Ραγισμένο Στολίδι (Κεφάλαιο 6, μέρος 3, Άγιος Βασίλης έρχεται)

Η Σάρα βαστούσε στο χέρι της μία ειδική, σκληρή βούρτσα με την οποία περιποιούταν το τρίχωμα των ζώων. Από την άλλη, ο Ντάνσερ αφηγούταν λεπτομερώς στη Ζόε τα πάντα γύρω από τον περίφημο σάκο του Άγιου. Μπορεί στα μάτια όλων να φαινόταν πως έχει ένα μέγεθος φυσιολογικό, ωστόσο το εσωτερικό του ήταν απέραντο, σαν τεράστια πολιτεία, και φυσικά το κάθε δώρο είχε τη δική του θήκη. Επίσης, μέσα υπήρχε και μία καφετιέρα, που έκανε καφέ φίλτρου με γεύση φουντούκι, που ήταν και η αγαπημένη του Άγιου. Μέσα στον σάκο, πολλές φορές κρύβονταν και ξωτικά που διάλεγαν τα δώρα λίγο πριν προσγειωθεί το έλκηθρο στο εκάστοτε σπίτι. Ο σκούφος δε της στολής του έκρυβε τον δικό του μύθο και τις δικές του μαγικές δυνάμεις. Εκείνος ήταν που χάριζε την ελαστικότητα στο σώμα του παχουλού άνδρα, προκειμένου να χωρά και να μπαίνει σε όλες τις μικρές και μεγάλες καμινάδες.

Ένα χτύπημα μίας καμπάνας σήμανε πως έπρεπε να λάβουν θέσεις και ευθύς τα ξωτικά άρπαξαν τα χοντρά σχοινιά του έλκηθρου και το έσυραν έξω στο χιόνι. Άπαντες μαζεύτηκαν για να παρακολουθήσουν το υπέροχο θέαμα από καλικάντζαρους, νάνους, νεράιδες και πλήθος μικρών και μεγάλων ξωτικών, που περίμεναν τη στιγμή που η αιώνια μορφή με την κόκκινη στολή, θα ερχόταν για να το οδηγήσει. Το κοπάδι των ιπτάμενων ταράνδων ήρθε καμαρωτό και όλοι τους πήραν τη σωστή θέση προκειμένου να δεθούν. Τα δύο κορίτσια παρακολουθούσαν τη διαδικασία χειροκροτώντας, όταν από μακριά είδαν τον Γκέντελ να πλησιάζει χαμογελαστός και πίσω του ο Άγιος Βασίλης, φορώντας εκείνη την κόκκινη, αιώνια, ονειρική του στολή, πάντοτε συνδεδεμένη με την χαρά και την προσμονή. Με το ένα του χέρι χαιρετούσε τον κόσμο που τον περίμενε συγκινημένος και με το άλλο κρατούσε τον μαγικό του σκούφο. Πέρασε μπροστά από όλους τους συντρόφους του, τους μαγικούς τάρανδους, που δεν έβλεπαν την ώρα να σκίσουν τον ουρανό μετά από τόσο χρόνια, χαϊδεύοντάς τους. Κατά πώς φαινόταν, ο καιρός θα ήταν στο πλευρό τους, καθώς, παρά το πολικό κρύο, ο ουρανός ήταν καθαρός και το αστέρι έλαμπε, σαν ένας φωτοβόλος καθοδηγητής. Ο Άγιος πλησίασε τα δύο κορίτσια και έσκυψε μπροστά στη Ζόε.

«Αν δεν ήσουν εσύ και η βαθιά σου πίστη στα Χριστούγεννα και στην αγάπη, εγώ θα βρισκόμουν ακόμη ξεχασμένος και απογοητευμένος στο Μπάτερσερ, ενώ μερικοί τελευταίοι πιστοί θα συνέχιζαν άσκοπα να στέλνουν τα γράμματά τους, με τις ευχές τους να μένουν μετέωρες»

Έκανε μία παύση και στράφηκε στη Σάρα. «Νομίζω πως τα Χριστούγεννα σου άλλαξαν τη ζωή. Σου μετέδωσαν εκείνη τη χαρά και την αισιοδοξία, μα να γνωρίζεις πως ακόμη δεν έχουν πει την τελευταία τους κουβέντα. Απόψε λοιπόν, η βραδιά θα είναι διαφορετική, γιατί το έλκηθρο θα το οδηγήσεις εσύ, με εμένα συνοδηγό» της είπε και το στόμα της σχεδόν άγγιξε το πάτωμα.

«Αστειεύεσαι, έτσι;» του είπε με φωνή που έτρεμε.

«Σου μοιάζω να αστειεύομαι; Το έλκηθρο και οι τάρανδοι, για να τιθασευτούν, χρειάζεται αυτός που βρίσκεται στο τιμόνι να είναι γενναίος και να πιστεύει στον εαυτό του και τις γιορτές. Απόδειξέ μου, λοιπόν, πως οι φετινές γιορτές πράγματι σε άλλαξαν»



Νύχτα Παραμονής, νύχτα Άγια, νύχτα ονείρων και το φεγγάρι καθρεπτιζόταν στο φρεσκοπεσμένο χιόνι. Η Σάρα ένιωθε την καρδιά της να χτυπά έντονα σε σημείο να σπάσει. Προτού ανέβει στο έλκηθρο, ο Γκέντελ την πλησίασε και, τρυφερά, πήρε και τα δύο της χέρια στα δικά του.

«Πιστεύω σε εσένα, Σάρα. Είμαι βέβαιος πως οι γιορτές σε άλλαξαν, σε ωρίμασαν, όπως και εμένα άλλωστε. Αντιμετωπίζεις τη ζωή αλλιώς και όλα ξεκίνησαν από την ημέρα, ή καλύτερα τη νύχτα, που αποφάσισες να διαβείς το κατώφλι του Λόμιλ. Κάπου εκεί, ένας διακόπτης πατήθηκε που επέτρεψε στη μαγεία να εισχωρήσει μέσα σου και γύρω σου. Αυτή είναι η ευκαιρία σου. Άρπαξέ την από τα κέρατα!» πρόφερε γελώντας φωναχτά, για να εισπράξει ένα μούγκρισμα αποδοκιμασίας από το κοπάδι. Με ένα φιλί την αποχαιρέτησε και όλοι πήραν τις θέσεις τους.

Ο Άγιος έκατσε δίπλα στη Σάρα και ενεργοποίησε τη στρογγυλή, ολόχρυση σφαίρα που θα ήταν ο πλοηγός τους, ενώ πίσω τοποθέτησαν τον τεράστιο σάκο με τα δώρα και ακριβώς μπροστά τη Ζόε. Τα σχοινιά δόθηκαν ευθύς στη Σάρα, η οποία ένιωσε ένα χέρι στην πλάτη της να την σκουντά. Η Ζόε έβγαλε το αστέρι που κρεμόταν στο λαιμό της και που έλαμπε ζεσταίνοντάς την και το παρέδωσε στην αδερφή της.

«Νομίζω πως απόψε θα σου χρειαστεί» της είπε γλυκά, και η Σάρα την αγκάλιασε ευχαριστώντας την. Κατόπιν, πήρε μία βαθιά εισπνοή και η αιώνια φράση που ακούγεται λίγο πριν το πέταγμα, βγήκε και από το δικό της στόμα.

«Τώρα Ντάσερ!Τώρα, Ντάνσερ! Τώρα Πράνσερ και Βίξεν! Εμπρός Κόμετ! Εμπρός Κιούπιντ!Εμπρός Ντόνερ και Μπλίτζεν! Ρούντολφ, θα είσαι και φέτος στην πρώτη γραμμή. Φώτισε την διαδρομή μας με την υπέροχη μύτη σου και ας αφήσουμε τα Χριστούγεννα επιτέλους να κατακλύσουν τον κόσμο!» φώναξε η Σάρα ενθουσιασμένα και ένα ΄΄χο, χο, χο΄΄ από δίπλα της έκανε τα δάκρυά της να κυλήσουν.

Το έλκηθρο λίγο λίγο σηκώθηκε ψηλά, πολύ ψηλά, τόσο που κανείς πίστευε πως θα άγγιζε το ουράνιο στερέωμα. Το σήμα δόθηκε και το πέταγμα ξεκίνησε. Αρχικά η Σάρα ένιωσε την πίεση και το άγχος να την κυριεύουν, μα όταν δίπλα της είδε την καθησυχαστική μορφή του Άγιου να την κοιτάζει με σιγουριά, αναθάρρησε. Πέρασαν μέσα από τα σύννεφα και ανέβηκαν ψηλά, ενώ δίπλα τους πετούσε ένα αεροπλάνο, με τον κόσμο να έχει στριμωχτεί στα οβάλ παράθυρα και να τους χαιρετά. Ο πιλότος άναψε για δευτερόλεπτα τα φώτα του, ως σήμα χαιρετισμού, μα η χρυσή σφαίρα τους έδειχνε πως είχαν φτάσει στον πρώτο τους προορισμό, κοντά στο Ελσίνκι. Πάντοτε ήθελαν να ξέρουν το πώς ο Άγιος κατόρθωνε να διαπερνά τις καμινάδες και να μοιράζει σε δευτερόλεπτα τα δώρα. Από μία μικρή θήκη μπροστά τους, εμφανίστηκε ένα χοντρό βιβλίο, και το πρώτο όνομα στη λίστα, διαγράφηκε αυτομάτως.

Ο Άγιος, αρπάζοντας το σωστό δώρο, ευθύς εξαφανίστηκε από τα μάτια τους και δευτερόλεπτα μετά, εμφανίστηκε μέσα στο σαλόνι του σπιτιού και δίπλα από το στολισμένο δέντρο. Τα παιδιά ήταν φωλιασμένα ζεστά στα κρεβατάκια τους, ενώ οράματα από ζαχαρωτά χόρευαν στο κεφάλι τους. Οι κάλτσες ήταν κρεμασμένες με προσοχή στο τζάκι και στο τραπέζι ήταν αφημένο ένα ποτήρι γάλα και ένα ρολάκι κανέλας, κορβαπούστι, διάσημο φιλανδικό γλυκό. Φυσικά ο Άγιος δε μπόρεσε να αντισταθεί, κατόπιν όμως σκέφτηκε πως αν συνεχιζόταν η κατάσταση και σε όλα τα υπόλοιπα σπίτια, τότε δεν θα υπήρχε καμία σωτηρία. Μέσα σε κλάσματα, είχε εξαφανιστεί και επιστρέψει πίσω στο έλκηθρο, αφού είχε τηλεμεταφερθεί με απίστευτη ταχύτητα, σε όλα τα γειτονικά σπίτια.

«Ώστε, έτσι προλαβαίνεις; Τώρα βγάζει νόημα» ακούστηκε η φωνή της Ζόε και η Σάρα έδωσε την εντολή να κρατηθούν.

Η σφαίρα έδειξε την επόμενη γειτονιά και το ίδιο μοτίβο επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά. Το έλκηθρο έσκιζε τον ουρανό, τα ολογράμματα των πόλεων έκαναν παρέλαση μπροστά τους, ο κάθε λαός άφηνε στο τραπέζι τη δική του λιχουδιά και η λίστα με τα ονόματα ολοένα και μίκραινε. Μπροστά τους, ώρες αργότερα, ένα λεπτό, ερυθρό ρυάκι εμφανίστηκε στον ορίζοντα και όλοι κατάλαβαν πως η ανατολή ερχόταν. Ξημέρωνε Χριστούγεννα και τους είχε μείνει ένα τελευταίο σπίτι, το δικό τους. Με το έλκηθρο να κάνει στάση ακριβώς μπροστά, ο Άγιος κατέβηκε και μαζί του και τα δύο κορίτσια. Όλα έμοιαζαν με όνειρο, που ετοιμαζόταν να τελειώσει. Η Σάρα χαιρέτησε με τη σειρά όλους τους ταράνδους, κι όταν έφτασε στον Ρούντολφ τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Ήσουν η δύναμή μου, να ξέρεις, από παιδί. Διάβαζα την ιστορία σου και μου έδινε κουράγιο» του είπε, και το ζώο μούγκρισε ευτυχισμένα.

«Είμαι πολύ περήφανος για εσένα. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας, ένιωθα την πίστη και την δύναμή σου που μας ωθούσε να πετάξουμε όλο και ψηλότερα. Έκανες μία άψογη δουλειά και χάρισες σε όλους τα Χριστούγεννα» της απάντησε, και τότε είδαν τον Άγιο να πλησιάζει.

«Κάπου εδώ, θα σας ευχηθώ και εγώ με τη σειρά μου καλά Χριστούγεννα. Τώρα πια γνωρίζετε τη σημασία και την αξία τους. Είστε δύο λαμπρά παιδιά και νομίζω πως δεν θα μπορούσα να ζητήσω καλύτερη παρέα για να μοιράσω τα δώρα απόψε. Θεωρώ, όμως, πως κάτι περιμένει και εσάς. Εμείς θα τα ξαναπούμε, ίσως σε έναν χρόνο από τώρα, ή ίσως και νωρίτερα. Να δώσετε χαιρετίσματα στον Λόμιλ και να του πείτε να ελέγξει το δικό του δέντρο» τελείωσε, κλείνοντάς τους το μάτι. Μία αγκαλιά ζεστή και δάκρυα συγκίνησης ήταν το τέλος μίας εμπειρίας που ποτέ δεν θα την ξεχνούσαν. Ίσως κάποτε την έγραφαν και σε βιβλίο, ποιος ξέρει;

Το έλκηθρο ανυψώθηκε, το χέρι του Άγιου τις χαιρετούσε και άξαφνα χάθηκε στην ανατολή και τον χρυσό ήλιο που σηκωνόταν, αφήνοντας πίσω του ένα ΄΄χο, χο, χο΄΄ σαν εορταστικό απόηχο. Το χαμόγελο στόλιζε τα πρόσωπα τους, ενώ γέλια και φωνές από τα διπλανά σπίτια, σήμαιναν πως τα παιδιά είχαν σηκωθεί ανοίγοντας τα δώρα τους. Μπαίνοντας, βρήκαν την Άλις με ένα ποτήρι ζεστή σοκολάτα και τον Λόμιλ να κοιτάζουν ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Μόλις τις είδαν, ευθύς σηκώθηκαν επάνω και έτρεξαν να τις αγκαλιάσουν σφιχτά.

«Καλά Χριστούγεννα!» ευχήθηκαν όλοι με μία φωνή.

«Είδατε τον Άγιο;» ρώτησε η Ζόε.

«Όχι. Αυτή όμως δεν είναι η μαγεία; Να περιμένεις κάτι το οποίο γνωρίζεις πως θα το βρεις την επόμενη μέρα και ας μην το έχεις δει ποτέ;» της απάντησε ο Λομιλ. «Λοιπόν, για ελάτε να ανοίξουμε τα δώρα μας» τους είπε και ευθύς βάζοντας έναν χριστουγεννιάτικο σταθμό, πήραν όλοι τις θέσεις τους, όταν το κουδούνι τους διέκοψε.

Ήταν ο Γκέντελ, ο οποίος βαστούσε στα χέρια του ένα τελευταίο πακέτο.

«Αυτό είναι για εσένα» είπε δειλά στη Σάρα κοκκινίζοντας. «Ήθελα να σ’ το παραδώσω εγώ ο ίδιος»

«Και το δικό σου δώρο;» τον ρώτησε με νόημα, αφού τον φίλησε στο μάγουλο, και εκείνος έκανε ένα βήμα ακόμη προς το μέρος της.

«Στέκεται ακριβώς μπροστά μου» της απάντησε και γέλασαν.

Τα δώρα ξεκίνησαν να ανοίγονται, με την Άλις να κοιτάζει πλαγίως τη Ζόε, η οποία τώρα κρατούσε ένα κουταβάκι.

«Ζήτησες σκυλί;» τη ρώτησε πονηρά «Νόμιζα πως θα ήθελες κάμερα ή κάτι τέτοιο» συνέχισε με απόγνωση, κοιτάζοντας το μικρόσωμο και χνουδωτό πλάσμα με τη γαλάζια κορδέλα.

«Ήμουν ανάμεσα στα δύο και θεώρησα σωστό να ζητήσω μονάχα το ένα» απάντησε η μικρή και όλοι γέλασαν. Όταν ήρθε η σειρά της Σάρα, εκείνη πήρε στα χέρια της ένα κουτί, εκείνο που της έφερε ο Γκέντελ και ένα γράμμα με την σφραγίδα του Άγιου. Το άνοιξε λοιπόν και ξεκίνησε να διαβάζει.



΄΄Πολυαγαπημένη μου Σάρα,

Διάβασα με προσοχή μεγάλη το γράμμα που μου έστειλες και οφείλω να ομολογήσω πως προβληματίστηκα. Όπως γνωρίζεις και εσύ η ίδια, ο μπαμπάς σου έφυγε για ένα ταξίδι αιώνιο, σε έναν τόπο όμορφο και παραδεισένιο. Τα Χριστούγεννα δυστυχώς δεν μπορούν να σ’ τον φέρουν πίσω, αυτό είναι αδύνατον. Μπορούν ωστόσο, να λειτουργήσουν ως πυλώνας επικοινωνίας, χαρίζοντάς σου εκείνο το πολύτιμο λεπτό που ζήτησες μαζί του.



Καλά Χριστούγεννα, Α.Β



Όταν διάβασε την τελευταία γραμμή, παράτησε το γράμμα και έπιασε στα χέρια της το κουτί. Το άνοιξε με αγωνία, σκίζοντας το περιτύλιγμα, μόνο για να βρει μέσα μία κόκκινη χριστουγεννιάτικη μπάλα. Αρχικά, ένα κύμα απογοήτευσης διαπέρασε τα μάτια της, μα έπειτα πήρε τη μπάλα και την τοποθέτησε σε ένα κλαδί στο δέντρο τους. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να φύγει, η μορφή του πατέρα της καθρεπτίστηκε μέσα στο κόκκινο γυαλί. Ήταν υγιής, όμορφος και χαμογελαστός, όπως τον θυμόταν. Την κοιτούσε μέσα στα μάτια και ήταν βέβαιη πως άκουσε τη φωνή του μέσα στο κεφάλι της ΄΄Είσαι πανέμορφη, Σάρα Πιρς. Σε αγαπώ πολύ και είμαι περήφανος για εσένα. Μην το ξεχνάς. Μαζί παντού και πάντα΄΄ ήταν τα τελευταία του λόγια, και δάκρυα κύλησαν τότε από τα μάτια της, τα οποία σκούπισε ο Γκέντελ τρυφερά.

«Ήταν το ωραιότερο δώρο της ζωής μου. Μία αιωνιότητα δεν θα είναι αρκετή για να σ’ το ξεπληρώσω» του είπε ξέπνοα ανάμεσα σε λυγμούς συγκίνησης.

«Τότε ετοιμάσου, γιατί δεν πάω πουθενά. Βρήκα τον προορισμό μου, αν φυσικά το θέλεις και εσύ να είσαι μαζί μου» της είπε καρτερώντας μία απάντηση και μαζί με εκείνον κατά πώς φάνηκε και όλοι οι υπόλοιποι. Η Σάρα τον κοίταξε πονηρά και έσκυψε κοντά στο αφτί του.

«Νομίζω πως ούτε εσύ θα ξεφύγεις τόσο εύκολα…»

«Ποιος είπε πως θέλω;» τη σκούντησε παιχνιδιάρικα, κι η Άλις έδωσε το σήμα να βοηθήσουν όλοι για το μεσημεριανό φαγητό.Τη χρονιά αυτή, όλες οι καρέκλες θα ήταν γεμάτες, ακόμη και η θέση εκείνου. Πλέον η ανάμνησή του ήταν πιο δυνατή από ποτέ και το στολίδι, για όσο θα βρισκόταν στο δέντρο τους κρεμασμένο, θα τον κουβαλούσε πάντοτε μαζί του. Στη δική του θέση, καθόταν ο Γκέντελ δίπλα στη Σάρα. Η εικόνα του έδειχνε πως ο κύκλος της ζωής συνεχιζόταν ομαλά. Κάποιος έφυγε, μα κάποιος άλλος είχε πάρει τη θέση του για να αφήσει το δικό του ίχνος και να χαρίσει τη δική του αγάπη. Τα Χριστούγεννα εκείνα, η Σάρα για πρώτη φορά στη ζωή της χαμογελούσε ειλικρινά, μα το ίδιο ίσχυε και για την υπόλοιπη οικογένεια Πιρς, την οικογένεια που χάρισε στον κόσμο την αγάπη και το χαμόγελο, που χάρισε κοινώς τα Χριστούγεννα.

Άγιοι Βασίληδες πολλοί υπήρχαν πάντοτε και ακόμη περισσότεροι θα έκαναν τώρα πια την εμφάνισή τους. Σε μία εποχή αποξένωσης, τα Χριστούγεννα είναι πάντοτε εδώ για να συγκεντρώνουν την οικογένεια, να συγχωρούν τυχόν λάθη, να φέρνουν την ομόνοια και την ταπεινότητα απέναντι σε ανθρώπους λιγότερο τυχερούς. Η αιώνια μορφή του Άγιου φωλιάζει το βράδυ εκείνο σε εκατοντάδες ψυχές γονέων, που πατώντας στις μύτες των ποδιών τους πασχίζουν να διατηρήσουν τον θρύλο ζωντανό. Για όσους ισχυρίζονται πως Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, θα τους συμβούλευα να κοιτάξουν γύρω τους και να εστιάσουν σε κάθε κίνηση αγάπης και ανιδιοτέλειας, μικρή και μεγάλη. Υπάρχουν άνθρωποι, που παρά το γεγονός πως δεν φορούν στολές κόκκινες και σκούφους μαγικούς, παλεύουν κάθε μέρα, ώστε να κάνουν τον κόσμο καλύτερο. Γίνονται οι αφανείς Άγιοι, οι ήρωες στις καρδιές μας, οι φύλακες άγγελοι. Ας προσπαθήσουμε να τους μιμηθούμε. Εξάλλου, ένα χαμόγελο δεν κοστίζει, μα ταυτόχρονα η αξία του είναι ανεκτίμητη. Ας χαρίσουμε χαμόγελα όχι μόνο αυτά τα Χριστούγεννα, μα κάθε μέρα, κάθε στιγμή και ίσως κάποτε, το παιδί που κρύβεται στην ψυχή μας, αντικρύσει στον ορίζοντα το πολυπόθητο έλκηθρο, συνοδευόμενο από τον μαγικό απόηχο του ΄΄χο χο χο΄΄…

Τέλος

Ιφιγένεια Μπακογιάννη