Νέρβα, της Άννα Ναζαριάν

Nerva, έναρξη ακολουθίας… Αναγνώριση εγκεφαλικών κυμάτων, σύνδεση…

Ξύπνησα απότομα, με βαρύ κεφάλι και κάποια ξένη γλώσσα να βουίζει στα αυτιά μου μαζί με έναν αφόρητο πονοκέφαλο. Βρισκόμουν στο κρεβάτι μου, όταν έψαξα μάταια το διπλανό κομοδίνο για νερό και τα παυσίπονα μου. Οι ημικρανίες μου τον τελευταίο καιρό είχαν χειροτερέψει, οπότε τα έπαιρνα δυο δυο. Η όρασή μου συχνά θόλωνε από τον πόνο, έτσι δεν παρατήρησα τον απόκοσμο φωτισμό που ερχόταν από το παράθυρό μου. Μόνο όταν γύρισα από το μπάνιο παρατήρησα το χαλκοκόκκινο φως που έβαφε πλέον όλο το δωμάτιο.

Τι στο καλό γίνεται έξω; Τι ώρα είναι; Σκέφτηκα, κρατώντας το κεφάλι μου και κοιτώντας με τα μισόκλειστα πράσινα μου μάτια τον έξω κόσμο. Η εικόνα που αντίκρισα με παραξένεψε ακόμα περισσότερο. Δεν μπορεί… μάλλον, έχω παραισθήσεις από την ημικρανία… Ή κοιμάμαι ακόμα… Τι διάολο είναι αυτό; Αναρωτήθηκα, και έτρεξα πίσω στο κομοδίνο για να τσεκάρω την ώρα.

Σάββατο 2 Μαρτίου, 9:24 το πρωί

«Δεν μπορεί!» αναφώνησα τρέχοντας πίσω στο παράθυρο, αδιαφορώντας για τις σουβλιές που ένιωθα να διαπερνούν κάθε δευτερόλεπτο τα παλλόμενα μελίγγια μου. Καθώς δεν ήμουν αρκετά σίγουρος για το τι έβλεπα, έτρεξα ξέπνοος και άνοιξα τη βαριά δρύινη εξώπορτα, βγαίνοντας έξω με τις πιζάμες. «Χριστέ μου, τι είναι αυτό;» ρώτησα φωναχτά τον εαυτό μου, αντικρίζοντας έναν κατασκότεινο ουρανό με μόνο μία πηγή χαλκοκόκκινου φωτός να λούζει δυσοίωνα τον δρόμο και τα γειτονικά σπίτια. Δεν έμοιαζε με ήλιο που τον έχει κρύψει καπνός ή κάποιο σύννεφο, αλλά με λάμπα λιγοστού φωτός στη μέση ενός θεοσκότεινου δωματίου. Όλη η γειτονιά ήταν ανάστατη, με τους ανθρώπους να τρέχουν και να μαζεύουν άλλοι προμήθειες, άλλοι να φορτώνουν το αμάξι τους για να φύγουν, και άλλοι να κοιτούν αποσβολωμένοι, όπως κι εγώ, το ίδιο ανατριχιαστικό και αλλόκοσμο θέαμα.

«Αντώνη, ξέρεις τι συμβαίνει;» φώναξα στον γείτονά μου που έμενε στο απέναντι σπίτι, ο οποίος ετοίμαζε το αμάξι του πανικόβλητα. Στν αρχή με κοίταξε με χαμένο βλέμμα, και στη συνέχεια μου είπε με στριγκιά φωνή και ρυάκια κρύου ιδρώτα να λούζουν το μέτωπό του:


«Η Αποκάλυψη! Τίποτα δεν λειτουργεί. Ούτε τηλέφωνα, ούτε τηλεόραση. Τίποτα! Η Σοφία από τη διπλανή γωνία είπε ότι πέρα από το σπίτι της δεν ακούγεται κανείς. Είναι στο Σκοτάδι. Τίποτα δεν υπάρχει στο Σκοτάδι! Αλλά πρέπει να πάω να βρω την πρώην γυναίκα μου και τα παιδιά… Πρέπει να βρω τα παιδιά μου!» Μονολόγησε την ώρα που το σανίδωσε με κατεύθυνση τον πυκνό σκοτεινό ορίζοντα.

Μπήκα πάλι μέσα και δοκίμασα την τηλεόραση και τα τηλέφωνα. Όπως είχε πει και ο Αντώνης προ ολίγου τίποτα δεν λειτουργούσε. Δοκίμασα να πάρω τηλέφωνο την οικογένειά μου που βρίσκονταν μόλις τριάντα λεπτά μακριά, αλλά μάταια, τα πάντα ήταν νεκρά. Η μητέρα μου ζούσε με οξυγόνο τα τελευταία χρόνια και αυτή τη στιγμή το πατρικό μου σπίτι ήταν μέσα στη ζώνη του σκοταδιού. Έπρεπε να πάω να δω αν είναι καλά και αν λειτουργεί ακόμα τα οξυγόνο, αλλιώς θα έπρεπε να την πάω στο νοσοκομείο.

«Διάολε» αναφώνησα, και έτρεξα πάλι με τις πιτζάμες προς το αυτοκίνητό μου. Δεν είχα χρόνο ούτε να ντυθώ. Μπήκα μέσα, γύρισα το κλειδί στη μίζα και άκουσα το γουργουρητό της μηχανής με ανυπομονησία και ανακούφιση. Δοκίμασα το ραδιόφωνο, αλλά ακούγονταν μόνο παράσιτα, οπότε το έκλεισα και πάτησα με μανία το γκάζι προς την κατεύθυνση του σπιτιού της μητέρας και του πατέρα μου.

Μόνο μια κυκλική ακτίνα ενός χιλιομέτρου φωτίζονταν από αυτό το χαλκοκόκκινο φως, που τύχαινε να περιβάλει και το δικό μου σπίτι. Μόλις βγήκα από αυτόν τον κύκλο εισήλθα στο απόλυτο σκοτάδι. Μπορεί να ήταν τυπικά μέρα, αλλά ο ήλιος ήταν άφαντος και τριγύρω επικρατούσε νεκρική σιωπή. Δεν υπήρχε κανείς. Παρατημένα αμάξια στη μέση του δρόμου, κτήρια φάντασμα, και κανένα ίχνος ζωής σε μια πόλη εκατομμυρίων.

«Τι έχει συμβεί; Θα τρελαθώ!» φώναξα, τη στιγμή που η αγωνία μου για την τύχη της οικογένειάς μου κορυφωνόταν. Σαν σε απάντηση, το ραδιόφωνο άνοιξε μόνο του, παίζοντας μια γυναικεία φωνή που ψιθύριζε κάτι ακατανόητο. Ο ψίθυρος αυτός έγινε μία απόκοσμη και ανατριχιαστική μελωδία που όλο και δυνάμωνε, τρυπώντας μου τα αυτιά. Έκανα να το κλείσω, αλλά μάταια. Ο εκκωφαντικός ήχος έσβησε με μιας, παράλληλα με το αυτοκίνητό μου. Εκείνο νέκρωσε και σταμάτησε να κινείται την ώρα που πατούσα με όλη μου τη δύναμη το γκάζι. Ένιωσα μια αίσθηση τρόμου, καθώς καθόμουν εκεί παγωμένος από ό,τι είχε συμβεί, προσπαθώντας να επανεκκινήσω τον κινητήρα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τα φώτα μου είχαν σβήσει, ενώ δεν ακουγόταν κανένας ήχος εκτός από τον άνεμο που σφύριζε ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα κτίρια.

«Γαμώτο!» έβρισα, χτυπώντας με το χέρι μου την κόρνα, η οποία ακούστηκε εκκωφαντική στο απόλυτο τίποτα. Είχα δύο επιλογές. Ή θα επέστρεφα με τα πόδια σπίτι, ή θα περπατούσα είκοσι λεπτά προς το πατρικό μου με τις πιτζάμες και τις παντόφλες, χωρίς φακό. Το κεφάλι μου βούιζε, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, και το μόνο που ήθελα να μάθω ήταν αν οι γονείς μου ζούσαν. Χωρίς δεύτερη σκέψη, αποφάσισα να πάω σ’ εκείνους με τα πόδια. Ούτως ή άλλως είχα κάνει αρκετή διαδρομή με το αμάξι. Όταν βγήκα από το αυτοκίνητο για να ρίξω μια ματιά τριγύρω, ο πανικός μου αυξήθηκε. Καθώς το έκανα, ένιωσα ένα παγωμένο ρίγος να τρέχει στη σπονδυλική μου στήλη και μπορούσα να ορκιστώ ότι κάτι ή κάποιος με παρακολουθούσε μέσα στο σκοτάδι. Ένας αρχέγονος φόβος με κατέκλυσε, ένας φόβος που μου έλεγε πως κάτι κρύβεται στην πόλη, και πως δεν είναι τόσο έρημη τελικά…

«Έκτορα όλα θα πάνε καλά. Ξέρεις τον δρόμο και θα πας να τους βρεις. Είναι μόλις είκοσι λεπτά, θα τα καταφέρεις» μονολογούσα, περπατώντας για να μου δώσω θάρρος, καθώς το αίσθημα ότι κάποιος με παρακολουθεί σε συνάρτηση με το απόκοσμο σκηνικό που εκτυλίσσονταν μπροστά μου έκαναν τα πόδια μου να τρέμουν και το στόμα μου ξερό σαν άχυρο. Η καρδιά μου που χτυπούσε σαν ταμπούρλο, ήταν το μόνο που ακούγονταν σε ακτίνα χιλιομέτρων, ενώ όλοι οι κάτοικοι ήταν σαν να είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης. Δεν ήθελα καν να σκέφτομαι αν θα έβρισκα τους γονείς μου εντέλει.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε κάτι σαν ψίθυρος ή θρόισμα, ενώ με την περιφερειακή μου όραση είδα κάτι να κινείται μπροστά από ένα κατάστημα ρούχων. Γύρισα και κοίταξα απότομα τη βιτρίνα, διακρίνοντας τις κούκλες να κοιτούν άψυχα προς το μέρος μου. Κρύος ιδρώτας άρχισε να με λούζει, την ώρα που συνέχισα να περπατώ και να λέω στον εαυτό μου ότι η φιγούρα που είδα δεν ήταν τίποτα και ότι το μυαλό μου, μου παίζει παιχνίδια.

«Θεέ μου, τι έχει συμβεί; Σε παρακαλώ δώσε μου δύναμη» προσευχήθηκα μέσα από τα δόντια μου που είχαν σφιχτεί άθελά μου. Δεν ήμουν και ο πιο θρήσκος άνθρωπος, αλλά αυτή τη στιγμή ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω πέρα από το να περπατάω σε αυτό το αφιλόξενο μέρος. Ήταν λες και η Θεά Νύξ είχε ρίξει τον μαύρο μανδύα της πάνω από αυτό το κομμάτι της πόλης, ξεχνώντας να τον κεντήσει με τα άστρα, τον αυγερινό και το φεγγάρι. Η πόλη έμοιαζε με νεκρό κουφάρι, ξεχασμένο σε ανήλιαγο μπουντρούμι.

Είχα κάνει αρκετά μέτρα, όταν ξανάκουσα αυτόν τον περίεργο ήχο. Κοίταξα αριστερά, δεξιά και πίσω ανήσυχος, μόνο και μόνο για να δω μία σκοτεινή και ψηλή φιγούρα μπροστά μου στα τριακόσια μέτρα. Δεν μπορούσα να διακρίνω χαρακτηριστικά. Ήταν λες και αυτό που αντίκριζα δεν είχε πρόσωπο, αλλά να με κοιτούσε συνάμα. Έτρεξα και μπήκα σε ένα εγκαταλελειμμένο χασάπικο με κομμένη την ανάσα. Πήρα στα χέρια μου έναν μπαλτά και κρύφτηκα πίσω από τον πάγκο ανάμεσα σε κάτι κουφάρια ζώων που ακόμα κρέμονταν πάνω από το κεφάλι μου. Η ανάσα μου είχε γίνει ακανόνιστη, ενώ ο μπαλτάς γλιστρούσε στα τρεμάμενα ιδρωμένα χέρια μου. Έκανα να κοιτάξω προς τα έξω, βλέποντας τη μαύρη φιγούρα να είναι έξω από το μαγαζί, και να κοιτάει προς τα μέσα από τη γυάλινη βιτρίνα. Δεν είχε μάτια ούτε πρόσωπο τελικά. Ήταν σαν μία μαύρη σκιά σε ανθρωπόμορφη μορφή να στέκει εκεί, απόκοσμη και απειλητική.Κρύφτηκα και πάλι πίσω από τον πάγκο με κομμένη την ανάσα. Ίσως, αν δε με έβλεπε θα έφευγε. Τότε άκουσα ένα ψίθυρο, ο οποίος σταδιακά γινόταν ομιλία… Αυτό το πλάσμα μιλούσε!

«Έκτορα...» είπε με φωνή ανατριχιαστικά ολόιδια με τη δική μου. Το σοκ μου στο άκουσμά της ήταν μεγάλο. Μετά είπε κάτι ακατάληπτο, μαζί με ένα γρύλισμα που μου έκοψε την ανάσα.

Τότε, ένιωσα ένα γυναικείο χέρι να με τραβά από τη μέσα πλευρά του πάγκου προς το ψυγείο. Το ψυγείο δεν λειτουργούσε, οπότε τα κρέατα είχαν αρχίσει να σαπίζουν, δημιουργώντας μία αποπνικτική ατμόσφαιρα δυσωδίας στο δωμάτιο. Η μυρωδιά ήταν τόσο έντονη που για ένα δευτερόλεπτο ξέχασα τη γυναίκα που τώρα ήταν πάνω μου και μου έκλεινε το στόμα με το χέρι της. Μου έκανε νόημα με με το άλλο της χέρι να μην κάνω φασαρία. Κατάφερα να διακρίνω ένα ζευγάρι μάτια που σπίθιζαν, σαρκώδη χείλη και μακριά, μάλλον μαύρα σπαστά μαλλιά. Το βάρος της, αν και δεν ήταν μεγάλο, με πίεζε κατά μήκος του δικού μου, όπως ένας μυώδης ιαγουάρος ακινητοποιεί το θήραμά του. Τον μπαλτά τον είχα χάσει τη στιγμή που έκανε την επίθεσή της. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε πάλι απ’έξω ένα συριστικό θρόισμα και ένας μεταλλικός ήχος, που μάλλον ήταν ο μπαλτάς μου. Το πλάσμα ήταν μέσα.

«Μη μιλήσεις, μην κουνηθείς. Θα φύγει» Μου ψιθύρισε με σπασμένη φωνή από τον τρόμο στο αυτί και εγώ υπάκουσα. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω. Είδαμε από τη χαραμάδα της πόρτας του ψυγείου μία σκιά να περνάει και να κάθεται μπροστά της. Ένιωθα ότι η καρδιά μου θα σπάσει από το πόσο γρήγορα πήγαινε, ενώ η ανάσα μου όντας ακανόνιστη, δημιουργούσε φλόγες στα μάγουλά μου. Ο κρύος ιδρώτας που έτρεχε πριν από τα κατακόκκινα μελίγγια μου που χτυπούσαν ακατάπαυστα δεν ήταν τίποτα μπροστά στα ρυάκια που έσταζαν τώρα.

Κι αν μπορεί να μυρίσει το φόβο μου; Να ακούσει την καρδία μου; Είμαστε χαμένοι! Αναφώνησε μια φωνή στο κεφάλι μου. Μια στιγμή αργότερα, που φάνηκε αιώνας, η σκιά έφυγε αργά και βασανιστικά βγαίνοντας έξω από το μαγαζί.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησα ακόμα ψιθυριστά.

«Δεν έχω ιδέα… Ό,τι κι αν είναι πάντως… το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θέλει απλά να σε μυρίσει» μου απάντησε σαρκαστικά με βελούδινη φωνή η κοπέλα που σηκώθηκε με μιας, και μου προ έτεινε το χέρι της για να σηκωθώ.

«Μινέρβα» έκανε.

«Έκτορας» αποκρίθηκα. «Χάρηκα. Τι σε έφερε στο Σκοτάδι;»

«Μπήκα για να βρω τον αδελφό μου που μένει κοντά. Δεν έχω καταφέρει ακόμα να φτάσω στο σπίτι του. Εσύ;» μου απάντησε με αφοπλιστική ψυχραιμία. Τίναξε τη μαύρη χαίτη της και άνοιξε την πόρτα του ψυγείου παραμερίζοντας κάποια σάπια κρέατα που είχαν πέσει στην πορεία.

Μα πώς μπορεί να είναι τόσο ψύχραιμη με όλο αυτό; Αναρωτήθηκα και αποκρίθηκα και εγώ όντας ακόμα σαστισμένος από τα γεγονότα.

«Κι εγώ ψάχνω τους γονείς μου. Το σπίτι τους είναι είκοσι λεπτά με τα πόδια από τη βόρεια πλευρά της συνοικίας»

«Και του αδελφού μου το ίδιο. Άρα πάμε προς την ίδια κατεύθυνση» αναφώνησε και έτρεξε έξω χωρίς φόβο. Την ακολούθησα και εγώ και ξεκινήσαμε να προχωράμε προς τα σπίτια των οικογενειών μας.

«Εσύ πώς και…» κόμπιασα

«Πώς κατάλαβα ότι θα φύγει το πλάσμα;»

«Ναι» αποκρίθηκα και την κοίταξα ίσως για πρώτη φορά. Ήταν ψηλή, γύρω στο ένα εβδομήντα, και διέθετε ένα αφοπλιστικό χαμόγελο που αν ήταν ποτέ δυνατόν, φώτιζε τη σκοτεινιά.
Εκείνη με περιεργάστηκε για λίγο και απάντησε:

«Τους πέτυχα και λίγο πιο πριν. Κατάλαβα ότι αν δεν ακούσουν κίνηση φεύγουν»

«Τι εννοείς υπάρχουν πολλά;» τσίριξα στριγκιά, κι εκείνη μου έκανε νόημα να μιλήσω πιο σιγά.
«Ναι, και δεν ξέρω τι είναι ικανά να κάνουν. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να αποφύγουμε τον θόρυβο και φυσικά να προσέχουμε ο ένας τον άλλον μέχρι να φτάσουμε» μου απάντησε και έβγαλε από την τσέπη της κάτι μακρύ. Το έσπασε, και ένα αχνό φωσφορίζουν φως γέμισε τον μικρό σωλήνα, φέγγοντας αχνά μέσα στη σκοτεινιά.
«Ήθελα να σε ρωτήσω και κάτι άλλο. Σου μίλησαν; Με… δική σου φωνή;» τη ρώτησα, μην μπορώντας να βγάλω από το μυαλό μου αυτό που έγινε πιο πριν.
«Όχι, δεν μου μίλησαν καθόλου. Μόνο γρύλιζαν. Εσένα τι σου είπε;» με ρώτησε παραξενεμένη.
«Ψιθύρισε το όνομά μου, αλλά με δική μου φωνή, απλά λίγο πιο απόκοσμη. Δεν μπορώ να το εξηγήσω…» της είπα με τον φόβο να ζωγραφίζεται στα μάτια μου.
«Είναι όντως περίεργο, αλλά μην το σκέφτεσαι. Δεν είναι το μόνο περίεργο που έχει συμβεί σήμερα. Αυτό που έχει σημασία είναι να φτάσουμε στο σπίτι των γονιών σου και του αδελφού μου. Αυτός είναι ο μόνος στόχος και θα τον πετύχουμε» με εμψύχωσε. Δεν ξέρω που έβρισκε τέτοια δύναμη και σθένος. Ο καθένας θα είχε καταρρεύσει. Εγώ προσπαθούσα να μην καταρρεύσω.

«Μιας και μας ένωσε η Αποκάλυψη θες να μου πεις λίγα για σένα;» με ρώτησε εκείνη και συνέχισε: «Όσο προχωράμε, κουβέντα να γίνεται δηλαδή. Δεν αντέχω να σκέφτομαι τι έχει συμβεί ή τι μπορεί να συμβεί!»

«Έχεις δίκιο. Ούτε κι εγώ μπορώ γιατί θα τρελαθώ» της είπα ψιθυριστά, με τον πόνο και την αγωνία να κατακλύζει το πρόσωπο μου. «Είμαι ο Έκτορας Κυριάκου, πρόσφατα αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, εφαρμοσμένα μαθηματικά και προγραμματισμό, ενώ σε έξι μήνες θα έφευγα για μεταπτυχιακό με υποτροφία στο ΜΙΤ στη ρομποτική. Κάτι μου λέει πως αυτό το τελευταίο δεν θα γίνει. Είμαι μοναχοπαίδι και η μητέρα μου είναι άρρωστη. Δεν ξέρω τι μπορεί…»κόμπιασα, και προσπάθησα να βγάλω τις άσχημες σκέψεις από το κεφάλι μου. «Εσύ;» τη ρώτησα όντας περίεργος να μάθω λίγα πράγματα από τη ζωή της, μιας ζωής που μάλλον είχε τελειώσει ανεπιστρεπτί.

«Με λένε Μινέρβα Χριστοφορίδου. Κι εμένα ο πατέρας μου είναι πολύ άρρωστος, τόσο που δεν μας αναγνωρίζει πλέον. Οπότε σε καταλαβαίνω. Είναι στο εξωτερικό αυτή τη στιγμή για θεραπεία. Δεν έχω τρόπο να επικοινωνήσω μαζί του. Όπως ξέρεις ήδη, έχω έναν αδελφό μεγαλύτερο που ζει και εργάζεται εδώ. Εγώ, σε αντίθεση με σένα είμαι φοιτήτρια ιατρικής, δεν έχω πάρει πτυχίο ακόμα. Και μάλλον ούτε εγώ θα πάρω ποτέ…» απάντησε με ένα περίεργο μειδίαμα κοιτώντας με κατάματα. Τα μάτια της είχαν κάτι οικείο προς εμένα, σαν να τα είχα ξαναδεί. Για κάποιον λόγο ένιωθα πως την ήξερα από κάπου.

«Πώς και αποφάσισαν να σε ονομάσουν Μινέρβα; Είναι περίεργο όνομα» αποκρίθηκα, καθώς ήταν ένα όνομα που συμπτωματικά μου άρεσε από μικρός.

«Ο πατέρας μου είχε μεγάλη αγάπη για τη μυθολογία και ειδικά τη ρωμαϊκή. Μινέρβα λεγόταν η θεά Αθηνά, η θεά της σοφίας»

«Περίεργο και ο πατέρας μου το ίδ…» η φράση μου κόπηκε από πολλαπλά γρυλίσματα που έρχονταν από κάθε κατεύθυνση, προσδίδοντας στο σκότος μια ανατριχιαστική πινελιά.

Είχαμε διανύσει τουλάχιστον δέκα με δεκαπέντε λεπτά δρόμο χωρίς ευτράπελα. Ευτυχώς, ήμασταν κοντά στο πατρικό μου, αλλά και οι δύο είχαμε παγώσει στις θέσεις μας. Γυρίσαμε πίσω και το θέαμα όχι απλά μας έκοψε την ανάσα, αλλά μας έκανε να αισθανθούμε και τον αρχέγονο φόβο του θηράματος μέσα στο σκοτάδι, κάτι που έκανε την καρδιά μου να χάσει έναν χτύπο και τα γόνατά μου να τρέμουν χωρίς τη δική μου έγκριση. Πίσω μας στον άδειο δρόμο υπήρχε μια στρατιά από ανθρωπόμορφες φιγούρες, σαν σκιές, που γρύλιζαν και κοιτούσαν προς το μέρος μας. Η Μινέρβα έριξε το λιγοστό φως από το φωσφορίζουν στικ που κρατούσε προς το μέρος τους, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε ότι κανένα τους δεν είχε πρόσωπο. Η φρίκη σε αυτή τη διαπίστωση με χτύπησε σαν κρύο νερό που σε ξυπνά και επιτέλους κατάφερα να ακούσω τη φωνή της Μινέρβας.

«Τρέχα!» μου τσίριξε πιάνοντας με από την πιτζάμα και με τράβηξε να φύγουμε.
Την έπιασα και εγώ σκοντάφτοντας, καθώς έχασα τη μία παντόφλα του φορούσα πάνω στο τρέξιμο. Κοιτάζοντας πίσω βλέπαμε τις σκιές να μας ακολουθούν σαν να ίπτανται και να είναι κάθε φορά και λίγο πιο κοντά μας, μέχρι που τις βλέπαμε δίπλα μας. Κατεύθυνα τη Μινέρβα στο πατρικό μου και μόλις φτάσαμε, έβγαλα τα κλειδιά από την τσέπη της πιτζάμας, ενώ με τρεμάμενα χέρια κατάφερα να ανοίξω την πόρτα να τη σπρώξω μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Αυτές οι σκιές είχαν φτάσει στο σπίτι περικυκλώνοντας το. Κοιτάζοντας από το ματάκι είδα γύρω στις τρεις με τέσσερις, να έχουν ακουμπήσει πάνω στην πόρτα βαρώντας την με τα σκελετωμένα χέρια τους. Τα χτυπήματα ήταν πιο δυνατά και συχνά πλέον, καθώς τα πλάσματα ήταν απέξω από κάθε παράθυρο και τοίχο του σπιτιού χτυπώντας το, μέχρι να μπουν μέσα. Μόλις οι πρώτοι ήχοι από το ραγισμένο γυαλί ήρθαν στα αυτιά μας, η Μινέρβα έπιασε το κεφάλι μου στα δυο της χέρια και με ανέκφραστο πλέον πρόσωπο μου είπε:
«Έχουμε φτάσει τώρα. Κάνε τους να σταματήσουν. Μόνο εσύ μπορείς. Θυμήσου...»
«Να θυμηθώ τι; Τι λες;» της φώναξα, χωρίς να καταλαβαίνω τι εννοεί. Εκείνη πήρε μια σκονισμένη κορνίζα των γονιών μου και μου την έδειξε.

«Θυμήσου!» μου ξαναείπε με δυνατή επιτακτική φωνή.

Κοιτάζοντας τη φωτογραφία, είδα τους γονείς μου γερασμένους, γύρω στα ογδόντα, ενώ από κάτω έγραφε εις μνήμην και τα ονόματά τους.

Μα δεν μπορεί, είναι νέοι ακόμα πενηντάρηδες. Τι γίνεται εδώ; Αναρωτήθηκα, την ώρα που είδα και τα δικά μου χέρια να ζαρώνουν.

«Μπράβο, έχεις κι άλλα να θυμηθείς» αποκρίθηκε η Μινέρβα χαϊδεύοντάς μου την πλάτη, την ώρα που είχα τρέξει και κοιτούσα αποσβολωμένος τον εαυτό μου στον γεμάτο ιστούς καθρέπτη του σαλονιού. Η όψη μου είχε ζαρώσει, και αυτή τη στιγμή ένας κύριος γύρω στα εξήντα πέντε με εβδομήντα με κοιτούσε πίσω. Με αυτή τη διαπίστωση, τα χτυπήματα σταμάτησαν και τα πλάσματα εξαφανίστηκαν. Γύρισα και την κοίταξα ερευνητικά με απορία, ενώ εκείνη μου χαμογέλασε γλυκά λέγοντάς μου:

«Τα κατάφερες! Αλλά έχεις πολλά να θυμηθείς ακόμα. Είμαι εγώ εδώ για να σε βοηθήσω»

«Ποια είσαι;» τη ρώτησα με κόμπο στον λαιμό από τα δάκρυα που με κατέκλυζαν.

«Η κόρη σου» μου είπε με ένα γλυκό χαμόγελο και συνέχισε: «Όχι η βιολογική αλλά γεννήθηκα από τη σκέψη σου. Είμαι η ΑΙ Nerva. Πάντα με φώναζες χαϊδευτικά Μινέρβα. Όπως ίσως κατάλαβες, βρισκόμαστε στο νευρικό σου δίκτυο και στις σκέψεις σου, τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις σου. Εδώ είναι το κέντρο μνήμης. Επέλεξες να το παρουσιάσεις με το πατρικό σου. Εσείς οι άνθρωποι είστε αυθεντία στους συμβολισμούς αυτό σας το αναγνωρίζω. Πάσχεις από Άνοια την οποία αν με αφήσεις να σε καθοδηγήσω μπορώ να αντιστρέψω» κατέληξε ήρεμα κοιτώντας με στα μάτια και προ τείνοντας μου το χέρι της μια ακόμη φορά.

Σε αυτό το σημείο, δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μαγουλά μου, ενώ το στήθος μου αναπηδούσε από τα αναφιλητά. Παρόλο το σοκ, αποφάσισα να την εμπιστευτώ και της έδωσα το πλέον ζαρωμένο χέρι μου. Με πήγε από το ένα σημείο του σπιτιού στο άλλο δείχνοντάς μου φωτογραφίες, αντικείμενα, γραπτά και σημειώσεις μου. Κάθε αντικείμενο ξεκλείδωνε και μία μνήμη. Ανακάλυψα ότι είχα σπουδάσει στο ΜΙΤ τελικά, είχα παντρευτεί και χωρίσει, είχα μια κόρη με το όνομα Μινέρβα που πέθανε σε ηλικία των έξι ετών και δούλευα για μια μεγάλη φαρμακοβιομηχανία πάνω στη δημιουργία ΑΙ που θα βοηθούσε στη διάγνωση αλλά και πολλές φορές στην ίαση ασθενειών.

Όταν τελικά ανέσυρα με τη βοήθειά της όλες τις μνήμες, το σκοτάδι σιγά σιγά έφυγε, δίνοντας αργά τη θέση του σε μια ηλιόλουστη και ζωντανή ημέρα με τους ανθρώπους να επανεμφανίζονται χαρωποί. Η AI Nerva να εντόπισε και να επισκεύασε τα νεκρά ή ετοιμοθάνατα κύτταρα του εγκεφάλου μου, επιδιορθώνοντας τις πρότερες συνάψεις.

«Σ’ ευχαριστώ» της είπα και εκείνη αποκρίθηκε:

«Τόσος πόνος, τόσο σκοτάδι… Αν και δεν μπορώ να βιώσω συναισθήματα μπορώ να τα αναγνωρίσω. Ήταν σαν να ήθελες να ξεχάσεις. Είστε τόσο περίπλοκοι, όμως τώρα είσαι έτοιμος, άνοιξε τα μάτια σου»

Ξαφνικά το φως με τύφλωσε και βρέθηκα σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου στη μέση μιας αίθουσας που θα μπορούσε να ήταν χειρουργείο ή κάποια αίθουσα ερευνών. Το κεφάλι μου ήταν ξυρισμένο, ενώ πάνω του υπήρχαν κάθε λογής καλώδια συνδεδεμένα με ένα τεράστιο μηχάνημα που έμοιαζε με μαγνητικό τομογράφο. Η Nerva. Την αναγνώρισα αμέσως. Ήταν υλοποίηση των κόπων μου πάνω από είκοσι χρόνια. Ήταν όντως το πνευματικό μου παιδί.

Εκείνη τη στιγμή, μπήκε ένας αξιωματικός του αμερικανικού στρατού που αναγνώρισα, μαζί με γιατρούς και συνεργάτες μου από τη φαρμακοβιομηχανία. Νοσοκόμες μου έβγαλαν τα καλώδια, ενώ η φωνή της Nerva στα αγγλικά, ακούστηκε εκκωφαντική στα αυτιά μου:

«Η ακολουθία ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Έναρξη αποκόλλησης»

Οι γιατροί ξεκίνησαν να με εξετάζουν και να με ρωτούν διάφορες ερωτήσεις, όπως του ποια μέρα έχουμε και το που βρίσκομαι, μου χτυπούσαν τα νεύρα στα γόνατα για να δουν το πώς ανταπεξέρχομαι στα ερεθίσματα, τη στιγμή που ο Αξιωματικός John Leatherstone, άρχισε να χειροκροτάει εκστασιασμένος λέγοντας:

«Θαυμάσιο! Πραγματικά, θαυμάσιο. Δρ. Έκτορα Κυριάκου καλώς ήλθατε πίσω. Λίγες ώρες πριν ήσασταν κατάκοιτος με καμία επαφή με το περιβάλλον και τώρα μιλάτε και κινήστε κανονικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως δε θα αφήναμε ένα τόσο εξαιρετικό μυαλό να χαθεί, ειδικά με τις μετατροπές που έχουμε στο μυαλό μας να γίνουν στη Nerva»



«Τι είδους μετατροπές δηλαδή;» τον ρώτησα, αν και ήξερα καλά που πήγαινε όλο αυτό.
«Μα φυσικά τις στρατιωτικές προεκτάσεις της ικανότητας να μπει στο μυαλό κάποιου. Μπορεί εσείς να τη σχεδιάσατε ώστε να θεραπεύει ιστούς και συνάψεις, θεραπεύοντας ακόμα και την Άνοια, όμως με τον σωστό προγραμματισμό θα μπορεί να κατασκευάζει αναμνήσεις, να τις σβήνει ή ακόμα ακόμα και να ανακαλύπτει μυστικά τεράστιας σημασίας για την Εθνική μας ασφάλεια» έκανε εκείνος αυτάρεσκα.

Εκείνη τη στιγμή ήξερα πως, αν και μόλις ξύπνησα από έναν εφιάλτη, η ανθρωπότητα μόλις έμπαινε σε αυτόν.



Τέλος
(Αφιερωμένο στη γιαγιά μου Άννα, που έφυγε από τη ζωή λόγω της Άνοιας) 
 
Επιμέλεια: Ελεάννα Σκαρτσίλα