(Σκάι)
Η ώρα κυλούσε αργά μέσα στο δωμάτιο˙ δεν ήξερα τι μέρα ήταν, τι ώρα και ποια χρόνια. Δεν είχα επίγνωση του πού ακριβώς βρισκόμουν και πώς βρέθηκα εκεί. Η γνωριμία με το μυστηριώδες πρόσωπο που θα μου έδινε απαντήσεις σε όλα μου τα ερωτήματα με έκανε να σηκωθώ από το κρεβάτι και να ετοιμαστώ το γρηγορότερο δυνατόν. Η νοσοκόμα Κάθριν μπορεί να έμοιαζε ψυχρή και αγενής, αλλά σίγουρα ήξερε να διαλέγει ρούχα.
Το σετ αποτελούνταν από ένα καφέ κοντομάνικο μπλουζάκι με στρογγυλή λαιμόκοψη και από ένα σκούρο δερμάτινο κολάν στο ίδιο χρώμα, με ζώνη γύρω από τη μέση και τον έναν μηρό. Το σετ ολοκλήρωναν ματ μαύρα άρβυλα, σαν αυτά που φορούσε ο Κρις. Μπορεί με την πρώτη ματιά να μην ήταν τρομερό σύνολο, αλλά όλα τα στοιχεία τόνιζαν τα σκούρα πράσινα μάτια μου. Δεν έμοιαζα πλέον με αυτή τη φρικιαστική εικόνα που είχα δει νωρίτερα.
Η πόρτα χτύπησε λίγα λεπτά αργότερα και πίσω της βρισκόταν ο Κρις. Έμεινε για λίγο ακίνητος κοιτώντας με επίμονα, με αποτέλεσμα να νιώθω άβολα.
«Είσαι... Πρέπει να φύγουμε, σε περιμένουν».
Δε μου άφησε περιθώρια για ομιλίες, καθώς είχε ήδη γυρίσει για να φύγει. Ακολούθησα τα βήματά του στον ατελείωτο γαλάζιο διάδρομο με τις λευκές πόρτες, που σε έκαναν να αρρωσταίνεις ακόμη και αν είσαι μια χαρά. Κατεβήκαμε με το ασανσέρ και έξι ορόφους αργότερα βρισκόμασταν στην έξοδο. Το νοσοκομείο δεν είχε τρομερή κίνηση και οι λιγοστοί άρρωστοι ήταν αμίλητοι.
Όση ώρα ο Κρις βάδιζε μπροστά μου, εγώ προσπαθούσα να αγνοήσω το γεγονός ότι ακόμη έβλεπα χρώματα γύρω από όλους. Μέχρι στιγμής είχα μετρήσει τρία χρώματα: ο Κρις κόκκινο, ο δόκτωρ Ρεν και η νοσοκόμα Κάθριν είχαν μπλε και ένας τραυματίας που πέρασε από δίπλα μας είχε πράσινο.
Πριν προλάβω να συνηθίσω το γεγονός πως τα μάτια μου είχαν χαλάσει τελείως, η πόρτα άνοιξε και είδα κάτι συναρπαστικό. Ο ουρανός ήταν μαύρος, καλυμμένος με ένα πλέγμα από λευκές λάμπες που φώτιζαν όλο το μέρος από άκρη σε άκρη. Είδα ανθρώπους με όλων των ειδών χρώματα να τους πλαισιώνουν. Ένα ακόμη πιο απίστευτο γεγονός διαδέχθηκε την εικόνα. Μαύρα και ασημένια αεροσκάφη πετούσαν σε ουράνιους διαδρόμους και στο δρόμο κάτω κυκλοφορούσαν μόνο άνθρωποι περπατώντας. Τα ψηλά, γυάλινα κτίρια έστεκαν επιβλητικά μπροστά μας, τόσο ψηλά που σε κάποια σημεία με το ζόρι διέκρινες τον ουρανό.
«Πιάσε το χέρι μου, δε φαίνεσαι πολύ καλά».
Ο Κρις σταμάτησε μπροστά μου και άπλωσε το χέρι του προς τα εμένα. Δεν ήθελα να το κάνω, αλλά όλα ήταν πράγματι υπερβολικά. Μια πληθώρα πληροφοριών έμπαινε σε ορδές μέσα στο μυαλό μου, το οποίο αγωνιζόταν να βρει μια σχετική ανάμνηση. Για κακή μου τύχη δεν είχα ιδέα για τίποτα από όσα έβλεπα μπροστά μου. Έπιασα το χέρι του απρόθυμα και τον άφησα να με οδηγήσει στο πρόσωπο που κρατούσε στα χέρια του τις απαντήσεις που χρειαζόμουν.
«Σκάι, ξέρω ότι περιμένεις πολλά από αυτή τη συνάντηση, αλλά μη ρίχνεις τις άμυνές σου».
Ο Κρις δε με κοιτούσε όσο μιλούσε, πράγμα που με εκνεύρισε τόσο που αποφάσισα να κάνω κάτι για αυτό. Τράβηξα το χέρι μου πίσω και σταμάτησε αμέσως. Παγωμένος σχεδόν, γύρισε προς το μέρος μου. Δεν μπορούσα να ξέρω τι νιώθει, όμως το ύφος του ήταν ένας συνδυασμός θυμού και απορίας. Σχεδόν μετάνιωσα για την ξαφνική μου αντίδραση, όμως ήμουν αποφασισμένη να εκφράσω την ένταση μέσα μου.
«Εσύ ξέρεις ποιος είσαι, γνωρίζεις τον κόσμο γύρω σου, θυμάσαι πόσο χρονών είσαι και τι δουλειά κάνεις. Εγώ από την άλλη, είμαι πολύ τυχερή που θυμάμαι το όνομά μου γιατί μέχρι στιγμής νιώθω ότι είμαι μια τρελή που βλέπει χρώματα! Μου λες να προσέχω και να μη ρίχνω τις άμυνές μου, μα δε μου αποκαλύπτεις από τι κινδυνεύω. Με ήξερες από παλιά μήπως; Μου ζήτησες να σε εμπιστευτώ και κράτησα την υπόσχεσή μου μέχρι στιγμής, αλλά δε με βοηθάς να καταλάβω τίποτα! Γιατί είσαι τόσο αποφασισμένος να με προστατέψεις; Τι έχεις να κερδίσεις από αυτό; Γιατί-»
Σταμάτησα απότομα, καθώς με τράβηξε κοντά του, ώσπου η ξαφνική λαβή έγινε αγκαλιά και ένιωσα το πρόσωπό μου να καίγεται. Με κρατούσε σφιχτά και μπορούσα σχεδόν να γευτώ το άρωμά του. Παρόλο που ένα ρυάκι ιδρώτα χάραζε μια διαδρομή από τον κρόταφό του μέχρι τον θώρακά του, μύριζε υπέροχα. Για μια στιγμή είχα ξεχάσει πόσο θυμωμένη ήμουν. Ήξερα τον Κρις ελάχιστες ώρες και όμως με έκανε να νιώθω σίγουρη.
«Σκάι, ξέρω ότι έχεις πολλές ερωτήσεις, και εγώ ο ίδιος έχω. Αλλά αυτή τη στιγμή μας κοιτάνε όλοι. Κάνε ότι ζαλίστηκες, γιατί αλλιώς θα έχουμε και οι δύο πρόβλημα».
Έριξα μια πρόχειρη ματιά και με τρόμο διαπίστωσα πως είχε δίκιο. Όλοι κοιτούσαν εμάς. Όχι! Εμένα. Μερικοί άρχιζαν να πλησιάζουν προς το μέρος μας. Αμέσως παραπάτησα και μετά στάθηκα στα πόδια μου, μα οι άνθρωποι δε σταμάτησαν να μας κοιτούν. Αντιθέτως, και τα τελευταία βλέμματα, αυτών που μέχρι τώρα δε μας κοιτούσαν, στράφηκαν επάνω μας.
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Πάμε».
Ανοίξαμε το βήμα μας και σύντομα βρισκόμασταν μπροστά στο ψηλότερο κτίριο της πόλης. Ήταν μαύρο και φτιαγμένο από το ίδιο υλικό, ώστε ταίριαζε με όλα τα υπόλοιπα κτίρια. Όμως το φώτιζαν με διαφορετικά χρώματα στη βάση του, πράγμα που το έκανε το επίκεντρο της προσοχής. Εκτός από τα πανέμορφα χρώματα, την προσοχή τραβούσε και το μεγάλο πλήθος φυλάκων κατά μήκος του κτιρίου. Ψηλοί με μαύρες στολές από σκληρό υλικό, στέκονταν βαλσαμωμένοι στη θέση τους. Γύρω τους είχαν το γνώριμο κόκκινο χρώμα που είχα πλέον σχεδόν συνηθίσει.
Ο Κρις άφησε το χέρι μου απότομα, πράγμα που με ξάφνιασε, καθώς εκείνος το είχε προτείνει εξ αρχής. Τον κοίταξα με απορία, αλλά ήταν μάταιο, αφού το βλέμμα του ήταν καρφωμένο μπροστά, σχεδόν παγωμένο.
Προχωρούσαμε κοιτώντας μπροστά, μέχρι που φτάσαμε στη μεγάλη ρεσεψιόν, όπου μια νέα κοπέλα με ξανθά μαλλιά κοιτούσε τον υπολογιστή της αδιαφορώντας για την άφιξή μας. Γύρω της είχε ένα κυανό χρώμα το οποίο κολάκευε τα γαλάζια μάτια της. Ο Κρις ακούμπησε στον πάγκο της ρεσεψιόν, άπλωσε προσεκτικά το χέρι του, άφησε ένα μοβ χαρτί και για πρώτη φορά είδα την κοπέλα να ζωντανεύει.
«Εσύ, έλα μαζί μου».
Η φωνή της ήταν κρυστάλλινη και κτητική. Ο Κρις δεν μπορούσε να μας ακολουθήσει και αυτό με τρόμαζε. Σα το κατάλαβε, χαλάρωσε για λίγο το απόμακρο ύφος του και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Ύστερα γύρισε και χάθηκε μέσα σε έναν άγνωστο θάλαμο στο άλλο άκρο της υποδοχής. Εν το μεταξύ, η ξανθιά κοπέλα ήταν ήδη πολύ μπροστά, με αποτέλεσμα να πρέπει να τρέξω για να την προφτάσω. Σε αντίθεση με ότι είχα δει μέχρι τώρα, ήταν πολύ κομψά ντυμένη, φορώντας ένα μαύρο κοστούμι που αγκάλιαζε το σώμα της. Αυτό δεν την εμπόδιζε βέβαια από το να περπατάει πιο γρήγορα από όσο μπορούσα εγώ.
Μπήκαμε στο ασανσέρ και εξήντα ορόφους αργότερα βρισκόμασταν στην κορυφή του κτιρίου. Η πόρτα άνοιξε και εκεί μας περίμεναν δύο άνδρες. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα μαύρο χρώμα γύρω από κάποιον. Με τη μαύρη στολή τους ήταν σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσεις το χρώμα, όμως το πρόδιδε η όψη του κάτω από το αμυδρό φως. Η γραμματέας τους έδωσε το μοβ χαρτάκι και, αφού βγήκα από τον θάλαμο, εκείνη πάτησε το κουμπί και η πόρτα έκλεισε πίσω μου, αφήνοντάς με ξανά με αγνώστους.
Η σιωπή που μας ακολούθησε μέχρι την ώρα που φτάσαμε στην αίθουσα ήταν αποπνικτική. Σε αντίθεση με τη ρεσεψιόν, αυτός ο όροφος είχε ένα όμορφο βιολετί χρώμα με ασημένιες λεπτομέρειες. Δεν υπήρχαν πίνακες, ούτε κάποια άλλη μορφή διακόσμησης, παρά μόνο μερικά αγάλματα πάνω σε βάσεις εδώ και εκεί. Σταματήσαμε μπροστά σε μια πελώρια πόρτα που ήταν γυάλινη, με σκαλιστές πινελιές δημιουργικότητας. Έμοιαζε με είσοδο που θα μπορούσε να οδηγεί μέσα σε ένα παραμύθι.
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά, κάνοντάς με να κάνω ένα βήμα πίσω στην προσπάθειά μου να μη φωνάξω. Οι φρουροί έκαναν και αυτοί ένα βήμα πίσω και μετά χάθηκαν αργά μέσα στον διάδρομο, αφού πρώτα έσκυψαν σε μια βαθιά υπόκλιση.
Με μια πρώτη ματιά, αυτό το δωμάτιο ήταν πιο γεμάτο από ό,τι είχα δει μέχρι στιγμής. Υπήρχαν διάφορα έργα τέχνης, από πίνακες, μέχρι αγάλματα, όλα σε αποχρώσεις του μοβ και του ασημί. Προχώρησα πιο βαθιά στο δωμάτιο και έφτασα στη μεγάλη τζαμαρία. Μπορούσα να δω όλη την πόλη από εδώ. Μαύροι γυάλινοι πύργοι και κτίρια, φωτισμένα με λευκά φώτα, άνθρωποι παντού που προχωρούσαν γρήγορα και από ψηλά έμοιαζαν σαν όχλος με μυρμήγκια. Τα σκάφη τριγύρω χανόντουσαν γρήγορα, μπλέκονταν το ένα με το άλλο χωρίς να συγκρούονται, ευέλικτα, σαν άυλες μάζες.
«Όμορφη θέα, ε;»
Μια φωνή με επανέφερε στην πραγματικότητα. Γύρισα τόσο γρήγορα που ένιωσα το σώμα μου να παραπονιέται λόγω της ξαφνικής κίνησης.
«Ώστε είναι αλήθεια…» Η κάτοχος της φωνής, βρισκόταν τώρα μπροστά μου κοιτάζοντας γύρω μου, όπως είχε κάνει ο Δόκτωρ Ρεν προηγουμένως. Φορούσε ένα βιολετί φόρεμα, ενώ τα ασημένια μακριά μαλλιά της ήταν δεμένα σε μια αυστηρή αλογοουρά. Έμοιαζε εξωπραγματική... Μέχρι τώρα δεν είχα συναντήσει κάτι παρόμοιο. Ακόμα και το χρώμα που έβλεπα γύρω της ήταν μοβ. Όσο παρατηρούσαμε η μία την άλλη, ένιωσα τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της να χαράζουν μια πορεία γύρω από τις άκρες του σώματός μου.
«Απίστευτο...» Τα καστανά μάτια της φώτισαν και μεγάλωσαν λες και προσπαθούσε να δει μια μεγαλύτερη εικόνα των πραγμάτων. Ύστερα έκανε πίσω και, σαν να βγήκε από όνειρο, η έκφρασή της άλλαξε σε σοβαρή και μετά άλλαξε ξανά σε ένα πλατύ χαμόγελο.
«Συγχώρεσέ με για την αγένειά μου. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω κάτι τέτοιο».
Ήθελα να ρωτήσω τι εννοούσε με αυτό, αλλά από το ύφος της κατάλαβα πως δεν ήταν ώρα να μιλήσω ακόμη. Χαμογέλασα αμήχανα και κατευθύνθηκα προς την πολυθρόνα που μου υπέδειξε με την προέκταση του χεριού της, με μια γεμάτη χάρη κίνηση. Κάθισε στην απέναντι πλευρά. Μπροστά μας βρισκόταν ένα σερβίτσιο σε βιολετί χρώματα και λευκά σχέδια, που ταίριαζε απόλυτα με τη διακόσμηση του χώρου.
«Θέλεις λίγο τσάι;»
Πριν καν προλάβω να απαντήσω, σκέφτηκα τα λόγια του Κρις. Έπρεπε να είμαι προσεκτική. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά, χαρίζοντάς της ένα ακόμη χαμόγελο για να μην κινήσω υποψίες.
«Ο Ρεν με ενημέρωσε για την κατάστασή σου, είμαι σίγουρη πως θα έχεις πολλές απορίες».
Όση ώρα μιλούσε, έριχνε με προσοχή λίγο τσάι στο φλιτζάνι της, με την κίνηση των χεριών της να μοιάζει σχεδόν μαγική. Μόλις τελείωσε, το βλέμμα της γύρισε ξανά πάνω μου. Ήπιε μια γουλιά και το σώμα της μετατοπίστηκε ξανά προκειμένου να είναι λιγάκι πιο κοντά μου.
«Είμαι η Βικτώρια, ηγέτιδα της Ντάργουιν. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, Σκάι».
«Η χαρά είναι δική μου, εεε-»
«Μπορείς να με λες Βικτώρια. Θα είναι πιο εύκολο να συζητήσουμε έτσι».
Ασυναίσθητα έσφιξα τα δόντια μου, προσπαθώντας να σκεφτώ αν το εννοούσε, ή αν ήταν απλώς μια δοκιμασία. Αποφάσισα να διαλέξω την πιο ασφαλή οδό, αν και δεν είχα ιδέα που θα με οδηγούσε το αποτέλεσμα.
«Εντάξει».
Εκείνη φάνηκε σχεδόν να χαμογελά που δεν είχα χρησιμοποιήσει απλά το όνομά της. Το ένστικτό μου με είχε οδηγήσει σε καλό δρόμο, όμως δεν ήξερα για πόσο ακόμη θα ήμουν τυχερή.
«Ο Ρεν μου είπε πως βλέπεις χρώματα γύρω από τους ανθρώπους, αλλά όχι γύρω από εσένα. Σωστά;» Η έκφρασή της ήταν ερευνητική. Είχε περάσει απευθείας στο κυρίως θέμα και μπορούσα να νιώσω μια ελαφριά πίεση να με περιβάλλει.
«Ναι, υποθέτω χτύπησα το κεφάλι μου αρκετά δυνατά». Προσπάθησα να αστειευτώ με το γεγονός, όμως εκείνη παρέμεινε το ίδιο σοβαρή.
«Σκάι, μου επιτρέπεις να σου διηγηθώ μια ιστορία;»
Η Βικτώρια είχε ταλέντο στο να αλλάζει εκφράσεις. Από σοβαρή σε χαλαρή και από χαλαρή σε ερευνητική και έπειτα σε μορφασμούς που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω. Αποφάσισα πως το να μη χρησιμοποιήσω το όνομά της ήταν μια καλή στρατηγική άμυνας. Ο τρόπος που μου επέτρεψε να το λέω έμοιαζε δοκιμαστικός. Ένιωθα ότι πρόκειται για μια γυναίκα με την οποία δεν έπρεπε να ρισκάρεις ούτε στο ελάχιστο. Κούνησα θετικά το κεφάλι μου και η αλλαγή στη στάση του σώματός της μετέφραζε ότι έκανα τη σωστή επιλογή.
«Το θέμα είναι, Σκάι, πως το να βλέπεις αυτά τα χρώματα είναι απολύτως φυσιολογικό. Το να μη βλέπεις ούτε εσύ χρώμα σε εσένα, αλλά ούτε και εμείς επάνω σου δεν είναι. Αλλά δε θέλω να σε μπερδέψω περισσότερο, θα σου τα εξηγήσω καλύτερα από την αρχή».
Η Βικτώρια σηκώθηκε από την πολυθρόνα της και πήγε προς το γραφείο της. Με το πάτημα ενός κουμπιού η γυάλινη τζαμαρία έκλεισε και στη θέση της εμφανίστηκαν εικόνες.
«Χιλιάδες χρόνια πριν, ζούσαμε σε έναν άλλον πλανήτη. Όμως με τον καιρό ο πλανήτης αρρώστησε και καταστράφηκε. Έτσι ήρθαμε στον πλανήτη που ζούμε σήμερα, τον Άρη. Αυτό επηρέασε το DNA μας, αποκαλύπτοντας χρώματα γύρω από κάθε ανθρώπινο οργανισμό, χρώματα που τα ονομάζουμε με μια λέξη από τον παλιό κόσμο, αύρα. Υπάρχουν οκτώ είδη αύρας: κόκκινη για τους μαχητές, μπλε για τους γιατρούς και τους επιστήμονες, κυανή για τους γραμματείς και τους αντιπροσώπους των πόλεων, κίτρινη για τους δασκάλους, πορτοκαλί για τους καλλιτέχνες, πράσινη για τους εργάτες, μαύρη για τους εκτελεστές και μοβ, η πιο σπάνια, για τους ηγέτες. Συνήθως η μοβ αύρα εμφανίζεται από ορισμένες γραμμές DNA και περνάει από γονείς με μοβ αύρα. Για τις υπόλοιπες αύρες όμως, το αποτέλεσμα είναι τυχαίο. Υπάρχουν πόλεις στις οποίες κάθε ομάδα αύρας μαθαίνει και αναπτύσσει τις ικανότητές της, πριν έρθουν να εργαστούν στην Ντάργουιν, την πρωτεύουσα του κόσμου».
Όλη αυτή η νέα γνώση έκανε το κεφάλι μου να πονάει. Ήταν τόσες πολλές πληροφορίες και στις σκόρπιες αναμνήσεις μου εδώ και εκεί δεν μπορούσα να βρω τίποτα που να ταιριάζει με την περιγραφή του κόσμου. Η Βικτώρια το κατάλαβε και επανέφερε τη γυάλινη τζαμαρία. Πλησίασε προς το μέρος μου και κάθισε ξανά απέναντί μου.
«Καταλαβαίνεις τώρα γιατί σε κοιτάω με αυτόν τον τρόπο; Σε όλα τα χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας στον Άρη, δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος χωρίς αύρα. Είσαι διαφορετική. Η απώλεια μνήμης σου είναι ένα πολύ ατυχές γεγονός. Όμως προκειμένου να σε βοηθήσω να θυμηθείς, υπάρχει μόνο ένας τρόπος». Μπορούσα να αισθανθώ πως η πρόταση που θα ακολουθούσε δε θα ήταν καλή, όμως αν αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να θυμηθώ ήμουν διατεθειμένη να το υποστώ. Μακάρι να μπορούσα να ζητήσω συγγνώμη από τον Κρις, αλλά αυτό ήταν ένα ρίσκο που έπρεπε να πάρω.
«Θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να πάρω πίσω τις αναμνήσεις μου».
«Χαίρομαι που το λες αυτό». Τα μάτια της άστραψαν και το καστανό τους χρώμα σκοτείνιασε, αντανακλώντας το φως ακόμη περισσότερο.
«Θα ζητήσω από την προσωπική μου φρουρά να σε οδηγήσει στο νέο σου δωμάτιο να ξεκουραστείς. Αύριο θα ξεκινήσουμε τη διαδικασία. Ο δόκτωρ Ρεν θα σε ενημερώσει για όλα. Θα σε δω σύντομα, Σκάι».
Η πόρτα άνοιξε και βρέθηκα με την ίδια συνοδεία των δύο ανδρών. Ο Κρις δεν ήταν στη ρεσεψιόν, ούτε έξω.
Κόκκινη αύρα για τους μαχητές είχε πει η Βικτώρια. Άραγε έπρεπε να φύγει για τη δουλειά του; Δε μου είπε τίποτα πριν φύγει. Με άφησε μόνη, ενώ μου ζήτησε να τον εμπιστευτώ. Μάλλον από εδώ και πέρα είμαι μόνη μου, σε ό,τι και αν ακολουθήσει.
Ευριδίκη Πετσά
Η ώρα κυλούσε αργά μέσα στο δωμάτιο˙ δεν ήξερα τι μέρα ήταν, τι ώρα και ποια χρόνια. Δεν είχα επίγνωση του πού ακριβώς βρισκόμουν και πώς βρέθηκα εκεί. Η γνωριμία με το μυστηριώδες πρόσωπο που θα μου έδινε απαντήσεις σε όλα μου τα ερωτήματα με έκανε να σηκωθώ από το κρεβάτι και να ετοιμαστώ το γρηγορότερο δυνατόν. Η νοσοκόμα Κάθριν μπορεί να έμοιαζε ψυχρή και αγενής, αλλά σίγουρα ήξερε να διαλέγει ρούχα.
Το σετ αποτελούνταν από ένα καφέ κοντομάνικο μπλουζάκι με στρογγυλή λαιμόκοψη και από ένα σκούρο δερμάτινο κολάν στο ίδιο χρώμα, με ζώνη γύρω από τη μέση και τον έναν μηρό. Το σετ ολοκλήρωναν ματ μαύρα άρβυλα, σαν αυτά που φορούσε ο Κρις. Μπορεί με την πρώτη ματιά να μην ήταν τρομερό σύνολο, αλλά όλα τα στοιχεία τόνιζαν τα σκούρα πράσινα μάτια μου. Δεν έμοιαζα πλέον με αυτή τη φρικιαστική εικόνα που είχα δει νωρίτερα.
Η πόρτα χτύπησε λίγα λεπτά αργότερα και πίσω της βρισκόταν ο Κρις. Έμεινε για λίγο ακίνητος κοιτώντας με επίμονα, με αποτέλεσμα να νιώθω άβολα.
«Είσαι... Πρέπει να φύγουμε, σε περιμένουν».
Δε μου άφησε περιθώρια για ομιλίες, καθώς είχε ήδη γυρίσει για να φύγει. Ακολούθησα τα βήματά του στον ατελείωτο γαλάζιο διάδρομο με τις λευκές πόρτες, που σε έκαναν να αρρωσταίνεις ακόμη και αν είσαι μια χαρά. Κατεβήκαμε με το ασανσέρ και έξι ορόφους αργότερα βρισκόμασταν στην έξοδο. Το νοσοκομείο δεν είχε τρομερή κίνηση και οι λιγοστοί άρρωστοι ήταν αμίλητοι.
Όση ώρα ο Κρις βάδιζε μπροστά μου, εγώ προσπαθούσα να αγνοήσω το γεγονός ότι ακόμη έβλεπα χρώματα γύρω από όλους. Μέχρι στιγμής είχα μετρήσει τρία χρώματα: ο Κρις κόκκινο, ο δόκτωρ Ρεν και η νοσοκόμα Κάθριν είχαν μπλε και ένας τραυματίας που πέρασε από δίπλα μας είχε πράσινο.
Πριν προλάβω να συνηθίσω το γεγονός πως τα μάτια μου είχαν χαλάσει τελείως, η πόρτα άνοιξε και είδα κάτι συναρπαστικό. Ο ουρανός ήταν μαύρος, καλυμμένος με ένα πλέγμα από λευκές λάμπες που φώτιζαν όλο το μέρος από άκρη σε άκρη. Είδα ανθρώπους με όλων των ειδών χρώματα να τους πλαισιώνουν. Ένα ακόμη πιο απίστευτο γεγονός διαδέχθηκε την εικόνα. Μαύρα και ασημένια αεροσκάφη πετούσαν σε ουράνιους διαδρόμους και στο δρόμο κάτω κυκλοφορούσαν μόνο άνθρωποι περπατώντας. Τα ψηλά, γυάλινα κτίρια έστεκαν επιβλητικά μπροστά μας, τόσο ψηλά που σε κάποια σημεία με το ζόρι διέκρινες τον ουρανό.
«Πιάσε το χέρι μου, δε φαίνεσαι πολύ καλά».
Ο Κρις σταμάτησε μπροστά μου και άπλωσε το χέρι του προς τα εμένα. Δεν ήθελα να το κάνω, αλλά όλα ήταν πράγματι υπερβολικά. Μια πληθώρα πληροφοριών έμπαινε σε ορδές μέσα στο μυαλό μου, το οποίο αγωνιζόταν να βρει μια σχετική ανάμνηση. Για κακή μου τύχη δεν είχα ιδέα για τίποτα από όσα έβλεπα μπροστά μου. Έπιασα το χέρι του απρόθυμα και τον άφησα να με οδηγήσει στο πρόσωπο που κρατούσε στα χέρια του τις απαντήσεις που χρειαζόμουν.
«Σκάι, ξέρω ότι περιμένεις πολλά από αυτή τη συνάντηση, αλλά μη ρίχνεις τις άμυνές σου».
Ο Κρις δε με κοιτούσε όσο μιλούσε, πράγμα που με εκνεύρισε τόσο που αποφάσισα να κάνω κάτι για αυτό. Τράβηξα το χέρι μου πίσω και σταμάτησε αμέσως. Παγωμένος σχεδόν, γύρισε προς το μέρος μου. Δεν μπορούσα να ξέρω τι νιώθει, όμως το ύφος του ήταν ένας συνδυασμός θυμού και απορίας. Σχεδόν μετάνιωσα για την ξαφνική μου αντίδραση, όμως ήμουν αποφασισμένη να εκφράσω την ένταση μέσα μου.
«Εσύ ξέρεις ποιος είσαι, γνωρίζεις τον κόσμο γύρω σου, θυμάσαι πόσο χρονών είσαι και τι δουλειά κάνεις. Εγώ από την άλλη, είμαι πολύ τυχερή που θυμάμαι το όνομά μου γιατί μέχρι στιγμής νιώθω ότι είμαι μια τρελή που βλέπει χρώματα! Μου λες να προσέχω και να μη ρίχνω τις άμυνές μου, μα δε μου αποκαλύπτεις από τι κινδυνεύω. Με ήξερες από παλιά μήπως; Μου ζήτησες να σε εμπιστευτώ και κράτησα την υπόσχεσή μου μέχρι στιγμής, αλλά δε με βοηθάς να καταλάβω τίποτα! Γιατί είσαι τόσο αποφασισμένος να με προστατέψεις; Τι έχεις να κερδίσεις από αυτό; Γιατί-»
Σταμάτησα απότομα, καθώς με τράβηξε κοντά του, ώσπου η ξαφνική λαβή έγινε αγκαλιά και ένιωσα το πρόσωπό μου να καίγεται. Με κρατούσε σφιχτά και μπορούσα σχεδόν να γευτώ το άρωμά του. Παρόλο που ένα ρυάκι ιδρώτα χάραζε μια διαδρομή από τον κρόταφό του μέχρι τον θώρακά του, μύριζε υπέροχα. Για μια στιγμή είχα ξεχάσει πόσο θυμωμένη ήμουν. Ήξερα τον Κρις ελάχιστες ώρες και όμως με έκανε να νιώθω σίγουρη.
«Σκάι, ξέρω ότι έχεις πολλές ερωτήσεις, και εγώ ο ίδιος έχω. Αλλά αυτή τη στιγμή μας κοιτάνε όλοι. Κάνε ότι ζαλίστηκες, γιατί αλλιώς θα έχουμε και οι δύο πρόβλημα».
Έριξα μια πρόχειρη ματιά και με τρόμο διαπίστωσα πως είχε δίκιο. Όλοι κοιτούσαν εμάς. Όχι! Εμένα. Μερικοί άρχιζαν να πλησιάζουν προς το μέρος μας. Αμέσως παραπάτησα και μετά στάθηκα στα πόδια μου, μα οι άνθρωποι δε σταμάτησαν να μας κοιτούν. Αντιθέτως, και τα τελευταία βλέμματα, αυτών που μέχρι τώρα δε μας κοιτούσαν, στράφηκαν επάνω μας.
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Πάμε».
Ανοίξαμε το βήμα μας και σύντομα βρισκόμασταν μπροστά στο ψηλότερο κτίριο της πόλης. Ήταν μαύρο και φτιαγμένο από το ίδιο υλικό, ώστε ταίριαζε με όλα τα υπόλοιπα κτίρια. Όμως το φώτιζαν με διαφορετικά χρώματα στη βάση του, πράγμα που το έκανε το επίκεντρο της προσοχής. Εκτός από τα πανέμορφα χρώματα, την προσοχή τραβούσε και το μεγάλο πλήθος φυλάκων κατά μήκος του κτιρίου. Ψηλοί με μαύρες στολές από σκληρό υλικό, στέκονταν βαλσαμωμένοι στη θέση τους. Γύρω τους είχαν το γνώριμο κόκκινο χρώμα που είχα πλέον σχεδόν συνηθίσει.
Ο Κρις άφησε το χέρι μου απότομα, πράγμα που με ξάφνιασε, καθώς εκείνος το είχε προτείνει εξ αρχής. Τον κοίταξα με απορία, αλλά ήταν μάταιο, αφού το βλέμμα του ήταν καρφωμένο μπροστά, σχεδόν παγωμένο.
Προχωρούσαμε κοιτώντας μπροστά, μέχρι που φτάσαμε στη μεγάλη ρεσεψιόν, όπου μια νέα κοπέλα με ξανθά μαλλιά κοιτούσε τον υπολογιστή της αδιαφορώντας για την άφιξή μας. Γύρω της είχε ένα κυανό χρώμα το οποίο κολάκευε τα γαλάζια μάτια της. Ο Κρις ακούμπησε στον πάγκο της ρεσεψιόν, άπλωσε προσεκτικά το χέρι του, άφησε ένα μοβ χαρτί και για πρώτη φορά είδα την κοπέλα να ζωντανεύει.
«Εσύ, έλα μαζί μου».
Η φωνή της ήταν κρυστάλλινη και κτητική. Ο Κρις δεν μπορούσε να μας ακολουθήσει και αυτό με τρόμαζε. Σα το κατάλαβε, χαλάρωσε για λίγο το απόμακρο ύφος του και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Ύστερα γύρισε και χάθηκε μέσα σε έναν άγνωστο θάλαμο στο άλλο άκρο της υποδοχής. Εν το μεταξύ, η ξανθιά κοπέλα ήταν ήδη πολύ μπροστά, με αποτέλεσμα να πρέπει να τρέξω για να την προφτάσω. Σε αντίθεση με ότι είχα δει μέχρι τώρα, ήταν πολύ κομψά ντυμένη, φορώντας ένα μαύρο κοστούμι που αγκάλιαζε το σώμα της. Αυτό δεν την εμπόδιζε βέβαια από το να περπατάει πιο γρήγορα από όσο μπορούσα εγώ.
Μπήκαμε στο ασανσέρ και εξήντα ορόφους αργότερα βρισκόμασταν στην κορυφή του κτιρίου. Η πόρτα άνοιξε και εκεί μας περίμεναν δύο άνδρες. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα μαύρο χρώμα γύρω από κάποιον. Με τη μαύρη στολή τους ήταν σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσεις το χρώμα, όμως το πρόδιδε η όψη του κάτω από το αμυδρό φως. Η γραμματέας τους έδωσε το μοβ χαρτάκι και, αφού βγήκα από τον θάλαμο, εκείνη πάτησε το κουμπί και η πόρτα έκλεισε πίσω μου, αφήνοντάς με ξανά με αγνώστους.
Η σιωπή που μας ακολούθησε μέχρι την ώρα που φτάσαμε στην αίθουσα ήταν αποπνικτική. Σε αντίθεση με τη ρεσεψιόν, αυτός ο όροφος είχε ένα όμορφο βιολετί χρώμα με ασημένιες λεπτομέρειες. Δεν υπήρχαν πίνακες, ούτε κάποια άλλη μορφή διακόσμησης, παρά μόνο μερικά αγάλματα πάνω σε βάσεις εδώ και εκεί. Σταματήσαμε μπροστά σε μια πελώρια πόρτα που ήταν γυάλινη, με σκαλιστές πινελιές δημιουργικότητας. Έμοιαζε με είσοδο που θα μπορούσε να οδηγεί μέσα σε ένα παραμύθι.
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά, κάνοντάς με να κάνω ένα βήμα πίσω στην προσπάθειά μου να μη φωνάξω. Οι φρουροί έκαναν και αυτοί ένα βήμα πίσω και μετά χάθηκαν αργά μέσα στον διάδρομο, αφού πρώτα έσκυψαν σε μια βαθιά υπόκλιση.
Με μια πρώτη ματιά, αυτό το δωμάτιο ήταν πιο γεμάτο από ό,τι είχα δει μέχρι στιγμής. Υπήρχαν διάφορα έργα τέχνης, από πίνακες, μέχρι αγάλματα, όλα σε αποχρώσεις του μοβ και του ασημί. Προχώρησα πιο βαθιά στο δωμάτιο και έφτασα στη μεγάλη τζαμαρία. Μπορούσα να δω όλη την πόλη από εδώ. Μαύροι γυάλινοι πύργοι και κτίρια, φωτισμένα με λευκά φώτα, άνθρωποι παντού που προχωρούσαν γρήγορα και από ψηλά έμοιαζαν σαν όχλος με μυρμήγκια. Τα σκάφη τριγύρω χανόντουσαν γρήγορα, μπλέκονταν το ένα με το άλλο χωρίς να συγκρούονται, ευέλικτα, σαν άυλες μάζες.
«Όμορφη θέα, ε;»
Μια φωνή με επανέφερε στην πραγματικότητα. Γύρισα τόσο γρήγορα που ένιωσα το σώμα μου να παραπονιέται λόγω της ξαφνικής κίνησης.
«Ώστε είναι αλήθεια…» Η κάτοχος της φωνής, βρισκόταν τώρα μπροστά μου κοιτάζοντας γύρω μου, όπως είχε κάνει ο Δόκτωρ Ρεν προηγουμένως. Φορούσε ένα βιολετί φόρεμα, ενώ τα ασημένια μακριά μαλλιά της ήταν δεμένα σε μια αυστηρή αλογοουρά. Έμοιαζε εξωπραγματική... Μέχρι τώρα δεν είχα συναντήσει κάτι παρόμοιο. Ακόμα και το χρώμα που έβλεπα γύρω της ήταν μοβ. Όσο παρατηρούσαμε η μία την άλλη, ένιωσα τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της να χαράζουν μια πορεία γύρω από τις άκρες του σώματός μου.
«Απίστευτο...» Τα καστανά μάτια της φώτισαν και μεγάλωσαν λες και προσπαθούσε να δει μια μεγαλύτερη εικόνα των πραγμάτων. Ύστερα έκανε πίσω και, σαν να βγήκε από όνειρο, η έκφρασή της άλλαξε σε σοβαρή και μετά άλλαξε ξανά σε ένα πλατύ χαμόγελο.
«Συγχώρεσέ με για την αγένειά μου. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω κάτι τέτοιο».
Ήθελα να ρωτήσω τι εννοούσε με αυτό, αλλά από το ύφος της κατάλαβα πως δεν ήταν ώρα να μιλήσω ακόμη. Χαμογέλασα αμήχανα και κατευθύνθηκα προς την πολυθρόνα που μου υπέδειξε με την προέκταση του χεριού της, με μια γεμάτη χάρη κίνηση. Κάθισε στην απέναντι πλευρά. Μπροστά μας βρισκόταν ένα σερβίτσιο σε βιολετί χρώματα και λευκά σχέδια, που ταίριαζε απόλυτα με τη διακόσμηση του χώρου.
«Θέλεις λίγο τσάι;»
Πριν καν προλάβω να απαντήσω, σκέφτηκα τα λόγια του Κρις. Έπρεπε να είμαι προσεκτική. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά, χαρίζοντάς της ένα ακόμη χαμόγελο για να μην κινήσω υποψίες.
«Ο Ρεν με ενημέρωσε για την κατάστασή σου, είμαι σίγουρη πως θα έχεις πολλές απορίες».
Όση ώρα μιλούσε, έριχνε με προσοχή λίγο τσάι στο φλιτζάνι της, με την κίνηση των χεριών της να μοιάζει σχεδόν μαγική. Μόλις τελείωσε, το βλέμμα της γύρισε ξανά πάνω μου. Ήπιε μια γουλιά και το σώμα της μετατοπίστηκε ξανά προκειμένου να είναι λιγάκι πιο κοντά μου.
«Είμαι η Βικτώρια, ηγέτιδα της Ντάργουιν. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, Σκάι».
«Η χαρά είναι δική μου, εεε-»
«Μπορείς να με λες Βικτώρια. Θα είναι πιο εύκολο να συζητήσουμε έτσι».
Ασυναίσθητα έσφιξα τα δόντια μου, προσπαθώντας να σκεφτώ αν το εννοούσε, ή αν ήταν απλώς μια δοκιμασία. Αποφάσισα να διαλέξω την πιο ασφαλή οδό, αν και δεν είχα ιδέα που θα με οδηγούσε το αποτέλεσμα.
«Εντάξει».
Εκείνη φάνηκε σχεδόν να χαμογελά που δεν είχα χρησιμοποιήσει απλά το όνομά της. Το ένστικτό μου με είχε οδηγήσει σε καλό δρόμο, όμως δεν ήξερα για πόσο ακόμη θα ήμουν τυχερή.
«Ο Ρεν μου είπε πως βλέπεις χρώματα γύρω από τους ανθρώπους, αλλά όχι γύρω από εσένα. Σωστά;» Η έκφρασή της ήταν ερευνητική. Είχε περάσει απευθείας στο κυρίως θέμα και μπορούσα να νιώσω μια ελαφριά πίεση να με περιβάλλει.
«Ναι, υποθέτω χτύπησα το κεφάλι μου αρκετά δυνατά». Προσπάθησα να αστειευτώ με το γεγονός, όμως εκείνη παρέμεινε το ίδιο σοβαρή.
«Σκάι, μου επιτρέπεις να σου διηγηθώ μια ιστορία;»
Η Βικτώρια είχε ταλέντο στο να αλλάζει εκφράσεις. Από σοβαρή σε χαλαρή και από χαλαρή σε ερευνητική και έπειτα σε μορφασμούς που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω. Αποφάσισα πως το να μη χρησιμοποιήσω το όνομά της ήταν μια καλή στρατηγική άμυνας. Ο τρόπος που μου επέτρεψε να το λέω έμοιαζε δοκιμαστικός. Ένιωθα ότι πρόκειται για μια γυναίκα με την οποία δεν έπρεπε να ρισκάρεις ούτε στο ελάχιστο. Κούνησα θετικά το κεφάλι μου και η αλλαγή στη στάση του σώματός της μετέφραζε ότι έκανα τη σωστή επιλογή.
«Το θέμα είναι, Σκάι, πως το να βλέπεις αυτά τα χρώματα είναι απολύτως φυσιολογικό. Το να μη βλέπεις ούτε εσύ χρώμα σε εσένα, αλλά ούτε και εμείς επάνω σου δεν είναι. Αλλά δε θέλω να σε μπερδέψω περισσότερο, θα σου τα εξηγήσω καλύτερα από την αρχή».
Η Βικτώρια σηκώθηκε από την πολυθρόνα της και πήγε προς το γραφείο της. Με το πάτημα ενός κουμπιού η γυάλινη τζαμαρία έκλεισε και στη θέση της εμφανίστηκαν εικόνες.
«Χιλιάδες χρόνια πριν, ζούσαμε σε έναν άλλον πλανήτη. Όμως με τον καιρό ο πλανήτης αρρώστησε και καταστράφηκε. Έτσι ήρθαμε στον πλανήτη που ζούμε σήμερα, τον Άρη. Αυτό επηρέασε το DNA μας, αποκαλύπτοντας χρώματα γύρω από κάθε ανθρώπινο οργανισμό, χρώματα που τα ονομάζουμε με μια λέξη από τον παλιό κόσμο, αύρα. Υπάρχουν οκτώ είδη αύρας: κόκκινη για τους μαχητές, μπλε για τους γιατρούς και τους επιστήμονες, κυανή για τους γραμματείς και τους αντιπροσώπους των πόλεων, κίτρινη για τους δασκάλους, πορτοκαλί για τους καλλιτέχνες, πράσινη για τους εργάτες, μαύρη για τους εκτελεστές και μοβ, η πιο σπάνια, για τους ηγέτες. Συνήθως η μοβ αύρα εμφανίζεται από ορισμένες γραμμές DNA και περνάει από γονείς με μοβ αύρα. Για τις υπόλοιπες αύρες όμως, το αποτέλεσμα είναι τυχαίο. Υπάρχουν πόλεις στις οποίες κάθε ομάδα αύρας μαθαίνει και αναπτύσσει τις ικανότητές της, πριν έρθουν να εργαστούν στην Ντάργουιν, την πρωτεύουσα του κόσμου».
Όλη αυτή η νέα γνώση έκανε το κεφάλι μου να πονάει. Ήταν τόσες πολλές πληροφορίες και στις σκόρπιες αναμνήσεις μου εδώ και εκεί δεν μπορούσα να βρω τίποτα που να ταιριάζει με την περιγραφή του κόσμου. Η Βικτώρια το κατάλαβε και επανέφερε τη γυάλινη τζαμαρία. Πλησίασε προς το μέρος μου και κάθισε ξανά απέναντί μου.
«Καταλαβαίνεις τώρα γιατί σε κοιτάω με αυτόν τον τρόπο; Σε όλα τα χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας στον Άρη, δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος χωρίς αύρα. Είσαι διαφορετική. Η απώλεια μνήμης σου είναι ένα πολύ ατυχές γεγονός. Όμως προκειμένου να σε βοηθήσω να θυμηθείς, υπάρχει μόνο ένας τρόπος». Μπορούσα να αισθανθώ πως η πρόταση που θα ακολουθούσε δε θα ήταν καλή, όμως αν αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να θυμηθώ ήμουν διατεθειμένη να το υποστώ. Μακάρι να μπορούσα να ζητήσω συγγνώμη από τον Κρις, αλλά αυτό ήταν ένα ρίσκο που έπρεπε να πάρω.
«Θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να πάρω πίσω τις αναμνήσεις μου».
«Χαίρομαι που το λες αυτό». Τα μάτια της άστραψαν και το καστανό τους χρώμα σκοτείνιασε, αντανακλώντας το φως ακόμη περισσότερο.
«Θα ζητήσω από την προσωπική μου φρουρά να σε οδηγήσει στο νέο σου δωμάτιο να ξεκουραστείς. Αύριο θα ξεκινήσουμε τη διαδικασία. Ο δόκτωρ Ρεν θα σε ενημερώσει για όλα. Θα σε δω σύντομα, Σκάι».
Η πόρτα άνοιξε και βρέθηκα με την ίδια συνοδεία των δύο ανδρών. Ο Κρις δεν ήταν στη ρεσεψιόν, ούτε έξω.
Κόκκινη αύρα για τους μαχητές είχε πει η Βικτώρια. Άραγε έπρεπε να φύγει για τη δουλειά του; Δε μου είπε τίποτα πριν φύγει. Με άφησε μόνη, ενώ μου ζήτησε να τον εμπιστευτώ. Μάλλον από εδώ και πέρα είμαι μόνη μου, σε ό,τι και αν ακολουθήσει.
Ευριδίκη Πετσά