Πολλές από τις περιπέτειες του καλού μου φίλου Σέρλοκ Χολμς αναπαύονται εδώ και χρόνια στο προσωπικό μου αρχείο. Κάποιες από αυτές σκοπεύω, ίσως και σύντομα, να τις δημοσιεύσω ώστε όλοι να γνωρίσουν τα κατορθώματα του μεγαλύτερου ντεντέκτιβ του καιρού μας.
Υπάρχουν όμως και αρκετές υποθέσεις που ανέλαβε ο φίλος μου οι οποίες είναι καταδικασμένες να μείνουν για πάντα στην αφάνεια. Για να μην παρεξηγηθούν οι προθέσεις μου, οφείλω να διευκρινίσω ότι καμία από αυτές τις υποθέσεις δεν συγκεντρώνει χαρακτηριστικά που θα την έκαναν ακατάλληλη για δημοσίευση
O λόγος που δεν επιχειρώ να τις δημοσιεύσω είναι γιατί είναι τετριμμένες, απλοϊκές και αρκετά συνηθισμένες, ώστε δεν θα καταφέρουν να ρίξουν φως στην πολύπλευρη ιδιοφυία του Σέρλοκ.
Παρά όλα αυτά μια από αυτές τις ιστορίες αποφάσισα να σας παρουσιάσω σήμερα. Μια υπόθεση που αρχικά την είχα αρχειοθετήσει με την ονομασία, «Η υπόθεση του επενδυτή φάντασμα», αλλά τελικά επέλεξα να της δώσω τον τίτλο που διαβάζετε στην κεφαλή της σελίδας. Αν και ομολογούμενος ο τίτλος που επέλεξα, είναι πολύ λιγότερο «πιασάρικος» όπως τον χαρακτήρισε o Georges Newnes εκδότης της «The Strand», παρόλα αυτά επέμενα και τελικά ο αξιοσέβαστος κύριος Newnes δέχτηκε η παρούσα ιστορία να κυκλοφορήσει υπό αυτόν τον τίτλο.
Προσωπικά ο λόγος, που επέμενα η συγκεκριμένη ιστορία να έχει το όνομα της κυρίας Χάντσον, δεν διαφέρει από την αιτία, που με οδήγησε να αναζητήσω την συγκεκριμένη υπόθεση στο αρχείο μου, παρότι έχουν περάσει ήδη τρία χρόνια, από τότε που ασχολήθηκε μαζί της ο Σέρλοκ. Ο λόγος είναι η εκδημία της κας Χάντσον, η οποία μολύνθηκε στην τελευταία επιδημία οστρακιάς και έχασε την ζωή της στην μάχη με την ασθένεια, ακολουθώντας τον αγαπημένο της σύζυγο ο οποίος την περίμενε υπομονετικά όλα αυτά τα χρόνια.
Αγαπημένη μου οικοδέσποινα, αυτή η ιστορία είναι για σένα και αναφέρεται στην μοναδική φορά, που όλα αυτά τα χρόνια, απασχόλησες τον καλό μου φίλο με μια δικιά σου επιθυμία.
Την θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την μέρα. Ήταν αρχές Οκτωβρίου, όταν η κα.Χάντσον χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου. Είχα μόλις ολοκληρώσει το υπέροχο δείπνο, που μου είχε ετοιμάσει η καλή μου η Μαίρη και χαλάρωνα στο καθιστικό. Έβρεχε όλο το πρωί μέχρι και τις δύο το μεσημέρι. Μετά η βροχή είχε σταματήσει, αλλά τα γκρίζα σύννεφα παρέμεναν πάνω από το Λονδίνο.
Η γυναίκα μου είχε καθίσει κοντά στην σόμπα, για να βλέπει καλύτερα. Έπλεκε ένα ζευγάρι μικρές μάλλινες κάλτσες, καθώς σε λίγους μήνες μέσα στο σπίτι θα ήμασταν τρεις. Η πολυθρόνα της βρισκόταν σχεδόν μπροστά απ’ την πόρτα, ενώ η δικιά μου απέναντι, κοντά στο παράθυρο. Έτσι όταν η κα.Χάντσον χτύπησε την πόρτα, η γυναίκα μου σηκώθηκε αμέσως και της άνοιξε.
«Με συγχωρείτε για την ενόχληση…είστε η κα.Γουάτσον σωστά;»
«Μάλιστα κυρία μου…μα περάστε μέσα, μην στέκεστε έξω στο κρύο….είστε κάποια από τις πελάτισσες του συζύγου μου;»
«Όχι, όχι, γνωρίζω τον γιατρό από τότε που έμενε στην οδό Μπέικερ. Ήμουν η σπιτονοικοκυρά του».
Ενώ έλεγε αυτά τα λόγια, εγώ σηκώθηκα απ’ την θέση μου και την πλησίασα. Μόλις έφτασα κοντά της, έσφιξα τα κρύα χέρια της με εγκαρδιότητα.
«Κα.Χάντσον τι ευχάριστη έκπληξη! Περάστε! Θα θέλατε να σας προσφέρουμε κάτι;»
«Ω! Σας ευχαριστώ πολύ Δρ.Γουάτσον, θα έπινα ευχαρίστως ένα φλιτζάνι τσάι».
Η Μαίρη σέρβιρε τσάι και σπιτικά κουλουράκια και η κα.Χάντσον έκατσε για να μας εξηγήσει τον λόγο της επίσκεψής της.
«Κύριε και κυρία Γουάτσον με συγχωρείτε που ήρθα απρόσκλητη στο σπίτι σας, αλλά θα ήθελα να παρακαλέσω για κάτι τον γιατρό».
«Φυσικά κύρια Χάντσον», είπα εγώ, «πείτε μου ποιο είναι το πρόβλημά σας. Με χαρά μου θα προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε εσάς και στην οικογένειά σας. Ποιος έχει το πρόβλημα; Εσείς; Ο Τζορτζ; Ο Τσαρλς;»
«Σας ευχαριστώ για την προθυμία σας γιατρέ, αλλά και εγώ και οι γιοι μου είμαστε καλά. Το θέμα που απασχολεί την οικογένεια μου δεν είναι…ιατρικής φύσεως».
«Χαίρομαι που το ακούω. Παρακαλώ συνεχίστε. Μήπως θέλετε λίγο ακόμα τσάι;»
«Ευχαριστώ πολύ γιατρέ είμαι καλά».
Μπορούσα να καταλάβω πως όποιο και αν ήταν το πρόβλημα της κα.Χάντσον, ήταν κάτι για το οποίο δεν αισθανόταν ιδιαίτερα ανετά να το συζητήσει. Οπωσδήποτε θα πρέπει να ήταν κάποιο ιδιαίτερα προσωπικό θέμα. Μια φορά αδυνατούσα να καταλάβω πώς εγώ θα μπορούσα να της φανώ χρήσιμος.
«Έχει να κάνει με την ανιψιά μου, την Αμέλια Μπράουν, την μοναχοκόρη του αδελφού μου, Τζον Μπράουν. Η καλή μου η Αμέλια, αντιμετωπίζει ένα πρόβλημμα γυναικείας φύσεως».
«Ως εδώ κύρια Χάντσον», την διέκοψα, «να ξέρετε, πως εγώ δεν επικροτώ αυτές τις πρακτικές. Παρόλο που το παράνομο αυτής της πρακτικής την έχει καταστήσει ιδιαίτερα επικερδή, εγώ δεν προτίθεμαι να παραβώ της ηθικές μου αξίες, ούτε για όλο το χρυσάφι της Αγγλίας. Μια ζωή είναι ιερή ακόμα και αν έρχεται σε δύσκολες και άβολες περιστάσεις. Επίσης, πρέπει να γνωστοποιήσετε στην ανιψιά σας ότι αυτές οι πρακτικές είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες και για την δική της υγεία. Πείτε μου έχετε σκεφτεί το ενδεχόμενο της υιοθεσίας;»
«Για τον Θεό τι βάλατε με το νου σας γιατρέ;»
«Τζον», επενέβη η γυναίκα μου, «Αν και όλοι θα σε επαινούσαν για το ήθος σου, μάλλον θα ήταν προτιμότερο να μην βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα».
«Μα…»
«Σας διαβεβαιώ γιατρέ, πως η ανιψιά μου συγκαταλέγεται μέσα στις πιο ηθικές κοπέλες του Λονδίνου και παρά την ταπεινή της καταγωγή, ποτέ δεν θα καταδεχόταν να υποπέσει σε ένα τόσο ανήθικο ολίσθημα».
«Με συγχωρείτε κυρία μου. Παρεξήγησα τα λεγόμενά σας. Παρακαλώ εξηγείστε μου το πρόβλημά σας και υπόσχομαι ότι θα καταβάλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να βοηθήσω την ανιψιά σας».
«Δέχομαι την συγνώμη σας γιατρέ», είπε η κα.Χάντσον, ενώ το πρόσωπό της είχε ήδη αρχίσει να κοκκινίζει, «Η Αμέλια αρραβωνιάστηκε πριν δύο εβδομάδες με έναν ευγενικό και ευπαρουσίαστο νεαρό κι ο γάμος τους κανονίστηκε για την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου. Τόσο η ίδια όσο και όλοι εμείς είμαστε πολύ χαρούμενοι με την καλή της τύχη. Ο νεαρός προέρχεται από μια πολύ καλή οικογένεια, έχει εξασφαλίσει σταθερή εργασία, η οποία του αποφέρει σχεδόν μισή λίρα την ημέρα».
«Αυτή είναι πράγματι μια πολύ καλή αμοιβή. Τι δουλειά είπατε, πως κάνει ο αρραβωνιαστικός της ανιψιάς σας;»
«Δεν είπα και για να είμαι ειλικρινής δεν θυμάμαι. Που ακριβώς δουλεύει. Αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα κύριε Γούατσον. Όλα πήγαιναν περίφημα, όταν εντελώς απροειδοποίητα πριν τρείς ημέρες η Αμέλια ήρθε μαζί με τους γονείς της στο σπίτι μου. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και φαινόταν πολύ στεναχωρημένη. Μου εξήγησαν πως η Αμέλια υποπτευόταν ότι ο αρραβωνιαστικός της εμπλεκόταν με κάποιες μάλλον παράνομες δραστηριότητες».
«Πραγματικά θλιβερό. Πήγατε στην αστυνομία;».
«Όχι βέβαια. Γιατί αν η Αμέλια κάνει λάθος, τότε άδικα θα χαλάσει ο αρραβώνας».
«Σοφά το σκεφτήκατε».
«Γι’ αυτό και εμείς απευθυνθήκαμε στον καλό σας φίλο τον Σέρλοκ Χολμς, για να μας βοηθήσει».
Απέφυγα να σχολιάσω καθώς ήμουν απόλυτα βέβαιος για την απάντηση του Σέρλοκ. Αν και δεν υπήρχε ένας κοινός παρανομαστής, που να χαρακτηρίζει τις υποθέσεις, που αναλάμβανε ο Σέρλοκ, όλες τους είχαν ένα κοινό στοιχείο. Ήταν ασυνήθιστες. Αποτελούσαν μια σπαζοκεφαλιά, έναν γρίφο, που τον προκαλούσε να τον λύσει. Δυστυχώς αυτή η υπόθεση δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, για να εξάψει την περιέργεια του φίλου μου.
Βέβαια υπήρχε μια μικρή πιθανότητα, ο Σέρλοκ να αναλάμβανε αυτήν την υπόθεση μόνο και μόνο σαν μια κίνηση αβρότητας προς την σπιτονοικοκυρά του, εντούτοις από το χρώμα που είχε πάρει το πρόσωπο της κας. Χάντσον καταλάβαινα πως κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί. Κυριολεκτικά η κα.Χάντσον έμοιαζε έτοιμη να εκραγεί και με κοιτούσε με ένα βλέμμα σχεδόν δολοφονικό.
«Τελικά δέχτηκε;»
«Ω, γιατρέ! Θα βρισκόμουν εδώ αν είχε δεχτεί;»
«Λυπ…»
«Την πρώτη φορά που τον ρώτησα μου είπε, πως θα το σκεφτεί, ενώ όταν τον ρώτησα και πάλι μου είπε, με αναίδεια ότι ο χρόνος του είναι πολύ πολύτιμος, για να ασχολείται με ασήμαντες υποθέσεις. Ακούς θράσος! Ασήμαντη υπόθεση η ευτυχία της ανιψιάς μου!», είπε ενώ τα μάτια της άρχισαν να υγραίνονται.
Δεν νομίζω πως υπάρχουν άνθρωποι τόσο σκληρόκαρδοι, ώστε να μένουν ασυγκίνητοι μπροστά στο θέαμα μια ηλικιωμένης γυναίκας, που δακρύζει. Εγώ μια φορά δεν ανήκω σε αυτούς.
Απέναντι μου στην άλλη πολυθρόνα, η Μαίρη είχε στηλώσει τη ματιά της επάνω μου, περιμένοντας να δει αν θα βοηθούσα την καημένη την κα.Χάντσον. Δεν χρειαζόταν να ανησυχεί, άλλωστε ούτε εγώ συμφωνούσα με την απόφαση του φίλου μου.
«Μην ανησυχείτε κυρία Χάντσον, θα του μιλήσω εγώ».
«Α! Σας ευχαριστώ γιατρέ. Είστε πολύ καλός. Πάντα το έλεγα εγώ!».
«Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείτε. Κάθε άνθρωπος στην θέση μου θα έκανε το ίδιο. Βασικά θα πάω να του μιλήσω τώρα κιόλας».
Ντύθηκα ζεστά και αφού υποσχέθηκα στην Μαίρη, πως θα γυρίσω πριν της δέκα, συνόδευσα την κυρία Χάντσον μέχρι την εξώπορτα. Από εκεί πήραμε μαζί μια άμαξα, με κατεύθυνσή την οδό Μπέικερ.
Παρόλο που δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που έμενα σ’ αυτό το σπίτι, ένιωθα μια ιδιαίτερη χαρά κάθε φορά που επέστρεφα. Είχα περάσει πολλά κρύα βράδια ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους. Αν και για τίποτα δεν θα άλλαζα την παρούσα οικογενειακή μου κατάσταση, θα θυμάμαι πάντα με ευγνωμοσύνη τα εργένικα χρόνια, που πέρασα σε εκείνο το σπίτι, συντροφεύοντας τον πιστό μου φίλο στις περιπέτειές του.
Όταν χτύπησα την πόρτα, η βραχνή φωνή του Σέρλοκ με πληροφόρησε πως δεν ήταν κελιδωμένα και με προσκάλεσε να περάσω. Την άνοιξα και μπήκα μέσα. Εκεί αντίκρισα τον Σέρλοκ να σκαλίζει την φωτιά με την σιδερένια μασιά. Τον χαιρέτησα από μακριά και έβγαλα το καπέλο μου.
«Ω, Γουάτσον, τι ευχάριστη έκπληξη! Πέρασε μέσα και κλείσε την πόρτα. Κάνει πολύ κρύο απόψε», μου είπε, δείχνοντας την αριστερή πολυθρόνα με το χέρι του. «Τι να σου προσφέρω παλιέ μου φίλε; Τσάι; Κονιάκ; Ουίσκι ίσως;»
«Το τσάι είναι αρκετό»
Αμέσως κατέβηκε για λίγο κάτω στο ισόγειο και ζήτησε δύο κούπες ζεστό τσάι, από την κα.Χάντσον. Ύστερα, επέστρεψε στο διαμέρισμα και κάθισε στην απέναντι πολυθρόνα, από αυτή που είχα κάτσει εγώ. Φαινόταν εξαιρετικά εύθυμος.
«Οφείλω να σε προειδοποιήσω πως, το τσάι δεν θα είναι ιδιαίτερα ζεστό. Τις τελεταίες μέρες, η κα.Χάντσον έχει θυμώσει μαζί μου για κάτι και μου φέρνει φέρνει το τσάι σχεδόν χλιαρό».
«Τι της έκανες πάλι Χολμς;»
«Νομίζω πως ξέρεις», απάντησε αινιγματικά. «Κι αν κρίνω από την μύτη σου δεν έχουν περάσει ούτε δύο ώρες από τότε που το έμαθες».
«Η μύτη μου; Μα για το όνομα…Χολμς, πώς το κατάλαβες;»
«Η μύτη σου καλέ μου Γουάτσον. Είναι κατακόκκινη. Που σημαίνει ότι ήρθες απ’ ένα ζεστό μέρος. Μάλλον το σπίτι σου. Αν θυμάμαι καλά το γραφείο σου δεν είναι, ιδιαίτερα ζεστό. Οπότε ήρθες εδώ κατευθείαν από την αναπαυτική πολυθρόνα του σπιτιού σου και όχι γυρνώντας από την δουλειά. Μιας και το θυμήθηκα, πώς είναι η Μαίρη; Στον έκτο μήνα, αν δεν κάνω λάθος».
«Στον πέμπτο. Αλλά και πάλι τι σημασία έχει από πού ήρθα;»
«Τώρα που κατέβηκα να της μιλήσω είχε και αυτή μια κόκκινη μύτη σαν την δικιά σου. Αφού το σπίτι της είναι ζεστό, υπέθεσα πως και αυτή είχε βγει έξω και γύρισε. Ξέρω πολύ καλά, πως δεν συνηθίζει να βγαίνει έξω την νύχτα γιατί η υγρασία κάνει τα κόκαλα της να πονάνε. Επομένως, είχε βγει για κάτι πολύ σημαντικό. Με λίγα λόγια είχε βγει για να φέρει εσένα, ελπίζοντας πως θα καταφέρεις να με πείσεις να της κάνω το χατήρι», μου εξήγησε ο Χολμς ανάβοντας την πίπα του.
«Απίστευτο! Τα κατάλαβες όλα αυτά από μια κόκκινη μύτη».
Αντί απάντηση ο Χολμς ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
«Η αλήθεια είναι πως σας είδα απ’ το παράθυρο να κατεβαίνετέ μαζί απ’ την ίδια άμαξα».
«Πως;»
«Είχα αντιληφθεί ότι είχε φύγει και δεδομένου πως πράγματι την ενοχλεί η υγρασία, υπέθεσα, πως η αναχώρηση της θα σχετιζόταν με το θέμα της ανιψιά της, που την απασχολεί σχεδόν αποκλειστηκά το τελευταίο διάστημα. Το πιο πιθανό ήταν, πως θα προσπαθούσε να κάνει κάτι για να με πείσει να εξετάσω ξανά το αίτημα της. Έτσι την περίμενα. Ήμουν σίγουρος πως θα έφερνε κάποιο πρόσωπο εμπιστοσύνης, ικανό να με επηρεάσει συναισθηματικά. Εσένα, την ανιψιά της ή ακόμα και τον Αρχιεπίσκοπο του Καντμπούρυ. Επομένως, αν αποτύχεις εσύ θα περιμένω την επίσκεψη του Παναγιώτατου».
«Δηλαδή μου είπες ψέματα πριν;»
«Αυτό που έκανα ήταν, μια συνηθισμένη τακτική για εμάς τους ντεντέκτιβ. Παίρνουμε την πιο πιθανή εκδοχή μιας κατάστασης και προσπαθούμε να πείσουμε τον ύποπτο ότι, όχι μόνο τον υποπτευόμαστε αλλά, έχουμε και στοιχεία που αποδεικνύουν την ενοχή του. Στην περίπτωση που ο εγκληματίας δεν είναι κάποια σκοτεινή ιδιοφυία, όπως συμβαίνει συνήθως, θα αυτοενοχοποιηθεί και ίσως άθελά του μας οδηγήσει και σε κάποιο πραγματικό στοιχείο. Αν ο ύποπτος είναι ευκολόπιστος, όπως εσύ καλέ μου φίλε, θα παραδεχτεί αμέσως την ενοχή του, όπως έκανες εσύ πριν από λίγο».
«Λοιπόν, φαντάζομαι πως, η εισαγωγή που είχα ετοιμάσει, είναι παντελώς άχρηστη τώρα».
«Καλά φαντάζεσαι».
«Λοιπόν, ειλικρινά ελπίζω, ότι θα ξανασκεφτείς να βοηθήσεις αυτό το φτωχό κορίτσι».
«Ο παλιός καλός Γουάτσον, πάντα πρόθυμος στην υπεράσπιση των αδυνάτων! Αλλά ξέρεις πολύ καλά πως, δεν είμαι άκαρδος. Αν η υπόθεση ήταν κάτι παραπάνω απ’ τις υπερβολικές ανησυχίες μιας νεαρής κορασίδας, να είσαι σίγουρος πως θα την αναλάμβανα. Τώρα είναι άδικος κόπος. Άλλωστε η οικογένεια Χάντσον μπορεί να προσλάβει κάποιον άλλο ιδιωτικό ντεντέκτιβ που…δεν δεσμεύεται από τις δικές μου ασχολίες».
«Θα σε παρακαλούσα να το ξανασκεφτείς».
«Το έχω ήδη σκεφτεί περισσότερο απ’ ότι του αξίζει».
«Χολμς, έχεις σκεφτεί ποτέ, τον αντίκτυπό σου στην κοινωνία;»
«Όχι, ποτέ».
«Νομίζω πως θα έπρεπε να σε ενδιαφέρει».
«Ελπίζω, να μην αναφέρεσαι στην υστεροφημία μου. Ειλικρινά, δεν με απασχολεί καθόλου».
«Δεν μιλάω για αυτό. Μιλάω για τους ανθρώπους. Χολμς, στην συνείδηση των απλών ανθρώπων είσαι ένας κυνηγός της αδικίας, ένας τιμωρός του εγκλήματος. Όχι ένας βαριεστημένος δανδής, που κυνηγάει εγκληματίες, για να αντιμετωπίσει την πλήξη του».
«Δεν με απασχολεί καθόλου αυτό το ζήτημα. Άλλωστε δεν ευθύνομαι εγώ για την δημιουργία αυτής της εντύπωσης».
«Μα προσπάθησε να μπεις στην θέση αυτής της κοπέλας».
«Αρκετά Γούατσον! Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να πούμε γύρω απ’ αυτό το ζήτημα».
«Πολύ καλά. Τότε εγώ να πηγαίνω. Ήρθα μόνο και μόνο για να συζητήσουμε την υπόθεση της νεαρής Αμέλια».
«Θα μπορούσες να περιμένεις λίγο πριν φύγεις. Θα ήθελα να συζητήσουμε και κάτι άλλο».
Κάθισα και πάλι στην καρέκλα μου και περίμενα να δω τι είχε να μου πει. Εκέινη την στιγμή η πόρτα του δωματίου άνοιξε και η κα.Χάντσον πέρασε μέσα, κρατώντας ένα δίσκο με δύο φλιτζάνια τσάι και μια κούπα με κύβους ζάχαρης. Τον άφησε στο τραπέζι, που βρισκόταν ανάμεσά μας και έφυγε χωρίς να πει λέξη.
Δοκίμασα το τσάι και διαπίστωσα πως ο Χολμς είχε δίκιο. Ήταν χλιαρό και ο κύβος ζάχαρης, που έριξα μέσα, δεν κατάφερε να λιώσει.
«Αν αυτό συνεχιστεί θα αλλάξω διαμέρισμα», μουρμούρισε ο Χολμς πάνω απ’ το τσάι του, «Θα τ’ είχα ήδη κάνει αλλά αυτό δεν θα κάνει καλό στην δουλειά μου».
«Τι είναι αυτό που θες να συζητήσουμε Χολμς;»
«Οφείλω να ομολογήσω πως ακόμα και να ήθελα να αναλάβω την υπόθεση της νεαρής Αμέλια, δεν θα μπορούσα να το κάνω. Αυτή την περίοδο έχω αναλάβει μια πολύ σημαντική υπόθεση, από τον Κονσταντίν Λέττερμαν, γενικό διευθυντή της εταιρείας Μπόερς&Λέττερμαν».
«Την γνωρίζω, έχουν ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια παραγωγής χάλυβα στην Αγγλία».
«Πολύ σωστά γιατρέ».
«Λοιπόν, Χολμς έχεις την προσοχή μου. Προχώρα παρά κάτω».
Ο Χολμς δεν απάντησε αμέσως, αλλά συμβουλεύτηκε πρώτα το μεγάλο ρόλοι, που κρεμόταν στον τοίχο, πίσω ακριβώς απ’ τα καθίσματα.
«Φοβάμαι, πως η ώρα είναι κάπως περασμένη, για τέτοιες συζητήσεις. Αλλά έχω μια καλύτερη ιδέα. Γιατί δεν έρχεσαι να με συναντήσεις αύριο στις δύο το μεσημέρι. Νομίζω πως η βοήθειά σου θα μπορούσε να αποδειχτεί πολύτιμη στην διαλεύκανση αυτού του μυστηρίου».
Ήμουν ακόμα θυμωμένος με τον Χολμς για την επίμονη άρνησή του να βοηθήσει την κα.Χάντσον, παρόλα αυτά δεν μπόρεσα να αρνηθώ την πρόσκληση του σε μια ακόμα περιπέτεια.
Τον διαβεβαίωσα πως θα πήγαινα και ύστερα έφυγα απ’ το διαμέρισμα. Ήμουν ακόμα πικραμένος για την αποτυχία μου να πείσω τον Χολμς, αλλά οφείλω να ομολογήσω, πως η προοπτική ενός νέου μυστηρίου με έκανε να περιμένω με ανυπομονησία τον ερχομό της επόμενης ημέρας.
Το άλλο πρωί έφυγα γρήγορα για το ιατρείο μου. Τότε ακόμα νοίκιαζα ένα μικρό διαμέρισμα, στο Σάντμπουρυ Χιλ, το οποίο το χρησιμοποιούσα για να δέχομαι εκεί τους ασθενείς μου.
Τελείωσα σχετικά γρήγορα τα ραντεβού της ημέρας και ακριβώς στις μία και είκοσι επιβιβάστηκα σε μια άμαξα με κατεύθυνση την Μπέικερ Στριτ. Εκεί βρήκα τον Σέρλοκ με την ρόμπα του χημικού, να διεξάγει κάποιο πείραμα στο γραφείο του.
«Γούατσον, βλέπω πως ήρθες πιο γρήγορα απ’ ότι περίμενα. Δεν πειράζει. Θα φύγουμε πιο νωρίς. Το θειϊκό ίζημα μπορεί να περιμένει. Προέχει η καταπολέμηση του εγκλήματος».
Μπήκαμε μαζί σε μια άμαξα και ο Χολμς πρόσταξε τον οδηγό να μας πάει στα κεντρικά της Μπόερς&Λέττερμαν, στην Τάιμ Σκουέαρ. Κατά την διάρκεια της διαδρομής, ο Χολμς άρχισε να μου αναλύει τις λεπτομέρειες της υπόθεσης.
«Το πρόβλημα, που αντιμετωπίζει ο κύριος Λέττερμαν, είναι πραγματικά αρκετά περίπλοκο. Όπως μπορεί να γνωρίζεις, πριν τέσσερις μήνες η εταιρεία του εξέδωσε ένα κοινό ομολογιακό δάνειο ύψους τετρακοσίων χιλιάδων λιρών με επιτόκιο δύο τοις εκατό για κάθε ομόλογο των τετρακοσίων λιρών. Αρχικά όλα πήγαιναν καλά. Το κοινό ανταποκρίθηκε εξαιρετικά και μέσα σε τρείς εβδομάδες είχαν αγοραστεί όλα τα ομόλογα του δανείου. Στα μέσα του δεύτερου μήνα ένας σχολαστικός υπάλληλος της εταιρείας εντόπισε κάτι αρκετά περίεργο, το οποίο γνωστοποίησε στον κύριο Λέττερμαν. Παρόλο που ο συνολικός αριθμός των κουπονιών, που είχαν πουληθεί, ήταν χίλια ακριβώς και το ποσό των τετρακοσίων χιλιάδων λιρών είχε μαζευτεί, εν τούτοις το άθροισμα των κουπονιών που εξαργυρόνονταν ισούταν με χίλια δέκα».
«Δηλαδή, είχαν πουληθεί περισσότερα κουπόνια;»
«Όχι. Τα κουπόνια είχαν εκτυπωθεί από την τράπεζα της Αγγλίας. Είχαν μετρηθεί και διατεθεί με σχολαστικότητα, ώστε η περίπτωση λάθους είναι ουσιαστικά αδύνατη. Από την άλλη, αυτό πιστοποιείται και από το ποσό των χρημάτων, που έχει συγκεντρωθεί, το οποίο και αντιστοιχεί στην πώληση ακριβώς χίλιων κουπονιών»
«Και τι έκανε ο Λέττερμαν γι’ αυτό».
«Απολύτως τίποτα. Αυτό ήταν το πρώτο του λάθος. Θεώρησε πως κάποιο λάθος είχε γίνει στις καταχωρήσεις και ορισμένα κουπόνια καταγράφηκαν δύο φορές, δημιουργώντας αυτή την διαφορά. Όμως σε λιγότερο από ένα μήνα έφτασαν τα πρώτα προβλήματα».
«Εμφανίστηκαν οι επενδυτές φαντάσματα;»
«Όχι. Δέκα επενδυτές που είχαν αγοράσει αρκετά κουπόνια, παραπονέθηκαν στην εταιρεία πως δεν λαμβάνουν όλους τους τόκους που τους αναλογούν. Δύο από αυτούς απείλησαν μέχρι και με καταγγελίες».
«Τότε ο Λέττερμαν επικοινώνησε μαζί σου;»
«Όχι. Επικοινώνησε με την Σκοτλαντ Γιαρντ. Αυτό ήταν το δεύτερο λάθος που έκανε».
«Και όταν αυτοί απέτυχαν σου ανέθεσε την υπόθεση».
«Κάπως έτσι».
«Και τώρα τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Βασικά, έχω καταγράψει στην λίστα των υπόπτων, ακριβώς πέντε υπαλήλους».
«Τι; Πότε πρόλαβες;»
«Αρχικά, έπρεπε να καταλάβω πώς έγινε η απάτη, ώστε να μπορέσω να διαπιστώσω ποιος μπορούσε να την φέρει εις πέρας».
«Και το βρήκες;»
«Φυσικά και το βρήκα. Ήταν αρκετά απλό. Υποπτεύομαι ότι μέχρι και οι ντεντέκτιβ της Σκοτλαντ Γιαρντ κατάφεραν να το διαπιστώσουν αυτό».
«Τότε γιατί δεν έπιασαν τον ένοχο;»
«Για αυτό χρειάζονται αποδείξεις».
«Και δεν βρήκαν;»
«Ούτε μία».
«Πώς είναι δυνατόν;»
«Φιλέ μου η αστυνομία συνήθως είναι άψογη στο να ακολουθεί τα στοιχεία που υπάρχουν. Εκεί που αποτυγχάνει παταγωδώς είναι, όταν οι εγκληματίες δεν αφήνουν εμφανή στοιχεία, παρά μόνο ενδείξεις. Εκεί πρέπει να πάρεις πρωτοβουλίες και να ξεθάψεις μόνος σου τα στοιχεία, μέσα από ένα μπερδεμένο κουβάρι ενδείξεων».
«Και ποιοι είναι οι ύποπτοι;»
«Είναι πέντε υπάλληλοι της εταιρείας, στους οποίους είχαν αναθέσει την επίβλεψη του ομολόγου»
«Οι υπεύθυνοι των εισπράξεων;»
«Όχι, οι υπεύθυνοι των πωλήσεων. Μόνο αυτοί είχαν την δυνατότητα να προμηθεύσουν τους επενδυτές με πλαστά κουπόνια, τα οποία και δεν θα εξαργυρώνονταν σε καμία τράπεζα. Βλέπεις το σχέδιο ήταν έξυπνο. Σε συγκεκριμένους μεγαλόεπενδυτές, που αγόραζαν μαζικά πολλά κουπόνια ο καθένας, ο ένοχος υπάλληλος φρόντισε να προμηθεύσει και με ένα πλαστό κουπόνι μαζί με τα κανονικά. Έτσι ο επενδυτής πλήρωσε για όλα, χωρίς να προσέξει πως ένα απ’ αυτά ήταν πλαστό. Η διαπίστωση θα γινόταν μόνο όταν στο τέλος του μήνα θα πήγαινε να εισπράξει τους τόκους που του αναλογούν».
«Και πώς σκοπεύεις να βρεις ποιος απ’ αυτούς είναι ο ένοχος;»
«Θα μου το πει μόνος του».
«Ομολογώ Χολμς πως δεν σε καταλαβαίνω».
«Απλά περίμενε και θα δεις».
Η άμαξα σταμάτησε μπροστά σε ένα επιβλητικό, μπαρόκ, κτίριο από λευκό τούβλο. Ήταν σίγουρα καινούριο, καθώς η ατμόσφαιρα του Λονδίνου δεν είχε προλάβει ακόμα να σκουρύνει την κατάλευκη πρόσοψή του.
«Όταν μπούμε μέσα, να κάνεις ότι σου λέω, ακόμα και αν οι πράξεις μου σου φαίνονται ακατανόητες», μου ψιθύρισε ο Χολμς έξω, από την είσοδο του κτιρίου.
«Βασίσου πάνω μου Χολμς».
Μπήκαμε μέσα και ο Χολμς ζήτησε από τον θυρωρό να του υποδείξει το λογιστήριο.
«Πάρτε αυτές τις σκάλες και σταματήστε στον τρίτο».
Τον ευχαριστήσαμε και ανεβήκαμε μαζί τις σκάλες μέχρι τον τρίτο όροφο. Εκεί βρήκαμε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη με γραφεία, σε σειρές των τριών, τα οποία ανά έξι χωρίζονταν μ’ ένα μικρό ξύλινο διάζωμα.
Ο Χολμς, χωρίς να χάσει χρόνο, κατευθύνθηκε προς το γραφείο της γραμματείας, το οποίο προηγούταν όλων των υπολοίπων.
«Καλημέρα σας δεσποινίς. Ονομάζομαι Σέρλοκ Χολμς και είμαι ιδιωτικός ντεντέκτιβ. Μπορεί να έχετε διαβάσει για εμένα στις εφημερίδες.
«Φυσικά και έχω διαβάσει για εσάς», απάντησε η γοητευτική κοπέλα, το πρόσωπο της οποίας κοκκίνησε λιγάκι. «Εσείς βρήκατε τον δολοφόνο εκείνου του ναυτικού, που τον δολοφόνησαν με ένα καμάκι στο ίδιο του το σπίτι».
«Ο Μαύρος Πητ. Πολύ σωστά τα θυμάστε. Αλλά επειδή δεν επιθυμώ, να σπαταλήσω ακόμα περισσότερο τον πολύτιμο χρόνο σας, θα ήθελα να σας παρακαλέσω να οδηγήσετε εμένα και τον φίλο μου στα γραφεία των λογιστών που είχαν ασχοληθεί με την έκδοση του ομολογιακού δανείου».
«Για ποιο λόγο επιθυμείτε να τους δείτε;»
«Δεν μπορώ να σας γνωστοποιήσω τον λόγο της επίσκεψής μου. Πρόκειται για να ιδιαίτερα λεπτό ζήτημα. Αλλά έχω την άδεια του κύριου Λέττερμαν».
Μόλις τελείωσε τα λόγια του, έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του, ένα διπλωμένο χαρτί και το έδειξε στην γραμματέα. Αυτή χωρίς να πει κουβέντα, το μελέτησε για λίγο και μετά το έδωσε πίσω στον Σέρλοκ. Χωρίς να χάσει χρόνο, μας οδήγησε στο τέλος της μεγάλης αίθουσας, όπου βρίσκονταν πέντε πανομοιότυπα γραφεία.
«Ορίστε κύριε Σέρλοκ Χολμς», είπε η γραμματέας, «Εδώ είναι οι κύριοι που ζητήσατε. Οι κύριοι Τομπκινς, Αλεξσον, Ράσφορντ και Μπεργκ. Δυστυχώς ο κύριος Μάθιου απουσιάζει λόγω ασθένειας».
«Κύριοι, θα ήθελα να σας συστήσω τον καλό μου φίλο και συνεργάτη Μπέντζαμιν Κόργουελ», είπε ο Σέρλοκ, δείχνοντας προς το μέρος μου, «Διευθυντή του λογιστηρίου της Τράπεζας της Ουαλίας, σύμβουλο του στέμματος επί οικονομικών ζητημάτων και έναν από τους καλύτερους λογιστές της χώρας».
Ομολογώ πως ξαφνιάστηκα με την παρουσίαση που μου έκανε ο Σέρλοκ. Δεν είχα ιδέα από λογιστικά, αλλά και οι γνώσεις μου γύρω από τα ομόλογα περιορίζονταν σ’ αυτά που διάβαζα κατά καιρούς στις εφημερίδες. Αλλά δεν ήμουν διατεθειμένος να το βάλω κάτω. Αν ο Χολμς ήθελε να παίξω αυτό τον ρόλο, τότε σίγουρα θα είχε τους λόγους του. Έτσι υιοθέτησα το πιο υπεροπτικό ύψος που μπορούσα, και έσφιξα βιαστικά τα χέρια των λογιστών.
«Δεν συνηθίζω να κρύβω τις προθέσεις μου», συνέχισε ο Χολμς, «γι’ αυτό θα σας ομολογήσω τον λόγο για τον οποίο εγώ και ο κύριος Κόργουελ βρισκόμαστε εδώ. Ο κύριος Λέττερμαν υποπτεύεται ότι κάποιος από εδώ μέσα είναι υπεύθυνος για μια απάτη, η οποία όχι μόνο έχει αποσπάσει μεγάλα ποσά από τίμιους πολίτες, αλλά έχει διασύρει και το όνομα της εταιρείας στους επενδυτικούς κύκλους ολόκληρης της Αγγλίας».
Οι τέσσερις λογιστές αντάλλαξαν μερικά βλέμματα μεταξύ τους, αλλά δεν τόλμησαν να διακόψουν τον Χολμς.
«Τώρα θα ήθελα να σας παρακαλέσω να αφήσετε τον κύριο Κόργουελ να εξετάσει τις αποδείξεις και τα λογιστικά βιβλία που έχετε κρατήσει τους τελευταίους μήνες. Σας παρακαλώ κάντε γρήγορα. Ο κύριος Κόργουελ, όπως και εγώ είμαστε πολυάσχολοι άνθρωποι και δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο».
Οι λογιστές αρχικά διαμαρτυρήθηκαν έντονα, αλλά συμμορφώθηκαν, όταν ο Χολμς τους έδειξε την εξουσιοδότηση, που του είχε δώσει το αφεντικό τους.
Ο κος Τόμπκινς ήταν ο πρώτος, που με πλησίασε και άπλωσε μπροστά μου ένα μεγάλο δερματόδετο βιβλίο καταχωρήσεων και ένα σωρό από χαρτιά, τα οποία μάλλον ήταν τα αντίγραφα των αποδείξεων πληρωμής. Το βιβλίο έγραφε στην πρώτη σελίδα με κόκκινο μελάνι «Πιστωτικές Εγγραφές – Άντονυ Τόμπκινς».
Προσποιήθηκα πως διάβαζα τις πρώτες σελίδες και μετά έριξα κάτι σχολαστικές ματιές στις αποδείξεις. Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα.
Ο Χολμς πρέπει να κατάλαβε την αγωνία μου και με πλησίασε.
«Προσποιήσου πως διαβάζεις κάθε σελίδα του βιβλίου. Αφιέρωσε σε κάθε μια όχι λιγότερο από ένα λεπτό. Θα σου πρότεινα να βάζεις τις αποδείξεις πάνω στις σελίδες του βιβλίου, ώστε να δίνεις την εντύπωση πως τα συγκρίνεις», μου ψιθύρισε.
«Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω Χολμς. Δεν μπορώ ούτε καν να διαβάσω αυτά τα χαρτιά».
«Να φέρεσαι σαν να είσαι ο κύριος αυτού του δωματίου. Αυτοπεποίθηση. Σιγουριά. Ίσως θα ήταν καλό να τους ρίχνεις πού και πού ύποπτες ματιές».
Σιώπησα και προσπάθησα να εφαρμόσω τις συμβουλές του Χολμς όσο καλύτερα μπορούσα. Αρκετές φορές, έστρεψα το βλέμμα μου στους υπόπτους μας αλλά δεν μπόρεσα να διακρίνω κάποια αλλαγή στην στάση τους. Δεν παρέλειψα να ρίξω και μερικές ματιές στον φίλο μου. Η στάση του παρέμενε μυστήριο για εμένα. Είχε μια ευχαριστημένη έκφραση, στο πρόσωπο λες και όλα πήγαιναν βάση σχεδίου.
Σύντομα τελείωσα με τα έγραφα και προχώρησα σε αυτά που μου έδωσε ο επόμενος λογιστής. Μόλις άρχισα να τα κοιτάω ο Χολμς με πλησίασε και πάλι και με συμβούλεψε να δείξω περισσότερη προσοχή στις σελίδες, που είχαν γραφτεί τον Σεπτέμβριο.
«Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον! Συνεχίστε σας παρακαλώ κύριε Κρόγουελ», φώναξε σχεδόν ο Χολμς μόλις απομακρύνθηκε από κοντά μου. Προφανώς, σκόπευε να αυξήσει την ανησυχία, που αισθάνονταν οι τέσσερις λογιστές.
Παρόμοιο σκηνικό επαναλήφθηκε καθώς εξέταζα και τα έγραφα των άλλων δύο λογιστών. Κάθε φορά με έβαζε να κάνω ερωτήσεις και να κρατώ κάποιες απ’ τις αποδείξεις που μου έδιναν.
Όταν όμως κοιτούσα τα έγραφα του τελευταίου λογιστή, ο Χολμς έβγαλε το ρολόι του και αφού κοίταξε την ώρα, έβγαλε έναν δυνατό αναστεναγμό.
«Δυστυχώς όλη αυτή η διαδικασία έχει κρατήσει πολύ περισσότερο απ’ όσο περίμενα. Σε ακριβώς μίση ώρα έχω ένα πολύ σημαντικό ραντεβού στην…άλλη άκρη του Λονδίνου. Φοβάμαι πως θα χρειαστεί να συνεχίσετε χωρίς εμένα».
Λέγοντάς μας αυτά μας χαιρέτησε και εγκατέλειψε την αίθουσα. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν αυτή η κίνηση του Χολμς ξάφνιασε περισσότερο τους λογιστές ή εμένα. Το σίγουρο όμως ήταν ότι εγώ θύμωσα περισσότερο από ότι εκείνοι. Δεν με είχε ενημερώσει για αυτή την συνάντηση που είχε, αλλά ούτε με είχε προειδοποίησε ότι ετοιμαζόταν να φύγει.
Παρά την απρόσμενη φυγή του φίλου μου, εγώ παρέμεινα στην θέση μου. Μπορεί αυτός να τα είχε παρατήσει, αλλά εγώ ήμουν αποφασισμένος να φέρω εις πέρας το δικό μου κομμάτι του σχεδίου. Η συνέπεια είναι μια αρετή, που την εκτιμώ στους άλλους, αλλά την απαιτώ πρώτα από τον ίδιο μου τον εαυτό.
Μελέτησα τις αποδείξεις και του τελευταίου λογιστή, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο είχα μελετήσει και των συναδέλφων του. Όμως όταν τελείωσα δεν είχα καταφέρει να βρω κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο για αυτούς. Έτσι τους παρέδωσα τα χαρτιά και σηκώθηκα να φύγω.
«Έφτασε η ώρα να σας αποχαιρετήσω και εγώ κύριοι», τους είπα.
«Ελπίζω πως δεν βρήκατε τίποτα ύποπτο στους λογαριασμούς μας κύριε Κρόμγουελ».
«Όχι, όχι. Δεν βρήκα τίποτα περίεργο. Όλα ήταν όπως έπρεπε».
«Θα σας συνοδεύσουμε έξω», μου είπε ο κύριος Ράσφορντ, «Άλλωστε έχει φτάσει η ώρα για το διάλειμμά μας. Μπέργκ δεν θα έρθεις;»
«Πηγαίνετε εσείς. Θέλω να ολοκληρώσω κάτι πρώτα. Θα σας βρω σε λίγο»
Οι τρεις κύριοι με ακολούθησαν καθώς κατευθυνόμουν προς την έξοδο. Φτάσαμε μέχρι την μέση του δωμάτιου όταν ακούσαμε τις φωνές.
«Ω, Θεέ μου. Βοήθεια!! Βοήθεια!!», ακούστηκε μια διαπεραστική γυναικεία κραυγή.
Τρέξαμε γρήγορα προς το χολ, όπου αντικρίσαμε την όμορφη γραμματέα ανάμεσα σε ένα σωρό από σκορπισμένα χαρτιά. Επικρατούσε ένα χάος. Το μελανοδοχείο με τον κοντυλοφόρο είχαν πέσει κάτω, σκορπίζοντας σε όλο το πάτωμα πηχτό μελάνι και σπασμένα γυαλιά. Το υποδειγματικά τακτοποιημένο γραφείο της γραμματείας τώρα ήταν ακατάστατο και λερωμένο με μελάνι. Ευτυχώς, η ίδια η γραμματείας δεν φαινόταν να αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, πέρα από ένα ήπιο σοκ.
«Ένας άντρας…ανέβηκε ξαφνικά από τις σκάλες…μου επιτέθηκε. Τα διέλυσε όλα…ήταν…ήταν φοβερό».
«Πού είναι το κάθαρμα;», φώναξε οργισμένος ο Μπεργκ, ο οποίος είχε παρατήσει την δουλειά του και είχε τρέξει μαζί μας.
«Κατέβηκε πάλι κάτω…τρέχοντας».
Κατεβήκαμε όλοι μαζί, με βιασύνη, τις σκάλες και βγήκαμε στον δρόμο.
«Αυτός ο άνδρας…φορούσε μια μεγάλη καφέ καμπαρντίνα…είχε πυκνό γένι και ένα μεγάλο μουστάκι», άρχισε να λέει η γραμματέας που ακόμα δεν είχε ξεπεράσει το σοκ της επίθεσης, «αυτός είναι…φοράει την πράσινη τραγιάσκα…μόλις έστριψε σε εκείνο το δρομάκι».
Όλοι κινήθηκαν με τόση βιασύνη, που δεν πρόλαβα να δω καλά τον δράστη. Παρόλα αυτά τους ακολούθησα στο στενό σοκάκι. Με το που μπήκα στο σοκάκι, κάποιος φώναξε, πως τον είδε να στρίβει δεξιά σε έναν παράδρομο. Έτρεξα προς τα εκεί, αλλά και πάλι δεν κατάφερα να δω το πρόσωπο του δράστη.
Τον ακολουθήσαμε καθώς έτρεχε στα σοκάκια αλλά και μετά όταν βγήκε στην Σάουθπορτ Στρείτ, όμως τον χάσαμε όταν βγήκε στην Τάιμ Σκουέαρ και χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος.
Εκεί χωρίστηκα από τους υπόλοιπους, οι οποίοι αποφάσισαν να συνεχίσουν την έρευνα χωρίς εμένα. Ήμουν θυμωμένος με την θρασύτητα του δράστη και γι’ αυτό αποφάσισα να μην πάρω άμαξα, αλλά να περπατήσω μέχρι τον υπόγειο σιδηρόδρομο. Δεν είναι ποτέ καλό να επιστρέφεις θυμωμένος στο σπίτι. Το περπάτημα πάντα με βοηθούσε να ηρεμήσω.
Στο σπίτι, η Μαίρη είχε ετοιμάσει βραστό ψάρι και με περίμενε για να της διηγηθώ την πρωινή μου περιπέτεια. Αφού άκουσε ολόκληρη την μακροσκελή μου διήγηση, μου έθεσε την μοναδική της απορία.
«Και τώρα τι θα γίνει με την παράκληση της κας Χάντσον;»
«Δεν έχω ιδέα», της απάντησα και οφείλω να ομολογήσω, πως το αίτημα της κας Χάντσον είχε ξεγλιστρήσει από την μνήμη μου.
«Τώρα, που έκανες μια χάρη στον φίλο σου, μπορεί να φανεί πιο πρόθυμος αν του ζητήσεις ξανά να βοηθήσει την δύστυχη την κύρια Χάντσον».
«Καλή μου, μακάρι να λειτουργούσε έτσι ο Χολμς. Δεν είναι ένας άνθρωπος, που αλλάζει εύκολα γνώμη, και πολύ φοβάμαι, πως αυτό που έγινε το πρωί, μετά βίας το θεωρεί σαν χάρη εκ μέρους μου».
«Δεν μπορείς τουλάχιστον να δοκιμάσεις;»
«Σου υπόσχομαι πως θα προσπαθήσω ξανά».
«Δεν μπορώ να καταλάβω, Τζον. Πάντα μιλάς για εκείνον με τα καλύτερα λόγια και όμως εκείνος φέρεται συχνά με ψυχρότητα και αναισθησία».
«Εσύ τι πιστεύεις;»
«Εγώ πιστεύω, πως όλα αυτά που λες για εκείνον, οφείλονται στην καλή σου καρδιά. Επειδή εσύ νοιάζεσαι πάντα για τους άλλους, νομίζεις πως το ίδιο αισθάνονται όλοι. Ναι, πιστεύω πως η δικιά σου καλοσύνη είναι αυτή που έχει ντύσει τον κύριο Σέρλοκ Χολμς με αυτόν τον φωτεινό μανδύα, που συχνά τον συναντάμε στα διηγήματά σου. Δεν μπορείς να δεχτείς, πως ο φίλος σου δεν έχει τις ίδιες αγαθές προθέσεις με εσένα».
Έμεινα για λίγο σκεφτικός, ψάχνοντας τις κατάλληλες λέξεις για να τις απαντήσω. Η αλήθεια είναι, πως όχι σπάνια και εγώ ο ίδιος ξαφνιαζόμουνα από τον ψυχρό, όπως τον χαρακτήρισε η Μαίρη, χαρακτήρα του Χολμς.
«Και αυτό τι σε κάνει να αισθάνεσαι για εμένα;», την ρώτησα στο τέλος.
«Εκτίμηση και αγάπη. Περισσότερη αγάπη. Χαίρομαι που ο Θεός έβαλε εσένα και τον ιδιότροπο φίλο σου στην ζωή μου. Παρόλο, που πολλές φορές νομίζω πως είναι ο πιο ψυχρός άνθρωπος του Λονδίνου, το λιγότερο που μπορώ να του πω, είναι ευχαριστώ, που έφερε εμάς τους δύο κοντά. Γι’ αυτό, ποτέ δεν θα σταθώ εμπόδιο στην συμμετοχή σου σε αυτές τις περιπέτειες».
Σιώπησα ξανά. Αισθάνθηκα πως είχα βρει την απάντηση, που έψαχνα. Αν και η Μαίρη δεν μπορούσε να το ξέρει, ήταν αυτή, που με βοήθησε να την βρω.
«Όταν είχα πρωτογνωρίσει τον Σέρλοκ, είχα σχηματίσει την ίδια ακριβώς άποψη με σένα. Ένας άνθρωπος ψυχρός, σαν μια μηχανή. Όμως σταδιακά άρχισα να εφαρμόζω τις δικές του μεθόδους, όχι φυσικά στην καθημερινότητα μου, αλλά στον ίδιο τον Χολμς. Παρατηρούσα και προσπαθούσα να εξηγήσω την συμπεριφορά και τον χαρακτήρα του. Αρχικά, το έκανα με την πρόθεση να τον περιγράφω σωστά στα διηγήματά μου. Τότε ήταν που άρχισα να τον καταλαβαίνω καλύτερα. Ναι, ο Χολμς έχει καλοσύνη μέσα του. Για κάποιον που τον γνωρίζει καλά, το να προσέξει τα ίχνη, που αφήνει η καλοσύνη του είναι…στοιχειώδες. Είπες ότι του χρωστάς ευγνωμοσύνη γιατί η συνάντησή σου μαζί του, έφερε εμάς του δύο κοντά. Είναι αλήθεια. Το αισθάνομαι και εγώ. Κάθε βράδυ που πέφτουμε μαζί για ύπνο, σκέφτομαι, Θεέ μου, πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος σαν τον Χολμς να συνέβαλε στο να γνωρίσω μια γυναίκα τόσο καλή όσο η Μαίρη. Κύριε, ενεργείς και μέσα από τον Χολμς…Ω, πράγματι ακατάληπτες μα και θαυμάσιες οι ενέργειες Σου».
Σε αυτό το σημείο σταμάτησα λίγο γιατί ένιωθα πραγματικά συγκινημένος. Την κοίταξα. Είχε δακρύσει.
«Μαίρη, ξέρω καλά, πως αυτό που λέω εγώ κάθε βράδυ, το λένε και εκατοντάδες άλλοι μαζί μου. Άνθρωποι τους οποίους οι πράξεις του Χολμς τους έχουν γλυτώσει από πολλά δεινά. Στο αρχείο, που έχω μαζέψει με τις περιπέτειες του φίλου μου, υπάρχει ένας σωρός από φακέλους, που δεν θα δημοσιεύσω ποτέ. Είναι οι συγκινητικές επιστολές, που μου έχουν στείλει, από τότε που άρχισα να δημοσιεύω τις ιστορίες, όλοι όσοι έχουν κατά καιρό βοηθηθεί από τον Χολμς».
Ήδη πριν τελειώσω τα λόγια μου, η Μαίρη είχε καλύψει τα λίγα μέτρα που μας χώριζαν και είχε έρθει κοντά μου. Άπλωσα τα δύο της χέρια και με αγκάλιασε σφιχτά.
Την άλλη μέρα το πρωί επέστρεψα στο γραφείο μου. Είχα πολύ δουλειά και δεν τελείωσα πριν τις τέσσερις. Φεύγοντας βρήκα μια πρωινή εφημερίδα, που κάποιος είχε ξεχάσει μέσα στην άμαξα. Με την πρώτη ματιά, που έριξα στο πρωτοσέλιδο, ξαφνιάστηκα τόσο, που χρειάστηκε να το διαβάσω τουλάχιστον τρεις φορές, για να το πιστέψω.
Η ΣΚΟΤΛΑΝΤ ΓΙΑΡΝΤ ΕΞΑΘΡΩΣΕ ΜΕΓΑΛΗ ΣΠΕΙΡΑ ΛΟΓΙΣΤΩΝ ΜΕ ΠΛΑΣΤΑ ΚΟΥΠΟΝΙΑ. ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΘΥΜΑ ΤΟΥΣ Η ΜΠΟΕΡΣ&ΛΕΤΤΕΡΜΑΝ.
«Οδηγέ άλλαξα γνώμη», φώναξα, «Πήγαινε με στην Μπέικερ Στριτ. Αριθμός 221 Β».
Ανέβηκα τα σκαλιά σαν σίφουνας. Στα χέρια μου κρατούσα σφιχτά την εφημερίδα, που είχα βρει. Η πόρτα ήταν και πάλι ξεκλείδωτη οπότε την άνοιξα και χώθηκα μέσα στο διαμέρισμα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, βρήκα τον Χολμς να είναι σκυμμένος πάνω από το τραπέζι, όπου έκανε τα χημικά του πειράματα. Ένα πορτοκαλί υγρό άφριζε με μανία μέσα σε έναν μικρό σωλήνα.
«Γουάτσον», φώναξε μόλις με είδε, «Σε περίμενα πιο νωρίς».
«Χολμς, έμαθες για την Μπόερς&Λέττερμαν; Τελικά οι λογιστές ήταν ένοχοι. Είχες δίκιο που τους υποπτευόσουν. Είναι συνταρακτικό, δεν νομίζεις;»
«Καθόλου συνταρακτικού. Γνωρίζω για την σύλληψη από χθες το βράδυ».
«Πότε το έμαθες; Σε επισκέφτηκε ο Λεστράντ;»
«Μάλλον το αντίστροφο έγινε».
«Τον επισκέφτηκες, εσύ;»
«Φυσικά, για να του παραδώσω τις αποδείξεις για την σπείρα των λογιστών. Πώς αλλιώς θα τους συλλάμβανε, χωρίς αυτές;»
«Χολμς, φοβάμαι πως σε έχασα. Πώς στο καλό βρήκες τις αποδείξεις;».
«Βασικά μου τις έδωσαν οι ίδιοι χθες το μεσημέρι».
«Πότε έγινε αυτό;»
«Παραδέχομαι πως σε αυτό με βοήθησες κι εσύ με την ερμηνεία σου στον ρόλο του αρχιλογιστή. Αν και ήσουν αρκετά βιαστικός και δεν αφιέρωνες τον απαραίτητο χρόνο σε κάθε σελίδα, εντούτοις κατάφερες να τους τρομοκρατήσεις αρκετά. Όση ώρα εσύ παρίστανες τον σύμβουλο της Βασίλισσάς, εγώ παρατηρούσα τα πρόσωπα τους. Υπέθεσα, πως κάθε φορά που θα έφτανες σε κάποια σελίδα, που περιείχε πληροφορίες που θα μπορούσαν να τους ξεμπροστιάσουν, κάποια έστω και ασυνείδητη αντίδραση τους θα τους πρόδιδε. Στο τέλος, εγώ θα ζητούσα από σένα να τους κάνεις κάποιες ερωτήσεις, για τα σημεία, στα οποία είχα παρατηρήσει κάποια αντίδραση τους. Αν η αντίδραση επαναλαμβανόταν τότε καταλάβαινα πως είχα πετύχει διάνα».
«Μα εσύ έφυγες πριν από μένα. Πότε πρόλαβες να πάρεις τα στοιχεία;»
«Είχα την βοήθεια ενός αγγέλου».
«Τι πράγμα; Ενός αγγέλου;»
«Ακριβώς, χωρίς καμία υπερβολή. Α! Νομίζω πως έφτασε;»
«Ποιος; Ο Άγγελος;»
«Ω, ναι».
Πράγματι σε λίγο άνοιξε η πόρτα και μια όμορφη κοπέλα με καστανά μακριά μαλλιά, και τα πιο εκφραστικά πράσινα μάτια που έχω δει ποτέ, πέρασε μέσα στο δωμάτιο. Δεν δυσκολεύτηκα να την αναγνωρίσω. Ήταν η γραμματέας, που είχαμε συναντήσει χθες στην Μπόερς&Λέττερμαν.
«Καλησπέρα σας κύριε Χολμς και κύριε…»
«Γουάτσον, Τζον Γουάτσον», συμπλήρωσα εγώ.
«Γουάτσον», επανέλαβε εκείνη, «Ήμουν σίγουρη, πως Κόργουελ δεν ήταν το πραγματικό σας όνομα. Φαντάζομαι πως δεν είστε λογιστής, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, είμαι γιατρός».
«Χαίρω πολύ γιατρέ. Λατρεύω τις ιστορίες που γράφετε στην The Strand».
«Είναι αλήθεια, πως οι τελευταίες έχουν κάνει θραύση», της απάντησα ευχαριστημένος.
«Μετριόφρων, όπως κάθε λογοτέχνης», σχολίασε ο Χολμς πριν στρέψει την προσοχή του στην κοπέλα, «Κάθησε κορίτσι μου δεν ενοχλείς. Εγώ και ο Γούατσον είμαστε φίλοι εδώ και χρόνια. Δεν έχουν μείνει και πολλά να πούμε. Βασικά, ήμουν μάρτυρας και στον γάμο του με την δεσποινίδα Μαίρη Μόρσταν και ελπίζω πως θα δώσουν το όνομα μου και στον γιό, που περιμένουν σε λίγους μήνες».
«Βασικά», τον διέκοψα, «αν είναι αγόρι θα του δώσουμε το όνομα του πεθερού μου. Δηλαδή, Πήτερ».
«Και αν είναι κορίτσι;»
«Θα του δώσουμε το όνομα της μητέρας μου».
«Φυσικά, έπρεπε να το περιμένω», ξανά γύρισε προς την κοπέλα, «Καθίστε δεσποινίς, θα φωνάξω να σας φέρουν κάτι».
«Με συγχωρείτε κύριε Χολμς, αλλά δεν μπορώ να μείνω. Σε μισή ώρα πρέπει να είμαι στα κεντρικά της Σκοτλαντ Γιαρντ για να δώσω την κατάθεσή μου. Πέρασα μόνο και μόνο για να σας δώσω αυτό εδώ».
Με αυτά τα λόγια έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό μαύρο κουτί.
«Δεν έπρεπε να πάρεις κάτι για μένα. Πρέπει να ξέρεις καλά πως δεν δέχομαι δώρα από…συνεργάτες».
Η κοπέλα χαμογέλασε εγκάρδια και πρόσφερε το κουτί στον Χολμς.
«Θα δεχτείτε ένα δώρο από μια φίλη».
«Αυτό δεν μπορώ να το αρνηθώ», είπε παίρνοντας στα χέρια του το μικρό ξύλινο κουτί.
«Είναι ένα επίχρυσο ρολόι», είπε εκείνη, «Έβαλα να χαράξουν τα αρχικά μου, στην πισινή του πλευρά, για να με θυμάστε».
«Ω, δεν θα έχω καμία δυσκολία ως προς αυτό».
Έκανε μερικά βήματα προς το κομοδίνο του και άνοιξε το πρώτο συρτάρι.
«Μόνο που δεν θέλω να σε δω να φεύγεις απ’ εδώ με άδεια χέρια».
Από το συρτάρι ο Χολμς ανέσυρε ένα εξίσου μικρό κουτί με λευκό περιτύλιγμα και το έδωσε στην κοπέλα.
«Είναι απλά σκουλαρίκια», της είπε, «Σαν αυτά που ήθελες να πάρεις με τα λεφτά που είχες μαζέψει. Έχουν μόνο μια διαφορά. Τα πράσινα σμαράγδια είναι αληθινά. Πιστεύω πως θα πάνε πολύ με τα μάτια σου».
Η κοπέλα προσπάθησε να πει κάτι αλλά ο Χολμς την διέκοψε.
«Μίλησα με το αφεντικό σου, Αμάντα. Μου είπε πως ζήτησες προκαταβολικά τον μισθό των επόμενων τριών μηνών. Επιπόλαια κίνηση απλά για να πάρεις ένα δώρο, αλλά δεν πειράζει. Δεν μου ήταν δύσκολο να βρω σε ποιο κοσμηματοπωλείο πήγες. Η φίλη σου που δουλεύει εκεί, μου είπε, ότι επέστρεψες και τα σκουλαρίκια που πλήρωνες λίγο λίγο με δώσεις εδώ και ένα χρόνο. Ήτανε να τα φορέσεις την ημέρα του γάμου σου, έτσι δεν είναι; Ούτε αυτό δεν πειράζει. Όταν με το καλό γίνει, θα φορέσεις αυτά».
Η νεαρή γραμματέας δεν κατάφερε να απαντήσει. Τον αγκάλιασε συγκινημένη και ύστερα έφυγε.
«Χολμς, αυτό που έκανες ήταν πραγματικά σπουδαίο», του είπα.
«Αυτό που έκανε εκείνη ήταν το σπουδαίο φίλε μου. Θα στερούταν κάτι για το οποίο είχε κάνει πολλές οικονομίες. Αυτό θα ήταν άδικο και εμείς υποτίθεται, πως διορθώνουμε τις αδικίες. Έτσι δεν είναι;»
«Έχεις δίκιο Χολμς. Αυτό ακριβώς κάνουμε», ύστερα συνέχισα ποιο χαρούμενος από ότι πριν, «Δηλαδή η γραμματέας ήταν στο κόλπο;»
«Ακριβώς φίλε μου. Ήμουνα σίγουρος πως οι λογιστές μας θα κατέστρεφαν τα στοιχεία που είχαμε βρει πριν έρθει η αστυνομία. Έτσι έπρεπε να τους βγάλουμε από το δωμάτιο για λίγο. Η γραμματέας, σας απέσπασε την προσοχή και το δωμάτιο άδειασε. Εγώ είχα απλά κρυφτεί στον πάνω όροφο και μετά κατέβηκα με την ησυχία μου και πήρα τα χαρτιά. Ήταν τόσο απλό τέχνασμα, ώστε πίστεψε με, δεν αντλώ καθόλου περηφάνια, ομολογώντας το».
«Και η γραμματέας γιατί σε βοήθησε;»
«Γιατί είναι μια τίμια κοπέλα που απεχθάνεται το άδικο».
«Όλα αυτά είναι πολύ ωραία, αλλά γιατί δεν με ενημέρωσες για αυτό;»
«Γιατί έπρεπε να φύγεις μαζί τους, ώστε να μην έχουν φόβο να αφήσουν για λίγο το γραφείο. Επίσης, ήθελα οι αντιδράσεις σου να είναι πειστικές».
«Και γιατί φώναξες εμένα και όχι κάποιο πραγματικό λογιστή; Θα μπορούσαν να βρουν τις αποδείξεις από την αρχή».
«Δυστυχώς, δεν υπάρχουν λογιστές εκπαιδευμένοι, ώστε να ελέγχουν την δουλειά των συναδέλφων τους και να επιτηρούν την ορθότητα των διαδικασιών, που έχουν χρησιμοποιηθεί. Ίσως στο μέλλον υπάρξουν, αλλά τώρα έπρεπε να απευθυνθώ σε κάποιον λογιστή πολύ έμπειρο και ικανό, το οποίο και έκανα. Όλοι τους όμως ήταν πολυάσχολοι και αρνήθηκαν να με βοηθήσουν».
Έχοντας μάθει όλες τις λεπτομέρειες, ετοιμάστηκα να φύγω. Είχε περάσει η ώρα και έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι. Φτάνοντας στην πόρτα σταμάτησα. Θυμήθηκα την υπόσχεση που έδωσα στην Μαίρη.
«Ξέρεις Χολμς. Μήπως τώρα θα μπορούσες να ασχοληθείς και με μια άλλη αδικία;».
«Ποια αδικία Γουάτσον;»
«Αυτή για την οποία σε παρακάλεσε η κυρία Χάντσον».
Ο Χολμς ξέσπασε σε ένα δυνατό γέλιο.
«Ω, φίλε μου. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Αυτή η αδικία τακτοποιήθηκε ήδη».
«Πότε;»
«Χθες το απόγευμα».
«Αυτό πήγες να κάνεις χθες όταν έφυγες;»
«Όχι, σου είπα πως κρυβόμουν στον πάνω όροφο».
«Έχεις δίκιο, μου το είπες. Οπότε πότε ασχολήθηκες με αυτό;»
«Παράλληλά».
«Δεν γίνεται αυτό».
«Φυσικά και γίνεται. Βοήθησε βέβαια και το γεγονός ότι η γραμματέας που μόλις έφυγε είναι η Αμάντα Χάντσον, η ανιψιά της απαιτητικής μου οικοδέσποινας».
«Τι πράγμα; Αυτό σημαίνει πως ο αρραβωνιαστικός της ήταν κάποιος από…»
«Ήταν ο κύριος Μπέργκ, ένας από τους λογιστές της σπείρας. Η Αμάντα είχε δίκιο, που τον υποπτευόταν».
«Είμαι σίγουρος, πως η ανάληψη και της υπόθεσης του κύριου Λέττερμαν δεν ήταν καθόλου τυχαία;»
«Καλά κάνεις και είσαι σίγουρος. Δεν υπάρχει τύχη. Όλα είναι αποτελέσματα μιας αλληλουχίας γεγονότων. Συγκεκριμένα, ερεύνησα τον κύριο Μπέργκ και εντόπισα τον χώρο εργασίας του. Οι διασυνδέσεις μου με ενημέρωσαν για το πρόβλημα που ταλάνιζε τον κύριο Λέττερμαν και αυτό ήταν όλο. Ήμουν πλέον σχεδόν βέβαιος πως η Αμάντα είχε δίκιο. Έτσι προσέγγισα τον κύριο Λέττερμαν και προσφέρθηκα να ερευνήσω την υπόθεση του δωρεάν, μόνο και μόνο γιατί μου κινούσε το ενδιαφέρον. Φυσικά ο Λέττερμαν δεν μπόρεσε να αρνηθεί μια τέτοια προσφορά. Προς τιμήν του βέβαια, μου πρότεινε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, μετά την επιτυχής σύλληψης της σπείρας. Αρνήθηκα. Είχα ήδη πάρει την αμοιβή μου».
«Τότε γιατί δεν είπες στην κύρια Χάντσον ότι πράγματι ανάλαβες την υπόθεση της ανιψιάς της;»
«Α! Δεν θέλω να κυκλοφορήσει πως ανέλαβα μια συνηθισμένη υπόθεση. Έχω καταφέρει να προσελκύω μόνο τις πιο…εκλεπτυσμένες και ασυνήθιστες υποθέσεις και δεν θέλω να αλλάξει αυτό».
«Μη γνώτω η αριστερά τι ποιεί η δεξιά σου».
Ο ντεντέκιβ δεν απάντησε στο σχόλιο μου, μονάχα ένευσε καταφατικά.
Ύστερα από λίγο χαιρέτησα τον Χολμς και έφυγα από το διαμέρισμα της οδού Μπέικερ. Αισθανόμουν μια χαρά μέσα στην καρδιά μου. Οι παρατηρήσεις μου για τον Χολμς τελικά είχαν επιβεβαιωθεί. Δεν έβλεπα την ώρα να τα διηγηθώ όλα στην Μαίρη.
Σε αυτό το σημείο η ιστορία μου τελειώνει. Ελπίζω η προσπάθειά μου να την δημοσιεύσω να μην πήγε χαμένη. Εύχομαι ακόμα να αποτελέσει ένα καλό μνημόσυνο για την κύρια Χάντσον, στην οποία και οφείλεται η συμμετοχή τόσο του Χολμς, όσο και η δική μου σ’ αυτή την υπόθεση. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η ιστορία αυτή, όπως φυσικά και οι υπόλοιπες που έχω δημοσιεύσει με τον φίλο μου Σέρλοκ Χολμς, να σας αρέσουν τόσο πολύ ώστε να τις διαβάζετε ξανά και ξανά. Αυτό είναι άλλωστε το μόνο πραγματικό βραβείο, στο οποίο μπορεί να ελπίζει κάποιος, που πιάνει στα χέρια του την πένα.
Τ Ε Λ Ο Σ