Αύρα (Κεφάλαιο 2: Το άγνωστο κορίτσι)

(Σκάι)

Ξύπνησα σε ένα άγνωστο δωμάτιο. Το φως ήταν χαμηλό, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τα μάτια μου από το να παραπονιούνται. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα η πρώτη ζαλάδα υποχώρησε και η προσοχή μου στράφηκε δεξιά μου. Υπήρχαν διαφορά ιατρικά μηχανήματα που μετέφραζαν το σώμα μου σε αριθμούς, και ένα γράφημα που ανεβοκατέβαινε σταθερά, δηλώνοντας πως είμαι ζωντανή.

Ύστερα η προσοχή μου στράφηκε στο χέρι μου. Μια βελόνα ενωμένη με έναν πλαστικό σωλήνα οδηγούσε σε ένα διάφανο σακουλάκι που ήταν σχεδόν άδειο. Οι τελευταίες σταγόνες του όρου διέσχιζαν επίδοξα τη σύντομη διαδρομή, για να φτάσουν στο χέρι μου.

Σχεδόν μαγεμένη, κοίταξα για λίγο τις τελευταίες σταγόνες να χάνονται μέσα στη βελόνα. Σύντομα, βρέθηκα να αναρωτιέμαι πού βρίσκομαι. Αμέσως ένα κύμα πανικού άρχισε να ανεβαίνει από το στομάχι μου προς το στερνό μου, μια φωτιά που με έκανε να βγάλω τη βελόνα από μέσα μου και να πεταχτώ από το κρεβάτι. Αυτό αποδείχθηκε κακή απόφαση καθώς τα πόδια μου είχαν άλλη άποψη περί του θέματος. Έβαλα τα χέρια μου μπροστά, σχεδόν μηχανικά, για να σώσω το κεφάλι μου από την πτώση, όμως, η πρόσκρουση δε συνέβη ποτέ.

Άνοιξα με περιέργεια τα μάτια μου, αβέβαιη για το τι είχε μόλις συμβεί. Ένας νεαρός άνδρας με κοντά, μαύρα μαλλιά και τα πιο λαμπερά κάστανα ματιά που είχα δει ποτέ μου, με κρατούσε προσεκτικά και σταθερά. Το βλέμμα του ήταν παγωμένο, αλλά ένιωθα την καρδιά του να πάλλεται δυνατά, μάλλον από την προσπάθειά του να προλάβει να με πιάσει πριν πέσω. Μέσα σε αυτόν τον ειρμό των σκέψεων, ξέχασα ότι τον κοιτούσα επίμονα χωρίς να κάνω καμιά προσπάθεια να σταθώ όρθια. Ένιωσα τα μάγουλά μου να φλέγονται από ντροπή, και σαν να διάβασε τη σκέψη μου, με μια κίνηση με πήρε στην αγκαλιά του και επίδοξα με ακούμπησε πάνω στο κρεβάτι.

«Ελπίζω να μη διακόπτω».

Μια φωνή από το βάθος του δωματίου μας ξάφνιασε τόσο που ο άγνωστος άντρας έκανε απότομα πίσω και εγώ σχεδόν χτύπησα το κεφάλι μου, προσπαθώντας να απομακρυνθώ από εκείνον.

«Όχι, τη βοηθούσα να σηκωθεί. Καμία διακοπή».

Ο μυστήριος διασώστης μου τώρα έμοιαζε τελείως διαφορετικός. Η πλάτη του ήταν ίσια. Φορούσε ένα απλό, μαύρο, κοντομάνικο μπλουζάκι. Φαινόταν πως γυμναζόταν πολύ… Είχε έναν δυναμισμό στον τόνο της φωνής του που με έκανε να νιώθω κάποια σιγουριά. Όμως, την προσοχή μου τράβηξε περισσότερα από όλα ένα αχνό κόκκινο χρώμα γύρω του, σαν τη σκόνη που λαμπυρίζει όταν τη χτυπάει το φως.

Υποθέτοντας ότι είμαι ακόμη ζαλισμένη και κουνώντας το κεφάλι μου για να συνέλθω, δεν πρόσεξα καν ποτέ έφυγε και στη θέση του βρέθηκα ένας ηλικιωμένος άντρας με λευκή ρόμπα. Γύρω από τη γέρικη φιγούρα τρεμόπαιζε ένα μπλε φως. Έμοιαζε σαν το κόκκινο, μα αυτό με έκανε να νιώθω μια ηρεμία, σε αντίθεση με τα έντονα συναισθήματα που προκαλούσε το προηγούμενο.

«Γιατρέ, δεν είμαι καλά, βλέπω παράξενα χρώματα. Τι βάλατε στον όρο μου;»

Τα γέρικα, κουρασμένα μάτια του άνδρα έδειχναν απορημένα, σαν να είπα το πιο τρελό πράγμα στον κόσμο, μα αμέσως η έκφρασή του άλλαξε και το πρόσωπό του γλύκανε.

«Γιατί δεν ξεκινάμε από κάτι πιο εύκολο; Πώς σε λένε;»

Η ερώτησή του δημιούργησε ένα χάος μέσα στο μυαλό μου. Κάθε κομμάτι του εαυτού μου αναζητούσε μανιασμένα την απάντηση. Μια άχνη ανάμνηση από ένα σκουρόχρωμο ταμπελάκι με έβγαλε από τον σύντομο πανικό μου.

«Σκάι... Νομίζω».

Ο γιατρός κοίταξε τα μηχανήματα και ένα πάκο με χαρτιά που ήταν σε έναν φάκελο δίπλα μου.

«Σκάι, όμορφο όνομα. Είμαι ο δόκτωρ Ρεν. Το κανονικό μου όνομα θα ήταν μεγαλύτερος πονοκέφαλος στην κατάστασή σου, οπότε μπορείς να με λες Ρεν».

«Εντάξει. Δόκτωρ Ρεν, μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκομαι; Η μνήμη μου δε με βοηθάει πολύ».

Ο Ρεν έσμιξε τα φρύδια του και στη συνέχεια άφησε μια αναπνοή να φύγει απότομα, σημάδι ότι ήξερε τι συμβαίνει.

«Πολύ φοβάμαι, Σκάι, πως, όταν προσέκρουσε το σκάφος σου, χτύπησες το κεφάλι σου. Ευτυχώς δεν υπάρχει εσωτερική αιμορραγία, ήσουν πολύ τυχερή. Γλίτωσες μόνο με μια προσωρινή αμνησία».

Δεν μπορούσα να δω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, αλλά ήμουν σίγουρη ότι είχα μια πολύ τρομακτική έκφραση που πήγαζε από τον κυκεώνα ερωτήσεων που διαδέχονταν η μία την άλλη, πιέζοντας το κεφάλι μου και εμποδίζοντας τη ροή της ανάσας μου.

«Καλή μου, Σκάι, ξέρω ότι έχεις πολλές απορίες, όπως έχω και εγώ για εσένα. Μα μόλις συνήλθες από μία εβδομάδα βαθύ ύπνου. Θα ήταν καλό να ηρεμήσεις, να φας και θα βρούμε σιγά σιγά τον δρόμο προς τις απαντήσεις που χρειαζόμαστε».

Η απάντηση του γιατρού Ρεν δεν ήταν ικανοποιητική, μα δεν μπορούσα να αρνηθώ το γεγονός ότι ήταν σωστή. Το σώμα μου ήταν αδύναμο και στο κεφάλι μου επικρατούσε το απόλυτο χάος, δημιουργώντας έναν πρώτης τάξεως πονοκέφαλο.

«Είδα πως γνώρισες ήδη τον Κρις. Εκείνος σε βρήκε και σε έφερε εδώ. Αφού σου είναι πιο οικείος θα του ζητήσω να σου φέρει εκείνος το φαγητό. Προς το παρόν θα σου αφήσω ένα αναλγητικό χάπι για τον πονοκέφαλο που σίγουρα έχεις. Θα τα πούμε σύντομα».

Τα γέρικα χέρια του Ρεν άφησαν ένα κίτρινο στρογγυλό χαπάκι στην άκρη του κομοδίνου και η μορφή του εξαφανίστηκε αργά πίσω από τη λευκή πόρτα.

Όλες αυτές οι νέες πληροφορίες και η έλλειψη απαντήσεων με έκανε να παραδοθώ στην κούραση. Πριν προλάβω να το καταλάβω, κοιμόμουν ήδη, βυθισμένη σε αχανείς σκέψεις του παρελθόντος, ανίκανη όμως να βγάλω νόημα.

Ευριδίκη Πετσά