Εξόριστοι (Κεφάλαιο 14)

Λαμπρινή

Ήταν περασμένες δέκα όταν ακούστηκαν τα κλειδιά στην εξώπορτα. Η Λαμπρινή καθόταν στο μπαλκόνι, τυλιγμένη στη μαύρη της ζακέτα με ένα τσιγάρο στο χέρι. Μόλις τον αντιλήφθηκε, το έσβησε βιαστικά και πήγε να τον προϋπαντήσει. Του χαμογέλασε μα εκείνος έμεινε απαθής, αδιάφορος, κάτι που ενώ είχε συνηθίσει, αυτή τη φορά την πλήγωσε κατά κάποιο τρόπο. Προσπάθησε να μην το δείξει όμως.

-Να σου βάλω να φας;

Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

-Θα κάνω ένα ντους και θα ξαπλώσω, της είπε. Είμαι πτώμα.

Έσφιξε τις γροθιές της.

-Θάνο, πρέπει να μιλήσουμε, είπε με σοβαρό τόνο.

-Δεν έχω όρεξη τώρα.

Μπήκε μπροστά του και του έκλεισε την είσοδο για το μπάνιο.

-Τώρα τελευταία, ποτέ δεν έχεις όρεξη.

Την κοίταξε έκπληκτος για μια στιγμή, μα το πρόσωπό του πήρε ξανά το ύφος της αδιαφορίας. Έκανε να την προσπεράσει μα δεν τον άφησε. Ο Θάνος θύμωσε.

-Τι θες επιτέλους; είπε άγρια.

Η Λαμπρινή μαζεύτηκε σαν είδε το ξέσπασμά του μα αναθάρρησε σχεδόν αμέσως και ίσιωσε το κορμί της.

-Τι συμβαίνει με μας; Έχουμε χαθεί, είμαστε σαν δυο ξένοι που απλά συγκατοικούν στο ίδιο σπίτι και κάθε μέρα που περνά, γίνεται όλο και χειρότερο. Μιλάμε πια ελάχιστα και όταν το κάνουμε απλά φωνάζουμε και τσακωνόμαστε.

Ήταν φανερό πως δεν του άρεσε η συζήτηση, η αλήθεια ήταν πως ούτε και για εκείνη ήταν εύκολο, μα έπρεπε να γίνει.

-Δεν μπορούμε να την κάνουμε κάποια άλλη στιγμή αυτή την κουβέντα; έκανε γυρίζοντας το κεφάλι για να μη βλέπει το πρόσωπό της. Είμαι κουρασμένος.

-Όχι, είπε αποφασιστικά η Λαμπρινή. Ό,τι είναι να πούμε, θα το πούμε τώρα!

Ο άντρας της δυσανασχέτησε μα δεν του άφησε περιθώριο.

-Όλη μέρα ξεπατώνομαι για να μη σου λείψει τίποτα και εσύ το μόνο που κάνεις, είναι να γκρινιάζεις όλη μέρα.

-Το μόνο που μου λείπει, είπε με πικρία, είσαι εσύ.

Της στάθηκε ένας κόμπος στο λαιμό.

-Νιώθω παραμελημένη, μόνη. Όλη αυτή την αδιαφορία, τη συναισθηματική αποξένωση δεν την αντέχω πια. Αυτή η σχέση έχει γίνει τοξική και δηλητηριάζει και τους δυο μας, δεν το καταλαβαίνεις; Κουράστηκα αυτή τη σιωπή, αυτό το κενό που έχει μπει ανάμεσα μας!

Είχε σφίξει τα χέρια μπροστά στο στήθος της και τον κοιτούσε με μάτια που είχαν γεμίσει με δάκρυα.

-Τελείωσες; της είπε ψυχρά.

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Χωρίς να της πει άλλη κουβέντα, την παραμέρισε με τη βία και μπήκε στο μπάνιο. Η Λαμπρινή έμεινε να κοιτά με τσακισμένη έκφραση το κενό μπροστά της. Είχε αποτύχει και ξαφνικά όλο το βάρος που κουβαλούσε μέσα της φάνηκε να γιγαντώνεται. Έκλεισε το στόμα της και επιδόθηκε σε έναν βουβό θρήνο. Δεν είχε νόημα πια να συνεχίσει, δεν είχε τη δύναμη να παλέψει άλλο. Άπλωνε τα χέρια προσπαθώντας να βρει να γαντζωθεί από κάπου, μα όλα γύρω της ήταν σαθρά, σάπια και όλα κατέρρεαν μαζί της και την παρέσερναν σε μια μισητή κόλαση.

Σύρθηκε ως την κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσε όπως ήταν με τα ρούχα και έτσι κλαίγοντας την πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος ταραγμένος, γεμάτος ακατάληπτα όνειρα, αποτρόπαια, τρομακτικά. Εκείνη μόνη να περιπλανιέται σε ένα σκοτεινό δάσος, χαμένη, αποπροσανατολισμένη, νιώθοντας πως δεν έχει καμιά ελπίδα να βρει την έξοδο, όταν ξαφνικά, μια οικεία, μορφή εμφανίστηκε μπροστά της και σηκώνοντας το χέρι, το σκοτάδι διαλύθηκε μεμιάς και όλος ο χώρος γέμισε με άπλετο φως. Όλο της το είναι γέμισε από απέραντη γαλήνη, έκλεισε τα μάτια, σήκωσε το κεφάλι και άρχισε να ανεβαίνει προς τον ουρανό.

Άνοιξε τα μάτια της και σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι. Κοίταξε γύρω της προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται. Ένιωθε ζαλισμένη, σαστισμένη, σαν σε σύγχυση. Είχε ξημερώσει και η θέση δίπλα της ήταν άδεια. Κοίταξε από την ανοιχτή πόρτα για να διαπιστώσει πως ο Θάνος είχε κοιμηθεί στον καναπέ το προηγούμενο βράδυ και τώρα ετοιμαζόταν να φύγει.

Στάθηκε ακουμπώντας στην κάσα της πόρτας και έμεινε να τον κοιτά. Σε μια στιγμή, τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και στον χώρο απλώθηκε μια ανεπιθύμητη αμηχανία. Έκανε να του μιλήσει μα δεν της άφησε περιθώριο. Άρπαξε τον σάκο και έφυγε σχεδόν τρέχοντας.

Στο στήθος της φώλιασε η απογοήτευση, η πίκρα. Είχε πονοκέφαλο. Έβαλε το μπρίκι στη φωτιά και ξεκίνησε τις δουλειές. Άρχισε να τρίβει με μανία τα έπιπλα, το σύνθετο, τις πόρτες. Έπιασε μετά να σκουπίζει, να σφουγγαρίζει, να τακτοποιεί εκ νέου τα πιάτα στα ντουλάπια, τα ρούχα στην κρεβατοκάμαρα.

Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη, το πρόσωπό της είχε μια θλιβερή χροιά. Την έπιασαν τα κλάματα.

Ηλίας Στεργίου