Ο Τοίχος με τις Ανεμώνες - Διάβασε ένα απόσπασμα

 

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Αγαπητέ αναγνώστη,

 

Πιθανότατα έχεις καταλάβει ήδη από την περίληψη, αν όχι από την αναφορά του εξωφύλλου, ότι αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο με πρωταγωνίστρια την αρχιφύλακα Λόρεν Γουότερστον. Όπως στις περισσότερες αστυνομικές σειρές αυτού του είδους, έτσι και στη συγκεκριμένη, θα ασχολούμαστε με διαφορετικές υποθέσεις κάθε φορά. Σε αντίθεση με τις περισσότερες αστυνομικές σειρές αυτού του είδους όμως, η εξιχνίαση μίας δολοφονίας θα ακολουθείται από τη δίκη του κατηγορούμενου και –συνεπώς– από σπόιλερ.

Σε περίπτωση που αποφασίσεις να μη διαβάσεις χρονολογικά τα βιβλία, δεν θα συναντήσεις δυσκολίες κατανόησης αναφορών ή γεγονότων, θα μάθεις όμως από τις πρώτες σελίδες τον δολοφόνο του Κήπου με τους Υάκινθους. Κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν πρόβλημα με αυτό, εσύ όμως μπορεί να έχεις, οπότε λάβε το παρόν κείμενο ως προειδοποίηση.

Αν λοιπόν όντως σε ενοχλεί να σου χαλάνε τις μεγάλες αποκαλύψεις που έρχονται με τις τελευταίες σελίδες μίας ιστορίας, κλείσε αυτό το βιβλίο, μην διαβάσεις ούτε σελίδα παραπάνω (το εννοώ, η αντίστροφη μέτρηση για τα πρώτα σπόιλερ έχει ήδη ξεκινήσει) και πιάσε το προηγούμενο βιβλίο. Μπορείς να το βρεις εδώ.

Σε προειδοποίησα.

Νίπτω τα χείρας μου και σου εύχομαι καλή ανάγνωση,

Εύη Φρυγανά


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Δεν φαινόταν να το πηγαίνει για βροχή, πάντως το ψωλόκρυο παρέμενε και αυτό είχε σημασία.

Μπορούσα να νιώσω τις προσπάθειές μου να πέφτουν στο κενό και κάθε λογική σκέψη να απομακρύνεται όλο και περισσότερο, όσο ο ιδρώτας λίμναζε σε διάφορα σημεία πάνω στο σώμα μου.

Καλά θα πάει αυτό.

Ήξερα ότι έπρεπε να βρω ένα ήσυχο μέρος και να βολευτώ. Ήξερα ότι αν περνούσα πάλι τις επόμενες ώρες σε ένα παγκάκι θα το μετάνιωνα. Το ήξερα. Αλλά μου ήταν ήδη πολύ δύσκολο να ελέγξω τις κινήσεις μου και αυτή η κυριλέ κωλογειτονιά δεν είχε ούτε ένα σκοτεινό σοκάκι. Ανάπτυξη σου λέει μετά!

Ένιωσα τη ρίγη στη σπονδυλική μου στήλη και κουνώντας το κεφάλι μου αντανακλαστικά, τα μάτια μου έπεσαν σε ένα παράθυρο ενός διπλανού σπιτιού.

Είναι… Δεν μπορεί. Τα μάτια μου κάνουν…

Σταμάτησα να περπατάω, προσπαθώντας να διακρίνω καλύτερα μέσα από το τζάμι. Μία γυναίκα κρεμόταν από το φωτιστικό της στο ταβάνι της.

Πανικός, ανόμοιος με οποιονδήποτε άλλο είχα νιώσει ποτέ, με κατέκλεισε. Ήταν νεκρή; Έπρεπε να τη βοηθήσω; Να φώναζα κάποιον, να χτυπούσα το κουδούνι;

Δεν μπορείς να βοηθήσεις κανέναν έτσι. Φρόντισε πρώτα τον εαυτό σου και κάνεις ένα τηλέφωνο μετά. Μέχρι να σε πιάσει.

Δεν ήταν σωστό. Χρειαζόταν βοήθεια. Έπρεπε να τη βοηθήσω. Όμως το ανακάτεμα στο στομάχι μου, το τρέμουλο στα άκρα μου και αυτή η γαμωεπιθυμία δεν άφηναν περιθώρια για αβρότητες.

Κάθισα σε ένα παγκάκι και έδεσα το χέρι μου. Χωρίς το μπουφάν μου πλέον, ο αέρας με χτυπούσε περισσότερο, αλλά λίγο με ένοιαζε. Θα στέγνωνε και τον ιδρώτα.

Μου πήρε λίγη ώρα να βρω φλέβα. Χτυπούσα και ξαναχτυπούσα το χέρι μου, με την άκρη από το λάστιχο που έδενε το μπράτσο μου ανάμεσα στα δόντια για μεγαλύτερη πίεση και το βλέμμα μου να τρέχει από το παράθυρο στο τεντωμένο δέρμα.

Θα πάρω τηλέφωνο το 999 πριν με πιάσει, είπα στον εαυτό μου, ενώ η σύριγγα με διαπερνούσε. Θα πάρω τηλέφωνο και όλα θα είναι εντάξει. Αλλά βέβαια η σύριγγα βγήκε από το χέρι μου και δεν είχα καθόλου χρόνο να αντιδράσω.

Πλέον τίποτα δεν είχε σημασία και λίγες στιγμές αργότερα ξέχασα τα πάντα για τη γυναίκα και το σχοινί γύρω από τον λαιμό της. 



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Με λίγα λόγια: Αν σας ενδιαφέρει μία καριέρα στην Αστυνομία ή αν έχετε οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με ό,τι συζητήσαμε, η πόρτα μου είναι ανοιχτή» είπα και σημείωσα το τηλέφωνό μου στον πίνακα.

Σε εκείνη τη φάση το να αφήσω είκοσι κάρτες, για να μην τις χρησιμοποιήσει τελικά κανείς, μου έμοιαζε παράλογο.

«Και τώρα ήρθε η ώρα των ερωτήσεων. Έχετε απορίες για την αρχιφύλακα Γουότερστον;» ρώτησε η γυναίκα, αποφασίζοντας να σηκωθεί από την καρέκλα της.

Όση ώρα μιλούσα ένιωθα τα μάτια της να μου καίνε την πλάτη. Στάθηκε δίπλα μου λες και θα απαντούσαμε μαζί και χαμογέλασε στους μαθητές της γεμάτη χαρά. Δεν τους άντεχα αυτούς τους ανθρώπους. Ένα αγόρι από την πίσω σειρά σήκωσε το χέρι του.

«Τι ακριβώς περιλαμβάνει η εκπαίδευση;»

«Ανάλογα με τη δουλειά που θέλεις να κάνεις. Κάποια πράγματα είναι κοινά για όλους, όμως άλλη εκπαίδευση ακολουθεί ένας ντετέκτιβ και άλλη ένας αστυνομικός. Και αυτές δεν είναι οι μόνες επιλογές σου. Μπορείς να γίνεις αξιωματικός κράτησης ή εγκεκριμένος αξιωματικός πυροβόλων όπλων, για παράδειγμα. Αν σε ενδιαφέρει πραγματικά, πέρνα από το τμήμα και το βλέπουμε μαζί».

Το αγόρι, που πρέπει να είχε χάσει το ενδιαφέρον του όσο μιλούσα, ένευσε και απέστρεψε το βλέμμα. Ένα κορίτσι από την πρώτη σειρά πήρε τον λόγο αμέσως μετά.

«Εσύ δεν συνέλαβες τον Ρικ Χορν πέρυσι;»

Δεν είχα καμία όρεξη να ανοίξω κουβέντα για τον βιασμό της Ζόι Λίσμπον μπροστά σε αυτά τα παιδιά, που πολύ πιθανόν είχαν εκείνη καθηγήτρια πριν από μερικά χρόνια και τον βιαστή της συμμαθητή. Οπότε απλώς συνέχισα να κοιτάζω την κοπέλα, σαν να ήταν ρητορική η ερώτησή της. Αυτό μάλλον της έδωσε έναυσμα να συνεχίσει.

«Γιατί δεν είναι στη φυλακή ο Χορν; Όλοι ξέρουμε τι έγινε».

«Δεν μπορώ να μιλήσω συγκεκριμένα για μία υπόθεση. Είναι, παρ’ όλα αυτά, σημαντικό να καταλάβετε πώς ό,τι γνωρίζει η Αστυνομία και ό,τι νομίζετε πως γνωρίζετε εσείς είναι σχεδόν πάντα δύο τελείως διαφορετικά πράγματα» είπα, παρότι το τι πραγματικά συμβαίνει σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις δεν μένει για πολύ κρυφό σε μια πόλη σαν το Ντόβχερστ.

Το κορίτσι ήταν έτοιμο να μιλήσει ξανά, οπότε την έκοψα:

«Κάτι ακόμα πιο σημαντικό, που πρέπει να το ξέρει όποιος ασχολείται με νομικά ζητήματα, είναι ότι το να καταλήξει ο ένοχος στη φυλακή δεν είναι πάντα εφικτό. Μπορεί να μη φαίνεται δίκαιο και, βέβαια, από μία άποψη δεν είναι, αλλά σε κάθε δικαστική διαδικασία υπάρχει ένας σωστός και χιλιάδες λάθος τρόποι για να επιτευχθεί κάτι. Τα πρωτόκολλα έχουν τεθεί ώστε θύτες και θύματα να αντιμετωπίζονται ορθά, και πιθανά λάθη, που μπορεί να αποσπάσουν ψευδείς μαρτυρίες ή φυλάκιση ενός αθώου για παράδειγμα, να περιορίζονται.

»Κοινώς, το να ξέρει ένας ντετέκτιβ ότι ο ύποπτος είναι ένοχος, δεν μεταφράζεται σε στοιχεία, εκδίκαση και καταδίκη, γιατί τα προαισθήματα και οι προσωπικές απόψεις των αστυνομικών δεν αναγνωρίζονται από το δικαστήριο. Έτσι, προστατεύεται και ο αθώος ύποπτος, που μοιάζει ένοχος».

 Δεν ήταν ό,τι καλύτερο είχα καταφέρει ποτέ από άποψη ρητορικής πάνω στο Γράμμα του Νόμου, αλλά τουλάχιστον τους είχα κάνει να βαρεθούν αρκετά, ώστε να χάσουν το ενδιαφέρον τους για τον Χορν.

Η βαρεμάρα βέβαια δεν κράτησε πολύ.

«Πώς ήταν να δουλεύεις στην υπόθεση που έβαλε τη μητέρα σου στη φυλακή;»

Χαχανητά ακούστηκαν από τη μισή τάξη και σοκαρισμένα επιφωνήματα από την άλλη μισή. Το κορίτσι, μία δεκαοχτάχρονη κοπέλα με σγουρά κόκκινα μαλλιά, ίσιωσε υπερβολικά την πλάτη της και χαμογέλασε αθώα πρώτα στους συμμαθητές της και μετά σε εμένα.

«ΜακΜέρι!» αναφώνησε η καθηγήτρια. «Στο γραφείο της διευθύντριας αυτήν τη στιγμ–»

«Δεν πειράζει» την έκοψα. Είχα καταφέρει να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να μην αφήσω να αποτυπωθεί στην έκφρασή μου τι σκεφτόμουν πραγματικά· δεν θα μου το χαλούσε εκείνη. «Είναι μια πολύ λογική ερώτηση».

Η κοπέλα που την είχε κάνει μαζεύτηκε λίγο, επιτρέποντάς μου να αντλήσω κουράγιο από τον στιγμιαίο κλονισμό της αυτοπεποίθησής της.

«Η αλήθεια είναι ότι δεν πήρα μέρος στην έρευνα. Επειδή το σώμα βρέθηκε στον κήπο του αδελφού μου, μου απαγορεύτηκε να έχω οποιαδήποτε συμμετοχή. Εκτός αυτού έτρεχαν και άλλες υποθέσεις που έπρεπε να διαλευκανθούν την ίδια περίοδο. Κάποιος έπρεπε να το κάνει» είπα, χωρίς να αναφέρω πόσο λίγο ή πόσο επιτυχημένα είχα ασχοληθεί μαζί τους στην πραγματικότητα. Δεν χρειαζόταν να το μάθουν αυτό. «Και πάλι επιστρέφουμε στους κανονισμούς που έχουν τεθεί σε ισχύ, για να αποφεύγονται εκούσια και ακούσια λάθη».

Η Σάρα που κόβει βόλτες στο Ντόβχερστ ελεύθερη με τα ανίψια μου, παρότι είχε βοηθήσει την Ίντιθ να θάψει το πτώμα, μου ήρθε στο μυαλό, αλλά έβγαλα τον σκασμό.

«Ναι, αλλά ως κόρη πώς ένιωσες με όλη αυτήν την κατάσταση;»

Το κορίτσι δεν έλεγε να το αφήσει να περάσει και η καθηγήτρια αυτήν τη φορά δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να τη μαζέψει.

Τα ‘θελες και τα ‘παθες.

«Ως κόρη… μπορείτε να φανταστείτε ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ως αστυνομικός όμως, παρότι δεν γνωρίζω την υπόθεση εκ των έσω, είμαι πεπεισμένη ότι οι συνάδελφοί μου διεξήγαγαν μία άρτια έρευνα, που οδήγησε έναν εγκληματία στη φυλακή. Όπως προσπαθούμε να κάνουμε πάντα».

Σχεδόν μπορούσα να νιώσω τις κλειδώσεις των δαχτύλων μου να γίνονται λευκές. Έκρυψα τις γροθιές μου πίσω από την πλάτη και χαμογέλασα τυπικά.

Μία άλλη κοπέλα σήκωσε το χέρι της.

Για όνομα του Θεού.

«Οι εφημερίδες δεν ήταν πολύ συγκεκριμένες. Τι ακριβώς συνέβη στο θύμα;»

«Σε λίγες μέρες ξεκινάει το δικαστήριο. Θα παραστώ ως μάρτυρας και δεν έχω το ελεύθερο να συζητήσω πάνω στο θέμα».

«Είναι αλήθεια ότι δήλωσε πως είναι αθώα;» ένα άλλο παιδί μπήκε στη συζήτηση.

«Ναι. Αρχικά το δικαστήριο συνεδριάζει για την απαγγελία της κατηγορίας και την αποδοχή ή την απόρριψή της από τον κατηγορούμενο, για να καθοριστεί αν θα ακολουθήσει κατευθείαν επιβολή ποινής ή αν θα γίνει δίκη για την έκδοση απόφασης. Σε εκείνη την ακρόαση λίγο καιρό πριν δήλωσε αθώα, οπότε ορίστηκε και δικάσιμος».

Δεν έβαζα το χέρι μου στη φωτιά για το αν είχαν καταλάβει ή όχι, αλλά δεν με ένοιαζε και ιδιαίτερα. Απλώς ήθελα να φύγω. Στην ηλικία τους δεν ασχολούμουν ποτέ με τα νέα της πόλης, αλλά το κουτσομπολιό ότι η Ίντιθ ήταν δολοφόνος έπρεπε να ήταν πολύ ζουμερό, για να περάσει απαρατήρητο ακόμα και από εφήβους.

Άλλο ένα χέρι σηκώθηκε.

«Και είναι στη φυλακή όλο αυτό το διάστημα;»

«Αυτό αποφασίζεται σε άλλη μία ακρόαση. Ο δικαστής εξετάζει διάφορες παραμέτρους, για να δει αν είναι ασφαλές για έναν κατηγορούμενο να επιστρέψει στον τόπο κατοικίας του μέχρι τη δίκη. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για να μείνει στη φυλακή, ιστορικό βίας ή φόβος για ότι θα διαπράξει και άλλα εγκλήματα για παράδειγμα, πληρώνει την εγγύηση και συνεχίζει να μένει στο σπίτι του υπό όρους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δικαστής πίστευε ότι δεν θα ήταν ασφαλές για εκείνη να επιστρέψει σε μία τόσο μικρή κοινωνία, όπου όλοι γνωρίζουν τι έχει συμβεί, οπότε δεν ορίστηκε εγγύηση».

Πριν προλάβω να δώσω ένα τέλος στο πανηγύρι που είχε ξεκινήσει, το αγόρι που μου είχε κάνει την πρώτη ερώτηση σήκωσε και πάλι το χέρι του.

«Είναι αλήθεια ότι έχεις σχέση με το αφεντικό σου; Δεν είναι σεξουαλική παρενόχληση αυτό;»

Σε αυτό το στόμα μου άνοιξε λίγο. Και άλλα χαχανητά από την τάξη.

«Όχι, αν είναι αμοιβαίο. Στη θέση σου δεν θα ανησυχούσα και πολύ να μου συμβεί κάτι τέτοιο».

Τα γέλια έγιναν πιο δυνατά, ενώ ήταν η σειρά του αγοριού να μείνει με το στόμα ανοιχτό. Πριν προλάβουν να πουν οτιδήποτε άλλο, τους ευχαρίστησα για τον χρόνο τους και βγήκα από την αίθουσα.

Στάθηκα στην αυλή και άφησα τον παγωμένο αέρα να με χτυπήσει. Η ημέρα ήταν συννεφιασμένη και σκοτεινή, όμως δεν υπήρχε ίχνος υγρασίας στην ατμόσφαιρα. Γλάροι, που πρέπει να τους είχε παρασύρει ο δυνατός άνεμος μακριά από την ακτή, έκρωζαν πάνω από το κεφάλι μου. Τα κατάλοιπα της χαρακτηριστικής μυρωδιάς των διαδρόμων του σχολείου στη μύτη μου και η μικρή έκταση πράσινου γύρω από το κτίριο δεν έκαναν το παραμικρό για να ηρεμήσουν τα νεύρα μου, πράγμα που μόνο περίεργο δεν μου φαινόταν. Θα χρειαζόμουν πολλά περισσότερα από δυο δέντρα για να χαλαρώσω.

Οδήγησα μέχρι το τμήμα. Τόσο το ισόγειο όσο και ο πρώτος ήταν ήσυχοι. Ο Πίτερ καθόταν στο γραφείο του.

«Πώς πήγε;»

«Πού είναι όλοι;»

«Ο Μπόιντ με την ομάδα του σε δουλειά. Οι δικοί σου κάνουν διάλειμμα» είπε και έσπρωξε μπροστά μου μία χάρτινη σακούλα. «Σου πήρα σάντουιτς με τόνο».

Τον ευχαρίστησα και σωριάστηκα στην καρέκλα.

«Δεν πήγε και πολύ καλά;»

«Πήγε καταπληκτικά. Είμαι σίγουρη ότι όλες θα κάνουν ουρά να στρατολογηθούν».

«Τόσο άσχημα;»

Ήρθε στην άλλη μεριά του γραφείου του, για να καθίσει δίπλα μου, και άρχισε να μου χαϊδεύει το πόδι.

«Δεν θέλω να ξαναπάω».

«Έλα, Λόρεν. Αν δεν το κάνεις εσύ, ποιος θα το κάνει; Οι γυναίκες θέλουν να δουν μία έξυπνη, όμορφη, νέα γυναίκα με στιλ να τους λέει ότι υπάρχει μέλλον στην Αστυνομία».

«Αν θέλουν στιλ, στείλε τον Τόμλισον». Εκείνος πίεσε τα χείλη του για να μη γελάσει και εγώ βρήκα ευκαιρία να συνεχίσω. «Ένας ψηλός τύπος με τη μούρη του Ρόμπερτ έχει περισσότερες πιθανότητες από εμένα να τις πείσει να καταταγούν».

«Απ’ αυτό να καταλάβω ότι γλυκοκοιτάζεις τον αστυφύλακα;» με πείραξε.

«Μπα. Ανέκαθεν οι στόχοι μου ήταν επιτεύξιμοι» είπα και γύρισα μπροστά, για να τον φιλήσω. Πέρασα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και εξέπνευσα από την ανακούφιση που προσέφερε η γνώριμη πράξη. Οι λίγες στιγμές δεν ήταν αρκετές για να πάρουν από πάνω μου την αποτυχία της ομιλίας, ένα τηλέφωνο όμως χτύπησε στην κεντρική αίθουσα και αναγκάστηκα να σηκωθώ. «Σε άφησαν να κρατάς μόνος σου το φρούριο» σχολίασα, ενώ πήγαινα να το απαντήσω. «Γουότερστον».

«Αρχιφύλακα, ο Μπόουεν είμαι. Κάπου πρέπει να άφησα τον ασύρματό μου. Είμαι στο Μάινσαμ. Μια γυναίκα αυτοκτόνησε».

Ο Πίτερ στεκόταν στην πόρτα του γραφείου του, όταν τελείωσα με το τηλεφώνημα και με κοιτούσε.

«Καλύτερα να το πάρεις μαζί σου» τέντωσε μπροστά το χέρι του με το μεσημεριανό μου.

Παρά την κίνηση, δεν άργησα να φτάσω στα προάστεια, ούτε να βρω το νούμερο 38 της οδού Σέιντ Βίνσεντς, το τελευταίο σε μία σειρά σπιτιών πολύ κοντά στο σπίτι του Πίτερ.

Άφησα το αυτοκίνητό μου μπροστά στους κάδους σκουπιδιών του διπλανού διαμερίσματος, κλείνοντας σχεδόν τελείως τον στενό δρόμο που είχε αμάξια παρκαρισμένα και απ’ τις δυο πλευρές, όπως είχε κάνει ήδη ο Μπόουεν με το περιπολικό του και θα έκανε σε λίγο και το βανάκι της Σήμανσης.

Ο αστυφύλακας με περίμενε απέξω και ήταν άσπρος σαν το πανί. Στο τηλέφωνο μου είχε φανεί εντάξει δεδομένης της κατάστασης, από κοντά όμως δεν έμοιαζε και τόσο καλά.

«Αντέχεις, Γουίλ;»

«Μάλιστα» βιάστηκε να απαντήσει ο άνδρας με το υπερβολικό ζελέ στα μαλλιά, όχι και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του. «Είναι στον πρώτο, μόλις ανέβεις τις σκάλες, αριστερά».

«Είναι σίγουρα νεκρή;»

Ένευσε.

«Τσέκαρα τον σφυγμό της».

«Ξέρουμε όνομα;»

«Έλεν Κουίν».

«Ηλικία;»

«Φαίνεται νέα. Είκοσι πέντε με τριάντα».

«Οικογενειακή κατάσταση;» Κούνησε το κεφάλι του. «Ποιος κάλεσε;»

«Ήρθε κατευθείαν ενημέρωση από το κέντρο ελέγχου στο Λάιλ».

«Τι είπαν;»

«Έλαβαν μία κλήση για ύποπτη δραστηριότητα».

«Μόνο αυτό;»

«Ναι».

«Εσύ είδες κάτι περίεργο;» Ο άντρας κοίταξε γύρω με χαμένο βλέμμα. «Οτιδήποτε. Σου έμεινε τίποτα στο μυαλό;»

«Για να πω την αλήθεια, αρχιφύλακα, από τη στιγμή που την είδα δεν έχω σκεφτεί τίποτα άλλο».

Δεν τον αδικούσα. Ήλπιζα μόνο να κατάφερνε να θυμηθεί αρκετά πράγματα για την αναφορά του.

Το λευκό βαν του Εγκληματολογικού σταμάτησε μπροστά από το αυτοκίνητό μου και τρεις άνδρες βγήκαν έξω με το πάσο τους.

«Αν δεν σε πειράζει, Έλντεν, θα ήθελα πέντε λεπτά μόνη μου εκεί μέσα».

Ο άντρας κοίταξε τον ουρανό. Η συννεφιά δεν είχε καθαρίσει, αλλά ο αέρας παρέμενε στεγνός.

«Πέντε λεπτά» και με έστειλε στο αυτοκίνητο να ντυθώ.

Μέσα στη λευκή στολή, στα προστατευτικά των ποδιών, στη μάσκα και στα διπλά μου γάντια, μπήκα στο σπίτι με κάθε μικρή κίνηση του σώματός μου να ακούγεται λες και φορούσα σακούλες σκουπιδιών.

Η είσοδος ήταν στενή, τόσο που ίσα ίσα άνοιγε η πόρτα. Έπειτα, από τη μία υπήρχε μία ντουλάπα και από την άλλη ένα λευκό τραπεζάκι με μία κορνίζα. Έκανα έναν γρήγορο έλεγχο στο ισόγειο και ανέβηκα με προσοχή τη σκάλα, στην κορυφή της οποίας, όπως μου είχε υποσχεθεί ο Μπόουεν, βρήκα τρεις πόρτες. Μπήκα στην αριστερή.

Το υπνοδωμάτιο ήταν ευρύχωρο, φωτεινό και απλό. Μύριζε ανεπαίσθητα βανίλια. Το μεγάλο παράθυρο του δυτικού τοίχου έβλεπε στην πίσω αυλή, που ήταν καλυμμένη με γρασίδι και στην άκρη της είχε στηθεί μια πέργκολα. Τα σεντόνια ήταν λευκά, το ίδιο και οι κουρτίνες, ενώ τα έπιπλα από την τουαλέτα μέχρι τον ολόσωμο καθρέπτη μαύρα. Η πρώτη πηγή
χρώματος του δωματίου ήταν η πράσινη ταπετσαρία με τα άσπρα λουλούδια στον τοίχο πίσω από το κρεβάτι. Η δεύτερη το γαλάζιο φόρεμα της γυναίκας που κρεμόταν από το ταβάνι.


Βρείτε το βιβλίο εδώ.