Ματωμένες Πύλες Κεφάλαιο 19

«Ξυπνήστε. Ξυπνήστε! Όμορφη καλημέρα! Σας περιμένω στον ναό του Διός σε 5 λεπτά!» ακούω μια γυναικεία φωνή να λέει σχεδόν τραγουδιστά. Η φωνή της ακούγεται σε όλο το σπίτι... Τι στο καλό συμβαίνει; Σε πέντε λεπτά.
Η Εχεκράτεια δε βρίσκεται δίπλα μου. Κοιτάζω γύρω μου γρήγορα και τη βλέπω που ανοίγει την πόρτα και να κρατάει τα ρούχα μου στα χέρια της. Μου χαμογελάει και μου πετάει τα ρούχα για να ντυθώ γρήγορα. Ανταποδίδω το χαμόγελο, αλλά κάτι μέσα μου με κάνει να μην το εννοώ. Όσα είδα χθες… Δεν είναι τόσο απλά. Δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Πρέπει να κερδίσω την αστραπή. Μόνο έτσι θα καταφέρω να πάρω πίσω τις δυνάμεις μου. Μόνο έτσι θα καταστρέψω τον δαίμονα που βρίσκεται ανάμεσά μας. Η Εχεκράτεια έρχεται από πάνω μου και με φιλάει. Έπειτα με σπρώχνει να σηκωθώ. Τρέχουμε στην πόρτα της εισόδου και πριν την ανοίξω κοιτάζω το τραύμα της. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από μια μικρή μελάνια. Υπέροχα! Με κοιτάζει χαρούμενη και ανοίγουμε την πόρτα.
Ο ζεστός ήλιος μας χτυπάει και εξετάζω το περιβάλλον. Βλέπω την ίδια στιγμή τον Ηρακλή να βγαίνει από τη διπλανή πόρτα. Τα βλέμματά μας ανταμώνονται και μετά το βλέμμα του πέφτει πάνω στην Εχεκράτεια, η οποία βγαίνει από πίσω μου. Το βλέμμα του Ηρακλή αλλάζει, γίνεται περίεργο… Φαίνεται κάπως σαν να ζηλεύει που μας βλέπει μαζί. Βάζει το χέρι του διακριτικά μπροστά στο πρόσωπό του για να κρύψει το περίεργο χαμόγελό του και μετά σοβαρεύει. Η Εχεκράτεια δε φαίνεται να προσέχει κάτι. Χωρίς καθυστέρηση, ξεκινάμε όλοι μαζί για τον ναό. Δεν περπατάμε πολύ, καθώς ο ναός βρίσκεται μερικά μέτρα μακριά μας και ετοιμαζόμαστε να μπούμε μέσα. Όμως είναι κλειστά. Σπρώχνω τη μεγαλοπρεπή πύλη αλλά δεν ανοίγει με τίποτα. Ακούμε βήματα μέσα από τον ναό και οι πύλες ανοίγουν. Μπροστά μας βλέπουμε μια μικροκαμωμένη άγγελο με καταπράσινα μάτια και κοντά, ξανθά μαλλιά. Μας χαμογελάει έντονα και φαίνεται πολύ γλυκιά.

«Φτάσατε στην ώρα σας!» την ακούω να λέει και καταλαβαίνω ότι είναι η φωνή που ακούσαμε πριν από πέντε λεπτά. Σκύβουμε όλοι με ευγένεια για να τη χαιρετήσουμε και το ίδιο κάνει και εκείνη.

«Εχεκράτεια; Με ακολουθείς, σε παρακαλώ;» τη ρωτάει και της δείχνει τον ναό πίσω της.

Η Εχεκράτεια ξαφνιάζεται και μαζί της και εγώ. Δε θα είμαστε μαζί; Θα περάσουμε μόνοι μας τη δοκιμασία; Την κοιτάζω με ένα ανήσυχο βλέμμα, το οποίο όμως μου ανταποδίδει με ένα χαμόγελο σιγουριάς. Είναι πολύ δυνατή. Θα τα πάει περίφημα. Το ξέρω! Η Εχεκράτεια μπαίνει στον ναό και η πόρτα πίσω της κλείνει. Κοιταζόμαστε με τον Ηρακλή και κατεβαίνουμε σιγά σιγά τα σκαλιά του ναού. Εγώ κάθομαι στο τελευταίο και εκείνος έρχεται μπροστά μου. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και κοιτάζει εξεταστικά τον ναό. Φαίνεται να θαυμάζει το αέτωμα πάνω από τις πύλες και η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά βλέπω τόσο όμορφο και λαμπερό ναό! Ανησυχώ πολύ είναι η αλήθεια, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι…

Η ώρα περνάει πολύ αργά και η Εχεκράτεια είναι πολλές ώρες εκεί μέσα. Τι κάνουν, τέλος πάντων; Τόσες ώρες δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο, παρά μόνο πως κάτι κακό συμβαίνει. Η πύλη ανοίγει και πεταγόμαστε όρθιοι. Η άγγελος βγαίνει από μέσα -χωρίς την Εχεκράτεια- και προσπαθεί να μας εντοπίσει. Μας βλέπει και μας χαμογελάει.

«Λυσίμαχε; Έρχεσαι, παρακαλώ πολύ;» Τι συμβαίνει; Πού είναι η Εχεκράτεια;

Ανεβαίνω ξανά τα σκαλιά και μπαίνω μέσα στον ναό. Στη μέση του δωματίου βλέπω την Εχεκράτεια να κάθεται σε ένα σκαμπό, καθώς πιάνει το κεφάλι της. Φαίνεται ζαλισμένη. Καθώς πλησιάζω, γυρνάει και με κοιτάει. Δε μου χαμογελάει και δε φαίνεται ότι τα πήγε και πολύ καλά σε ό,τι και εάν ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει. Η Εχεκράτεια με τη βοήθεια μιας νεαρής κοπέλας σηκώνεται όρθια και βγαίνει έξω σέρνοντας τα πόδια της. Με κοιτάζει με πόνο στο βλέμμα και χαμένη μέσα στις σκέψεις της. Η άγγελος πάει μπροστά από το μεγαλοπρεπές άγαλμα και περιμένει να πλησιάσω. Η πόρτα πίσω μου κλείνει και ησυχία επικρατεί στον χώρο. Η κοπέλα επιστρέφει πίσω και γονατίζει στα πόδια της αγγέλου. Ανάβει λιβάνι και ξανά σηκώνεται. Εγώ είμαι ένα μέτρο πίσω της και περιμένω. Με περνάει με το λιβάνι και μου ρίχνει νερό με ένα πράσινο φυτό. Μοιάζει πολύ με βασιλικό. Σταυρώνει το μέτωπό μου και κάνει στην άκρη για να πλησιάσω την άγγελο.

«Χαίρομαι που έφτασες μέχρι εδώ. Μη φοβάσαι. Η φίλη σου είναι καλά. Μόνο λίγο εξαντλημένη» μου λέει και δε σταματάει να μου χαμογελάει γλυκά. Κατάλαβε τα πάντα…Τα συναισθήματά μου, τις σκέψεις μου, όλα.

«Είσαι ένας από τους εκλεκτούς. Τώρα το μόνο που μένει είναι να σε επιλέξει ένα όπλο». Να με επιλέξει; Εκείνα μας επιλέγουν;

Κάνει στην άκρη και βλέπω πίσω της να αιωρούνται τα τρία όπλα. Θαμπώνομαι από την ομορφιά τους. Φαίνονται πανίσχυρα και τόσο, μα τόσο θεϊκά. Δεν είναι απλά όπλα πολέμου. Έχουν απίστευτες δυνάμεις και περιμένουν να βρουν το επόμενο σπίτι τους. Τόσα χρόνια δε βρήκαν αυτόν που θα τα ξυπνήσει και βρίσκονται σε καταστολή. Παρά την κατάστασή τους είναι πραγματικά πανέμορφα. Μόνο το τόξο της Spero λείπει… Βρίσκεται στον ναό του Απόλλωνα. Θα το βρω και θα το πάω πίσω στον πραγματικό διάδοχό του. Η κοπέλα δίπλα μου με οδηγεί μπροστά από τη σοφή ασπίδα της θεάς Αθηνάς. Γονατίζω μπροστά της και την κοιτάζω.

«Συγκεντρώσου, παιδί μου. Δες την αντανάκλασή σου πάνω στο μέταλλο. Εδώ θα βρεις τι κρύβεται πραγματικά μέσα σου. Θα βρεις το σωστό για τον εαυτό σου...» μου λέει η άγγελος και αυτό κάνω –ή τουλάχιστον προσπαθώ.

Κοιτάζω βαθιά μέσα στα μάτια της αντανάκλασής μου. Όλος ο κόσμος γύρω από την ασπίδα χάνεται, μέχρι που μένω μόνο εγώ και εκείνη. Δεν παίρνω τα μάτια μου από πάνω της. Ξαφνικά, βλέπω την αντανάκλασή μου να κουνιέται. Αλλά εγώ δεν κουνιέμαι. Παρατηρώ με κομμένη την ανάσα την αντανάκλασή μου, η οποία βγάζει τα χέρια της έξω και με γραπώνει από την μπλούζα. Με τραβάει με δύναμη και μπαίνω μέσα στην ασπίδα.

Αυτό που αντικρίζω με τρομάζει. Βλέπω τον κόσμο των αγγέλων να καίγεται και φωτισμένα παιδιά και γυναίκες να τρέχουν τρομοκρατημένοι. Η κοπέλα που είδα την πρώτη στιγμή που ήρθαμε εδώ, εκείνη με τα σανδάλια, τρέχει πιο γρήγορα από ποτέ και μεταφέρει με πανικό πράγματα και ιερά αντικείμενα. Ένας τεράστιος βράχος πάει να πέσει πάνω της και, την τελευταία στιγμή, εμφανίζεται ο Ηρακλής και με την ασπίδα της θεάς Αθηνάς αποκρούει μακριά τον βράχο. Φωνάζει και δίνει οδηγίες σε όλους, για το προς τα πού να πάνε. Τι συμβαίνει; Δαίμονες βγαίνουν μέσα από μια πύλη και πάνω από την πύλη βρίσκομαι εγώ. Έχω μαύρα ενεργειακά φτερά και τα ρούχα μου είναι καμένα. Ένα απαθές βλέμμα βγαίνει από μέσα μου και απλώς καταστρέφω. Καταστρέφω ό,τι βρω στον διάβα μου, μέχρι που εμφανίζεται μπροστά μου η Spero. Αυτή τη φορά, μοιάζει με τον παλιό της εαυτό και με σημαδεύει με το τόξο της.

«Σταμάτα, Mortem! Δε θα βγάλει πουθενά!» μου φωνάζει και εγώ την κοιτάζω με μίσος και προβληματισμό στο πρόσωπό μου.

«Εσύ... Εσύ το λες αυτό; Εσύ δε με ελευθέρωσες για να φέρεις την ειρήνη στον κόσμο; Ιδού! Μόνο έτσι θα σωθούν όλοι. Εάν πεθάνουν... Πρέπει να πληρώσουν…» της λέω και της δείχνω τον κόσμο από κάτω μου που τρέχει να σωθεί.

Ένα φως λάμπει μπροστά στα μάτια μου και η εικόνα χάνεται μαζί με τα ουρλιαχτά και τον πόνο. Κλείνω με δύναμη τα μάτια μου για να τα προστατεύσω. Τα ξανά ανοίγω και βρίσκομαι μέσα στον ναό. Μπροστά μου η ασπίδα παίρνει ένα πορφυρό, επιθετικό χρώμα.

«Φύγε μακριά της!» μου φωνάζει η άγγελος και μπαίνει ανάμεσα σε εμένα και την ασπίδα. Με εκτοπίζει μακριά της.

«Τι συνέβη; Τι της έκανες;» μου φωνάζει καθώς προσπαθεί να την ηρεμήσει. Είναι ζωντανή. Η ασπίδα είναι ζωντανή και με έδιωξε μακριά της μόλις είδε όσα είδα και εγώ μέσα της.

Η άγγελος κάνει νόημα στη μικρή κοπέλα να πλησιάσει. Εκείνη σπεύδει να καλύψει την ασπίδα με ένα χρυσό ύφασμα. Με κοιτάζει με δισταγμό και φαίνεται σαν να μη θέλει να συνεχίσω τη δοκιμασία. Αλλά πρέπει να το κάνω! Και δεν μπορεί ούτε εκείνη να το αμφισβητήσει αυτό. Μου κάνει νόημα, όχι και τόσο σίγουρη, να πλησιάσω την τρίαινα. Κάνω την ίδια διαδικασία. Συγκεντρώνομαι στην αντανάκλασή μου και χάνομαι μέσα σε ένα όραμα. Αυτή τη φορά βλέπω μπροστά μου την Εχεκράτεια. Κοιτάζει την τρίαινα στα χέρια της και την ακουμπάει σε μια χειροποίητη βάση.

«Ήρθε η ώρα να φύγω τώρα... Θα μου λείψει πολύ» μου λέει και γυρνάει την πλάτη της.

Εγώ πάω να τη σταματήσω. Νιώθω λες και δε θα την ξανά δω πότε. Ανοίγει μια πόρτα μπροστά της και δυνατό φως βγαίνει από μέσα. Σκιές την περικυκλώνουν και την αγκαλιάζουν μέσα από την πόρτα. Δε φαίνονται για δαίμονες, ούτε για επιθετικές ή κακές σκιές. Την αγκαλιάζουν σαν να χαίρονται πολύ που τη βλέπουν και τη συνοδεύουν μέσα στον φωτεινό κόσμο. Γυρνάει και με κοιτάζει. Ένα δάκρυ φεύγει από τα μάτια της καθώς μου χαμογελάει. Η πόρτα πίσω της κλείνει και μία αίσθηση εφορίας αλλά και λύπης με κατακλύζουν. Κοιτάζω το δωμάτιο και η τρίαινα πέφτει κάτω. Πάω αργά προς το μέρος της και τη σηκώνω. Τη στηρίζω καλύτερα και κλείνω τα μάτια μου.

Όταν τα ανοίγω είμαι πάλι πίσω στον κόσμο των αγγέλων. Η γυναίκα δίπλα μου είναι έτοιμη να μπει ανάμεσά μας για να με προστατέψει. Κοιτάζω την τρίαινα τρομαγμένος, αλλά δεν κάνει τίποτα. Μένει ακίνητη και για μια πολύ μικρή στιγμή μου φάνηκε να φωτίζεται. Η κοπέλα με συνοδεύει στο τρίτο όπλο. Γονατίζω και κοιτάζω το ακανόνιστο φως στο πολυγωνικό σχήμα. Όλες οι μεγάλες ενέργειες μέσα του κουνιούνται. Το βλέπω καθαρά. Μέσα στο φως της, αρχίζουν να δημιουργούνται ακαθόριστες εικόνες. Εν τέλει, καθαρίζουν και μπαίνω μέσα τους. Βρίσκομαι στη Γη. Μπροστά μου υπάρχουν όμως οι δύο πύλες. Κόσμος είναι μαζεμένος και κοιτάζει τρομαγμένος το θέαμα.

«Τι θα επιλέξεις Mortem;» ακούω τη Spero να με ρωτάει μπροστά μου. Βρίσκεται ανάμεσα στις δύο μεγάλες πύλες.

«Πρέπει να διαλέξεις...» μου λέει με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη της.

«Α, ξέχασα... Δεν έχεις πια τις δυνάμεις σου... Δε φάνηκες δυνατός και τις άφησες να πετάξουν μακριά σου!» λέει και γελάει σατανικά. Μαζί της γελάει όλος ο κόσμος πίσω μου. Δεν τα κατάφερα; Η Spero εξαφανίζεται και απότομα έρχεται από πίσω μου η Εχεκράτεια. Φέρνει το στόμα της κοντά στο αυτί μου

«Ήσουν αδύναμος. Άφησες πάλι τα συναισθήματά σου να σε καταστρέψουν. Όπως τότε... Θα μπορούσες να τη σκοτώσεις. Αν το έκανες, όλοι οι κόσμοι θα ήταν ζωντανοί και ειρηνικοί» μου φτύνει τις λέξεις σαν σκουπίδια μέσα στο μυαλό και σιγά σιγά οι πύλες μπροστά μου διαλύονται. Η Εχεκράτεια εμφανίζεται ανάμεσα στις πύλες κρατώντας το χέρι της Spero. Μαζί με τις πύλες διαλύονται και οι δύο κοπέλες ανάμεσά τους.

«Ήσουν πάντα ένα λάθος. Μόνο πόνο ξέρεις να φέρνεις στις ζωές των άλλων» μου λέει για τελευταία φορά και εξαϋλώνεται.

Όλα γύρω μου αρχίζουν και καταστρέφονται και σκοτάδι επικρατεί. Μια αστραπή πέφτει με δύναμη στη Γη και ο κόσμος φωτίζεται τόσο πολύ που με τυφλώνει. Ανοίγω τα μάτια μου και έχω επιστρέψει πάλι πίσω. Η αστραπή μπροστά μου φαίνεται να ταράζεται και η άγγελος με τραβάει μακριά και περιμένει. Αλλά ηρεμεί. Επανέρχεται στην αρχική της κατάσταση και με κοιτάζουν με περιέργεια. Με βοηθάει να σηκωθώ και νιώθω πολύ αδύναμος. Η βοηθός της γυναίκας με οδηγεί προς την έξοδο καθώς μπαίνει μέσα ο Ηρακλής. Βγαίνω από τον ναό και προσπαθώ να φέρω το μυαλό μου σε μια ευθεία.

Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα. Δεν μπορώ να ενώσω όλα όσα είδα. Τι έδειχναν; Το μέλλον; Το παρελθόν; Ψέματα; Περιπτώσεις; Τι είδα πραγματικά; Η Εχεκράτεια ξέρει πώς να ερμηνεύει τα οράματά της και μπορεί να ήταν εύκολη δοκιμασία για εκείνη. Αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω απολύτως τίποτα. Ακόμα προσπαθώ να ερμηνεύσω το τελευταίο μου όραμα! Ναι, έμαθα πολλά για το παρελθόν μου. Σχεδόν τα πάντα. Ναι, άλλαξαν πολλά συναισθήματα μέσα μου, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω... Κατεβαίνω τα σκαλιά και βλέπω την κοκκινομάλλα να κάθεται σε ένα σκαλοπάτι κρατώντας το κεφάλι της χαμηλά. Την πλησιάζω και την ακουμπάω στοργικά στην πλάτη. Πετάγεται απότομα πάνω σαν να κοιμόταν, αλλά δεν ήταν αυτό. Σκεφτόταν και έκλαιγε. Όχι… Σε παρακαλώ πολύ, μην κλαις... Σκύβω μπροστά της και της πιάνω το πρόσωπο. Με τους αντίχειρές μου σκουπίζω τα δάκρυά της. Με κοιτάζει βαθιά μέσα μου, με τα πανέμορφα μεγάλα μάτια της, πιάνει τα χέρια μου απαλά και τα απομακρύνει από πάνω της. Αποστρέφει το βλέμμα της και κοιτάζει μακριά.

«Τι συμβαίνει;» τη ρωτάω ήρεμος. Εκείνη σηκώνεται όρθια και απομακρύνεται. Πάει προς το όμορφο πάρκο και σταματάει.

«Πρέπει να με ξεχάσεις...» Τι; Τι έπαθε τώρα ξαφνικά;

«Είπα πρέπει να με ξεχάσεις! Δεν έπρεπε να γίνει αυτό μεταξύ μας!» μου φωνάζει νευριασμένη. Δεν... δεν καταλαβαίνω. Έρχεται πάλι πίσω σε εμένα με επιθετικότητα.

«Δεν μπορούμε, το καταλαβαίνεις; Δεν ανήκω εδώ!» μου λέει καθώς με σπρώχνει με τα δάχτυλο της. Κατεβάζω κάτω το χέρι της και την πιάνω από τους καρπούς για να τη σταματήσω. Προσπαθεί να ελευθερωθεί αλλά δεν την αφήνω. Πρέπει πρώτα να ηρεμήσει. Αρχίζει να κλαίει με λυγμούς και τελικά το σώμα της καταρρέει σιγά σιγά πάνω στο δικό μου. Τι της συνέβη εκεί μέσα; Μαζί γονατίζουμε στο γρασίδι. Πιάνω το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια μου και να την αναγκάζω να με κοιτάξει.

«Κοίταξέ με, σε παρακαλώ. Κοίταξέ με!» την παρακαλώ και μετά από μερικές στιγμές το κάνει.

«Σε αγαπάω! Δε με νοιάζει τίποτα άλλο στον κόσμο» της λέω και νιώθω μια όμορφη αίσθηση να αναβλύζει από μέσα μου. Το βλέμμα της σοβαρεύει ξανά και σηκώνεται πάλι στα πόδια της. Την ακολουθώ στις κινήσεις της. Πραγματικά δε θέλω να τη χάσω.

«Δεν καταλαβαίνεις... Θα βρεθείς πιο πληγωμένος από εμένα... Απλώς ξέχασέ με, σε παρακαλώ» μου λέει και σκουπίζει τα δάκρυά από το πρόσωπό της σαν μικρό παιδί. Γυρνάει ξανά την πλάτη της και φεύγει. Απομακρύνεται και δεν κοιτάζει πίσω.

Όχι... Σε παρακαλώ…

Μη φεύγεις...

Παρασκευή Γκύζη