Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 2)

Ντέβαν

Η ατμόσφαιρα στο τραπέζι ήταν βαριά. Ο Ντέβαν ανασάλεψε άβολα στην καρέκλα του, νιώθοντας το βάρος της ματιάς του πατέρα του στην κορυφή του τραπεζιού. Αν και ο Ντέβαν έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει το βλέμμα του, μπορούσε να νιώσει τον θυμό και την αποδοκιμασία του, μια αίσθηση ενοχλητική λες και μυρμήγκια περπατούσαν πάνω στο δέρμα του. Ο Αίρυς περίμενε μια θυσία σήμερα και δεν την είχε πάρει. Αν ήταν στο χέρι του, θα είχε σκοτώσει ο ίδιος την κοπέλα προ πολλού, όμως τη θυσία έπρεπε να κάνει ο Ντρόγκομιρ του οποίου η γέννηση είχε ξαναξεκινήσει την κατάρα.

Και αυτός ήταν ο Ντέβαν.

Δίπλα του, η Ορόρα ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. Αν και δίδυμοι, δεν έμοιαζαν σε πολλά. Ο Ντέβαν ήταν μελαχρινός, ενώ ένας απαλός καταρράκτης από ανοιχτά καστανά μαλλιά έπεφτε στην πλάτη της Ορόρα. Τα δικά του μάτια ήταν χρυσά, ενώ εκείνης είχαν ένα φωτεινό χρώμα, γαλάζιο σαν τον καθαρό ουρανό. Όμως δεν ήταν μόνο η εμφάνιση. Ο Ντέβαν ήταν πάντα σιωπηλός και σοβαρός, ενώ η Ορόρα τραβούσε όλη την προσοχή σε ένα δωμάτιο. Πάντα ήταν ομιλητική και με αυτοπεποίθηση, και γιατί να μην ήταν; Οι θηλυκές Ντρόγκομιρ δεν επηρεάζονταν από την κατάρα.

Απέναντί του, οι δυο ξαδέλφες του τον παρατηρούσαν καθ' όλη τη διάρκεια του δείπνου. Η Κάλικ, η μικρή κοκκινομάλλα, προσποιούταν πως γελούσε με κάτι αστείο που της ψιθύριζε ο Έντγκαρ, όμως ο Ντέβαν ήξερε πως η προσοχή της ήταν στραμμένη πάνω του. Η Νερίσσα από την άλλη δεν έκανε καμία προσπάθεια για να κρύψει τις προθέσεις της. Δε θα το δήλωναν ποτέ δυνατά, αλλά καμία Ντρόγκομιρ δεν ήθελε να λυθεί η κατάρα. Οι γυναίκες της οικογένειας μπορούσαν να μεταμορφωθούν όποτε ήθελαν, μέρα ή νύχτα, και αυτό τους έδινε δύναμη. Γιατί να θέλουν να τη μοιραστούν;

Αυτό που ανησυχούσε τον Ντέβαν ήταν η αντίδραση του πατέρα του. Δεν ήταν στον χαρακτήρα του Αίρυς να μένει σιωπηλός. Ήταν σαν τα μαύρα σύννεφα που μαζεύονταν πριν από την καταιγίδα: ήξερες πως ερχόταν και ήξερες πως οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές.

«Τι συνέβη;» τον ρώτησε η Ορόρα τόσο σιγανά που την άκουσε μόνο αυτός, κάνοντας την ερώτηση που τριγύριζε στα χείλη όλων όσων κάθονταν στο τραπέζι.

Τι μπορούσε να της πει, ότι ήταν ερωτευμένος με την κοπέλα που η οικογένειά του σκόπευε να σκοτώσει, και μάλιστα περίμεναν από εκείνον να κρατάει το μαχαίρι; Δεν αμφέβαλε πως η αδελφή του καταλάβαινε περισσότερα απ' όσα αποκάλυπτε, ήταν άλλωστε ένας από τους τρόπους της να παίρνει αυτό που ήθελε, αλλά αυτό δε σήμαινε πως θα το παραδεχόταν έτσι ανοιχτά.

«Τίποτα» ψιθύρισε.

«Αυτό είναι γελοίο» μουρμούρισε ο Κάσρελ και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του.

«Μην αρχίσεις» τον προειδοποίησε η Νερίσσα.

«Έχει δίκιο» επενέβη ο Έντγκαρ. Σηκώθηκε απότομα από τη θέση του κάνοντας την καρέκλα να τρίξει πάνω στο ξύλινο πάτωμα και τραβώντας την προσοχή όλου του τραπεζιού. «Καθόμαστε εδώ, ενώ θα έπρεπε να ετοιμαζόμαστε για τη θυσία» είπε στραμμένος προς τον Ντέβαν. «Γιατί καθυστερούμε τόσο καιρό;»

Εν μέρει, ο Ντέβαν τον καταλάβαινε. Η μαγεία που έτρεχε στις φλέβες του τον καλούσε να μεταμορφωθεί. Και αν είχες πετάξει μια φορά, τότε δεν ήθελες να ξαναπερπατήσεις. Οι Μεταμορφιστές ήταν λιγότερο άνθρωποι που έπαιρναν μορφή δράκου και περισσότερο δράκοι εγκλωβισμένοι στη μορφή ανθρώπου. Ο Ντέβαν τον καταλάβαινε, ένιωθε το ίδιο ακριβώς συναίσθημα. Απλά νοιαζόταν περισσότερο για την Κίρα.

Η Ορόρα άφησε το μπράτσο του Ντέβαν και έκανε πως παίζει με το ασημένιο μαχαίρι της. «Καλύτερα να καθίσεις κάτω, μικρέ ξάδελφε» είπε με ήρεμη, απαλή φωνή και με όλη την προσοχή της στραμμένη στο σχέδιο της λαβής του πιρουνιού. «Αλλιώς αυτό θα βρεθεί καρφωμένο στην κόγχη του ματιού σου». Σούφρωσε με αηδία τη λεπτή της μύτη. «Δε θα είναι ωραίο θέαμα».

Ο Κάσρελ σηκώθηκε όρθιος έτοιμος να υπερασπιστεί τον αδελφό του.

«Δε θα δεχτούμε απειλές από μια γυναίκα». Το έκανε να ακουστεί σαν βρισιά, και αυτό ήταν η φλόγα που άναψε την πυρκαγιά στο τραπέζι.

«Είσαι σίγουρος πως θέλεις να το κάνεις αυτό, Κάσρελ;» του είπε η Νερίσσα. Παρότι πιο κοντή από εκείνον και καθιστή, τον κοίταζε αφ' υψηλού. «Ο ήλιος είναι ακόμα στον ουρανό. Είσαι σίγουρος πως θέλεις να προσβάλεις τις γυναίκες σε αυτό το τραπέζι;» Ο Κάσρελ έβγαλε έναν υποτιμητικό ήχο, όμως οι απειλές της Νερίσσα δεν ήταν για να παίρνονται ελαφρά και το γνώριζε πολύ καλά.

Ο Ντέβαν τους καταλάβαινε. Ο Κάσρελ ήταν είκοσι και ο Έντγκαρ δεκάξι. Αυτό σήμαινε πως δεν είχαν βιώσει ποτέ το πώς είναι να ζεις χωρίς το βάρος της κατάρας, ο Ντέβαν όμως το προτιμούσε. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα ήταν να μπορεί να μεταμορφώνεται κατά βούληση και ξαφνικά να του το στερήσουν αυτό.

Ακριβώς ό,τι είχε κάνει εκείνος στο πατέρα του και στους μεγαλύτερους του.

«Ελάτε τώρα, αγόρια» είπε η Κάλικ στριφογυρίζοντας τα γαλανά της μάτια. Δεκατεσσάρων ετών και συμπεριφερόταν όπως μια μητέρα στα παιδιά της που ξεκινούσαν φασαρία για μια εντελώς παράλογη αιτία. «Πάλι καλά που ο Kλάους λείπει». Ο Ντέβαν δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει. Απ' όλα του τα ξαδέλφια, και είχε πολλά, ο Κλάους ήταν ο χειρότερος. Η Κάλικ άρχισε να κοιτάει τριγύρω λες και μόλις τώρα συνειδητοποιούσε την απουσία του. «Αλήθεια, πού είναι;»

Μακριά από εδώ και όπου θέλει ας είναι, σκέφτηκε ο Ντέβαν.

«Γιατί καθόμαστε και το συζητάμε;» φώναξε ο Κάσρελ. «Ας σκοτώσουμε τη Σέλτιγκαρ απόψε και ας τελειώνουμε με αυτό».

«Για να σε δω να κάνεις πως φεύγεις από το κάστρο» γρύλισε ο Ντέβαν.

«Ποιος θα με εμποδίσει;» τον προκάλεσε. Δεν είχε σημασία που ήταν αίμα του, ο Ντέβαν θα του έσπαγε τα δόντια αν πλησίαζε την Κίρα.

Δίπλα στην κορυφή του τραπεζιού ο Γκρέγκορ, πατέρας του Κλάους, του Κάσρελ, του Έντγκαρ και της Κάλικ, κοίταξε τον Αίρυς σαν να περίμενε από εκείνον να επιβάλει την τάξη.

«Ησυχία» είπε ο Αίρυς. Η φωνή του ήταν σιγανή, όμως όλοι πάγωσαν σαν να είχε πέσει κεραυνός μέσα στην αίθουσα.

«Άρχοντα μου...» πήγε να διαμαρτυρηθεί ο Κάσρελ, αλλά ο Νάριαν τον έπιασε από το μανίκι και τον τράβηξε κάτω.

«Αν ξαναμιλήσεις έτσι στην αδελφή μου» σιγοψιθύρισε στο αυτί του «θα σε σκοτώσω». Ο Νάριαν ήταν ο πιο ήπιος από τους Ντρόγκομιρ, σχεδόν ξεχνούσες την παρουσία του μέσα στο δωμάτιο, εκτός αν προσέβαλες τη Νερίσσα. Τότε ο θάνατός σου θα ήταν αργός κι επώδυνος. Το αγόρι είχε φαντασία.

Και πάλι, η αντίδραση του Αίρυς προβλημάτιζε τον Ντέβαν. Να κοντεύει να ξεσπάσει εμφύλιος μέσα στον Οίκο του και αυτός απλά να κάθεται σε ρόλο παρατηρητή; Όχι, όχι, αυτό ήταν κακό σημάδι.

Η πόρτα της τραπεζαρίας άνοιξε και μέσα μπήκε ο Κλάους. Η Κάλικ άφησε μια μικρή κραυγή φρίκης και τα χρυσά μάτια του Ντέβαν άνοιξαν διάπλατα.

Ο Κλάους δεν ήταν μόνος, έσερνε μαζί του και μια δεύτερη φιγούρα. Τα καστανά της μαλλιά ήταν ανακατεμένα και το λευκό κουρελιασμένο φόρεμά της. Σκούρες μπλε και μαύρες μελανιές κάλυπταν το δέρμα της, το κάτω χείλος της ήταν σχισμένο και το πρόσωπο της ματωμένο. Ξεραμένο αίμα είχε σχηματίσει μια σκούρα κρούστα γύρω από μια ανοιχτή πληγή στην κλείδα της.

«Κίρα» είπε σιγανά ο Ντέβαν. Το μυαλό του δεν μπορούσε να επεξεργαστεί την εικόνα που έβλεπε.

«Το παρατράβηξες, Κλάους» είπε η Ορόρα που είχε βρεθεί δίπλα στον αδελφό της. Ο Ντέβαν δεν την είχε δει να πλησιάζει, υπερβολικά σοκαρισμένος ακόμα και για να αναπνεύσει. Μόλις πριν λίγες ώρες είχε αφήσει την Κίρα στο δωμάτιό της, υγιή και ασφαλή. Πώς γίνεται μέσα σε τόσο μικρό διάστημα να είχε βρεθεί σε αυτή την κατάσταση; Η Ορόρα στάθηκε μπροστά του σαν να προσπαθούσε να τον προστατεύσει από το θέαμα. Της είχε υποσχεθεί πως κανένας δε θα την έβλαπτε

«Εγώ απλώς ακολουθώ εντολές» αποκρίθηκε αδιάφορα ο Κλάους και έσπρωξε με δύναμη την Κίρα προς τα εμπρός. Η κοπέλα σωριάστηκε στη μέση του δωματίου, με τα γκρίζα της μάτια μισόκλειστα. Σαν να έσπασε το ξόρκι, ο Ντέβαν στράφηκε προς τον πατέρα του. «

Ποιος έδωσε αυτή τη διαταγή;» φώναξε αν και γνώριζε ήδη την απάντηση. «Εσύ βρίσκεσαι πίσω από αυτό;» απαίτησε να μάθει.

«Είναι αυτό που πρέπει να γίνει». Ο τόνος του και το πρόσωπό του ήταν κενά από συναίσθημα, σαν να μην αντιλαμβανόταν την αναστάτωση του γιού του, ή να μην καταλάβαινε τον λόγο. Ο Ντέβαν πάντα πίστευε πως όσο η Κίρα δεν είχε παιδιά, οι δικοί του δε θα ρίσκαραν να εξαφανιστεί η γενιά των Σέλτιγκαρ και να κολλήσουν με την κατάρα. Πίστευε πως ήταν ασφαλής.

Έκανε λάθος.

Η Κάλικ σηκώθηκε από το τραπέζι. Προσπέρασε τον αδελφό της και γονάτισε δίπλα στην Κίρα που είχε χάσει τις αισθήσεις της. Ακούμπησε τα λεπτά της δάχτυλα στον λαιμό της. «Είναι ζωντανή».

«Όχι για πολύ» είπε ο Κάσρελ με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό του, λες κι εκείνος ήταν που είχε λύσει την κατάρα των Ντρόγκομιρ.

Ο Κλάους έβγαλε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του, με ανάγλυφα τελετουργικά σύμβολα στη λεπίδα και λαβή από δρακοκόκκαλο. Έκανε ένα βήμα προς τα μπρος.

Η Νερίσσα και ο Νάριαν τινάχτηκαν πάνω. «Μην τολμήσεις να την ακουμπήσεις!» φώναξε ο Ντέβαν.

«Πατέρα, είναι μόνο ένα παιδί» είπε η Ορόρα.

«Ένα παιδί που είναι το κλειδί για να ξαναβρεί ο Οίκος μας τη δόξα που δικαιωματικά του ανήκει».

«Και η κατάρα; Αν εξαφανιστούν οι Σέλτιγκαρ θα κολλήσουμε με αυτή»

«Ή θα την ξεφορτωθούμε μια για πάντα» επενέβη ο Γκρέγκορ.

Ο Ντέβαν ίσα που τους άκουγε, οι φωνές τους έφταναν αδύναμες σαν το τίναγμα των φτερών μιας μύγας στα αυτιά του. Η προσοχή του ήταν αποκλειστικά στραμμένη στην αναίσθητη κοπέλα και στο μαχαίρι στο χέρι του ξαδέλφου του που μπορούσε να δώσει τέλος στη ζωή της μέσα σε μια στιγμή.

«Μείνε μακριά της» τον προειδοποίησε ξανά.

«Δεν είναι για αυτήν» είπε ο Κλάους καθώς προσπερνούσε την Κίρα και την Κάλικ και συνέχιζε προς το μέρος του Ντέβαν. «Είναι για 'σένα».

Τα μάτια της Ορόρα έγιναν δυο κάθετες σχισμές. «Μείνε εκεί που είσαι» τα λόγια ανεβήκαν σαν ένα γρύλισμα στον λαιμό της. Το δέρμα της είχε πάρει μια τραχιά όψη σαν λέπια.

«Θα πάρεις το μαχαίρι από το χέρι μου» συνέχισε ο Κλάους αγνοώντας την, με τα ψυχρά γαλάζια μάτια του καρφωμένα στα χρυσά του Ντέβαν «και θα της κόψεις τον λαιμό».

«Δε θα το κάνω»

«Θα σε αναγκάσω να το κάνεις. Δε με ενδιαφέρει σε τι κατάσταση θα βρίσκεσαι όταν τελειώσουμε, αλλά βαρέθηκα να ζω με την κατάρα, επειδή σου έχει πάρει το μυαλό η μικρή πόρνη».

Οι απειλές του δεν ήταν κούφιες, και ήταν βέβαιο πως είχε ήδη σκεφτεί κάποιο τρόπο για να εξαναγκάσει τον Ντέβαν να ολοκληρώσει τη θυσία, όμως δεν πρόλαβε. Μερικά πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα. Η Νερίσσα και ο Νάριαν βρέθηκαν στις δυο πλευρές του Ντέβαν. Η Κάλικ στάθηκε ανάμεσα στην Κίρα και στον αδελφό της. Και η Ορόρα...

Τα άκρα της επιμηκύνθηκαν και το αραχνοΰφαντο ύφασμα του φορέματος της μετατράπηκε σε λεπτή μεμβράνη που τα ένωνε με τον κορμό της, με σκούρες γαλάζιες φλέβες να διατρέχουν όλη της επιφάνεια τους. Λέπια στο μέγεθος παλάμης, γυαλιστερά και σκληρά σαν διαμάντι κάλυψαν ολόκληρο το σώμα της, προστατεύοντάς τη σαν πανοπλία. Αιχμηρά οστέινα καρφιά ξεφύτρωσαν κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της, και τα τεράστια γαλάζια μάτια της χωρίστηκαν στα δυο από μια κάθετη σχισμή.

«Ορόρα!» φώναξε ο Αίρυς, η φωνή του απόλυτη και άκαμπτη σαν ατσάλι. «Γύρνα στην ανθρώπινη μορφή σου αμέσως!» διέταξε.

Ο λευκογάλανος δράκος βρυχήθηκε, ο τρομερός ήχος γέμισε την αίθουσα Αν μεταμορφώνονταν, θα μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν, όμως έξω ήταν ακόμα μέρα. Ήταν ανίσχυροι μπροστά της κι εκείνοι, και κυρίως η Ορόρα, το γνώριζαν.

«Αυτό είναι προδοσία!» σύριξε ο Κλάους. «Πώς τολμάς να αψηφάς τις εντολές του Άρχοντα του Οίκου μας;»

Χρειάστηκε τόσο όσο ένα βλεφάρισμα, για να καλύψει ο δράκος την απόσταση που τους χώριζε και να βρυχηθεί ξανά στο πρόσωπο του Κλάους, αποκαλύπτοντας τα κοφτερά σαν στιλέτα δόντια του. Ο μεγαλύτερος Ντρόγκομιρ φάνηκε να καταλαβαίνει την ξεκάθαρη απειλή και έκανε υποχώρηση απρόθυμα.

Ο Ντέβαν πήγε κοντά στην Κίρα. Ήταν αναίσθητη, αλλά η αναπνοή της ήταν σταθερή. Παραμέρισε απαλά τα μαλλιά της από το μελανιασμένο της πρόσωπο. Καυτός θυμός κυλούσε αντί για αίμα μέσα στις φλέβες του. Θα σκότωνε τον Κλάους για αυτό που της έκανε. Με ποιο δικαίωμα είχε σηκώσει χέρι επάνω της; Οι άκρες της όρασής του είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν και η αναπνοή του έβγαινε βαριά. Προτεραιότητα είχε όμως να πάρει την Κίρα από εκεί και να την πάει κάπου ασφαλή. Τη σήκωσε στα χέρια του, το κεφάλι της έπεσε άτονα προς τα πίσω, και κινήθηκε προς την πόρτα.

«Γύρνα αμέσως πίσω!» διέταξε οργισμένα ο Αίρυς. «Μη διανοηθείς να περάσεις αυτή την πόρτα»

Ο Ντέβαν τον αγνόησε και συνέχισε την πορεία του. Δεν μπορούσε να πάει την Κίρα πίσω στο σπίτι της, εκεί να ήταν το πρώτο μέρος που θα πήγαιναν οι Ντρόγκομιρ μόλις έπεφτε ο ήλιος. Αν και μεταμορφώνονταν μόνο τη νύχτα, είχαν ακόμα πολύ ισχυρή επιρροή σε ολόκληρη τη Ναβίντια. Υπήρχε μόνο ένα μέρος όπου μπορούσε να πάει. Ήξερε τι υποδοχή θα συναντούσε, όμως ήταν η μόνη επιλογή που είχε.

«Πού φτάσαμε;» άκουσε τον Νάριαν να λέει πίσω του. «Αίμα ενάντια στο αίμα, θα γίνουμε συγγενοκτόνοι; Τόσο χαμηλά ξέπεσε ο Οίκος των Ντρόγκομιρ;»

Εδώ και χρόνια, ξάδελφε, σκέφτηκε πικρά ο Ντέβαν καθώς τους άφηνε πίσω, εδώ και χρόνια.

Φαίη