Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 16)

Το απόγευμα γυρίσαμε στο τμήμα από το σπίτι του Ρόμπινσον και αμέσως καταπιαστήκαμε να σπάσουμε τον κωδικό του λάπτοπ του και να δούμε όσα αρχεία υπήρχαν. Προσπαθούσε ο Τόμας με ένα σύστημα που είχαμε στον υπολογιστή της αστυνομίας να βρει τον πιθανό συνδυασμό. Για μισή ώρα προσπαθούσαμε ανεπιτυχώς να βρούμε τον κωδικό. «Έχω εκνευριστεί τόσο πολύ που δεν μπορούμε να το βρούμε. Τι να πω, πόσο δύσκολο να είναι πια;» αναφώνησα αγανακτισμένη.

Μετά από αρκετά λεπτά κατάφερε επιτέλους ο Τόμας να βρει τον σωστό συνδυασμό και άρχισε να ψάχνει τα αρχεία του. Υπήρχαν πράγματα που περιμέναμε να δούμε, όπως φωτογραφίες με φίλους του. Ανάμεσα στα αρχεία του, υπήρχε ένας κατάλογος ονομάτων και τηλεφώνων. Είχε τηλέφωνα από δικηγόρο, υδραυλικό, ηλεκτρολόγο αλλά υπήρχε και ένα τηλέφωνο με το όνομα Γκρέγκορι Λε Μπλανκ και δίπλα έλεγε μεταφορέας. «Ώπα, περίμενε» είπα με έκπληξη. Ο Τζορτζ και ο Γκρέγκορι γνωρίζονταν;». «Ποιος Γκρέγκορι;» ρώτησε ο Τόμας. «Ο Γκρέγκορι Λε Μπλανκ. Αυτός που βρέθηκε μαχαιρωμένος μαζί με τη γυναίκα του στο Στόκγουελ...» αμέσως ο Τόμας γούρλωσε τα μάτια του. «Καλά, θυμάσαι ακόμα το όνομά του;» «Αυτό σου κάνει εντύπωση ή που γνωρίζονται δύο άνθρωποι που δολοφονήθηκαν. Ο ένας στο Στόκγουελ και ο άλλος στην Μπελγκράβια». «Μια απόσταση δέκα λεπτών με το αμάξι είναι, Πέιτζ, δεν είναι πολύ και το ζαχαροπλαστείο Πέγκυ Πορσέν είναι αρκετά γνωστό». «Ναι, αλλά ούτε ο Γκρέγκορι είχε το τηλέφωνο του μαγαζιού ούτε ο Τζόρτζ του Γκρέγκορι» διευκρίνησα. «Γιατί έψαξες και το ξέρεις αυτό; Εξάλλου ο Λε Μπλανκ ήταν στις μεταφορές επίπλων και ηλεκτρικών ειδών. Μπορεί να τον είχε χρειαστεί κάποια στιγμή» σχολίασε ο Τόμας. Δεν ήξερα τι άλλο να πω. «Λες να συνδέονται οι δύο φόνοι;». «Δεν νομίζω. Το ότι γνωρίζονται δεν σημαίνει ότι είχαν τον ίδιο δολοφόνο. Εξάλλου πέθαναν με διαφορετικό τρόπο». «…και τι πάει να πει αυτό;» διέκοψα τον Τόμας. «Ένας δολοφόνος, κατά συρροήν ειδικά, έχει ένα στυλ που σκοτώνει τα θύματά του. Δεν αλλάζει μέσα σε λίγες μέρες» απάντησε με έντονο ύφος ο Τόμας. Κάτι με έτρωγε μέσα μου. «Θέλω να δω αν οι δύο άνθρωποι που βρέθηκαν δολοφονημένοι έχουν κοινά μεταξύ τους. Τέτοια κοινά στοιχεία που θα έκαναν έναν δολοφόνο να θελήσει να τους σκοτώσει και τους δύο. Ίσως να μην είναι ένας, αλλά συμμορία. Τα ναρκωτικά... Αν συνδέσουμε τον Λε Μπλανκ με τα ναρκωτικά, τότε...». «Πέιτζ, συγκεντρώσου. Είχαμε ψάξει όλο το σπίτι και δεν βρήκαμε τίποτα» είπε ο Τόμας ενοχλημένος. «Στο σπίτι ψάξαμε. Στο βανάκι δεν ψάξαμε όμως, γιατί δεν βρέθηκε ποτέ. Θυμάσαι;» ανταποκρίθηκα και ο Τόμας πάγωσε. «Σωστά, ένα κόκκινο… κόκκινο δεν ήταν;» κόμπιασε προσπαθώντας να θυμηθεί. «Κόκκινο Μερσέντες Μπενζ Άκτρος» του υπενθύμισα. «Πω πω, μνήμη,κορίτσι μου... Καλά, λες να ήταν ο Λε Μπλανκ μπλεγμένος σε τέτοια;». «Δεν ξέρω. Πάντως, αν ήταν, σίγουρα έχουμε υπόπτους στις κλίκες των ναρκωτικών».

17 Μαϊου 2019

Είχε φτάσει πλέον η μέρα που ο Τόμας και η Ραφαέλλα θα παντρεύονταν με πολιτικό γάμο στα κρυφά από τους γονείς τους, μιας και οι δύο οικογένειες είχαν αντίρρηση. Εγώ είχα ετοιμαστεί, φορώντας ένα αμάνικο μίντι φόρεμα σε βαθύ κόκκινο χρώμα, που τόνιζε το μπούστο μου και αναδείκνυε το λεπτό σώμα μου. Χτένισα τα σκούρα καστανά μαλλιά μου, με ισιωτική τα έκανα να έχουν ελαφρύ κυματισμό και έκανα ένα μακιγιάζ σε γήινες αποχρώσεις, για να τονίσω τα καστανά μου μάτια.

Όταν τελείωσα, πήγα να παραλάβω τη μονώροφη, λευκή, γαμήλια τούρτα. Είχε γύρω της μαύρη ζαχαρόπαστα, η οποία σχημάτιζε ένα ζευγάρι να κρατιέται από το χέρι και πίσω από τον καθένα ένα μαύρο δέντρο με φύλλα και μικρά ροζ τριανταφυλλάκια· και αυτά από ζαχαρόπαστα. Επάνω, ίδια ροζ τριανταφυλλάκια, μικρά και μεγάλα διασκορπισμένα, έδιναν την εντύπωση πως ταξιδεύουν με τον αέρα. Οδήγησα ως το εστιατόριο του Τίτο που θα γινόταν η δεξίωση και την έδωσα στον ιδιοκτήτη να τη βάλει στο ψυγείο. Μετά, οδήγησα ως το Φορέβερ Ρόουζ και πήρα τη μικρή ανθοδέσμη από παιώνιες σε αποχρώσεις ροζ και σάπιο μήλο. Την πήγα στο σπίτι του Τόμας και της Ραφαέλλας.

Άνοιξε ο Τόμας ντυμένος με το μπλε του κουστούμι και πήρε την ανθοδέσμη από τα χέρια μου. «Σε ευχαριστώ για όλα, Πέιτζ. Σας περιμένω στο δημαρχείο» είπε και κατευθύνθηκε στο αμάξι του. Εγώ βρήκα τη Ραφαέλλα στο δωμάτιο. Ντυμένη με ένα όμορφο μακρύ λευκό φόρεμα. Το επάνω μέρος ήταν κοντομάνικο σε απαλό μπεζ χρώμα με λευκή δαντέλα και πίσω η πλάτη ήταν έξω. «Χαίρομαι πολύ που βρήκα ένα όμορφο φόρεμα σε πολύ καλή τιμή στο ίντερνετ» είπε χαρούμενη, καθώς βαφόταν. «Μπράβο, Ραφαέλλα μου, πραγματικά χαίρομαι. Είσαι μια κούκλα» συμφώνησα. Της χτένισα τα μαλλιά με ισιωτική, της έκανα δυο πλεξούδες στην αριστερή πλευρά και της έφτιαξα έναν κότσο αφήνοντας μερικές τούφες ίσιες. «Η λακ θα σ’ τα κρατήσει» είπα καθώς της έβαζα. «Ευχαριστώ, Πέιτζ. Πραγματικά μού αρέσει πάρα πολύ. Δεν περίμενα πως θα ήταν τόσο όμορφο το αποτέλεσμα» αναφώνησε μόλις τελείωσα, κοιτώντας εκστασιασμένη το είδωλό της στον καθρέφτη. «Η μητέρα μου μου έχει μάθει να κάνω μερικά εύκολα χτενίσματα». «Εύκολα, αλλά εντυπωσιακά» πρόσθεσε εκείνη. Έβαλε τις μπεζ γόβες της και πήγαμε στο αμάξι μου.

Στο δημαρχείο ήταν όλα έτοιμα. Μας περίμενε εκεί ο Τόμας, ο αρχηγός της αστυνομίας και το αφεντικό της Ραφαέλλας. Καθώς μπαίναμε μέσα, άρχισε απαλά η βροχή συντροφεύοντας αυτή την όμορφη στιγμή.

Δέσποινα Τ.