Εξόριστοι (Κεφάλαιο 6)

Λαμπρινή

Είχε νυχτώσει για τα καλά, όταν η Λαμπρινή έκλεινε την πόρτα του διαμερίσματος πίσω της. Περπάτησε με βαριά βήματα ως την κρεβατοκάμαρα και άφησε την τσάντα που κρατούσε να πέσει στο πάτωμα. Κοιτάχτηκε στον ολόσωμο καθρέφτη απέναντί της. Έμοιαζε γερασμένη, ένιωθε γερασμένη. Έβγαλε το φόρεμα της και απέμεινε να κοιτά τον ατσούμπαλο εαυτό της. Ποτέ δεν είχε το αψεγάδιαστο σώμα, πάντα είχε καμπύλες, μα τόσο καιρό είχε αφεθεί στην φθορά του πόνου και τώρα το έβλεπε απέναντί της, ένα κορμί ρυτιδιασμένο, γεμάτο ραγάδες. Το αριστερό της πόδι ήταν ελαφρώς πρησμένο, με φλεβίτη.

Ένιωσε ντροπή και βιάστηκε να κρύψει τη γύμνια της με τα χέρια της. Κάθισε στο κρεβάτι και έβαλε τα κλάματα. Πονούσε, το μαρτύριο της έμοιαζε να μην έχει τέλος. Πέρασε αρκετή ώρα, ίσως πάλι ήταν μόνο πέντε λεπτά, όταν σταμάτησε και προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία της. Σκούπισε τα μάτια της, έβαλε την παλιά της φόρμα και φόρεσε την ποδιά της.

Άνοιξε το δωμάτιο της Στέλλας. Τα πάντα ήταν στη θέση τους, όπως τα είχε αφήσει εκείνο το μοιραίο βράδυ. Το στρωμένο με την ροζ κουβέρτα κρεβάτι της, η χτένα πάνω στο κομοδίνο, ο μεγάλος λούτρινος αρκούδος πάνω στην καρέκλα. Έκλεισε τα μάτια της και πήρε βαθιά ανάσα, εκείνο το διακριτικό άρωμα βιολέτας ακόμα πλανιόταν στον αέρα.

Συγκρατήθηκε για να μην κλάψει πάλι. Πισωπάτησε και έκλεισε την πόρτα. Το μεγάλο ρολόι στον απέναντι τοίχο έδειχνε εννιά παρά δέκα. Βιάστηκε να πάει στην κουζίνα. Έβγαλε την κατσαρόλα, τη γέμισε νερό και άναψε το μάτι. Έπρεπε να μαγειρέψει, σε λίγο θα ερχόταν ο άντρας της και το φαγητό δεν ήταν έτοιμο. Άρχισε να κόβει τα λαχανικά στον πάγκο και κοίταξε την Στέλλα απέναντί της που της χαμογελούσε. Χάιδεψε την φωτογραφία της.

-Αγάπη μου, ψέλλισε και προσπάθησε να πνίξει έναν λυγμό.

Θυμήθηκε τα λόγια εκείνου του ιερέα. «Αν έχουμε τη δύναμη να θυμόμαστε» της είχε πει. Με κάποιο απροσδιόριστο τρόπο, τα λόγια του της είχαν εμφυσήσει παρηγοριά, είχαν αγγίξει μια ευαίσθητη χορδή μέσα της. Έπιασε τον σταυρό που φορούσε στον λαιμό της, πάντα σαν κόσμημα και μόνο, και για πρώτη φορά παραδόξως, μετά από τόσο καιρό, ένιωσε την καρδιά της να ημερεύει. Θυμήθηκε το άγγιγμα του χεριού του και ανατρίχιασε.

Ξάφνου όλα αυτά της φάνηκαν τόσο παράταιρα, τόσο παράδοξα, μα όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να διώξει την ταπεινή εκείνη ασκητική φιγούρα από το μυαλό της. Να ήταν τελικά εκεί η ανακούφιση και η παρηγοριά που έψαχνε;

Κοίταξε έξω από το παράθυρο τη νύχτα που απλώνονταν παντού. Τύλιξε τα χέρια γύρω από τη μέση της. Κρύωνε. Σε αυτό το δύσκολο μονοπάτι, βάδιζε μόνη της τόσο καιρό, χωρίς στήριγμα, χωρίς καθοδήγηση. Ήταν άραγε η απελπισία της τόση, ώστε να αναζητήσει τη γαλήνη σε κάτι ανώτερο από εκείνη, μια δύναμη που δεν κατανοούσε;

Πάντα πίστευε ότι η πίστη λειτουργούσε ως πλασέμπο και ενθάρρυνε την κενοδοξία, και τη δεισιδαιμονία, χειραγωγώντας την ανθρώπινη ελευθερία σκέψης και βούληση. Ήταν τελικά όμως έτσι; Μέσα της γιγαντώνονταν ξαφνικά η πρωτόγνωρη ανάγκη να εναποθέσει τις ελπίδες της σε μια ανώτερη, υπέρτατη θεία οντότητα, προκειμένου να επέλθει μέσα της η ανακούφιση, η λύτρωση που τόσο περίμενε, να κατευνάσει την τρικυμία που τη βασάνιζε.

Ήταν απλά μια γυναίκα καταρρακωμένη, εξουθενωμένη που ταλανίζονταν από τεράστια θλίψη και απόγνωση. Το μόνο που αποζητούσε, ήταν η απάλυνση του πόνου και της οδύνης της απώλειας, η άρση εκείνου του δυσβάσταχτου πόνου, της ανείπωτης συντριβής που τη λύγιζε. Αξίωνε την εξιλέωση και στο πρόσωπο εκείνου του ιερέα, χωρίς να ξέρει γιατί, εναπόθετε τις προσδοκίες και τις ελπίδες της, ήταν σαν να έβλεπε τη λύτρωση.

Όταν κοίταξε ξανά το ρολόι, ήταν περασμένες δέκα και ο Θάνος δεν είχε φανεί ακόμα. Σχημάτισε τον αριθμό του κινητού του για να πάρει μια ξερή απάντηση ότι θα αργούσε να γυρίσει.

Ηλίας Στεργίου