Ο Ανθρώπινος Λίθος του Άγγελου Αναγνωστόπουλου

Είμαι ελεύθερη, σκέφτηκε, χωρίς να μπορεί να το φωνάξει, μ’ ένα δάκρυ εξιλέωσης να κυλά αργά στο σχεδόν πέτρινο μάγουλό της. Μετά από λίγο, είχε μεταμορφωθεί στον ανθρώπινο λίθο που όλοι έτρεμαν. Όλοι εκτός από εκείνη. Το μοναδικό πράγμα που είχε σημασία ήταν πως είχε ολοκληρώσει την αποστολή της, έστω και μετά από δέκα χρόνια, έστω κι αν δεν υπήρχε πια σάρκα στα οστά του Κύρου. Λοιπόν; Τι μ’ αυτό; Εξάλλου η σάρκα είναι μονάχα μια υπενθύμιση του πόνου και της θνητότητας. Μια κατάρα για κάποιους, ενώ για την Αϊδάννα ένα θείο δώρο.


Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισαν τα μάτια της ήταν μια πεταλούδα. Ναι, αυτή η μπλε πεταλούδα που πετούσε από δω κι από κει, αργά κι αφηρημένα, σαν τα χρόνια που είχαν περάσει μετά τον θάνατο του Κύρου. Δέκα μαρτυρικά χρόνια, ατέλειωτες μέρες που χαράζονταν σαν πληγές στο κορμί της, ενώ η ίδια ήταν ανίκανη να πράξει. Ίσως γι’ αυτό το βάσανο να μην ήταν μοναδικός υπαίτιος ο θάνατος του έρωτά της, αλλά η μετακόμιση από το φως στο σκοτάδι. Πριν από επίσης δέκα χρόνια, την ίδια μέρα μάλιστα με τον θάνατο του Κύρου, τα τρολλς είχαν καταφέρει να λύσουν τη κατάρα που τους απαγόρευε την έκθεση στο ηλιακό φως. Την είχαν για την ακρίβεια μετατοπίσει στους ανθρώπους, καταδικάζοντάς τους στην αιώνια τιμωρία που τα ίδια κουβαλούσαν για αιώνες αμέτρητους.

Από τότε οι άνθρωποι ζούσαν εξορισμένοι από τη μοίρα σε υπόγειους οικισμούς και καταφύγια, ενώ τα τρολλς είχαν καταλάβει τους επίγειους οικισμούς και είχαν σκοτώσει, όπως έλεγαν οι φήμες που άκουγε η Αϊδάννα, τους εναπομείναντες ανθρώπους. Στην αρχή ήταν ξαφνικό, να βλέπεις τους φίλους σου, την οικογένειά σου, ακόμη κι’ αυτούς που μισούσες, να μεταμορφώνονται σε άψυχα, ψυχρά αγάλματα, στα μάτια των οποίων καθρεφτίζεται η απόγνωση και η αγωνία. Δεν ήταν, όμως, αυτό το τέλος του Κύρου, ήταν ένα διαφορετικό, καλύτερο για κάποιους, όχι όμως για την Αϊδάννα. Σφάχτηκε ως παράδειγμα για την υπόλοιπη φυλή του, σε περίπτωση που κάποιος δεν κατάλαβε πως η πρόσβαση στον επίγειο κόσμο, ακόμη και τη νύχτα, ήταν πλέον απαγορευμένη στους ανθρώπους. Ο ίδιος ήταν, εξάλλου, ο αρχηγός της φυλής του Δεντρόισκιου.

Έτσι λοιπόν, η Αϊδάννα είδε σε μια μέρα τον κόσμο της ολόκληρο να καταρρέει. Δεν ήταν, ωστόσο, αυτό το χειρότερο. Το χειρότερο ήταν πως το σώμα του Κύρου είχε μείνει άταφο, δεν είχε λάβει ούτε τις στοιχειώδεις τιμές.

Αυτό ήταν που έσφιγγε την καρδιά της σαν σφουγγάρι, που το είχε στραγγίξει το πολύ το κλάμα. Η σκέψη πως ο αγαπημένος της Κύρος δεν βρήκε τιμή ούτε στη ζωή, ούτε και στο θάνατο. Δε θα έμενε έτσι όμως για πάντα. Το είχε πάρει απόφαση, πως μια μέρα θα ανέβαινε στον Δεντρόισκιο, για να αναπαύσει τη ψυχή του, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε τη μεταμόρφωσή της σε ανθρώπινο λίθο. Στην τελική, τι ήταν αυτό που την κρατούσε πια στον κόσμο; Το φως του ηλίου; Δεν μπορούσε να το χαρεί. Ο καθαρός αέρας, ή μήπως οι όμορφες τουλίπες που έγερναν με το απαλό άγγιγμά του, σχηματίζοντας πολύχρωμες παραστάσεις στα παρτέρια της ξύλινης καλύβας που αυτή με τον αγαπημένο της χάζευαν από το μικρό παράθυρο; Ούτε αυτά θα ξαναέβλεπε, ή, αν το έκανε, θα ήταν χωρίς τη συντροφιά του Κύρου, και θα της προξενούσε περισσότερο πόνο και θλίψη, παρά χαρά και νοσταλγία.

Βέβαια, ο Κύρος δεν ήταν το μοναδικό θύμα των Τρολλς από την οικογένειά του. Η Αϊδάννα γνώριζε πως ο πατέρας του επίσης είχε σκοτωθεί σε μια μάχη ενάντιά τους, αφήνοντας την αρχηγεία της φυλής στον εικοσάχρονο τότε γιο του. Η διαφορά όμως ήταν πως αφενός ο πατέρας του θάφτηκε με τιμές κι όπως άρμοζε σε έναν λαεγέτη, ενώ ο Κύρος παρέμενε άταφος, κι’ αφετέρου πως ο πρώτος βρέθηκε στο φρικτό μονοπάτι του θανάτου στα πενήντα του έτη, όχι στα είκοσι πέντε.

Στάθηκε, ωστόσο άξιος του προκατόχου του, όπως τον έκρινε η ίδια, παρά το γεγονός πως επί της βασιλείας του το βασίλειο των ανθρώπων βυθίστηκε στο σκότος. Δεν ήταν δική του ευθύνη το να προστατεύει τους ανθρώπινους λαούς από τα τρολλς, αλλά των μάγων που διατηρούσαν την πέτρινη κατάρα. Η Αϊδάννα του το θύμιζε συνεχώς αυτό, τελικά όμως αποδείχτηκε πως δεν είχε και τόση σημασία.

Ήταν πάντοτε στο πλευρό του και τον υποστήριζε στο κάθε του βήμα, καθώς τη γνώση για να τον συμβουλέψει δεν είχε. Οι αναμνήσεις αυτών των στιγμών που περνούσαν μπροστά από το τζάκι της μεγάλης αίθουσας, με τον Κύρο να έχει γύρει το κεφάλι του στον ώμο της, σχηματίζουν σπάνια ένα χαμόγελο στα μουδιασμένα χείλη της, που όταν ανοίγουν είναι μόνο για να θρηνήσουν, ή για να μπει το ελάχιστο φαγητό που χρειαζόταν στο στόμα της.

Τώρα όμως, μετά από δέκα χρόνια θρήνου και μιζέριας, αποφάσισε πως ήταν η ώρα να δράσει. Οι εκτεταμένες ασκήσεις αντοχής στο άγγιγμα του ηλίου που είχε κάνει δεν την είχαν βοηθήσει ιδιαίτερα, αντίθετα είχαν οδηγήσει στο να πετρώσουν κάποια σημεία στον αγκώνα της, καθιστώντας το αριστερό της χέρι πρακτικά παράλυτο. Έπρεπε επομένως να ταξιδέψει τη νύχτα, περνώντας απαρατήρητη από τις περιπολίες των τρολλς. Πήρε το δερμάτινο σακίδιό της, στο οποίο είχε τοποθετήσει γάλα, μέλι και λάδι για την τελετουργία της απόδοσης των ταφικών τιμών, ξεκρέμασε το πέπλο της από τη κρεμάστρα και, αντικρίζοντας για τελευταία φορά το υπόγειο σπήλαιο που αποτελούσε τον οικισμό της, ξεκίνησε την ανάβαση.

Ήταν πεπεισμένη πως το ταξίδι αυτό θα ήταν δίχως επιστροφή, γεγονός που ενώ αρχικά την τρομοκρατούσε, τώρα την καθησύχαζε και την παρηγορούσε. Είναι λυπηρό πράγμα να βρίσκει κανείς την παρηγοριά στον θάνατο. Σημαίνει πως, όχι μόνο δεν έχει τίποτα το οποίο να τον παρηγορεί στη ζωή, αλλά και πως δεν ελπίζει να το βρει. Ούτε όμως και το επιθυμεί. Κι αυτό συμβαίνει γιατί κάποτε το είχε. Έχει εσκεμμένα παγώσει τη ζωή του στη μέρα όπου αυτό χάθηκε και από τότε απλώς ζει, κρατώντας την ελπίδα πως η μοίρα που τον περιμένει στον θάνατο είναι καλύτερη από εκείνη που είχε στη ζωή. Για την Αϊδάννα ήταν ο Κύρος. Ταυτόχρονα, όμως, δεν έχει το κουράγιο, για να ενεργήσει ώστε να τη συναντήσει πιο γρήγορα, τη μοίρα της. Είναι, τελικά, κουράγιο ή δειλία το να κόψει το νήμα της ζωής της, για να πλέξει εκείνο του θανάτου; Αυτή η ερώτηση τριγυρνούσε στο μυαλό της από την αποφράδα εκείνη μέρα, η απάντηση όμως υπήρχε, άσχετα αν εκείνη επέλεγε να μην τη βλέπει.

Η αναρρίχηση ήταν δύσκολη δοκιμασία για τα λεπτεπίλεπτα, αγύμναστα χέρια της, αλλά με αρκετό κόπο, μερικά μικρά ατυχήματα και γρατζουνιές, τελικά τα κατάφερε. Μόλις βρέθηκε στην κορυφή σωριάστηκε και πήρε κάποιες βαθιές ανάσες, για να αποβάλλει λίγη κούραση, και να συνεχίσει το ταξίδι που είχε μόλις ξεκινήσει. Σηκώθηκε, έδεσε στη ζώνη της τα καρφιά που χρησιμοποίησε, για να σκαρφαλώσει τον μεγάλο, απότομο βράχο που συνέδεε τον υπόγειο οικισμό της με την επιφάνεια. Έπειτα, ήπιε λίγο από το δυναμωτικό μείγμα βοτάνων που είχε αποθηκεύσει στο φλασκί της και μετά από δυο γουλιές συνέχισε. Η σπηλιά έμοιαζε με μια άβυσσο, έναν αχανή σκοτεινό κόσμο με μυστικά κρυμμένα κάτω από την κάθε πέτρα, τα οποία είτε θα βοηθούσαν κάποιον, ή, πιο συχνά, θα τον σκότωναν. Τα μανιτάρια όμως, μετά από αλχημική επεξεργασία, είχαν τονωτικές, ακόμη και θεραπευτικές ιδιότητες, ειδικά εάν συνδυάζονταν με άλλα βότανα της επίγειας χλωρίδας. Ένα τέτοιο μείγμα είχε φτιάξει και η Αϊδάννα για να την κρατά σε επαγρύπνηση κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της. Είχε μάθει πως να τα αναμειγνύει από τη μητέρα της, που ήταν θεραπεύτρια.

Δεν είχε πολύ χρόνο. Μέχρι το ξημέρωμα έπρεπε να έχουν όλα τελειώσει. Μετά από λίγη ώρα πορείας στο βραδινό επίγειο έδαφος, βρέθηκε στον δρόμο της η πρώτη περιπολία από τρολλς. Όσες φορές κι αν τα είχε αντικρύσει, σε προηγούμενες εξορμήσεις για συλλογή καρπών, το θέαμά τους δεν έπαυε να της προκαλεί φρίκη και αηδία. Ήταν απαίσια, ψηλά και χοντρά όντα, με πόδια δυσανάλογα κοντά σε σχέση με το σώμα τους, κυματιστή με πέτρινα λέπια επιδερμίδα και μεγάλα, κίτρινα μάτια που έφεγγαν σαν σπίθες στη σκοτεινιά. Η Αϊδάννα ξαφνιάστηκε και ενστικτωδώς κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο που ήταν στο δεξί της χέρι. Πήρε βαθιές ανάσες και με την πλάτη στο βράχο έκλεισε τα μάτια της, για να διατηρήσει τη ψυχραιμία της. Η περιπολία τώρα περνούσε μπροστά από τον βράχο. Η Αϊδάννα γύρισε και γραπώθηκε από την κορυφή της πέτρας, για να ρίξει μια ματιά. Προς έκπληξή της, συνειδητοποίησε πως πιάστηκε από ένα άλλο χέρι, πέτρινο. Κοίταξε αργά γύρω της και είδε πως αυτό πίσω από το οποίο είχε κρυφτεί δεν ήταν βράχος, αλλά σωρός από πετρωμένα ανθρώπινα σώματα. Πήγε να βγάλει μια κραυγή, την οποία ευτυχώς σταμάτησε βάζοντας αυθόρμητα το χέρι της μπροστά από το στόμα της.

Η περιπολία εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο και τώρα μπορούσε να απομακρυνθεί από το μέρος όπου κρυβόταν. Κοιτάζοντας τριγύρω είδε πως υπήρχαν κι άλλοι σωροί. Τι να είναι αυτό το μέρος; Θύμιζε τα νεκροταφεία των τρολλς όπου οι άνθρωποι έθαβαν τα πλάσματα αυτά, όταν ήταν κύριοι του επίγειου κόσμου. Όμως σε αυτή τη περίπτωση τα αγάλματα ήταν άταφα. Τα τρολλς δεν είχαν ούτε τον στοιχειώδη σεβασμό ώστε να θάψουν τους εχθρούς τους, προκειμένου να βρουν γαλήνη. Τουλάχιστον οι άνθρωποι το σέβονταν αυτό.
 
Ταρακουνώντας ανατριχιασμένη το κεφάλι της συνέχισε το βάδην. Αν είχε τον χρόνο θα ήθελε να θάψει αυτά τα άψυχα αγάλματα, αλλά προείχε η αποστολή της. Ίσως στον γυρισμό, σκέφτηκε, εάν υπάρξει. Περπατώντας παρακάτω έφτασε στο Γκρίζο Ποτάμι, το μέρος όπου αντίκρισε για πρώτη φορά τον Κύρο. Το πώς κατάφερε τελικά να τον κατακτήσει είναι μια ιστορία που εκείνη την ώρα δεν είχε τον χρόνο να ανακαλέσει. Μειδίασε και συνέχισε να προχωρά. Ο Δεντρόισκιος απείχε περίπου δύο ώρες από εκεί που βρισκόταν.

Η νύχτα εκείνη έμοιαζε διαφορετική από τις προηγούμενες. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν στην Αϊδάννα, ίσως από τον πολύ καιρό που είχε παραμείνει στο σκοτάδι του σπηλαίου, ίσως επειδή μάλλον θα ήταν η τελευταία της. Μάλλον όλα φαίνονται πιο καθαρά πριν τον θάνατο. Είναι σαν να παρατηρείς πράγματα γύρω σου που βλέπεις κάθε μέρα, αλλά όταν τα κοιτάς καλύτερα συνειδητοποιείς πόσο καιρό έχεις να τα προσέξεις. Θες να τα χορτάσεις, να χαραχτούν στη μνήμη σου ώστε να μη χαθούν στη βαρκάδα του θανάτου. Γιατί τι νόημα θα είχε να ξεχνάς τα πάθη της ζωής σου; Ναι μεν ξεφορτώνεσαι τον πόνο, λησμονείς όμως τα έντονα συναισθήματα του έρωτα, κι εκείνα της αγάπης. Αγνοείς το πως είναι να νοιάζεσαι για κάποιον, ακόμα και να θρηνείς γι’ αυτόν. Γιατί ο θρήνος είναι η έκφραση του πόνου της ανθρώπινης απώλειας, που δεν μπορεί να εκδηλωθεί διαφορετικά.

Όλες οι αισθήσεις της Αϊδάννας ήταν, επομένως, οξυμένες εκείνο το σαγηνευτικό βράδυ. Το γαργαλητό του βρεγμένου γρασιδιού στα καλάμια της, η μυρωδιά του αρώματος της βροχής και το χάδι του δροσερού αγέρα στο πρόσωπό της. Είχε ξεχάσει να απολαμβάνει τις απλές στιγμές που προσφέρει η ζωή, για όποιον τις αναζητεί, οι οποίες αποτελούν ένα ευχάριστο διάλειμμα από τις ασταμάτητες, επαναλαμβανόμενες, σκέψεις του μυαλού. Και να, για μια στιγμή δε σκεφτόταν τον Κύρο. Γιατί; Πρέπει να γυρίσω πίσω; Ήταν ανάξια μάλλον να αποδώσει αυτή τις ταφικές τιμές στον άταφο άρχοντα της φυλής του Δεντρόισκιου. Αυτή που τον ξέχασε, που είχε ξεκινήσει μια αποστολή για χάρη του, αλλά τον έδιωξε από το μυαλό της.

«Όχι!» φώναξε πανικοβλημένη εξαιτίας της αποσυγκέντρωσής της. Είχε χαραμίσει δέκα χρόνια θρηνώντας τον αγαπημένο της, αν έκανε πίσω τώρα θα πήγαιναν στράφι. Εκεί όμως, μια σκιά χόρευε στο σεληνόφως, αρμονικά και ανέμελα, με δροσερές σταγόνες να στάζουν από τα δυσδιάκριτα χέρια της, κι έπειτα χάθηκε μέσα στα δέντρα αριστερά του μονοπατιού που είχε πάρει η Αϊδάννα. Την ακολούθησε. Ήταν σίγουρη πως κάτι σήμαινε. Παραήταν αληθινή για να είναι ψεύτικη. Βγήκε εν τέλει σε ένα ξέφωτο, βλέποντας το χέρι του σκιώδους χορευτή να τείνει προς το μέρος της προκλητικά. Εκείνη το έπιασε, κι έπειτα χόρεψαν για ένα διάστημα που έμοιαζε με ώρες πολλές. Η φωνή της σκιάς στο τέλος, πριν εξαφανιστεί, ψιθύρισε στο αυτί της μελωδικά: «ελευθέρωσε τον εαυτό σου».

Τώρα πια ήταν σίγουρη, έτρεχε. Έτρεχε γιατί δεν ήθελε να δώσει στον εαυτό της αφορμή, για να κάνει ξανά δεύτερες σκέψεις. Έβγαλε τις μπότες της ώστε να μην ακούγονται τα γρήγορα, άτσαλα βήματά της. Περνούσε μέσα από λασπόνερα, βάλτους, θάμνους και σκληροτράχηλες επιφάνειες, μα δεν την ένοιαζε. Η θέλησή της προστάτευε τη σάρκα των ποδιών της σαν ασπίδα, απορροφώντας κάθε κραδασμό, σκλήθρα και πετραδάκι. Ήταν απρόσεκτη. Το μόνο που έβλεπε ήταν ο οικισμός του Δεντρόισκιου. Ο προορισμός της, η πατρίδα της. Σταμάτησε να τρέχει. Ήταν λαχανιασμένη, ιδρωμένη και κουρασμένη. Τότε κατάλαβε πως κρύωνε, είχε παγώσει για την ακρίβεια, τα πόδια της ήταν γεμάτα πληγές και ο γαλάζιος πέπλος της σκισμένος σε κάποια σημεία, από τα περάσματα που έκανε μέσα από τα αγριόχορτα και τα δέντρα. Γέλασε, δυνατά. Τόσο δυνατά που ένιωσε πως την άκουσε ο Κύρος από τον άλλο κόσμο και απάντησε με ένα ακόμη πιο δυνατό, μπάσο γέλιο.

Κοιτώντας μπροστά της είδε τον Δεντρόισκιο. Ήταν διαφορετικός από τότε που τον είχε αντικρύσει τελευταία φορά. Μονάχα συντρίμμια είχαν απομείνει από τα μεγαλοπρεπή πέτρινα και ξύλινα κτίσματα. Δεν είχαν καεί όμως. Ευτυχώς στα τρολλς δεν άρεσε η φωτιά. Δεν τους εξυπηρετούσε για να βλέπουν στο σκοτάδι, καθώς τα μάτια τους ήταν μαθημένα σε αυτό, τη χρησιμοποιούσαν μόνο για να ψήνουν το φαγητό τους και για να κατασκευάζουν εργαλεία. Όπλα και πανοπλίες δε χρειάζονταν, τα χέρια και το δέρμα τους προσέφεραν αρκετή δύναμη και προστασία.

Τα οστά του Κύρου, συνεπώς, θα είχαν μείνει ανέπαφα. Να λοιπόν! Το πρώτο βήμα προς την επιτυχία είχε ήδη συντελεστεί. Ξεκίνησε να κατευθύνεται προς τη μεγάλη αίθουσα, την οικία του αρχηγού της φυλής. Για καλή της τύχη τα τρολλς όπως φαινόταν δεν είχαν εγκατασταθεί στον συγκεκριμένο οικισμό, οπότε μπορούσε να περιπλανηθεί με άνεση. Πέρασε από το παλιό της σπίτι, από το οποίο είχαν απομείνει μόνο ξύλινα χαλάσματα, αλλά τέτοια ήταν η θέληση για να ολοκληρώσει την αποστολή της που δεν έσταξε ούτε ένα δάκρυ. Εξάλλου, για το σπίτι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα τώρα πια, για τον Κύρο όμως ναι. Διέσχισε επίσης το κέντρο του οικισμού, όπου είχαν απομείνει οι σάπιες τάβλες των πάγκων του μεγάλου εμπορικού πανηγυριού, που έφερνε αγαθά από όλες της γωνιές του κόσμου και στηνόταν στην ντόπια αγορά δυο φορές τον χρόνο. Η μέρα της καταστροφής του οικισμού ήταν μια από αυτές. Στο μυαλό της Αϊδάννας έφερε ο ψυχρός αέρας τις αναμνήσεις των παλαιών ημερών από το μέρος τούτο, όταν έσφυζε από ζωντάνια: έμποροι να κράζουν για να ακουστούν, συμπολίτες να συζητούν μεταξύ τους φορτώνοντας τις αγορές τους στα κάρα, τα μουλάρια και τα άλογα -οι πιο πλούσιοι- και τα μικρά παιδιά να κυνηγιούνται ανέμελα εκμεταλλευόμενα την αθωότητά τους.

Αυτές οι σκέψεις όμως χάθηκαν στο σκοτάδι με το κρώξιμο ενός κορακιού που περνούσε πάνω από την Αϊδάννα, η οποία πετάχτηκε και, αφού πήρε μια ανάσα, συνέχισε να προχωρά. Δε συνάντησε πολλούς, μα πού και πού έπαιρνε το μάτι της κάποιους ανθρώπινους λίθους να κείτονται στο έδαφος.

Επιτέλους, έφτασε στον προαύλιο χώρο της μεγάλης αίθουσας. Μια από τις λίγες πέτρινες οικιστικές κατασκευές της περιοχής, με όμορφο και πλούσιο εξωτερικό γλυπτό διάκοσμο, που τώρα από τη χαρά και τη βιασύνη της η Αϊδάννα δεν μπορούσε να ανακαλέσει. Δεν έχασε στιγμή και μπήκε μέσα στο μισό-διαλυμένο κτήριο, εκεί που είχε δει για τελευταία φορά τον Κύρο, νεκρό. Έτρεξε κατευθείαν στο δωμάτιο που είχε χαραχτεί στη μνήμη της, σπάζοντας μερικές σανίδες της σκάλας και του πατώματος στο διάβα της. Και να! Εκεί μέσα, στο κέντρο του δωματίου, βρισκόταν ένας σκελετός με αρχοντική ενδυμασία. Φορούσε έναν κιτρινοκόκκινο χιτώνα που είχε σχεδόν ξεβάψει και ένα στέμμα από χρυσά αμπελόφυλλα στο κρανίο. Ήταν σίγουρα αυτός που έψαχνε. Η Αϊδάννα έτρεξε προς το μέρος του με γουρλωμένα μάτια και τύλιξε στον χιτώνα του νεκρού το κρανίο, τα χέρια και τα πόδια του, αυτά που μπορούσαν να μεταφερθούν ευκολότερα. Έφυγε από τα συντρίμμια της πατρίδας της χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Το αχνό φως του ήλιου ήταν έτοιμο να ξεπηδήσει από τον ορίζοντα όταν η Αϊδάννα έφτασε κρατώντας τα μέλη του σκελετωμένου Κύρου στο Γκρίζο Ποτάμι. Άφησε τα οστά ευλαβικά στο χώμα αφού φίλησε στο μέτωπο το κρανίο, έβγαλε από το σακίδιό της τα υλικά που είχε πάρει μαζί της και ανέκφραστη ξεκίνησε το τελετουργικό. Πρώτα έλουσε τα κόκαλα με το λάδι, μετά με το γάλα και τέλος έσταξε πάνω τους το μέλι ψιθυρίζοντας μια εκτενή προσευχή. Αυτό ήταν. Τα κατάφερε. Ο σκοπός της ζωής της ολοκληρώθηκε, όπως και ο κύκλος της νύχτας. Ο ήλιος είχε πλέον ξεπροβάλλει από τα ψηλά βουνά. Η Αϊδάννα, η αγνή κοπέλα όπως συμβολίζει και το όνομά της, χαμογέλασε με δάκρυα ευτυχίας να στάζουν από τα μάτια της. Ήταν, μετά από δέκα χρόνια ξανά ευτυχισμένη. Όχι μόνο γιατί ανάπαυσε τον Κύρο, αλλά επειδή η εξιλέωσή της πλησίαζε, όπως και η επανένωση με εκείνον, στη θάλασσα του άλλου κόσμου. Εκεί θα χόρευαν για πάντα ανέμελοι πάνω στο νερό, χωρίς να τους βυθίζουν τα βαρίδια των βασάνων της ζωής. Θα γίνονταν και πάλι ένα.

Γονάτισε, άνοιξε διάπλατα τα χέρια της και αγκάλιασε το γλυκό φως της αυγής, που μπορούσε πια χωρίς κίνδυνο να χαρεί.


ΤΕΛΟΣ