Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 21)

Πέφτω με δύναμη πάνω στο κρεβάτι μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Τα σεντόνια έχουν ακόμη το άρωμά της. Γιασεμί… Το μυαλό μου τρέχει στη χθεσινή νύχτα. Τόσο απαλή, τόσο ζεστή… Μα τι σκέφτομαι; Δεν είναι πια δίπλα μου. Και δε νομίζω ότι θα έρθει και ποτέ. Ήταν αποφασισμένη, το είδα, και απόμακρη. Σηκώνομαι απότομα όρθιος και μαζεύω βιαστικά τα σεντόνια. Πρέπει να την ξεχάσεις, Μαξ. Πρέπει να την ξεχάσεις. Είπε ότι θα πληγωθώ, εγώ θα πληγωθώ, όχι και οι δύο. Πρέπει να προστατεύσεις τον εαυτό σου, Μαξ. Κρατάω στα χέρια μου τα σεντόνια και τα πετάω στον κήπο έξω από το δωμάτιο εκνευρισμένος. Δεν καταλαβαίνω τι έχει στο μυαλό της! Γιατί μου το κάνει αυτό; Αισθάνομαι ντροπή και λύπη. Τα συναισθήματά μου ξεχειλίζουν. Δεν μπορώ να τα ελέγξω. Δεν μπορεί πράγματι να τελείωσε ο δρόμος της εδώ. Τι εννοούσε με αυτά τα λόγια; Δεν μπορεί κάποιος να μου μιλήσει ξεκάθαρα επιτέλους; Θυμωμένος χτυπάω το κομοδίνο και το εκσφενδονίζω στον απέναντι τοίχο.
Πονάει. Πονάει τόσο πολύ. Γιατί όμως; Πάλι είμαι μόνος μου. Πάλι η καρδιά μου είναι κενή. Χθες, για μια στιγμή, για μια υπέροχη στιγμή, ένιωσα ολόκληρος. Ένιωσα ότι ζω. Ένιωσα πως ό,τι κάνω έχει νόημα. Πλέον, είναι ξεκάθαρα πως όσα κάνω είναι για τους άλλους. Το κάνω γιατί ο κόσμος χρειάζεται αυτό που πραγματικά είμαι. Δε με νοιάζει να βρω ποιος είμαι… Δε θέλω άλλο πόνο. Όχι άλλους θανάτους. Δε θα το κάνω ξανά αυτό. Κάθομαι στο πάτωμα και ακουμπάω την πλάτη μου στο κρεβάτι. Τεντώνω τον λαιμό μου πάνω στο στρώμα και κοιτάζω το ταβάνι. Εάν με ακούει κάποιος… Ας με βοηθήσει. Νιώθω χαμένος…
Τα μάτια μου κλείνουν και νιώθω ένα δάκρυ να κυλάει στο δέρμα μου. Γιατί κλαίω; Ποιο το νόημα; Όταν ανοίγω ξανά τα μάτια, κοιτάζω έξω από το παράθυρο και βλέπω πως η νύχτα ήρθε για τα καλά. Πετάγομαι όρθιος, σαν να ξύπνησα από εφιάλτη, και κοιτάζω γύρω μου. Όχι, δεν ήταν εφιάλτης. Ήταν η άσχημη αλήθεια. Πάω στο μπάνιο και βγάζω τα ρούχα μου. Βάζω τα χέρια μου κάτω από το τρεχούμενο νερό της βρύσης και τρίβω το πρόσωπό μου με δύναμη, σαν να προσπαθώ να ξυπνήσω. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Απόγνωση είναι ζωγραφισμένη στα μάτια μου. Το χρώμα τους είναι πιο σκούρο μπλε από ότι συνήθως. Τα μαλλιά μου είναι και αυτά πιο μαύρα. Το λευκό δέρμα μου είναι χλωμό και νιώθω πόνο στο στομάχι. Ανοίγω τα ντουλάπια και ψάχνω μήπως βρω κάτι χρήσιμο. Ένα παυσίπονο, ένα μαγικό φίλτρο… Κάτι που θα με κάνει να σταματήσω να σκέφτομαι και να πονάω. Αντί για αυτό, βρίσκω μερικά ρούχα στο νούμερό μου. Αρπάζω ένα λευκό T-shirt και μια μαύρη φόρμα, αφού τίποτα άλλο δεν είναι σαν αυτά που φοράω συνήθως. Είναι τόσο απαλά και μυρίζουν υπέροχα. Όπως όλα άλλωστε εδώ πέρα. Όπως και εκείνη. Μύριζε τόσο όμορφα…

«Σταμάτα το!» φωνάζω στον εαυτό μου και μου ρίχνω ένα χαστούκι. Δε λέω όμως να βάλω μυαλό.

Βγαίνω από το δωμάτιο σχεδόν τρέχοντας. Και πού πάω; Μα σε εκείνη, φυσικά. Θέλω εξηγήσεις. Δε δέχομαι ψεύτικες δικαιολογίες του αέρα. Θέλω απαντήσεις και θα τις πάρω! Δεν μπορεί να μου αρνηθεί. Ανοίγω την πόρτα μου και ακολουθώ το μικρό μονοπάτι με τα σπίτια. Δίπλα στο δικό μου είναι το σπίτι του Ηρακλή και δίπλα από αυτό βρίσκεται το σπίτι με τον λωτό στην πόρτα. Πλησιάζω διστακτικά και μπαίνω μέσα στον κήπο. Καθώς πλησιάζω, βλέπω μια φιγούρα να ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι και να πηγαίνει προς την είσοδο. Κοντοστέκομαι και κρύβομαι πίσω από έναν μεγάλο θάμνο με λουλούδια. Η φιγούρα που βλέπω μπροστά μου είναι ο Ηρακλής.

Σταματάει στην είσοδο και δεν κάνει τίποτα. Απλώς περιμένει. Τι περιμένει; Κάνει μερικές κινήσεις σαν να προσπαθεί να χαλαρώσει και τελικά χτυπάει την πόρτα. Δεν περνάει πολλή ώρα και η Εχεκράτεια του ανοίγει. Για μια στιγμή, μιλούν ο ένας στον άλλον και μετά από λίγο ο Ηρακλής της δίνει ένα λουλούδι, που δεν είχα δει τόση ώρα ότι κρατούσε. Εκείνη το παίρνει. Ένα τσίμπημα έρχεται πάλι στην επιφάνεια, αλλά το σταματάω. Δεν επιτρέπεται να ζηλεύω. Δεν είναι δική μου. Μόλις εκείνη παίρνει το λουλούδι, ο Ηρακλής σκύβει και της φιλάει το χέρι. Μα πού νομίζει ότι βρίσκεται; Δεν πιάνουν αυτά πλέον.

Κι όμως πιάνουν…

Η Εχεκράτεια χαμογελάει αμήχανα και ευχαριστεί τον Ηρακλή. Τότε εκείνος σκύβει αργά προς το μέρος της. Όχι. Δε θέλω να το πιστέψω. Δε θέλω να το δω! Εκείνος τη φιλάει και γυρίζω κατευθείαν το κεφάλι μου μακριά. Φεύγω. Δεν έχω καμία δουλειά εδώ πέρα. Πήρα τις απαντήσεις που ήθελα.

Ώστε για αυτό ένιωθε άσχημα. Για αυτό θα πληγωνόμουν εγώ στο τέλος. Γιατί της άρεσε ο φουσκωτός, δυνατός ήρωας! Δεν έπρεπε να περιμένω τόσα πολλά από μια εγωίστρια… Μα πώς μπορώ να σκεφτώ κάτι τέτοιο; Δεν είναι καθόλου εγωίστρια. Έκανε τόσες θυσίες.

«Σταμάτα να είσαι εσύ τόσο εγωιστής. Δεν μπορούν να σου ανήκουν τα πάντα. Σύνελθε, Μαξ. Ζωή της είναι και θα είναι με αυτόν που επιλέγει η ίδια» μονολογώ.

Εγώ όμως επέλεξα εκείνη. Τι χαζός που είμαι… Αυτό ήταν που μου έλεγαν τα οράματά μου; Έγινα αδύναμος γιατί άφησα τα συναισθήματά μου να με παρασύρουν…

Φτάνω στο πάρκο και κάνω κύκλους. Δεν έχω ιδέα πόση ώρα είμαι εδώ. Δεν ξέρω καν πού ακριβώς βρίσκομαι. Βλέπω μια λίμνη μπροστά μου και στις όχθες της βρίσκεται ο Ηρακλής. Κάθεται και αγναντεύει τα φώτα που παίζουν μέσα στο νερό. Πάω να φύγω, αλλά αλλάζω γνώμη και τον κοιτάζω. Δεν ξέρω γιατί δεν κάνω κάτι. Μάλλον φοβάμαι να μιλήσω με τον νικητή μπροστά μου.

«Θα με κοιτάς για πολλή ώρα ακόμα;» μου φωνάζει ο Ηρακλής και ξαφνιάζομαι. «Ή έλα κάτσε ή φύγε. Με εκνευρίζει αυτή η στάση» μου λέει και, παρόλο που δεν είμαι τόσο σίγουρος για αυτό που κάνω, κάθομαι δίπλα του.

Κοιτάζουμε και οι δύο τη λίμνη. Εγώ νιώθω αμήχανα, αλλά αυτός δεν αλλάζει καθόλου στάση. Φαίνεται πως δεν τον ενοχλεί ο κόσμος, όταν θέλει να σκεφτεί. Ένα δυνατό χτύπημα στον μπράτσο με ρίχνει κάτω και πιάνω το χέρι μου. Τι στο καλό; Μόλις με χτύπησε! Πάει καλά;

«Εάν την πληγώσεις θα σε σκοτώσω» μου λέει χωρίς να κουνηθεί. Μα τι λέει; «Άκουσες τι σου είπα;» μου φωνάζει και με κοιτάζει επιθετικά. Δεν καταλαβαίνω. Για την Εχεκράτεια μιλάει; Κουνάω θετικά το κεφάλι μου και ο πόνος εξαφανίζεται. Εκείνος γυρνάει πάλι μπροστά του.

«Δεν της αξίζεις. Εκείνη χρειάζεται κάτι πολύ πιο μεγάλο από εσένα. Χρειάζεται έναν άντρα πιο ισχυρό από την ίδια. Σίγουρα αυτός δεν είσαι εσύ» συνεχίζει ατάραχος. Τα νεύρα μου τσιτώνονται, αλλά προτιμώ να μη μιλήσω.

«Δε φαντάζεσαι πόσο τυχερός είσαι που έχεις μία κοπέλα σαν και αυτή να σε αγαπάει τόσο…» μου λέει και τον κοιτάζω άναυδος.

«Μα, εσύ και η Εχεκράτεια…» πάω να πω αλλά με διακόπτει.

«Ναι ναι… Εσύ έφυγες τρέχοντας και δεν είδες τι έγινε». Για μια στιγμή. Ήξερε ότι ήμουν εκεί;

«Με δάγκωσε…» μου λέει και βάζω τα γέλια. Σηκώνει επιθετικά το χέρι του για να με χτυπήσει και σταματάω απότομα.

«Με δάγκωσε και μου είπε ότι η καρδιά της έχει κλειδώσει για άλλον και ότι δεν ξέρει να παίζει τέτοια παιχνίδια. Μετά μου έκλεισε την πόρτα στη μούρη» συμπληρώνει και βγάζει το λουλούδι που της προσέφερε και το πετάει στο νερό. Άρα του πέταξε και το λουλούδι πίσω! Σκληρός τρόπος να απορρίψεις κάποιον. Αλλά έτσι είναι η Εχεκράτεια. Δεν είναι άτομο με υπομονή. Ούτε και θα σου φερθεί με ευγένεια και ταπεινότητα αν νιώσει ότι απειλείται. Σηκώνομαι και φεύγω τρέχοντας, χωρίς να πω τίποτα.

«Πρόσεχε μη σου δαγκώσει τη γλώσσα!» μου φωνάζει ο Ηρακλής από πίσω και βάζω τα γέλια.

Άλλος στη θέση του θα τη διεκδικούσε. Άλλος θα έκανε ό,τι μπορούσε για να με πάρει μακριά της. Αλλά όχι… Ο Ηρακλής ξέρει πώς να κερδίζει αλλά και πώς να χάνει. Δεν είναι απλώς κάποιος με μπράτσα και στιλ. Έχει μέσα του έναν πραγματικό αρχηγό και με έκανε να ζωντανέψω ξανά. Φτάνω στην πόρτα του σπιτιού της και τη χτυπάω. Δεν ακούγεται τίποτα. Χτυπάω ξανά και η πόρτα ανοίγει ελαφρώς από μόνη της. Μάλλον δεν την έκλεισε καλά πίσω της. Μπαίνω μέσα και το πρώτο που παρατηρώ είναι πως η διακόσμηση σε αυτό το σπίτι είναι διαφορετική. Εδώ κυριαρχεί το κόκκινο και το χρυσό στα έπιπλα και στους τοίχους.

Περνάω έναν διάδρομο με πολλές πόρτες. Ανοίγω την πρώτη αριστερά μου, αλλά είναι το μπάνιο. Πάω στην απέναντι πόρτα και υπάρχει ένας άλλος διάδρομος, στο βάθος του φαίνεται ένα ακαθόριστο φως που τρεμοπαίζει. Ένα λευκό φως! Δεν είναι κερί, ούτε φως από φακό. Είναι πιο πολύ σαν φως από ηλεκτρικά κύματα. Προχωράω στον διάδρομο και στρίβω στη γωνία του. Ένας άλλος μικρός διάδρομος καταλήγει μέσα σε μια αίθουσα. Όσο πλησιάζω το φως δυναμώνει. Βρίσκομαι πλέον μέσα στο δωμάτιο και βλέπω από πού έρχεται το φως. Είναι η αστραπή, η οποία βρίσκεται σε μια εσοχή στον τοίχο, λες και είναι φτιαγμένη μόνο για αυτό το όπλο. Μπροστά της, καθισμένη στο πάτωμα, είναι η Εχεκράτεια και την κοιτάζει, χωρίς να κουνιέται καθόλου.

«Κάτσε δίπλα μου». Πώς με καταλαβαίνουν όλοι; Πρέπει να μάθω και εγώ αυτό το κόλπο! Κάθομαι δίπλα της και την κοιτάζω, παρόλο που εκείνη δεν παίρνει τα μάτια της από το μαγευτικό φως.

«Εχεκράτεια, εγώ…» προσπαθώ να ξεκινήσω, αλλά δεν μπορώ να συνεχίσω. Εγώ τι;

«Απλώς…» Έλα τώρα, Μαξ. Πες κάτι. «Απλώς θέλω να είσαι ευτυχισμένη» της λέω τελικά και γυρνάει να με κοιτάξει. Ανοίγει το στόμα της για να μιλήσει, αλλά τελικά δε βγαίνουν λέξεις από μέσα της.

«Δεν είμαι αυτή που νομίζεις. Δεν είμαι αυτή που φαίνομαι» μου λέει και τα μάτια της βουρκώνουν.

«Τι… τι εννοείς;» ρωτάω, καθώς κάνω στην άκρη μια τούφα από τα μαλλιά της που πέφτει στο πρόσωπό της.

«Η δύναμη που χρησιμοποιώ… Με σκοτώνει κάθε φορά». Τη σκοτώνει; Μα φαίνεται μια χαρά!

Κατεβάζει τα μάτια της σαν να ντρέπεται και να λυπάται για κάτι. Σιγά σιγά τα μαλλιά της από χάλκινα γίνονται λευκά. Ώστε δεν ήταν η φαντασία μου! Τότε που την κουβαλούσα στα χέρια μου ενώ ήταν αναίσθητη, είδα μια τούφα από τα μαλλιά της να γίνεται λευκή. Αλλά νόμιζα ότι είδα λάθος. Τα μάτια της είναι κομμένα και το λευκό της δέρμα δεν είναι λαμπερό, αλλά χλωμό. Είναι ακόμα νέα και πανέμορφη, αλλά φθαρμένη, σαν να υπομένει εδώ και χρόνια χτυπήματα και κούραση. Ένα κόκκινο δάκρυ βγαίνει από μέσα της και τρέχει στο μάγουλό της. Όμορφό μου πλάσμα… Τι σου συμβαίνει; Αποστρέφει το πρόσωπό της για να μην την κοιτάζω, αλλά τη σταματάω. Της δείχνω ότι δε με τρομάζει και ότι δεν τη θεωρώ άσχημη ή οτιδήποτε άλλο σκέφτεται. Το πονεμένο της βλέμμα χαλαρώνει και φαίνεται σχεδόν ανακουφισμένη.

«Τα δάκρυά μου είναι κόκκινα, γιατί κάθε μέρα ο ίδιος μου ο εαυτός με σκοτώνει. Με τιμωρεί γιατί τον αναγκάζω να υπομείνει ενέργεια που δεν αντέχει να κουβαλάει» μου λέει και σκουπίζει το πρόσωπό της.

«Τι εννοείς; Δεν την είχες από πάντα αυτή την ενέργεια;» τη ρωτάω μπερδεμένος.

«Όχι, την είχα. Απλώς όχι όλη… Άσε με να σου εξηγήσω από την αρχή. Μόνο έτσι θα καταλάβεις τι συμβαίνει σε εμένα και τι κάνω μαζί σου». Περίμενε. Δηλαδή ήταν προμελετημένη η συνάντησή μας; Τι πραγματικά γίνεται;

«Σήμερα θα σου πω μια ιστορία, μην περιμένεις να είναι πολύ όμορφη όμως. Είναι η ιστορία ενός παιδιού, ενός κοριτσιού και μιας γυναίκας με το όνομα Φαίδρα. Ονομάστηκε έτσι γιατί όταν ήταν μωρό, όλοι μιλούσαν συνέχεια για την ομορφιά και τη λάμψη της. Σημαίνει η λάμπουσα από χάρη, η φωτεινή. Κανείς δεν έβλεπε τίποτα άλλο, παρά μόνο έναν όμορφο άνθρωπο». Κάνει μια μεγάλη παύση και κάτι μέσα μου τραντάζεται.

Το πραγματικό της όνομα δεν είναι Εχεκράτεια; Για αυτό είπε το όνομά της στην πρώτη δοκιμασία στον άγγελο. Γιατί ούτως ή άλλως δεν την έλεγαν έτσι. Θέλω πολύ να ακούσω τι θα μου πει. Ακόμα δεν ξεκίνησε και ένα κομματάκι μπήκε στη θέση του, μικρό, αλλά το παζλ δε συμπληρώνεται αν ακόμη και ένα θραύσμα λείπει. Μένει για πάντα ημιτελές... Δεν αλλάζει μορφή και νιώθω την ανάγκη να την πάρω αγκαλιά, αλλά δεν το κάνω. Της κουνάω απαλά το κεφάλι θετικά, για να την ενθαρρύνω να συνεχίσει και ακουμπάω το χέρι της.

Και έτσι ξεκινάω να μαθαίνω μια ιστορία.

Μια ιστορία ενός πολεμιστή.

Μια ιστορία θυσίας και πόνου.

Την ιστορία της γυναίκας που αγαπώ...

Παρασκευή Γκύζη