»
«Ν…ναι. Υποθέτω. Ήταν μεθυσμένος, όταν οι πειρατές τον δολοφόνησαν, που… δεν θα κατάλαβε τίποτα. Ήταν γρήγορο». Απαντάει με ένα θλιμμένο χαμόγελο στα χείλη της και αποστρέφει το βλέμμα της. «Ο Σιρκάν οδηγούσε τους πειρατές, που τον δολοφόνησαν. Ήρθαν για μένα, όμως ο Χάμελιν με έκρυψε».
«Ο Σιρκάν… ο σωματοφύλακάς σου». Λέω δοκιμάζοντας το όνομά του στη γλώσσα μου. Αν και μου έκανε μεγάλη χάρη, που έβγαλε από τη μέση τον Αλμπερτ, το όνομά του αφήνει μια παράξενη πικρία στο στόμα μου. «Σε πρόδωσε».
«Όχι». Ταράζεται η Σελέστ. «Τον είδα στο Έστρελ. Δεν ήταν ο εαυτός του τότε. Προσπάθησε, να με σκοτώσει. Ο Σιρκάν που ξέρω, δε θα το έκανε ποτέ. Δεν του έχω κάνει τίποτα, για να βγάλω από μέσα του τέτοιο μίσος. Ο Μπράιντεν ανέφερε, ότι ο Ρόις τον μάγεψε με κάποιον τρόπο. Παρόλο που η μαγεία και τα υπερφυσικά πλάσματα ανήκουν σε έναν αρχαίο πολιτισμό, δεν είναι διόλου απίθανο κάτι, να έχει απομείνει. Εννοώ κοίτα εμάς. Έχουμε αυτές τις ικανότητες και…»
«Ότι και αν τον έχει κυριεύσει, δε θα τον αφήσω, να πειράξει ούτε τρίχα σου. Θα του κόψω τα χέρια, πριν προλάβει, να κάνει το οτιδήποτε». Δηλώνω στερώντας της οποιοδήποτε περιθώριο για αντιρρήσεις. Μπορεί, να είναι σημαντικός για εκείνη, όμως δε θα ρισκάρω τη ζωή της, για την ζωή ενός σκλάβου.
«Πειρατικό πλοίο στον ορίζοντα». Φωνάζει ο ναύτης, που έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή του κεντρικού καταρτιού, στη στενή προέκταση του παπαφίγκου. Στο χέρι του κρατάει ένα μονόκυαλο και κάθε τόσο το φέρνει στα μάτια του υπολογίζοντας την απόσταση, που μας χωρίζει. «Πλησιάζει στα δώδεκα χιλιάδες πόδια».
«Μπορούμε, να του ξεφύγουμε δίχως μάχη;» ρωτάω τον Φόστερ, που πετάγεται έξω από την καμπίνα του στη δήλωση του ναύτη. «Δεν είμαστε σε θέση για μάχη αυτή τη στιγμή».
Ο Φόστερ δαγκώνει τα χείλη του σκεφτικός και σηκώνει το πρόσωπό του στον αέρα. Τα πειρατικά πλοία είναι πιο ελαφριά και έχουν μικρότερο βύθισμα, με αποτέλεσμα να είναι και πιο γρήγορα. Και οι δύο έχουμε τον άνεμο με το μέρος μας και οι πιθανότητες να ξεφύγουμε, δίχως να εμπλακούμε σε μάχη είναι μηδαμινές. Τα όρια για να μπούμε στη θάλασσα του Στάρενιθ απέχουν τουλάχιστον μια ντουζίνα ναυτικά μίλια. Ο φίλος μου με κοιτάζει συνοφρυωμένος και έπειτα γέρνει το κεφάλι του στο πλάι ρίχνοντας το βλέμμα του στην Σελέστ, η οποία έχει σφίξει τις γροθιές της μπροστά στο στήθος της και χαμηλώσει τα βλέφαρά της, σαν να θέλει, να προσευχηθεί. Ο Φόστερ κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Ετοιμαστείτε για μάχη». Φωνάζω ξεσηκώνοντας μια βιαστική αναταραχή στο πλοίο. «Κόψτε τους κώλους τους».
Οι ναύτες αρχίζουν, να τρέχουν νευρικοί πέρα δώθε προετοιμάζοντας το πλοίο για μάχη. Μαζεύουν τα πανιά και ανοίγουν τις θύρες των κανονιών συγκεντρώνοντας οβίδες και φυτίλια, ενώ ζώνονται με ξίφη, βαλλίστρες και πιστόλια. Σφίγγω το χέρι μου στη λαβή του ξίφους μου και μορφάζω εκνευρισμένος, όταν δεν βλέπω πουθενά το πλοίο του Μπράιντεν. Αυτός ο δειλός το έβαλε στα πόδια βυθίζοντας το πλοίο στη θάλασσα. Θέλω, να πιστεύω, ότι έχει κάποιο σχέδιο κατά νου και όχι ότι μας παράτησε. Έτσι και αλλιώς η Κρήνη είναι μαζί του, όχι στο Τίβερτον. Ήταν ένας αδιαπραγμάτευτος όρος στη συμφωνία μας, για να με βοηθήσει, να ξεφύγω από τον Άλμπερτ και τον Χάμελιν.
«Τα πράγματα ίσως γίνουν πολύ άσχημα. Πήγαινε μέσα». Λέω στη Σελέστ, που έχει στυλώσει τα πόδια της φοβισμένη στην πρύμνη. Τα δάχτυλά της αρπάζονται από την πουκαμίσα μου και μπήγονται στο δέρμα μου.
«Δεν σου ζητάω, να μην προστατέψεις τον εαυτό σου, αλλά αν μπορείς… κράτα τον Σιρκάν ζωντανό. Δώσ’ του την ευκαιρία, να δικαιολογηθεί, αν έχει ακόμα αυτό το δικαίωμα». Τα μάτια της με ικετεύουν. «Θα ήθελα, να μάθω τον λόγο που…»
Σκύβω προς το μέρος της και σφραγίζω τα χείλη της με τα δικά μου. Θα κάνω αυτό, που θέλει. Η Σελέστ σκύβει το κεφάλι της και χάνεται στο εσωτερικό της καμπίνας μου. Βγάζω το ξίφος μου από τη θήκη του, την ώρα που η πρώτη οβίδα αστοχεί μόνο λίγα εκατοστά από την πρύμνη και σκάει στη θάλασσα σηκώνοντας έναν πίδακα νερού. Το πλοίο των πειρατών μας πλησιάζει ολοένα και περισσότερο και σε κλάσματα δευτερολέπτου βρίσκεται παράλληλα με το Τίβερτον.
«Σελέστ». Ακούω κάποιον, να γρυλίζει από την αντίπαλη γραμμή και στη συνέχεια βλέπω τον Σιρκάν, να αρπάζει ένα κομμένο κομμάτι σχοινί, που συγκρατεί τα πανιά του πλοίου του και να πηδάει στο δικό μου. «Είναι δική μου». Γυμνώνει τα δόντια του σαν ζώο και ανεβαίνει στην προέκταση της πρύμνης, για να με αντιμετωπίσει.
Είναι ματωμένος, αν και το αίμα που καλύπτει το πρόσωπο και τα ρούχα του, δεν πρέπει, να είναι καν δικό του. Είχε δίκιο η Σελέστ. Είναι ένα εντελώς διαφορετικό άτομο σε σχέση, με αυτόν που είχα γνωρίσει, όταν επισκέφτηκα το Κρέομορ. Το μίσος που διακρίνω στα μάτια του, δεν είναι δικαιολογημένο. Γιατί;
«Αν παραδοθείς τώρα, δε θα σε εκτελέσω για την προδοσία σου απέναντί της». Λέω ήρεμα. Κάνουμε κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλο, σαν να χορεύουμε σε έναν επιθετικό ρυθμό. Παρόλα αυτά κανένας δεν ανοίγει πρώτος τη μάχη.
«Είναι κακιά. Είναι σατανική. Γιατί την υπηρετείς; Θα σε σκοτώσει, όπως σκότωσε εμένα». Φωνάζει. Τι! Δε βγάζω νόημα από τα λόγια του. «Εσύ μας πρόδωσες. Συμμάχησες μαζί της. Θα αναμείξεις το αίμα σου με το δικό της και θα σε σκοτώσω γι’ αυτό. Θα σε σκοτώσω για την προδοσία σου». Ποιος νομίζει, ότι είναι και μιλάει με αυτόν τον τρόπο; Και δεν εννοώ, ότι δείχνει ασέβεια προς το μέρος μου, αλλά ποιο στο κεφάλι του νομίζει, ότι κυριαρχεί; Σίγουρα πάντως το μυαλό του αληθινού Σιρκάν δεν είναι στη θέση του.
Η ιαχή που αφήνει ορθώνει τις τρίχες στο σβέρκο μου και με ένα άλμα πηδάει προς το μέρος μου κατεβάζοντας το σπαθί του με δύναμη στον λαιμό μου. Κινείται γρήγορα και ευτυχώς οι πληγές μου δε με καθυστερούν… πολύ. Τραβιέμαι προς τα πίσω στέλνοντας την επίθεσή του στο κενό και του ορμάω χτυπώντας τον με την γροθιά μου στο πρόσωπο. Τα πλευρά μου χαρίζουν μια σουβλιά πόνου στην απότομη κίνηση του χεριού μου, αλλά δεν έχω περιθώρια, για να διαμαρτυρηθώ. Είναι δική μου η μάχη. Είναι η τιμή μου απέναντι στη γυναίκα, που θα έχω καθήκον, να προστατεύω.
Ο Σιρκάν θυμωμένος με κλοτσάει στο στέρνο και με ρίχνει κάτω, καθώς τα πόδια μου μπλέκονται στα κουβαριασμένα σχοινιά των πανιών. Το σπαθί του έρχεται σε επαφή με το δικό μου και βγάζει έναν στριγκό, μεταλλικό ήχο, που με ανατριχιάζει και με ανησυχεί για τις ικανότητές μου ως πολεμιστής. Ο πρώην σωματοφύλακας της Σελέστ βγάζει ένα στιλέτο από το εσωτερικό της μπότας του και ίσα που προλαβαίνω, να αρπάξω το μπράτσο του. Η δύναμή του το κατεβάζει όλο και πιο κοντά στον λαιμό μου.
«Όχι, Σιρκάν! Σταμάτα!»
Σαν υπνωτισμένος ο Σιρκάν παίρνει τα μάτια του από το μέρος μου και τα καρφώνει πάνω στην κανονική του λεία. Αναθεματισμένη γυναίκα τι νομίζεις, ότι κάνεις; Ο πολεμιστής σηκώνεται από το πεσμένο κορμί του και σφίγγοντας τα όπλα του στα χέρια ορμάει προς το μέρος της. Η Σελέστ αμύνεται αποφεύγοντας τις επιθέσεις του, χωρίς να αντεπιτίθεται. Είναι ευέλικτη και η συνεχή κίνηση της, τον εξασθενεί. Παρά τις ικανότητές της, δεν πρόκειται, να κάτσω και να την δω, να πληγώνεται. Βγάζω το πιστόλι από την ζώνη μου και τον πυροβολώ πρώτα στο ένα πόδι και έπειτα στο άλλο ρίχνοντάς κάτω. Ο Σιρκάν βλαστημά από πόνο.
«Άτιμη πόρνη. Πέθανε, πέθανε, πέθανε!» γαβγίζει προσπαθώντας, να συρθεί μακριά της. Το σπαθί του πάντοτε στο πλευρό του, την κόβει ελάχιστα στον μηρό, όταν επιδιώκει, να τον πλησιάσει.
Την αρπάζω από τον ώμο και την τραβάω προς τα πίσω. Προφανώς ο Σιρκάν δεν μπορεί με τίποτα, να ελέγξει τον εαυτό του και το μόνο σίγουρο είναι, πως αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την Σελέστ τούτη τη στιγμή.
«Βαλ’ τον στο αμπάρι για την ώρα και πρόσεχέ τον». Διατάζω τον Φόστερ, όταν πλησιάζει προς το μέρος μας καταματωμένος και λαχανιασμένος. Η μάχη έληξε με τη νίκη, να πηγαίνει στο Τίβερτον.
«Πώς στο καλό θα το διορθώσουμε αυτό; Δεν έχεις κάτι στο μυαλό σου έτσι;» μουρμουρίζει η Σελέστ αποκαμωμένη και γέρνει πάνω μου, όταν εγώ τυλίγω το μπράτσο μου γύρω από τους ώμους της.
Ηλιάνα Κλεφτάκη