Άρχισε…
μ' ένα φιλί ζεστό από τον θεό Ήλιο,
μια ματιά καθημερινή,
που έμεινε να ξεκουραστεί.
Μ' ένα τυπικό χαμόγελο που κοντοστάθηκε
και ρώτησε τ' όνομά μου.
Μ' έναν ψίθυρο που δεν τόλμησε να φανερωθεί
και πνίγηκε σε γλυκιά μελαγχολία.
Μ' ένα πρόστυχο χάδι του αγέρα που μας αγκάλιασε
αναγκάζοντας την ντροπή να το σκάσει.
Με μια ελπίδα που ταξίδι ονειρεύτηκε
σ' άλλους κόσμους μαγικούς.
Μ' ένα ποίημα που τελικά το 'κλεψε η μουσική
για να χορέψουν οι τρελοί.
Με μια λέξη βουβή
που κλαίγοντας κραύγαζε γι' αγάπη.
Άρχισε…
δίχως να ρωτήσει ή να ρωτηθεί,
σαν λουλούδι που κόπηκε για στολίδι νύφης,
σαν δάκρυ που ταξίδεψε στην έρημο,
σαν φιλί που ανέστησε Λάζαρο.
Άρχισε και άγγιξε…
ότι απαγορευόταν να ονειρευτεί
ότι δεν άντεχε να προδοθεί
ότι δεν έπρεπε να χαριστεί
Άρχισε...
Γιατί άραγε άρχισε
όταν απ' την ‘αρχή’ υπέγραψες το ‘τέλος’;