Η Μαύρη Σκόνη (Πρόλογος)

Αμέτρητα ευμεγέθη μαύρα καζάνια ήταν τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο σχηματίζοντας παρατάξεις. Από ένα διαφορετικό δημιούργημα κόχλαζε σε καθένα από αυτά, με τη γλιτσερή μούχλα στο κατακάθι τους να δίνει την εντύπωση πως είναι πράσινο.

Οι υδρατμοί που χόρευαν στη σκοτεινή ατμόσφαιρα, την μετέτρεψαν σε μια αποπνικτική αέρια μάζα που σιγά σιγά αγκάλιασε τον χώρο. Μυρωδιές εισέβαλαν ανακατεμένες στα ρουθούνια των νάνων που με κόπο έσερναν μπαούλα γεμάτα με μπουκαλάκια με δηλητήρια.

Η Μάγισσα ξερόβηξε καλύπτοντας το στόμα της με τη γροθιά της και, με βήματα βαριά, κατευθύνθηκε προς την πρώτη σειρά καζανιών. Σηκώνοντας τα μανίκια του ολόμαυρου χιτώνα της, βούτηξε τον δείκτη της στο βραστό νερό και στη συνέχεια έσκυψε για να γλείψει το περιεχόμενό του σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Οι εργάτες-νάνοι πάντοτε διατηρούσαν την ψυχραιμία τους, παρόλο που κάθε φορά η ίδια εικόνα τους συντάρασσε όλο και πιο πολύ.

Αλλά τι μπορούσε να πάθει, άλλωστε; Μάγισσα ήταν. Η Μάγισσα. Αυτό σήμαινε ότι το πνεύμα της δεν θα χανόταν ποτέ.

Κι έτσι το χέρι της έπαιρνε και πάλι την αρχική του μορφή σε χρόνο ντετέ. Εκείνη το αντίκριζε πάντα με θαυμασμό, λες και μεταμορφωνόταν στο πιο όμορφο λουλούδι που είχε δει ποτέ. Μα, πόσο λυπόταν που στην Κόλαση δεν υπήρχε ούτε ένα λουλούδι, ενώ στον Παράδεισο ήταν αμέτρητα σαν τα καζάνια της.

Απέραντη θλίψη την κατέκλυσε, σαν αντίκρισε την Λύπη να της χαϊδεύει συμπονετικά τον ώμο. Το πρόσωπο της ζάρωσε· οι ρυτίδες της έγιναν εντονότερες. Ένα ανάποδο χαμόγελο σχημάτισαν τα χείλη της. Τα χέρια της έγιναν γροθιές, άσπρισαν από την πίεση που τους ασκούσε. Ήθελε να κλάψει, να ξεσπάσει· αυτό ακριβώς της μετέδιδε η Λύπη. Με μια αποφαντική κίνηση έδιωξε το ενοχλητικό της πνεύμα και προχώρησε αργά και σταθερά στο επόμενο καζάνι.

Τα τακούνια της ηχούσαν στο χωματένιο δάπεδο με τον θόρυβο που θα έκαναν αν περπατούσε πάνω σε κάποιο πλακόστρωτο. Αυτό την παραξένεψε, όμως δεν έδωσε τη δέουσα σημασία. Συνέχισε το περπάτημα, μέχρι που όλα έγιναν λευκά γύρω της.

Ένα πέπλο μέθης την τύλιξε, σαν κάποιο ξεχασμένο όνειρο. Ένιωσε για πρώτη φορά το σώμα της να μουδιάζει, να αιωρείται κυριολεκτικά και να πέφτει με δύναμη στο... πλακόστρωτο. Αντιθέτως, το μυτερό καπέλο της προσγειώθηκε σαν πούπουλο δίπλα της.

Με το κεφάλι κατεβασμένο, προσπάθησε να ανακτήσει σιγά σιγά τις αισθήσεις της. Έτριψε τους αγκώνες της που είχαν γίνει κατακόκκινοι από την πτώση και κατέβασε διστακτικά τα μανίκια της. Άξαφνα, αισθάνθηκε την επιθυμία του παγερού ανέμου να την τραβήξει προς το μέρος του και κρατήθηκε από μια σοβατισμένη κολόνα στο χρώμα του πάγου.

Μόλις ο αέρας κόπασε, έπιασε τους κροτάφους της και τους έκανε μασάζ με τα γαντοφορεμένα χέρια της. Ζαλιζόταν. Το κεφάλι της βούιζε και οι σκέψεις της στριφογύριζαν μέσα σ' αυτό σαν τρενάκι του λούνα παρκ.

Μα που βρισκόταν και γιατί έκανε τόσο κρύο; Για μια στιγμή κοίταξε πίσω της: κενό. Γύρισε το κεφάλι της και είδε μπροστά της να υψώνεται μια επιβλητική σκούρα γκρίζα έπαυλη. Γούρλωσε τα γερακίσια μάτια της, ενώ άφησε τα χείλη της να ανοίξουν ελαφρά χωρίς να προλάβει να ξεστομίσει απολύτως τίποτα.

Αίφνης, η μαύρη πύλη πίσω της σαν να σφραγίστηκε κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο. Στράφηκε και πάλι προς τα εκεί με ένα βλέμμα που μαρτυρούσε τρόμο, απελπισία. Και μιας και αναφέρθηκε το όνομα της Απελπισίας, εκείνη ήρθε από το πλάι και αγκάλιασε τη γριά εξουθενωμένη Μάγισσα που ξεφύσησε, νιώθοντας πως τα έχει χαμένα.

Δεν είχε δει ποτέ της την αληθινή ανθρώπινη μορφή οποιουδήποτε από τους επίλεκτους. Συνήθως τους έβλεπε στους εφιάλτες της ή την επισκέπτονταν εκείνοι αραιά και που στην Κόλαση ως πνεύματα, όπως είχε κάνει προηγουμένως η Λύπη. Ουδέποτε όμως, τους είχε συναντήσει από κοντά.

Κι όμως, η Απελπισία στεκόταν τώρα ακριβώς μπροστά της και της χαμογελούσε. Της έδωσε το χέρι της, τη βοήθησε να σηκωθεί και την οδήγησε από ένα δαιδαλώδες μονοπάτι μέχρι μια φθαρμένη, ψηλή μπεζ ξύλινη πόρτα.

Τα δένδρα, όλα μαραμένα και γυμνά, θαρρείς κι είχαν στήσει χορό καθώς οι δυο τους έτρεχαν πιασμένες χέρι χέρι στον περίπλοκο αυτόν δρομίσκο. Μα, γιατί ήταν τόσο καλή μαζί της; Έπειτα από την ατυχήσασα, κατά τους επίλεκτους, διαλογή της;

Ο τρόπος με τον οποίο η νεαρή γυναίκα την παρατηρούσε φευγαλέα όσο προχωρούσαν έκανε τις αμφιβολίες της Μάγισσας να αιωρούνται πάνω απ' το κεφάλι της. Κι ύστερα, την έλουσε το συναίσθημα της απελπισίας. Έπρεπε να το περιμένει...

«Κάποιον λάκκο έχει η φάβα» μονολόγησε την ώρα που οι δυο τους ανέβαιναν τα σκαλιά με το ένα πόδι πίσω απ' το άλλο.

Η Απελπισία άκουσε τα λόγια της, κι ας εμπόδισε τον εαυτό της απ' το να γυρίσει να την κοιτάξει τινάζοντας τα μακριά σταρένια μαλλιά της που έκαναν αντίθεση με το σκούρο δέρμα της. Αυτό που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ήταν το σήκωμα του δεξιού φρυδιού με το λευκόχρυσο σκουλαρίκι. Το χαμόγελο της επιλέκτου έγινε πλατύτερο όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε μ' ένα απαλό τρίξιμο.