Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 9)

            Κίρα

Άφησε τον Ντέβαν να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Οι φωνές στο μέσα δωμάτιο είχαν γίνει πιο δυνατές.

«Δεν ήρθα για εσένα. Κάνε στην άκρη, ξέρω πως ο Ντέβαν είναι εδώ!» σχεδόν ούρλιαζε η γυναικεία φωνή, που απ' ότι μπορούσε να διακρίνει η Κίρα ανήκε σε κάποια νεαρή κοπέλα.

Με τα χέρια του Ντέβαν γύρω της να τη στηρίζουν, βγήκαν μαζί από το δωμάτιο τη στιγμή που μια έξαλλη νεαρή γυναίκα παραμέρισε την Ντεσμέρα και μπήκε μέσα στο σπίτι. Το στόμα της άνοιξε από την έκπληξη μόλις τους είδε. Τα γαλάζια μάτια της καρφώθηκαν στο χέρι του Ντέβαν που ήταν γύρω από τη μέση της Κίρα, και στη συνέχεια στο πρόσωπό του. Η Κίρα την αναγνώρισε αμέσως, ακόμα κι αν δεν την είχε συναντήσει ποτέ. Εκτός από τα χρώματά της, η ομοιότητα με τον Ντέβαν ήταν σοκαριστική.

«Έχεις ιδέα σε τι μπελάδες μας έβαλες;» του φώναξε αλλά η φωνή της ήταν πλημμυρισμένη από ανακούφιση. Τα χέρια του Ντέβαν τυλίχτηκαν προστατευτικά γύρω από την Κίρα.

«Πώς βρέθηκες εδώ; Μήπως ο πατέρας-»

«Όχι» έσπευσε να τον διαβεβαιώσει και πήγε κοντά τους. «Ο Νάριαν με βοήθησε να σε βρω, αλλά κανείς άλλος δεν το ξέρει εκτός από τη Νερίσσα».

«Πώς είναι δυνατόν;» ρώτησε η Ντεσμέρα. Η Ορόρα γύρισε και την κοίταξε με πικρία.

«Πρέπει να σταματήσετε το ξόρκι συγκάλυψης» της είπε παγερά.

«Αυτό είναι αδύνατον» αποκρίθηκε κατηγορηματικά η μάγισσα «Ακόμα κι αν ήθελα να το κάνω, μόνο η Ραζιγιέ μπορεί να δώσει μια τέτοια εντολή».

Η Κίρα έπιασε το μπράτσο του Ντέβαν για να στηριχτεί. Το κεφάλι της γύριζε. Ντρόγκομιρ τους βοηθούσαν να κρυφτούν από άλλους Ντρόγκομιρ. Τι στο καλό συνέβαινε;

«Πολύ καλά» είπε η Ορόρα. «Πήγαινέ με σε εκείνη τη Ραζιγιέ». Η Ντεσμέρα πήρε μια προβληματισμένη έκφραση

«Θα σας σκοτώσουν επιτόπου».

«Μη μου πεις πως σε νοιάζει» γέλασε πικρά. «Δεν ενδιαφέρθηκες για εμάς όταν μας άφησες και εξαφανίστηκες».

Το πρόσωπο της μάγισσας έγινε ξανά μια ψυχρή μάσκα. «Είχα τους λόγους μου».

«Τους λόγους σου» επανέλαβε η κοπέλα. «Τους λόγους σου! Για χρόνια έκλαιγα τα βράδια φωνάζοντάς σε, κατηγορούσα τον εαυτό μου πως αν ήμουν καλύτερη κόρη δε θα με είχες αφήσει, αλλά εσύ είχες τους λόγους σου! Ξέρεις κάτι, δεν έπρεπε να είχες κάνει ποτέ παιδιά γιατί είσαι απαίσια μητέρα!»

Η οργή της Ορόρα δεν την άφησε να δει τον πόνο στα μάτια της Ντεσμέρα. Η Κίρα θυμήθηκε τα λόγια της μάγισσας. Είναι ποιο εύκολο να προσποιηθείς ότι δεν έχεις καρδιά, παρά να την αφήνεις να ματώνει κάθε μέρα. Μητέρα και κόρη δεν ήταν πολύ διαφορετικές. Ενώ η Ντεσμέρα έκρυβε τον πόνο της πίσω από αδιαφορία, η Ορόρα τον κάλυπτε με θυμό.

«Μην παριστάνεις πως νοιάζεσαι, γιατί δεν ξεγελάς κανέναν» συνέχισε η νεαρή Ντρόγκομιρ «Αρκετά με αυτό το θέατρο. Πες μου που θα βρω τη Ραζιγιέ. Και εσύ θα μας ξεφορτωθείς κι εγώ δε θα χρειαστεί να δω ξανά το πρόσωπό σου».

«Είσαι άδικη» της είπε η Κίρα τραβώντας την προσοχή της. Η Ντεσμέρα ανασυγκρότησε τον εαυτό της και σήκωσε ψηλά το κεφάλι της.

«Θα πάω στη Σύναξη και θα ζητήσω μια συνάντηση. Ας προσευχηθούμε στα Πνεύματα να μη μας σκοτώσουν όλους». Όταν η μάγισσα έφυγε, η προσοχή της Ορόρα στράφηκε στην Κίρα.

«Ώστε αυτή είναι η αιτία όλων αυτών των προβλημάτων». Την κοίταξε από πάνω ως κάτω. Η Κίρα ένιωθε άβολα κάτω από το βάρος της ματιάς της. Ένιωθε το κεφάλι της ελαφρύ και τα γόνατά της έτοιμα να την προδώσουν ανά πάσα στιγμή. Ο Ντέβαν τη βοήθησε να καθίσει.

«Το αξίζει;» τον ρώτησε.

«Μη μιλάς λες και δεν είμαι μπροστά» είπε απότομα η Κίρα. Η Ορόρα την κοίταξε για πρώτη φορά λες και ήταν πραγματικός άνθρωπος.

«Με συγχωρείς, αλλά για χάρη σου ο Οίκος μου χωρίστηκε στα δυο. Οι μισοί έχουν στραφεί ενάντιων των άλλων μισών και η θέση του αδελφού μου βρίσκεται σε κίνδυνο. Θέλω να ξέρω αν όλα αυτά σημαίνουν κάτι».

Θα τον καταστρέψεις, άκουσε ξανά τα λόγια της Ντεσμέρα.

Η Κίρα κατηγορούσε συνέχεια τον Ντέβαν, λες κι εκείνος ευθυνόταν για τις αμαρτίες της οικογένειάς του, χωρίς να σκεφτεί ποτέ πόσα είχε απαρνηθεί. Όλα ήταν μάταια, δε θα μπορούσαν να είναι μαζί ακόμα κι αν το ήθελαν και οι δυο. Είχε κρίνει λάθος τόσα πολλά… Βλέποντας τον Ντέβαν να αγκαλιάζει την αδελφή του, βλέποντας την ανακούφιση και τη χαρά στα πρόσωπά τους που έβλεπαν ξανά ο ένας τον άλλο, συνειδητοποίησε πως οι Ντρόγκομιρ δεν ήταν τέρατα. Μπορούσαν να νιώσουν αγάπη και στοργή. Όποιος είναι ικανός για αυτά τα δυο είναι ικανός και για καλοσύνη!

Η Ντεσμέρα επέστρεψε το σούρουπο. Ήταν κάτωχρη, τρομαγμένη. Η Κίρα αναρωτήθηκε τι μπορεί να της είχε πει η Σύναξη.

«Θα σας ακούσουν» τους ανακοίνωσε αλλά δεν έδειχνε καθόλου ευχαριστημένη από αυτή την εξέλιξη. «Οι Πρεσβύτεροι δέχτηκαν να σας συναντήσουν, περισσότερο από περιέργεια. Θα σας περιμένουν στο δάσος».

«Ωραία» είπε η Ορόρα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Ας πάμε τώρα».

Η Ντεσμέρα μπήκε στη μέση κόβοντάς τον δρόμο της. «Είναι τρέλα. Μισούν τους Ντρόγκομιρ, αν πάτε, στην καλύτερη περίπτωση, θα σας αρνηθούν και στη χειρότερη δε θα φύγετε ποτέ από αυτό το δάσος». Την κοίταξε σχεδόν παρακλητικά. «Μην πάτε».

Η Ορόρα την προσπέρασε αγνοώντας της.

«Αν είναι τόσο επικίνδυνα, τότε έλα μαζί μας» της είπε ο Ντέβαν. «Είσαι μάγισσα και μέλος της Σύναξης, θα σε ακούσουν».

Η Ντεσμέρα έκλεισε τα μάτια της και ξεφύσησε. «Παντρεύτηκα έναν Ντρόγκομιρ και γέννησα τα παιδιά του. Ο μόνος λόγος που με δέχτηκαν πίσω στη Σύναξη είναι επειδή οι Θεραπευτές είναι σπάνιοι. Ο λόγος μου δεν έχει σημασία».

Η Κίρα σηκώθηκε όρθια. «Θα έρθω μαζί σας».

«Αποκλείεται» είπε γρήγορα ο Ντέβαν. «Είναι πολύ επικίνδυνο». Σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της.

«Ενώ για εσένα είναι ασφαλές; Μπορεί να μεταμορφώνεσαι σε δράκο, αλλά μπροστά σε μια ολόκληρη Σύναξη είναι άχρηστο. Θα σε κόψουν σε λωρίδες, οπότε μη μου λες εμένα πως είναι επικίνδυνο».

«Κίρα...»

«Δε σου ζητάω την άδεια, Ντέβαν» τον διέκοψε. «Απλά σ' το ανακοινώνω. Ό,τι ειπωθεί απόψε μπορεί να επηρεάσει άμεσα τη ζωή μου και θα είμαι εκεί για να το ακούσω». Το αγόρι άφησε μια μικρή αγανακτισμένη κραυγή.

«Γιατί είσαι τόσο ξεροκέφαλη;» Σήκωσε απλά τους ώμους της.

«Έτσι είμαι εγώ. Αν δε σ' αρέσει είμαι σίγουρη πως η Ναβίντια είναι γεμάτη καλά, ήσυχα και άβουλα κορίτσια για να διαλέξεις». Τα χρυσά μάτια του Ντέβαν άρχισαν να κοιτούν τριγύρω καθώς πάσχιζε να βρει κάποιο αντεπιχείρημα.

«Είναι επικίνδυνο» επανέλαβε αλλά ο τόνος του πρόδιδε έναν άντρα που είχε ηττηθεί.

«Τότε μπορείς να μας περιμένεις εδώ και θα σ' τα πω όλα όταν επιστρέψουμε». Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω στον ψυχρό νυχτερινό αέρα.

«Μου αρέσει αυτή η κοπέλα» είπε η Ορόρα στον αδελφό της περνώντας από δίπλα του.

Ακολουθούσαν την Ντεσμέρα που τους έδειχνε τον δρόμο μέσα στο πυκνό δάσος. Η μυρωδιά του πεύκου και του βρεγμένου χώματος γέμιζε τον αέρα, ενώ από κάπου μακριά ακουγόταν ο συνεχόμενος ήχος νερού που έτρεχε. Το καθαρό φως των αστεριών τους βοηθούσε να ξεχωρίζουν τις σιλουέτες των δέντρων και να τις αποφεύγουν, όχι όμως και τις ρίζες που ξεπετάγονταν μέσα από το χώμα, τα πεσμένα κλαδιά και τις μεγάλες πέτρες πάνω στις οποίες σκουντουφλούσαν. Το δάσος ήταν γεμάτο ζωή, μικρά νυχτόβια ζώα που άκουγαν μέσα στους θάμνους αλλά δεν μπορούσαν να δουν. Πυγολαμπίδες πετούσαν με τις λαμπερές ουρές τους εδώ κι εκεί, σαν μικροσκοπικοί ήλιοι και αστεράκια. Τριζόνια και γρύλοι γέμιζαν τη νύχτα με το τραγούδι τους, κουκουβάγιες, που μόνο από τα λαμπερά τους μάτια διακρίνονταν, τους παρακολουθούσαν μέσα από τα κλαδιά των δέντρων. Όσο προχωρούσαν τα δέντρα άρχισαν να αραιώνουν και ο ήχος του νερού έγινε πιο δυνατός. Λίγο αργότερα έφτασαν στο ποτάμι. Το ασημένιο φως του φεγγαριού έδινε στο νερό ένα απόκοσμο γκριζόμαυρο χρώμα και οι γυαλιστερές πέτρες στις όχθες του, καλυμμένες με πράσινα βρύα και λειχήνες, έπαιρναν την όψη του όνυχα και του οψιδιανού. Μικρά φυτά και πεσμένα φύλλα σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης στο λασπωμένο χώμα πότιζαν την ατμόσφαιρα με τη μυρωδιά του σάπιου.

Η Κίρα ένιωθε σαν να περπατούσε για ώρες. Ο Ντέβαν περπατούσε λίγο πιο δίπλα, έτοιμος να την πιάσει αν παραπατούσε.

«Δε χρειάζομαι τη βοήθειά σου» ψιθύρισε άγρια.

«Ξέρεις, δεν μπορείς να συνεχίσεις να φέρεσαι έτσι» αποκρίθηκε. «Δεν μπορείς τη μια να με φιλάς και την άλλη να με διώχνεις».

«Εσύ με φίλησες» αντιγύρισε. «Και τις δυο φορές».

«Κι εσύ με άφησες» της επισήμανε. «Και τις δυο φορές». Κάρφωσε τα μάτια της μπροστά, μην έχοντας τι να απαντήσει. Ο Ντέβαν είχε δίκιο και το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει αυτό τώρα.

Η Ορόρα μπροστά της έκανε τα πάντα, για να αγνοήσει την Ντεσμέρα δίπλα της. Η Κίρα προσπάθησε να φανταστεί πώς ένιωθε η μάγισσα. Για χρόνια προσπαθούσε να πείσει τους άλλους πως δε νοιαζόταν, και πιθανότατα έπεισε και τον ίδιο της τον εαυτό, και ξαφνικά και τα δυο παιδιά της εμφανίστηκαν στην πόρτα της. Η Κίρα είχε ορκιστεί πως δε θα αποκτούσε ποτέ παιδιά, ένα από τα πιο σκληρά πράγματα που είχε κάνει στη ζωή της. Ξέροντας τη μοίρα που θα τα περίμενε, δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Μια εικόνα εμφανίστηκε απρόσκλητη στο μυαλό της, ένα κοριτσάκι με τα δικά της σκουροκάστανα μαλλιά και μεγάλα χρυσά ματάκια. Κούνησε το κεφάλι της για να τη διώξει, καταπίνοντας τον κόμπο που σχηματίστηκε στον λαιμό της.

Τα δέντρα αραίωσαν και κατέληξαν σε ένα ξέφωτο.

«Και τώρα;» ρώτησε ο Ντέβαν.

Σαν απάντηση στην ερώτησή του έξι φιγούρες εμφανίστηκαν μέσα από τα δέντρα. Η Κίρα θα ορκιζόταν ότι δεν ήταν εκεί πριν από λίγο. Κάθε μια ήταν τυλιγμένη με έναν σκούρο μπλε μανδύα που τους έκανε ένα με τις σκιές της νύχτας. Μια από τις φιγούρες ξεχώρισε από το πλήθος και έκανε ένα βήμα προς το μέρος τους.

«Πλησίασε, Ντεσμέρα, του Οίκου των Σάτλερ» είπε μια επίσημη γυναικεία φωνή.

Η Θεραπεύτρια έσκυψε το κεφάλι της σε έναν χαιρετισμό. «Ραζιγιέ».

Η Ραζιγιέ κατέβασε την κουκούλα του μανδύα της αποκαλύπτοντας το πρόσωπό της. Η Κίρα την κοίταξε απορημένη. Η αρχηγός της Σύναξης των Ημισελήνων ήταν μικροκαμωμένη, με στρογγυλό πρόσωπο και μεγάλα καστανά μάτια που είχαν καρφωθεί πάνω τους και τους περιεργάζονταν. Τα καστανά μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω σε έναν αυστηρό κότσο. Αποκλείεται να ήταν μεγαλύτερη από δεκατριών ετών. Η Κίρα δεν μπορούσε να το διανοηθεί. Το μέλλον τους ήταν στα χέρια ενός παιδιού!

«Ομολογώ πως δεν περίμενα τέτοιο θράσος, ακόμα και από τους Ντρόγκομιρ» ξεκίνησε να λέει η Ραζιγιέ. «Αυτοί που μας ανάγκασαν να ζούμε εξόριστοι έρχονται τώρα στη γη μας». Οι μάγοι της πλησίασαν και σχημάτισαν ένα ημισέληνο γύρω της. «Αλλά εκτιμώ τους ανθρώπους με θάρρος. Θα ακούσω τι έχετε να πείτε». Στράφηκε προς την Ντεσμέρα και ο τόνος της έγινε πιο αιχμηρός «Και μετά θα αποφασίσω αν θα σε εξορίσω που έφερες δυο Ντρόγκομιρ στο δάσος μου».

Η Κίρα μπορούσε να δει φόβο στην έκφραση της Ντεσμέρας. Η Ορόρα έκανε ένα μικρό βήμα προς τη Ραζιγιέ.

«Δεν ήρθαμε ως εχθροί αλλά ως σύμμαχοι».

«Πολύ αμφιβάλλω αλλά σίγουρα θα είναι ενδιαφέρον να ακούσω. Εξηγήσου, Ορόρα, του Οίκου των Ντρόγκομιρ».

«Εσείς κι εμείς έχουμε έναν κοινό στόχο» συνέχισε η Ορόρα διαλέγοντας προσεχτικά τα λόγια της.

«Και ποιος μπορεί να είναι αυτός;» Η νεαρή μάγισσα έδινε την εντύπωση πως έπληττε με τη συζήτηση.

«Να κρατήσουμε τον άρχοντα-πατέρα μου μακριά».

Αυτό τράβηξε την προσοχή της μάγισσας. Πλησίασε την Ορόρα και άρχισε να περπατάει γύρω της παρατηρώντας την από πάνω μέχρι κάτω, σαν ένα λιοντάρι που παραμονεύει το θήραμά του. Η Ορόρα στεκόταν ακίνητη σαν άγαλμα, εμφανώς δυσαρεστημένη που ένα κοριτσάκι ασκούσε τέτοια δύναμη πάνω της, αλλά προσπαθούσε να το κρύψει.

«Εξήγησέ μου, αρχόντισσα Ορόρα, γιατί δεν καταλαβαίνω. Για ποιο λόγο ο διάδοχος του Οίκου και μια Ντρόγκομιρ με πλήρη ικανότητα μεταμόρφωσης προσπαθούν να κρυφτούν από τους συγγενείς τους;»

«Είναι προσωπικό» αποκρίθηκε η Ορόρα που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της. Σίγουρα δεν είχε συνηθίσει να δίνει εξηγήσεις σε κανέναν και τώρα την ενοχλούσε η κατάσταση, σε συνδυασμό με το ότι ζητούσε τη βοήθεια ενός δεκατριάχρονου παιδιού.

«Και τι ζητάτε από εμάς;» είπε σκεπτική και επέστρεψε στην ομάδα της. «Ζητήσατε αυτή τη συνάντηση με έναν σκοπό, ή κάνω λάθος;»

«Έχετε ρίξει ένα ξόρκι συγκάλυψης στο δάσος. Πρέπει να το σταματήσετε».

«Αποκλείεται» απάντησε κατηγορηματικά.

«Αποκλείεται; Το ξόρκι σας κρύβει ολόκληρη την αναθεματισμένη περιοχή! Ο Νάριαν έκρυψε το ίχνος της μαγείας σας, αλλά είναι θέμα χρόνου ο άρχοντας-πατέρας μου, ο θείος Γκρέγκορ, ο Κλάους, και κάθε Ντρόγκομιρ που δε θέλετε να δείτε να βρεθεί στο κατώφλι σας».

Η στάση της Ραζιγιέ σκλήρανε. Παρά το νεαρό της ηλικίας της, υπήρχε κάτι πάνω της που απέπνεε δύναμη και εξουσία. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που ήθελες για εχθρό σου.

«Ας έρθουν τότε». Οι μάγοι της έκαναν ένα βήμα μπροστά, έτοιμοι να επιτεθούν αν έδινε το πρόσταγμα. «Για αιώνες οι Ντρόγκομιρ μας κυνηγούσαν σαν δειλοί έναν έναν. Κανείς τους δε βρέθηκε ποτέ απέναντι σε μια ολόκληρη Σύναξη. Αν πατήσουν στο δάσος μας, θα τους σβήσουμε από τον χάρτη».

«Αν είσαι τόσο σίγουρη τότε γιατί φοβάσαι;» της είπε ο Ντέβαν. Η Ραζιγιέ τον κοίταξε με μάτια που πετούσαν σπίθες.

«Δε φοβάμαι κανέναν, Ντρόγκομιρ» γρύλισε, λέγοντας το όνομα σαν να ήταν βρισιά.

«Τότε γιατί κάνατε το ξόρκι συγκάλυψης εξ αρχής;»

«Αρκετά!» Η φωνή της αντήχησε σαν κεραυνός σε ολόκληρο το ξέφωτο. «Η απόφασή μου είναι τελική. Το ξόρκι θα μείνει».

«Είσαι μια δειλή!» της φώναξε η Κίρα.

Τα καστανά μάτια του κοριτσιού έγιναν δυο σχισμές. «Τι είπες;» γρύλισε οργισμένα.

«Με άκουσες. Κρύβεσαι πίσω από το ξόρκι σου και μεγάλα λόγια, αλλά όταν έρχεται η ώρα για πράξεις κάνεις πίσω και αφήνεις τους άλλους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα».

Ο Ντέβαν έπιασε το χέρι της και μπήκε μπροστά της σαν να ήθελε να την κρύψει από τα βλέμματα των μαγισσών.

«Κίρα, σταμάτα» ψιθύρισε ανήσυχος.

Το πρόσωπο της Ραζιγιέ έγινε ξανά απαθές, αλλά ένα χαμόγελο τρεμόπαιζε στις άκρες των χειλιών της.

«Πρώτη φορά μου μιλάει κάποιος έτσι -και τελευταία να είσαι σίγουρη». Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και την παρατήρησε, θυμίζοντας για πρώτη φορά παιδί. «Σε συμπαθώ. Ομολογώ πως είχα σκοπό να σας σκοτώσω όλους απόψε, αλλά τώρα θα σας δώσω δυο μέρες προθεσμία. Αν είστε ακόμα εδώ μετά το πέρασμά τους, θα τελειώσω αυτό που ήρθα να κάνω».

Πίσω στο σπίτι της Ντεσμέρας, η Ορόρα βημάτιζε νευρικά μπροστά στο αναμμένο τζάκι. «Αποτυχία» μουρμούριζε μονολογώντας. «Πλήρης αποτυχία. Οπότε τι κάνουμε τώρα; Υπάρχει βέβαια και η Νταχάρα. Ο Άρχοντας Κάσρελ δε θα χαρεί, αλλά ίσως σας δώσει άσυλο».

Η Κίρα σηκώθηκε από την καρέκλα της και πήγε στο δωμάτιο που της είχε παραχωρήσει η Ντεσμέρα. Κάθισε στο κρεβάτι και έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της.

«Κίρα;» Ο Ντέβαν μπήκε στο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

«Κουράστηκα, Ντέβαν»

«Έπρεπε να είχες μείνει εδώ και να ξεκουραστείς, δεν έχεις αναρρώσει πλήρως ακόμα». Σήκωσε το βλέμμα της για να τον κοιτάξει.

«Δεν εννοούσα αυτό. Κουράστηκα να περιμένω πότε κάποιος θα προσπαθήσει να με σκοτώσει. Το ξέρω πως φέρομαι σαν να μην τους φοβάμαι, αλλά δε θέλω να πεθάνω». Την πλησίασε και γονάτισε μπροστά της.

«Ο Άρχοντας Κάσρελ είναι ο διοικητής της Νταχάρα. Έχουν κάποια προσωπική έχθρα με τον πατέρα μου, δεν έμαθα ποτέ τον λόγο». Πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του. «Αν του εξηγήσουμε πως με το να παραμείνεις ζωντανή δημιουργείς εμπόδια στον Αίρυς, θα σε προστατεύσει»

«Και θα ζω σαν κυνηγημένη, κοιτάζοντας πάντα πίσω από τον ώμο μου. Δεν είναι αυτή η ζωή που ήθελα».

Σηκώθηκε απότομα όρθιος. «Τουλάχιστον θα είσαι ζωντανή!»

Δεν μπορούσε να την καταλάβει, επειδή δεν είχε περάσει όλη του τη ζωή κλειδωμένος. Ήταν δεκαεφτά ετών και ίσα που είχε βγει έξω από το κάστρο. Δεν είχε ταξιδέψει, δεν είχε κάνει ιππασία, δεν είχε γνωρίσει άλλους ανθρώπους, δεν είχε κάνει τίποτα. Και τώρα της έλεγαν πως έπρεπε να εγκαταλείψει το μοναδικό σπίτι που γνώριζε και να κλειστεί σε μια νέα φυλακή. Είχε κουραστεί να τρέχει.

«Δε θα πάω» του είπε.

Την κοίταξε παρακλητικά. «Σε παρακαλώ».

Η Κίρα σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε κοντά του. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του Ντέβαν και κόλλησε το στόμα της πάνω στο δικό του. Είχε δώσει μόνο δύο φιλιά στη ζωή της, όχι πολύ μεγάλη πείρα, αλλά ο Ντέβαν δε φάνηκε να νοιάζεται. Τα χείλη της άνοιγαν κάτω από τα δικά του, η γλώσσα της άγγιζε τη δική του. Το στόμα του είχε τη γεύση του ανακατεμένη με τη γεύση του κρασιού. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν στα μαλλιά της, καθώς την τραβούσε πιο κοντά, βαθαίνοντας το φιλί. Η Κίρα δάγκωσε απαλά το κάτω χείλος του, κάνοντάς τον να βγάλει έναν μικρό ήχο στο πίσω μέρος του λαιμού του, και έσπασε το φιλί.

Απομακρύνθηκε λίγο από κοντά του και άρχισε να λύνει τα κορδόνια του φορέματός της. Το ρούχο έπεσε από πάνω της σχηματίζοντας ένα κύκλο γύρω από τα πόδια της. Τα χρυσά μάτια του Ντέβαν την κοίταζαν από πάνω μέχρι κάτω. Η Κίρα χαμήλωσε το βλέμμα της. Πρώτη φορά στεκόταν γυμνή μπροστά σε έναν άντρα. Ένιωθε κάπως αμήχανα, αλλά δεν υπήρχε ντροπή.

Ο Ντέβαν έπιασε το πρόσωπό της και το σήκωσε για να συναντήσει τη ματιά της.

«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε απαλά.

«Ναι» είπε ξέπνοα. Δεν ήθελε να το συζητούσαν πολύ, γιατί αν καθόταν να το σκεφτεί μπορεί να δείλιαζε. Και δεν ήθελε να κάνει πίσω τώρα. Τα δάχτυλά της έλυσαν τα κορδόνια του γιλέκου του, ενώ τα χείλη της βρήκαν ξανά τα δικά του.

Ο Ντέβαν την ξάπλωσε στο κρεβάτι και κάλυψε το σώμα της με το δικό του. Η Κίρα άνοιξε τα πόδια της και τον άφησε να βολευτεί ανάμεσά τους. Τα χέρια του χάιδεψαν τη μέση της και συνέχισαν προς το εξωτερικό μέρος των μηρών της. Φίλησε το σημείο κάτω από το αυτί της και συνέχισε προς τον λαιμό της. Άφησε ένα μονοπάτι από ζεστά, υγρά φιλιά από την κλείδα μέχρι το στήθος της. Η Κίρα έπιασε το πουκάμισό του και το τράβηξε πάνω από το κεφάλι του. Τα δάχτυλά της έτρεξαν πάνω στους δυνατούς μύες του στομαχιού και της πλάτης του, νιώθοντας τις αυλακιές του σώματός του και το απαλό δέρμα που τις κάλυπτε. Ήθελε να νιώσει περισσότερα. Το στόμα του ξαναβρήκε το δικό της, ρουφώντας τα χείλη της.

Τέντωσε τον λαιμό της για να του δώσει μεγαλύτερη πρόσβαση. Τον ήθελε. Ένας πόνος μεγάλωνε ανάμεσα στα πόδια της. Λαχταρούσε το άγγιγμα του και τον ήθελε τώρα. Τον ένιωθε σκληρό ανάμεσα στα πόδια της, να την πιέζει εκεί ακριβώς όπου τον είχε ανάγκη. Ψηλαφώντας, τα δάχτυλά της βρήκαν τα κορδόνια του παντελονιού του. Ο Ντέβαν ανασηκώθηκε για να τη διευκολύνει.

Αυτό ήταν το σημείο χωρίς επιστροφή!

Αν ήθελε προλάβαινε να τον σταματήσει. Μπορούσε να του ζητήσει συγγνώμη και να του πει πως δεν ήταν έτοιμη, ότι μετάνιωσε. Δε θα την κατηγορούσε.

Νιώθοντας όμως τα χείλη του στην κοιλάδα ανάμεσα στα στήθη της, έριξε πίσω το κεφάλι της και δεν είπε τίποτα. Την πίεσε περισσότερο. Τον ένιωθε να μπαίνει μέσα της, τεντώνοντάς τη, και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υπενθυμίζει στον εαυτό της να αναπνέει. Μετακίνησε το σώμα της ανοίγοντας πιο πολύ τα πόδια της. Ο Ντέβαν μπήκε πιο βαθιά μέσα της και τότε η Κίρα άρχισε να νιώθει τον πόνο. Έπιασε σφιχτά τα μπράτσα του και έκλεισε τα μάτια της, καθώς με μια δυνατή ώθηση θάφτηκε ολόκληρος μέσα της. Ένα καυτό κύμα πόνου διαπέρασε το κορμί της και έσφιξε τα δόντια της καταπνίγοντας μια κραυγή.

Ο Ντέβαν έμεινε ακίνητος, δίνοντάς της χρόνο να τον συνηθίσει. Παραμέρισε τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Μπορούσε να δει τον πόθο στα μάτια του. Ανασηκώθηκε λίγο και το στόμα της διεκδίκησε ξανά το δικό του. Ο Ντέβαν ανασήκωσε τους γοφούς του και βγήκε λίγο από μέσα της, προτού βυθιστεί ξανά με μια ώθηση. Η Κίρα άφησε ένα βογκητό, καθώς την άφηνε και τη γέμιζε ξανά. Το σώμα της σπαρταρούσε κάτω από το δικό του. Η έξαψη και η λαχτάρα μέσα της ήταν αβάσταχτες. Την έσπρωχναν στο χείλος του γκρεμού και το σώμα της συσπόταν ανεξέλεγκτα, ζητώντας την απελευθέρωση. Οι κινήσεις του Ντέβαν ήταν αργές και προσεχτικές, λες και ήταν φτιαγμένη από πορσελάνη. Εκείνη όμως χρειαζόταν περισσότερα. Έβαλε τα χέρια της στους ώμους του και τον έσπρωξε πιο κοντά της, ικετεύοντάς τον να πάει πιο γρήγορα.

Κάθε φορά που ο Ντέβαν έσπρωχνε, η Κίρα ανασήκωνε τη λεκάνη της για να τον συναντήσει. Μπορούσε να τον νιώσει παντού, να την καλύπτει, να τη γεμίζει. Οι γοφοί του άρχισαν να κινούνται πιο γρήγορα. Το σώμα της συγχρονίστηκε με το δικό του, χόρευαν μαζί. Την έπιασε γερά από τη λεκάνη και μπήκε ακόμα πιο βαθιά μέσα της, φτάνοντας σε εκείνο το γλυκό σημείο μέσα της. Τα βογκητά της έγιναν πιο δυνατά, δεν την ένοιαζε ποιος μπορεί να την άκουγε. Τον έπιασε και τον φίλησε, ξοδεύοντας όση ανάσα τους είχε απομείνει. Ολόκληρο το σώμα της δονούνταν, τα πόδια της έτρεμαν. Ήταν τόσο κοντά στο χείλος του γκρεμού αλλά όχι αρκετά. Έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω, καθώς ο Ντέβαν φιλούσε ξανά τον λαιμό της, με τα γκρίζα μάτια της μισόκλειστα.

Με το ένα του χέρι στον γοφό της και το άλλο μπλεγμένο στα μαλλιά της, ο Ντέβαν αύξησε τον ρυθμό του. Κάθε ώθηση έφτανε όλο και πιο βαθιά μέσα της. Η Κίρα άκουγε τα αγκομαχητά του ανακατεμένα με τα δικά της βογκητά. Τα πόδια της σφίχτηκαν γύρω από τη μέση του, καθώς ένα κύμα ενέργειας φούσκωνε μέσα της. Τα νύχια της χώθηκαν στην πλάτη του, αφήνοντας ευθείες χαρακιές στη σάρκα του. Όλες της οι αισθήσεις συγκεντρώθηκαν σε αυτό το γλυκό κομμάτι του εαυτού της. Ο Ντέβαν βυθίστηκε μέσα της άλλες δυο φορές πριν το σώμα του μείνει εντελώς άκαμπτο. Έσπρωξε μια τελευταία φορά και τελείωσε μέσα της. Ξέπνοος, ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της και έκλεισε τα μάτια του. Το στήθος της Κίρα ανεβοκατέβαινε γρήγορα προσπαθώντας να βρει ξανά την ανάσα της. Το ιδρωμένο δέρμα του Ντέβαν κολλούσε πάνω στο δικό της.

Εξαντλημένη, ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του σαν να ήταν μαξιλάρι. Το χέρι του πήγαινε πάνω κάτω στη καμπύλη της μέσης της, χαϊδεύοντας το δέρμα της.

«Σκέψου το ξανά για την Νταχάρα» της είπε.

Τα γκρίζα μάτια της βρήκαν τα χρυσά δικά του. «Μόνο αν έρθεις μαζί μου». Τον ένιωσε να γίνεται διστακτικός. «Είναι για τη θέση σου στον Οίκο ή δε θες να εγκαταλείψεις την αδελφή σου;» τον ρώτησε.

«Και τα δυο» παραδέχτηκε. «Δεν είναι μόνο αυτό. Μου λείπουν οι ξαδέλφες μου και ο Νάριαν. Ακόμα και ο θείος Γκρέγκορ δεν είναι τόσο κακός».

Η Κίρα θυμόταν αμυδρά ένα κορίτσι με σγουρά κόκκινα μαλλιά, αλλά οι μνήμες της σταματούσαν εκεί. Βολεύτηκε καλύτερα στην αγκαλιά του και τύλιξε τα χέρια της γύρω του. Ένιωθε τα βλέφαρα της βαριά. Ο Ντέβαν τη φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού και την κράτησε πιο σφιχτά πάνω του. Όλα της τα προβλήματα και οι έννοιες χάθηκαν. Μπορούσαν να περιμένουν μέχρι αύριο. Απόψε το μόνο που είχε σημασία ήταν το αγόρι που την κρατούσε. Έκλεισε τα μάτια της, απολαμβάνοντας τη θέρμη του κορμιού του.

Φαίη