Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 24)

Ντέβαν

Τα αυτιά του βούιζαν λες και μια ενοχλητική μέλισσα είχε παγιδευτεί μέσα τους. Ολόκληρη η δεξιά πλευρά του σώματός του πονούσε, επειδή είχε μείνει πολλές ώρες ακίνητος πάνω στο σκληρό χώμα. Οι πορτοκαλί και κόκκινες ακτίνες του ήλιου που έδυε τρύπωναν πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα. Ένα ζεστό χέρι ακούμπησε τον λαιμό του.

«Ξύπνα, αδελφέ» άκουσε την φωνή της Ορόρας. Η αδελφή του είχε ωραία φωνή, πλούσια και μελωδική σαν τον γλυκό ήχο ενός βιολιού. «Ντέβαν» επέμεινε σκουντώντας τον στον ώμο.

Κουνήθηκε και διέταξε τα βλέφαρά του να ανοίξουν. Στην αρχή όλα ήταν θολά σαν να παρακολουθούσε την ταραγμένη επιφάνεια μιας λίμνης. Σιγά σιγά η φιγούρα της αδελφής του που ήταν γονατισμένη μπροστά του ξεδιάλυνε μέσα από τη θολούρα και τα μάτια του εστίασαν πάνω της. Τα ρούχα της ήταν λερωμένα με χώμα και τα καστανά μαλλιά της ήταν ανακατεμένα. Ξεραμένο αίμα έτρεχε από τα αυτιά της και μερικές κόκκινες σταγόνες είχαν πέσει πάνω στους ώμους της λεκιάζοντας το γαλάζιο ύφασμα του φορέματός της.

Η ομίχλη άρχισε να διαλύεται και ο Ντέβαν ανακάθισε απότομα. Το κεφάλι του πονούσε λες και κάποιος τον χτυπούσε με ένα σφυρί και τρυπούσε τα αυτιά του με βελόνες.

«Η Κίρα» είπε κοιτώντας πανικόβλητος τριγύρω, καθώς οι μνήμες άρχισαν να επανέρχονται. Το βλέμμα του βρήκε τη μητέρα του που βοηθούσε την Κάλικ να σηκωθεί και τινάχτηκε όρθιος. «Πού είναι η Κίρα;»

Η μητέρα του σήκωσε το κεφάλι της, για να τον κοιτάξει. Η έκφρασή της ήταν εκείνη που είχε κάποιος όταν σου έδινε συλλυπητήρια για τον χαμό ενός αγαπημένου προσώπου. Ο φόβος έκανε τα σωθικά του να παγώσουν.

«Πού είναι;» φώναξε. Οι φρουροί ήταν ακόμα αναίσθητοι στο έδαφος. Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι ήταν απλοί άνθρωποι, αλλά δεν τον ένοιαζε αρκετά, ώστε να το σκεφτεί περισσότερο. Η Ορόρα ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του και κοίταξε πιο ψύχραιμα την Ντεσμέρα.

«Αποκάλεσες εκείνη τη μάγισσα Νιλάι. Είναι η ίδια που μου είχες αναφέρει πριν από μερικούς μήνες;» Η Ντεσμέρα ένευσε καταφατικά και ο Ντέβαν κοίταξε τις δυο γυναίκες με απορία.

«Ποια είναι η Νιλάι;» Γιατί δεν είχε ξανακούσει αυτό το όνομα;

«Μια από τις αρχηγούς των Συνάξεων στην Οροσειρά» του απάντησε η Ντεσμέρα. Η Κάλικ δίπλα της παραμέρισε ζαλισμένη τα κόκκινα μαλλιά της που έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό της.

«Πού στην οροσειρά;» ρώτησε ο Ντέβαν μέσα από σφιγμένα δόντια, έχοντας ήδη αρχίσει να προχωράει προς την πύλη του κάστρου. Δεν μπορούσε να χάσει την Κίρα ή το μωρό. Δε θα το επέτρεπε. Η Ορόρα έπιασε βιαστικά το μπράτσο του, για να τον σταματήσει.

«Περίμενε! Δεν μπορείς να πας έτσι απλά στις μάγισσες. Πρέπει να σκεφτούμε ένα σχέδιο πριν...» Τράβηξε απότομα το χέρι του.

«Δεν έχω χρόνο γι' αυτό, Ορόρα!» Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή και πήρε μια βαθιά ανάσα, για να ηρεμίσει. «Με ξέρεις. Ξέρεις τι άνθρωπος είμαι και πως ποτέ δε θα ξεκινούσα μια διαμάχη με τις μάγισσες, αλλά αυτό είναι διαφορετικό. Κήρυξαν πόλεμο όταν επιτέθηκαν στην οικογένειά μου και ορκίζομαι σε όλους τους Θεούς πως η Νιλάι θα πληρώσει για αυτό που έκανε!»

«Θα πληρώσει και, όταν έρθει εκείνη η στιγμή, θα σταθώ δίπλα σου, αλλά τώρα πρέπει να σκεφτείς ψύχραιμα. Δεν έχουμε περιθώρια για παρορμητικές κινήσεις, Ντέβαν». Ήξερε πως η αδελφή του είχε δίκιο, αλλά πώς μπορούσε να είναι ψύχραιμος, όταν μια ομάδα από παρανοϊκές μάγισσες είχε απαγάγει την Κίρα; Ήθελαν να εμποδίσουν την κατάρα να λυθεί, δεν υπήρχε αμφιβολία ως προς αυτό, άρα η Κίρα και το μωρό βρίσκονταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Όμως τότε γιατί δεν την είχαν σκοτώσει όταν είχαν την ευκαιρία; Γιατί την είχαν πάρει μαζί τους; Δεν έβγαζε νόημα.

Το μυαλό του πήγε σε μια άλλη περίεργη επίθεση πριν από μήνες, όταν οι άντρες με τους κόκκινους ήλιους των Ρίχακ είχαν στήσει ενέδρα στην Κίρα. Θα μπορούσαν να την είχαν σκοτώσει και το «πρόβλημα» θα εξαφανιζόταν, όμως, όπως είχε πει και η αδελφή του, δε φαινόταν να έχουν τέτοιο σκοπό. Κι αν αυτά τα δυο συνδέονταν; Κι αν οι μάγισσες ήταν πίσω από όλα αυτά εξαρχής και προσπάθησαν να ρίξουν τις υποψίες στον Άρχοντα Κάσρελ;

Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Τίποτα από όλα αυτά δεν είχε σημασία τώρα. Έπρεπε να βρει την Κίρα πριν να είναι πολύ αργά.

«Θα υπάρχει κάποιος τρόπος να πολεμήσουμε τις μάγισσες, σωστά;» είπε η Κάλικ κοιτάζοντας μια την Ντεσμέρα και μια τα ξαδέλφια της. «Για όνομα των Θεών, είμαστε οι Ντρόγκομιρ!»

«Υπάρχει τρόπος» αποκρίθηκε η Ντεσμέρα και τα χρυσά της μάτια καρφώθηκαν στο πρόσωπο του γιου της. «Χρειάζεσαι μάγισσες για να πολεμήσεις μάγισσες. Πρέπει να πας στη Ραζιγιέ και να ζητήσεις τη βοήθειά της».

«Και γιατί να μας βοηθήσει;» είπε πικρά το αγόρι. «Δε συγκράτησε τις μάγισσες της όταν μας επιτέθηκαν και την τελευταία φορά που την είδα δεν έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθια για τους Ντρόγκομιρ».

«Η Ραζιγιέ είναι υπεύθυνη μόνο για τις Συνάξεις του δάσους. Οι Συνάξεις στα βουνά δίνουν λόγο στον Ελεαζάρ, αν και δεν πιστεύω πως γνωρίζει για τις πράξεις της Νιλάι. Είναι άνθρωπος που αγαπάει την εξουσία και του αρέσει να κάνει επίδειξη δύναμης όποτε μπορεί. Δε θα έστελνε μόνο δέκα μάγισσες στην πόρτα σας».

Ο Ντέβαν προσπάθησε να ζυγίσει τις επιλογές του -δεν ήταν και πολλές. Πώς υποτίθεται ότι θα έπειθε τη Ραζιγιέ να τον βοηθήσει; Η νεαρή μάγισσα απεχθανόταν τους Ντρόγκομιρ και ήταν σχεδόν απίθανο να εναντιωθεί στο είδος της, για να τους βοηθήσει. Ακόμα κι αν ήξερε πού βρισκόταν η Σύναξη της Νιλάι αμφέβαλλε πως η μάγισσα θα ήταν τόσο ανόητη, ώστε να πάει στο πρώτο μέρος που θα την έψαχναν. Σίγουρα βρίσκονταν κάπου μέσα στο Δάσος των Ψιθύρων, αφού από εκεί έπρεπε να περάσουν, για να φτάσουν στα βουνά, αλλά αποκλείεται να τους έβρισκαν χωρίς κάποιο ξόρκι εντοπισμού ή βοήθεια από τις μάγισσες που ζούσαν στο δάσος και γνώριζαν καλά την περιοχή.

Τα χέρια του έτρεμαν, από οργή ή από φόβο, δεν ήξερε. Το να σκέφτεται πως κάτι κακό θα μπορούσε να συμβεί στην Κίρα ή το μωρό τους -πως μπορεί να είχε ήδη συμβεί- κι εκείνος βρισκόταν μίλια μακριά ανίκανος να κάνει κάτι ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να νιώσει. Δεν είχε περάσει ούτε μια μέρα και ήδη του έλειπε η Κίρα. Του έλειπε ο τρόπος που έλεγε ακριβώς αυτό σκεφτόταν χωρίς να τη νοιάζει που μπορεί να κατέληγαν σε καβγά. Του έλειπε ο τρόπος που κοιμόταν δίπλα του τα βράδια, κολλημένη πάνω του με τη ζεστή της ανάσα να χαϊδεύει τον λαιμό του. Του έλειπε η μυρωδιά της. Το στήθος του πονούσε και η σκέψη ότι δε θα την ξαναέβλεπε τον γέμιζε με τόση οδύνη που δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Την ήθελε πίσω.

Προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του και στράφηκε προς την ξαδέλφη του.

 «Πήγαινε πίσω στον Οίκο μας και πες τους τι συνέβη. Εμείς θα πάμε στο Δάσος των Ψιθύρων». Η Κάλικ ένευσε καταφατικά και έφυγε χωρίς να πει άλλη λέξη.  Στη συνέχεια, ο Ντέβαν γύρισε και κοίταξε την αδελφή του.

«Μπορείς να πετάξεις με δύο ανθρώπους στην πλάτη σου;» Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει στον ορίζοντα, αλλά ακόμα δεν μπορούσε να μεταμορφωθεί και δεν ήθελε να χάσει ούτε μια στιγμή. Δεν ήξερε ακόμα τι θα έλεγε στη Ραζιγιέ, για να την πείσει να τον βοηθήσει, αλλά αυτό θα το σκεφτόταν αργότερα. Προς το παρόν, προτεραιότητά του ήταν να καταφέρει να τη συναντήσει. Η Ορόρα ένευσε καταφατικά.

«Θα πρέπει να πετάω πιο αργά, αλλά και πάλι θα είμαστε στο δάσος πριν τα μεσάνυχτα». Βγήκε από την πύλη, αφού το προαύλιο του κάστρου δεν είχε αρκετό χώρο, για να μεταμορφωθεί χωρίς να κινδυνεύει να πατήσει κάποιον από τους φρουρούς. Ο Ντέβαν στράφηκε προς τη μητέρα του.

«Τι θα κάνω; Δεν ξέρω τι να πω στη Ραζιγιέ, για να την κάνω να με βοηθήσει».

Η Ντεσμέρα ακούμπησε το χέρι της στο μάγουλό του και ο Ντέβαν έμεινε τελείως ακίνητος. Ίσως σταμάτησε και να αναπνέει για μια δυο στιγμές. Αυτή ήταν η πρώτη τρυφερή κίνηση που εισέπραττε από τη μητέρα του εδώ και χρόνια.

«Δείξε της πως δε μοιάζεις σε τίποτα με τον πατέρα σου. Αν δει ποιος πραγματικά είσαι, κάποιος ευγενικός και δίκαιος που μπορεί να αποκαταστήσει την τιμή που υπήρχε κάποτε στο όνομα των Ντρόγκομιρ, θα σε ακολουθήσει».

Ο Ντέβαν αμφέβαλλε πολύ πως κάτι τέτοιο θα πετύχαινε, αλλά δεν είπε τίποτα. Βγήκαν έξω από την πύλη όπου η Ορόρα είχε ήδη μεταμορφωθεί και έπιασε το χέρι της μητέρας του, για να τη βοηθήσει να ανέβει στην πλάτη του γαλάζιου δράκου.

«Πού στο καλό είναι όλοι;» αναφώνησε ενοχλημένη η Ορόρα κοιτάζοντας το σκοτεινό δάσος γύρω της. Το άδειο σκοτεινό δάσος…

Περπατούσαν ανάμεσα στα σπίτια της Σύναξης των Ημισελήνων όμως δεν είχαν συναντήσει ψυχή μέχρι τώρα. Όμως δεν ήταν μόνο η απουσία των ανθρώπων που τον έκανε να νιώθει σαν να περπατούσε μέσα σε μια πόλη-φάντασμα, αλλά και των ζώων. Τα νυχτόβια ζώα του δάσους θα έπρεπε να είχαν βγει από ώρα για κυνήγι, αλλά ο Ντέβαν δεν μπορούσε να ακούσει τον παραμικρό ήχο μέσα στους θάμνους ή στα δέντρα. Ακόμα και τα έντομα που δε σταματούσαν ποτέ είχαν σωπάσει.

«Δεν έστειλαν κάποιον να μας σταματήσει πριν μπούμε στο χωριό τους» σκέφτηκε δυνατά ο Ντέβαν χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα σε κάποιον και κοίταξε τριγύρω. Τα σπίτια των μαγισσών ήταν χτισμένα από μεγάλες πέτρες που σίγουρα κανένας άνθρωπος δε θα είχε την δύναμη να κουβαλήσει, και επικλινές σκεπές από άχυρο που άγγιζαν το έδαφος, ώστε να μην μπορεί να καθίσει πάνω τους το χιόνι του χειμώνα με κίνδυνο να καταρρεύσουν. Κανένα δέντρο δεν είχε κοπεί, για να γίνει χώρος για τα σπίτια. Τα περισσότερα ήταν κτισμένα δίπλα τους ή γύρω από αυτά, με τους κορμούς τους να ξεπροβάλλουν μέσα από τις αχυρένιες στέγες σαν να ήταν μέρος του δάσους.

«Ξέρουν πως είμαστε εδώ» είπε η Ντεσμέρα κοιτάζοντας κάπου μπροστά της.

«Και πού είναι εκείνοι;» ρώτησε η Ορόρα. «Δε θέλουν Ντρόγκομιρ στο δάσος τους, αλλά δεν κάνουν τίποτα αν έρθουν στο χωριό τους;»

«Πίστεψέ με, αν ήθελαν να μας σταματήσουν θα το είχαν κάνει» αποκρίθηκε η Θεραπεύτρια και άρχισε να περπατάει.

Βγήκαν από το χωριό και συνέχισαν να προχωρούν μέσα στο δάσος, αφήνοντας την Ντεσμέρα να τους οδηγήσει. Μέσα στην απόλυτη ησυχία μπόρεσαν να ακούσουν τον ήχο του νερού που έτρεχε πολύ πριν φτάσουν στο ποτάμι. Ο Ντέβαν θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχαν συναντήσει τη Ραζιγιέ. Όπως και τώρα, είχαν ακολουθήσει ποτάμι. Κι άλλες μνήμες από εκείνη τη νύχτα ήρθαν στο μυαλό του αλλά τις παραμέρισε γρήγορα. Έπρεπε να μείνει συγκεντρωμένος, πριν συναντήσει την αρχηγό των Ημισελήνων.

Προχώρησαν μέχρι που έφτασαν μέσα σε ένα μικρό φαράγγι. Το ποτάμι πλάταινε καθώς το διέσχιζε, σχεδόν στο τριπλάσιο μέγεθος απ' ότι ήταν μέσα στο δάσος, όμως η στάθμη του είχε μειωθεί αρκετά και μπορούσαν να το διασχίσουν εύκολα. Η Ντεσμέρα μάζεψε όσο καλύτερα μπορούσε τη φούστα της και βούτηξε μέσα στο νερό που τώρα έφτανε λίγο πιο πάνω από τα γόνατά της. Η Ορόρα έκανε το ίδιο και την ακολούθησε, κάνοντας μια δυσαρεστημένη γκριμάτσα, καθώς το δέρμα της ερχόταν σε επαφή με το παγωμένο νερό. Ο Ντέβαν έπιασε το χέρι της, για να την βοηθήσει να βρει την ισορροπία της και τα δυο αδέλφια ακολούθησαν τη μητέρα τους. Αν και το κρύο νερό δεν του άρεσε, ήταν ευγνώμων που μπορούσε να περπατάει με μια σχετική ευκολία, σε αντίθεση με τις δυο γυναίκες που οι φούστες των φορεμάτων τους είχαν βαρύνει από το νερό και τις τραβούσαν προς τα κάτω. Το ότι πήγαιναν αντίθετα από τη φορά του ποταμού δεν τους διευκόλυνε ιδιαίτερα.

Ενώ η Ντεσμέρα προχωρούσε στη μέση του ποταμιού, κάποια στιγμή σταμάτησε και πήγε στα δεξιά, ακουμπώντας τα χέρια της στην απότομη πλαγιά που σχημάτιζε το τοίχωμα του φαραγγιού. Η γκρίζα πέτρα ήταν λεία οπότε ο Ντέβαν υπέθεσε ότι το φαράγγι δεν ήταν πάντα εκεί, αλλά το ποτάμι είχε διαβρώσει το έδαφος στο πέρασμα των χρόνων και έτσι είχε φτιαχτεί.

«Τι κάνεις;» την ρώτησε η Ορόρα σαν να ήταν τρελή. «Αν ψάχνεις κάποια προεξοχή για να σκαρφαλώσεις τότε χάνεις τον χρόνο σου -και τον δικό μας. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί».

«Μην εμπιστεύεσαι μόνο αυτά που βλέπουν τα μάτια σου. Ειδικά όταν έχεις να κάνεις με μάγισσες». Τα χέρια της έμειναν ακίνητα πάνω σε ένα σημείο της πέτρας και άρχισε να ψέλνει σιγανά.

Ο Ντέβαν δε θα συνήθιζε ποτέ τα ξόρκια των μαγισσών. Μπορεί η μητέρα του να ήταν μια μάγισσα και να είχε μεγαλώσει μαζί με έναν ξάδελφο που ήταν μάγος, αλλά κάθε φορά που έβλεπε ένα ξόρκι ένιωθε να σαστίζει από τα πράγματα που μπορούσαν να κάνουν μονάχα λίγες λέξεις. Εκεί όπου πριν από μερικές στιγμές υπήρχε συμπαγής πέτρα, τώρα υπήρχε ένα τετράγωνο άνοιγμα, σαν πόρτα στην είσοδο μιας σπηλιάς, αρκετά μεγάλο για να περάσουν τέσσερα άτομα ταυτόχρονα. Γύρω από την είσοδο ήταν σκαλισμένες παραστάσεις και μαγικοί ρούνοι, εικόνες τόσο πλούσιες και ζωντανές που θα μπορούσε να τις κοιτάει για ώρες. Η είσοδος οδηγούσε σε έναν διάδρομο που φωτιζόταν από πυρσούς που ήταν στερεωμένοι στον τοίχο στα αριστερά και τα δεξιά του.

Τα μάτια της Ορόρα άνοιξαν διάπλατα για μια στιγμή, αλλά αμέσως η κοπέλα προσπάθησε να το καλύψει με μια μάσκα αδιαφορίας. «Γι' αυτό δε μου αρέσουν οι μάγισσες. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα βρεις μπροστά σου».

«Τι είναι εκεί μέσα;» ρώτησε ο Ντέβαν.

«Οι Αίθουσα του Συμβουλίου» απάντησε η Ντεσμέρα και μπήκε μέσα στη σπηλιά. «Εδώ παίρνουμε όλες της αποφάσεις για τη Σύναξη, φτιάχνουμε τους νόμους μας, δικάζουμε τους προδότες…»

Ο Ντέβαν σκέφτηκε πως, αφού η μητέρα του είχε μπει μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη, η σπηλιά θα πρέπει να ήταν ασφαλής, σωστά; Όμως το ένστικτό του του φώναζε πως ένα μέρος τόσο καλά κρυμμένο αποκλείεται να μην είχε κάποια μέτρα προστασίας ενάντια στους εισβολείς. Και η μητέρα τού είχε πει πως οι μάγισσες ήξεραν πως βρισκόντουσαν εκεί. Αν ήταν παγίδα;

Δεν τον ένοιαζε.

Έπρεπε να βρει την Κίρα. Θα μιλούσε στη Ραζιγιέ πάση θυσία.

Ο διάδρομος δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο φαινόταν απ' έξω και οδηγούσε ακριβώς σε αυτό που είχε πει η Ντεσμέρα: μια αίθουσα. Το μόνο που υπήρχε μέσα στο πέτρινο δωμάτιο ήταν ένα στρογγυλό ξύλινο τραπέζι με καρέκλες, όλες κατειλημμένες από μάγισσες. Ο Ντέβαν μέτρησε γρήγορα έντεκα άτομα που φορούσαν τους μανδύες με τα ασημένια μισοφέγγαρα. Κάποιοι είχαν κατεβασμένες της κουκούλες τους και κάποιοι έκρυβαν τα πρόσωπά τους. Κανείς δε φάνηκε να ξαφνιάζεται ή να ταράζεται από την Ντεσμέρα και τους δυο Ντρόγκομιρ που διέκοπταν το συμβούλιό τους. Τους περίμεναν.

Η Ραζιγιέ αναστέναξε ενοχλημένη και στράφηκε προς το άτομο που καθόταν στα δεξιά της, με την κουκούλα του σηκωμένη, ώστε να κρύβει το πρόσωπό του.

«Έχω βαρεθεί να βλέπω Ντρόγκομιρ στο δάσος μου». Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε όρθια κάνοντας την καρέκλα της να τρίξει ελαφρά πάνω στο πάτωμα. Είχε αλλάξει λίγο από την τελευταία φορά που την είδε. Τα σκούρα μαλλιά της ήταν και πάλι πιασμένα σε ένα αυστηρό κότσο, αλλά το πρόσωπο της είχε χάσει λίγη από την παιδική του στρογγυλότητα και είχε αρχίσει να αποκτά γωνιές. «Αφήστε με να μαντέψω. Ήρθατε εδώ, για να ζητήσετε κάτι από τις μάγισσες, όπως όλοι οι Ντρόγκομιρ που έρχονται εδώ. Έχετε πολύ θράσος».

«Ποιος άλλος Ντρόγκομιρ ήρθε και σου ζήτησε κάτι;» είπε αμυντικά η Ορόρα, ενοχλημένη από τον επιθετικό τόνο του κοριτσιού. Ο Ντέβαν έπιασε το μπράτσο της, για να την κάνει να σταματήσει. Ούτε εκείνος καταλάβαινε τι εννοούσε η νεαρή μάγισσα αλλά είχαν πάει εκεί για να ζητήσουν βοήθεια και μια διαφωνία σίγουρα θα κατέστρεφε κάθε ελπίδα που είχαν, για να την πάρουν.

Τα χείλη της Ραζιγιέ σχημάτισαν ένα μικρό στραβό χαμόγελο σαν να γνώριζε κάτι που οι άλλοι αγνοούσαν και κοίταξε τν φιγούρα στα δεξιά της. Η άγνωστη έπιασε την κουκούλα του μανδύα της και τη χαμήλωσε, αφήνοντας τα χρυσά μαλλιά της να πέσουν ελεύθερα στους ώμους της. Τα μάτια του Ντέβαν άνοιξαν τόσο πολύ από το σοκ που άρχισαν να πονούν και η Ορόρα δίπλα του πήρε μια κοφτή ανάσα.

«Γεια σου, ξάδελφε» τον χαιρέτησε ψυχρά η Νερίσσα.

«Πώς...» ξεκίνησε να λέει η Ορόρα αλλά ήταν λες είχε ξεχάσει πώς να σχηματίζει λέξεις. «Εσύ... Συμμάχησες με τον Άρχοντα Κάσρελ!» Η Νερίσσα την κοίταξε σαν να ήταν τρελή.

«Γιατί να το κάνω αυτό; Ο Κάσρελ Ρίχακ αρχικά μισεί τους Ντρόγκομιρ».

Κοίτα που η Κάλικ είχε δίκιο, σκέφτηκε σαστισμένος ο Ντέβαν. Ήταν όντως ένας κοινός άγριος δράκος. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί που έβλεπε ξανά την ξαδέλφη του και μάθαινε πως δεν ήταν προδότρια, ή να νιώσει σαν ανόητος που είχαν αφήσει τον φόβο να παίξει με το μυαλό τους και να τους οδηγήσει στα λάθος συμπεράσματα.

Μάλλον μπορούσε να τα κάνει και τα δυο ταυτόχρονα.

«Γιατί είστε εδώ;» είπε η Ραζιγιέ τραβώντας την προσοχή τους και βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του.

«Θέλουμε τη βοήθειά σου...» ξεκίνησε να λέει ο Ντέβαν αλλά η μάγισσα τον διέκοψε.

«Προφανώς» είπε στριφογυρίζοντας ειρωνικά τα μάτια της. «Μπες στο θέμα». Ως πιο ψύχραιμη, η Ντεσμέρα πήρε τον λόγο.

«Η Νιλάι επιτέθηκε στο κάστρο των Σέλτιγκαρ και πήρε μαζί της την Κίρα. Πιστεύουμε πως ενεργεί ενάντια στις εντολές του Ελεαζάρ και πως η Κίρα και το μωρό κινδυνεύουν». Η Ραζιγιέ κάθισε ξανά στη θέση της.

«Θλιβερό, όμως είναι δουλειά του Ελεαζάρ να ελέγχει τις μάγισσές του, όχι δική μου».

«Είσαι η μόνη που μπορείς να μας βοηθήσεις να τους βρούμε πριν να είναι αργά». Η Ραζιγιέ την κοίταξε σηκώνοντας τα φρύδια της.

«Και γιατί να το κάνω αυτό; Λυπάμαι για τη συμφορά που σας βρήκε, ο χαμός ενός παιδιού είναι πάντα κάτι τραγικό όποια κι αν είναι η καταγωγή του, αλλά γιατί να ρισκάρω τις ζωές των ανθρώπων μου για εσάς;»

«Για να γυρίσει ο λαός σου στη Ναβίντια» είπε ο Ντέβαν τραβώντας την προσοχή της Ραζιγιέ αλλά και όλων των μάγων μέσα στο δωμάτιο. «Βοήθησέ μας τώρα και σου δίνω τον λόγο μου πως οι μάγισσες θα μπορούν να επιστρέψουν στην ενδοχώρα χωρίς να φοβούνται τους Ντρόγκομιρ ή κανέναν άλλο». Η Ραζιγιέ τον κοίταξε εξεταστικά, με τα μάτια της να έχουν στενέψει ελαφρώς.

«Και τι θα πει ο Άρχοντας Αίρυς για αυτό;» τον προκάλεσε.

«Ο πατέρας μου δε θα είναι Άρχοντας του Οίκου για πάντα. Οι βασιλιάδες κυβερνούν, αλλά κάποτε έρχεται η στιγμή που πρέπει να παραδώσουν το στέμμα τους. Δεν μπορώ να επανορθώσω για την αδικία που έγινε στους προγόνους σας αλλά μαζί μπορούμε να ξεκινήσουμε μια νέα εποχή. Δε χρειάζεται να είμαστε εχθροί». Η Ραζιγιέ συλλογίστηκε για λίγο τα λόγια του και τα καστανά της μάτια καρφώθηκαν πάνω στα δικά του.

«Ας γίνει έτσι λοιπόν, Ντέβαν του Οίκου των Ντρόγκομιρ». Η Νερίσσα τινάχτηκε όρθια.

«Είχαμε μια συμφωνία!» διαμαρτυρήθηκε.

«Οι συνθήκες άλλαξαν» αποκρίθηκε αδιάφορα η Ραζιγιέ και στράφηκε προς έναν μελαχρινό μάγο στα αριστερά της. «Η Νιλάι είναι έξυπνη και θα έχει πάρει τα μέτρα της, για να μην την εντοπίσουμε. Μάζεψε τους υπόλοιπους. Ξέρετε τι πρέπει να κάνουμε».

Ο Ντέβαν άφησε την μικρή ανάσα που δεν είχε συνειδητοποιήσει πως κρατούσε, αλλά δεν μπορούσε να χαρεί για αυτή τη μικρή νίκη. Δε θα ηρεμούσε μέχρι να βρει την Κίρα.

Όλοι οι μάγοι σηκώθηκαν ταυτόχρονα και άρχισαν να βγαίνουν από την πέτρινη αίθουσα σε δυάδες.

«Περιμένω να κρατήσεις τον λόγο σου όταν γίνεις Άρχοντας» του είπε η Ραζιγιέ καθώς περνούσε από δίπλα του. «Οι μάγισσες δεν ξεχνούν». Η κρυμμένη απειλή στην φωνή της του έλεγε ξεκάθαρα πως δεν ήθελε να αθετήσει τον λόγο του απέναντι στις Συνάξεις, αλλιώς η συνέπειες δε θα ήταν καθόλου καλές.

Η Νερίσσα έμεινε τελευταία έχοντας μια βλοσυρή έκφραση στο πρόσωπό της.

«Τι συμφωνία έκανες με τις μάγισσες;» τη ρώτησε ο Ντέβαν. Δεδομένου τι χρειάστηκε να τους υποσχεθεί εκείνος, για να τον βοηθήσουν, δεν μπορούσε να σκεφτεί τι τους είχε προσφέρει η ξαδέλφη του, για να την δεχθούν.

«Να φέρουν πίσω στη ζωή τον Νάριαν, αλλά πλέον δεν έχει καμία σημασία, επειδή οι συνθήκες άλλαξαν» απάντησε η Νερίσσα βάζοντας όσο περισσότερο δηλητήριο μπορούσε στη φωνή της, καθώς επαναλάμβανε τα λόγια της Ραζιγιέ. Μάζεψε τον μανδύα της και πήγε προς την πόρτα.

«Νεκρομαντεία;» είπε με φρίκη η Ντεσμέρα. «Αυτές είναι δυνάμεις που δεν ανήκουν στον κόσμο των ανθρώπων και κανείς δεν πρέπει να μπλέκει μαζί τους. Η Ραζιγιέ το ξέρει καλά αυτό».

«Τι μπορεί να ζήτησε ως αντάλλαγμα, για να κάνει κάτι τέτοιο;» αναρωτήθηκε η Ορόρα.

Η Νερίσσα σταμάτησε μπροστά της και τα μάτια της, που πετούσαν φλόγες, καρφώθηκαν πάνω στα μάτια της ξαδέλφης της.

«Να σκοτώσω τον άρχοντα-πατέρα σου».

Φαίη