Φοίνιξ (Κεφάλαιο 14)

«Τι εννοείς, θέλει να λάβει τα μέτρα του με το Μαύρο Ρόδο;» ρώτησε ο Κρίστοφερ. «Νόμιζα πως είχαμε τελειώσει με αυτή την ιστορία δύο μήνες πριν!»

«Όλοι έτσι νομίζαμε, μέχρι να μας διαψεύσει ο Τζέιμς» απάντησε ο Άγγελος. Νεκρική σιγή απλώθηκε στην κουζίνα.

«Και τι μπορεί να το θέλει το ξίφος ο Φοίνικας;» ρώτησε ο Κρίστοφερ.

«Εμείς τα Ρόδα, έχουμε τη δυνατότητα να νιώσουμε τη μαγεία από το Βιβλίο της Ζωής, το Φίλτρο της Σκέψης και το Μενταγιόν της Καρδιάς».

«Εμείς, από την άλλη, δηλαδή ο Φοίνικας και ο Δράκος, μπορούμε να νιώσουμε τα Ρόδα» είπε η Χλόη. «Αλλά αυτό το γνωρίζετε ήδη. Συνεπώς, καλύτερα να έχουμε εμείς το Μαύρο Ρόδο, παρά εκείνοι».

«Το Μαύρο Ρόδο πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή;» ρώτησε η Μυρτώ.

«Το έχουμε εμείς, τα Φαντάσματα, αλλά μιας και προέκυψε αυτό, καλύτερα να το πάρει πίσω η Χλόη» απάντησε ο Μαξ. Ο Κρίστοφερ κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά, συμφωνώντας με τον φίλο του.

«Θα είναι πιο ασφαλές με τη Χλόη»

«Μπορεί, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι αν το πάρω εγώ στην κατοχή μου, ο Φοίνικας θα το μάθει» σχολίασε η κοκκινομάλλα. «Και ίσως να είναι αυτό που θέλει»

«Τι εννοείς;» έκανε φανερά σαστισμένη η Μυρτώ.

«Μαζί με τον Δράκο είχαμε μία συζήτηση, σχετικά με το τρέχον ζήτημα και καταλήξαμε ότι πιθανώς ο Φοίνικας να ήθελε να μάθουμε για τα σχέδιά του» της εξήγησε η Χλόη, αφού πήρε πρώτα μια βαθιά ανάσα.

«Έχοντας ως αποτέλεσμα να κάνουμε κίνηση για το Μαύρο Ρόδο...» συνειδητοποίησε ο Άγγελος. «Κι εγώ πήγα κι έπεσα στην παγίδα του σαν σωστός ηλίθιος που είμαι!»

«Δε φταις εσύ που δεν το κατάλαβες αμέσως, Άγγελε! Ο καθένας θα μπορούσε να την πατήσει σαν πρωτάρης με το Φοίνικα!» τον παρηγόρησε η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά τοποθετώντας το ελεύθερο χέρι της στον ώμο του.

«Ναι, αλλά ξεχνάς ότι έχω συνεργαστεί με τον Σαχίρ παλαιότερα!» της αντιγύρισε εκείνος. «Είμαι-»

«Μην το ξαναπείς!» τον έκοψε η Χλόη αγριεμένη. «Μέχρι κι εγώ δεν το κατάλαβα! Ο Δράκος μού άνοιξε τα μάτια!»

Ησυχία.

«Οπότε, τι κάνουμε;» τόλμησε να ρωτήσει η Μυρτώ. «Με το Μαύρο Ρόδο εννοώ».

«Τίποτα. Ας το αποκτήσει» απάντησε η Χλόη. «Πρωταρχικό μας μέλημα είναι η προστασία του Λευκού Ρόδου. Ο Φοίνικας, προφανώς, στόχευε να αποκτήσει στην κατοχή του και τα δύο ξίφη»

«Τότε πρέπει να τα προστατεύσουμε και τα δύο» σχολίασε ο Μαξ. «Πρέπει να του χαλάσουμε τα σχέδια».

«Τα σχέδια θα του τα χαλάσουμε μόνο αν τον βγάλουμε εκτός παιχνιδιού» είπε ο Άγγελος. «Πράγμα το οποίο είναι λίγο έως πολύ αδύνατο».

«Αυτή η εκδοχή είναι, όντως, αρκετά απίθανη» έκανε η κοκκινομάλλα σκεφτική. «Αν όμως, βρούμε εμείς πρώτοι αυτό που αναζητεί και το προστατεύσουμε;»

Η Ηλιάνα τόση ώρα παρέμενε σιωπηλή και παρακολουθούσε τη συζήτηση, τρώγοντας.

«Θεωρητικά, η συγκεκριμένη ιδέα είναι καλή» απάντησε ο νεαρός με τα γαλανά μάτια. «Ωστόσο, αν εμείς -τα Φαντάσματα- κινηθούμε για να βρούμε το Μενταγιόν της Καρδιάς, ο Λούκας θα το μάθει αμέσως και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να μας πάρει στο κατόπι»

«Με λίγα λόγια, θα του κάνουμε τη ζωή πιο εύκολη. Θα βρούμε αυτό, το οποίο αναζητά και θα μας το πάρει από τα χέρια την τελευταία στιγμή. Κοινώς, θα μας την έχει στημένη, αν δε μας την έχει ήδη» είπε ο Κρίστοφερ.

«Οπότε, τι μένει να κάνουμε;» ρώτησε διστακτικά η Ηλιάνα.

«Πρέπει να το σκεφτούμε σοβαρά, αλλά πολύ φοβάμαι πως δεν έχουμε χρόνο. Κάθε δευτερόλεπτο είναι πολύτιμο.

«Προτείνω, για αρχή, να προστατεύσουμε τα Ρόδα» δήλωσε η Χλόη. «Χωρίς αυτά, ο Φοίνικας και ο Λούκας θα δυσκολευτούν να βρουν τα τρία αντικείμενα που θέλουν».

Όλοι έγνεψαν καταφατικά, εκτός από τον Άγγελο. Εκείνος ξεροκατάπιε και τα χείλη του μετατράπηκαν σε μία ευθεία γραμμή. Κινδύνευε και ο ίδιος και το γνώριζε. Ανά πάσα στιγμή, ο Λούκας μπορούσε να τον μετατρέψει σε μαριονέτα του, με έναν ρούνο. Το είχε κάνει ήδη δύο φορές και ήταν σίγουρος ότι, μετά χαράς, θα το έκανε και τρίτη.
Μπορεί να είχε τη Χλόη στο πλευρό του, αλλά αυτό δεν τον καθησύχαζε και ιδιαίτερα, δεδομένων των συνθηκών. Όχι από τη στιγμή που έμαθαν ότι ο Φοίνικας είχε συμμαχήσει με το χειρότερο εχθρό τους.

Τοποθέτησε το πιάτο του στο νεροχύτη, μιας και η όρεξη του είχε κοπεί. Αυτή του η κίνηση δεν έμεινε απαρατήρητη από τη Χλόη, η οποία άφησε κι εκείνη το δικό της πιάτο στην άκρη. Τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε μέχρι το υπνοδωμάτιο του Κρίστοφερ, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους.

«Χλόη-» ξεκίνησε να λέει ο νεαρός, αλλά η κοπέλα τον αγκάλιασε, εκπλήσσοντάς τον. Εκείνος, πέρασε τα μπράτσα του γύρω της και έθαψε το πρόσωπό του στη λακκούβα του λαιμού της. Πήρε μία βαθιά ανάσα και το άρωμά της πλημμύρισε τα ρουθούνια του ευχάριστα.

«Τι έχεις, Άγγελέ μου;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα. Ο Άγγελος αποτραβήχτηκε ελαφρά, έτσι ώστε να έχουν οπτική επαφή. Πάντα τον μάγευε το πράσινο των ματιών της.

«Νιώθω ότι με αυτή μου την αδυναμία σας κρατάω πίσω»

«Μην τολμήσεις να το ξαναπείς αυτό!» τον μάλωσε η Χλόη, παίρνοντας το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες της. «Δε μας κρατάς πίσω! Και σ' το έχω πει και άλλη φορά: μπορώ να ακυρώσω τη δύναμη του ρούνου, αρκεί να μου το ζητήσεις!»

«Το ξέρεις πως δεν πρόκειται να το κάνω...»

«Μην είσαι πεισματάρης! Για το καλό σου το λέω!»

«Πριγκίπισσα, καταλαβαίνεις ότι κι εγώ επιμένω για το καλό όλων, σωστά;» έκανε ο Άγγελος και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. Ένα μελαγχολικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.

«Αυτό δε βγάζει νόημα... Εννοώ, ότι αυτός ο ρούνος μόνο κακό προξένησε!»

«Τι; Όχι! Σε παρακαλώ μην βαδίσεις ξανά σε εκείνα τα μονοπάτια, Χλόη!»

«Δε θα το κάνω, αν μου υποσχεθείς ότι θα με αφήσεις να ακυρώσω τον ρούνο, Μέριλ».

«Τι σχέδιο έχει σκεφτεί το δαιμόνιο μυαλό σου;»

«Αν ακυρώσω τη δύναμη του Μέριλ, ναι μεν το Μαύρο Ρόδο μπορεί να αποτελέσει απειλή, αλλά την ίδια στιγμή, ο Λούκας δε θα είναι ικανός να ελέγξει κανένα από τα δύο ξίφη!» εξήγησε η Χλόη, λάμποντας από υπερηφάνεια για το σχέδιό της. Τα σοκολατένια μάτια του Άγγελου άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη και τον ενθουσιασμό.

«Μα ναι!» αναφώνησε. «Πώς άφησα να μου ξεφύγει αυτό!»

Σήκωσε τη Χλόη από τη μέση και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Είσαι απίστευτή!» της είπε, κι η κοπέλα κοκκίνισε και χαμογέλασε ντροπαλά.

«Όχι όσο εσύ!»

Τον φίλησε κι εκείνη με τη σειρά της και σχεδόν ένιωσε την ανακούφισή του.

«Τώρα πάμε να το ανακοινώσουμε και στους υπόλοιπους» είπε η Χλόη και ο Άγγελος έγνεψε καταφατικά.

Η ώρα είχε πάει τρεις το μεσημέρι και ο Τζέιμς μόλις είχε χωνέψει το μεσημεριανό του. Βρισκόταν ξαπλωμένος στον καναπέ δίπλα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και απολάμβανε όση δροσιά έμπαινε απ' έξω, ακόμα κι αν αυτή ήταν ελάχιστη. Το είχε, μόλις, πάρει ο ύπνος όταν ο Λούκας τον έπιασε από τον ώμο και τον ταρακούνησε για να τον ξυπνήσει. Εκείνος άνοιξε βαριεστημένα τα μάτια του για να τον αντικρίσει.

«Πρέπει να φύγουμε, έχουμε δουλειά!» δήλωσε κοφτά ο Λούκας και του γύρισε την πλάτη. «Φόρα τα παπούτσια σου!»

«Ε; Τι δουλειά; Πού θα πάμε;» ρώτησε με βραχνή φωνή ο Τζέιμς.

«Ελπίζω να σου αρέσουν τα μυστήρια» του απάντησε αινιγματικά και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα μειδίαμα. Ο νεαρός με τα καστανά μάτια σηκώθηκε από τον καναπέ και φόρεσε τα κοκάλινα γυαλιά της μυωπίας του.

«Αυτό δεν απαντάει στις ερωτήσεις μου».

«Δεν πειράζει, Τζέιμς, ας κρατηθεί και λίγο το μυστήριο…»

Ο Τζέιμς ήταν έτοιμος να του δώσει μία σαρκαστική απάντηση, αλλά τελευταία στιγμή κρατήθηκε. Δε θα βοηθούσε πουθενά ο σαρκασμός. Αντίθετα, φόρεσε τα παπούτσια του και ακολούθησε τον Λούκας.

Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Κανείς δεν κυκλοφορούσε λόγω της ζέστης και του καυτού ήλιου.
Οι δύο νέοι άρχισαν να περπατάνε κατά μήκος του δρόμου, στην πλευρά που είχε σκιά, πάντα. Έστριψαν, στη συνέχεια, δεξιά και μετά από εκατό μέτρα αριστερά. Τα βήματά τους τούς οδήγησαν μπροστά από ένα δημοτικό σχολείο της πόλης, ένα κτίριο φανερά παλιό, στολίδι της αρχιτεκτονικής της πόλης ανάμεσα στις άχαρες πολυκατοικίες και τα κακόγουστα μοντέρνα κτίρια.

«Τι ακριβώς κάνουμε εδώ;» ρώτησε φανερά σαστισμένος ο Τζέιμς, αλλά ο Λούκας τον αγνόησε και προχώρησε στην είσοδο του σχολείου. Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή κι έτσι δε χρειάστηκε να την παραβιάσουν.

Το εσωτερικό του σχολικού κτιρίου είχε ανακαινιστεί και ουδεμία σχέση είχε με την πρόσοψη. Τα πατώματα ήταν επενδυμένα με λευκό μάρμαρο, οι τοίχοι σοβατισμένοι και σε αυτούς ήταν κρεμασμένοι διάφοροι πίνακες ανακοινώσεων. Μερικά θρανία υπήρχαν διάσπαρτα στο διάδρομο, ο οποίος κατά τα άλλα ήταν έρημος.

Ο Λούκας έκανε νόημα στο νεαρό να τον ακολουθήσει και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούσαν στο υπόγειο. Εκεί υπήρχαν τρεις πόρτες, δύο από τις οποίες ήταν ανοιχτές. Την τρίτη χρειάστηκε να την παραβιάσουν.

«Μετά από εσάς» μίλησε για πρώτη φορά ο νεαρός με τα βιολετί μάτια αφού έφυγαν από το διαμέρισμα και έκανε χώρο για να περάσει ο Τζέιμς. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και έβγαλε έναν φακό από την τσέπη του παντελονιού του. Τον έδωσε στον Τζέιμς και του είπε να τον κρατάει από πάνω του όσο ο ίδιος μετακινούσε μερικές κούτες. Μία καταπακτή φανερώθηκε, την οποία και άνοιξε, κάνοντας νόημα στον Τζέιμς να κατέβει πρώτος τις σκάλες. Χωρίς κανένα παράπονο, ο νεαρός κατέβηκε και βρέθηκε προ εκπλήξεως. Στα θεμέλια του δημοτικού σχολείου υπήρχε ένας αρχαιολογικός χώρος, φωτισμένος από μερικές λάμπες. Άθελά του, τού ξέφυγε ένα επιφώνημα έκπληξης, αντικρίζοντας την αρχαία κληρονομιά της πόλης.

«Σου αρέσει εδώ;» τον ρώτησε ο Λούκας, χαμογελώντας ειλικρινά.

«Ναι!» αναφώνησε εκείνος. «Αλλά για να δω αρχαία με έφερες εδώ;»

«Εν μέρει ναι. Κατά κάποιο τρόπο ήξερα πως θα σου άρεσαν».

Ο Λούκας προχώρησε ανάμεσα στα ευρήματα, τα οποία όπως εξήγησε στον Τζέιμς ανήκαν σε μία έπαυλη των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Σταμάτησε σε ένα μικρό και τετράγωνο δωμάτιο.

«Και άλλη καταπακτή;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο νεαρός με τα γυαλιά.

«Αχά» έκανε ο Λούκας και ζωγράφισε έναν ρούνο πάνω στη μεταλλική είσοδο. «Απλά αυτή εδώ ανοίγει μόνο με μαγεία»

Ο ρούνος έλαμψε και η καταπακτή άνοιξε με έναν κρότο. «Τζέιμς, το φακό παρακαλώ» είπε ο νεαρός και άπλωσε το χέρι του για να πάρει το αντικείμενο. Αυτή τη φορά κατέβηκε πρώτος.

«Πού ακριβώς πάμε;» ρώτησε ο Τζέιμς.

«Έχεις ακούσει για την πόλη κάτω από την πόλη;»

«Όχι. Ποτέ μου δεν υπήρξα οπαδός των μύθων και των θρύλων».

«Ευκαιρία να γίνεις» δήλωσε ο Λούκας και με ένα χτύπημα των δακτύλων του, οι δάδες άναψαν, φωτίζοντας το διάδρομο. «Καλώς ήρθες στις κατακόμβες!»

«Και γιατί λέγεται ότι είναι η πόλη κάτω από την πόλη;».

«Επειδή όλη η πόλη είναι σκαμμένη από κάτω. Μέσω αυτού του υπόγειου δικτύου, μπορείς να πας παντού χωρίς να σε δει κανένα μάτι» απάντησε ο Λούκας και άρχισε να προχωράει στο διάδρομο.

«Πού πάμε και δε θέλεις να μας δει κανείς;»

«Πουθενά υπέργεια. Οι κατακόμβες εκτός από υπόγειοι δρόμοι, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως χώροι φύλαξης διάφορων πραγμάτων ή ως νεκροταφείο»

Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης, ο Τζέιμς αναρίγησε.

«Και ως καταφύγιο σε περίοδο πολέμου» συμπλήρωσε.

«Βλέπω τα πας καλά με την ιστορία» τον πείραξε ο Λούκας.

«Κοίτα, για κάποιο διάστημα ήμουν ξετρελαμένος, αλλά με κέρδισε το πολυτεχνείο»

«Αυτό θα πει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών» σχολίασε ο νεαρός με τα βιολετί μάτια και έστριψε σε ένα άλλο τούνελ.

«Δε μου είπες, όμως εμείς τι κάνουμε εδώ κάτω;» τον ξαναρώτησε ο Τζέιμς, κι ο Λούκας αναστέναξε.

«Δε θα σταματήσεις τις ερωτήσεις μέχρι να σου πω, έτσι;»

«Ω ναι! Είμαι περίεργος άνθρωπος!»

«Δεν έχεις ακούσει ποτέ ότι η περιέργεια σκότωσε τη γάτα;» πλατάγισε τη γλώσσα του και στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια του.

«Και πάλι, δεν απαντάς, Λούκας!»

«Αμάν πια, ανυπόμονε! Φτάσαμε!»

Τον οδήγησε σε μία αίθουσα, η οποία φωτιζόταν και αυτή από δάδες. Ο χώρος αυτός καθαυτός ήταν ιδιαίτερα μικρός, με ιστούς από αράχνες σε κάθε ελεύθερη επιφάνεια. Στο κέντρο του υπήρχε ένα ξύλινο σταντ, πάνω στο οποίο ήταν ακουμπισμένο ένα και μοναδικό φύλλο χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα.

«Να φανταστώ για το χαρτί ήρθαμε ως εδώ;»

«Σωστά φαντάζεσαι, Τζέιμς. Για το χαρτί είμαστε εδώ, αλλά αυτό δεν είναι ένα οποιοδήποτε κομμάτι χαρτί» απάντησε εκείνος και κατευθύνθηκε προς τη μέση της αίθουσας. Μερικοί ρούνοι έκαναν την εμφάνισή τους και λαμπύρισαν με ένα μωβ χρώμα.

«Προβλέψιμο» σχολίασε ο Τζέιμς.

«Αυτό το χαρτί» συνέχισε ο Λούκας και πήρε στα χέρια του το διπλωμένο φύλλο, «θα μας οδηγήσει στο Μενταγιόν της Καρδιάς!»

Η καρδιά του Τζέιμς σφίχτηκε και ο φόβος φώλιασε μέσα του μετά τα τελευταία λόγια του απαγωγέα του. Η καταστροφή τους πλησίαζε με γοργούς ρυθμούς και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να την εμποδίσει.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου