Χριστούγεννα στην Έρημο, του Νίκου Θεοχαρίδη

Ο χρόνος είναι αμείλικτος.


Κι εγώ τον είδα να στέκει σαν σκηνή από παλιά καραβόπανα στο πουθενά. Έξω από τη σκηνή ένα μικρό αλογάκι σπασμένο από κάποιο καρουζέλ, σφηνωμένο στη μαλακή άμμο έστεκε όρθιο. Ήταν κάποτε ολόλευκο και η χαίτη του ξανθιά. Είχε ξασπρίσει όμως από τον καυτό ήλιο, λευκή και κίτρινη πλέον. Το ένα μάτι του μικρού αλόγου είχε σβηστεί. Η σέλα του, κόκκινη κάποτε, τώρα καφέ και βρόμικη.

Καρφώνουν τα άλογα του καρουζέλ στην άμμο, όταν γεράσουν, σκέφτηκα.

Και χάζεψα το παράταιρο κόσμημά της. Οι άνθρωποι που ζουν στην έρημο τη στολίζουν με τις πιο έντονες παραδοξότητες. Αστρόπλοια μικρά, πλαστικά άλογα, πλίθινα σπίτια, ζευγάρια καρφωμένα σε κάκτους. Είναι η λευκή σελίδα ποιητών που δεν έγραψαν τίποτε. Καθένας μας φτάνει εδώ και, επειδή δεν υπάρχει τίποτα πάνω της, ο καθένας μπορεί να βάλει ό,τι θέλει στο άδειο της σώμα. Γι’ αυτό την αγαπούν τόσο τα παιδιά της. Είναι ένας εν δυνάμει στολισμός, ελεύθερη, κενή. Κανείς δεν τη διαμόρφωσε. Βρίσκεις το κομμάτι που θέλεις να μείνεις και της βάζεις πάνω τα πράγματά σου. Ό,τι θέλεις να σε στολίζει. Η γη της ελεύθερης φαντασίας. Ανέχεται τα βρόμικα παιχνίδια σου, τα σκουριασμένα στολίδια, το νεκροταφείο των ξεχασμών και των ξεχασμένων. Η έρημος. Η γη της φτηνής ποίησης. Κανένα κτήριο δεν μπαίνει στη μέση. Όλο υπερβολή και ταπεινότητα.

Χάζευα το αλογάκι του καρουζέλ. Λίγο πιο πίσω κάποιος είχε στήσει μια πρόχειρη σκηνή. Ίσως κάποιος να ζούσε εκεί μέσα. Η τέντα της σκηνής τραβήχτηκε και βγήκαν δύο μικρά παιδιά. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Ήταν στην ηλικία του ψεύτικου αλόγου, πριν έρθει στην έρημο. Φορούσαν βρόμικα καφέ ρούχα, βγήκαν γελώντας από τη σκηνή και, όταν με είδαν, σάστισαν. Το αγόρι ήταν λίγα βήματα πιο μπροστά από εκείνη. Φοβήθηκαν. Το μικρό κορίτσι πλησίασε το αγόρι, στάθηκε δίπλα του και έπιασε το χέρι του.Δεν γελούσαν πια. Με στεναχώρησε που σοβάρεψαν. Ήθελα να τα μαλώσω. Γιατί η εικόνα του γέλιου τους και ο τρόπος που πήδηξαν προς τα έξω ήταν από εκείνες τις στιγμές που κρατάνε τη σκέψη σου.

Έμοιαζαν έτοιμα να ανέβουν σε κάποιο καρουζέλ και ίσως αυτό θα ξεκινούσε με εκείνη τη γνώριμη μουσική. Μπόρεσα ακόμα και να μυρίσω το ποπκόρν. Χαμογέλασα στα παιδιά. Γιατί, ήλπιζα, είναι το πιο άμεσο πράγμα που μπορούσα να κάνω για να με διαβάσουν. Η αμεσότητα του χαμόγελου, η διαφάνειά του. Όλοι μπορούν να σου χαμογελάσουν, μα εδώ στην έρημο ξεχωρίζεις εύκολα το πονηρό κλείσιμο του ματιού από το καθαρό.

Το κοριτσάκι μου ανταπέδωσε πρώτο, έπειτα το αγόρι.

«Κύριε;» με ρώτησε το αγόρι.

«Ναι, μικρέ».

«Κύριε, είστε ο Άγιος Βασίλης;»

Είμαι; αναρωτήθηκα. Τι κάνω τώρα; Το μόνο που ήθελα ήταν να τους δω και πάλι χαρούμενους να βγαίνουν όλο γέλια από τη σκηνή. «Ναι. Είμαι. Και έπεσα κατά λάθος εδώ. Μόνο που κάπου έχασα τον σάκο μου».

Τα μικρά σοβαρέψαν.

«Πρέπει να του το πούμε», είπε το κορίτσι κοιτώντας αυστηρά το αγόρι.

Το αγόρι κοίταξε το κορίτσι. Έπειτα εμένα. «Πες το εσύ. Θα θυμώσει πάντως να ξέρεις».

Κοιτούσε εμένα τώρα και τα φρύδια του έσμιξαν, χαμήλωσε το πρόσωπό του, άλλαξε η έκφρασή του. Ήταν γεμάτος θυμό.

«Θα θυμώσει και θα τα πάρει όλα», είπε το αγόρι κι έσφιξε τα χέρια γροθιές.

Το κορίτσι, ήρεμο ακόμα, έπιασε το χέρι του. Εκείνος χαλάρωσε τη γροθιά. Άνοιξε την παλάμη του και το κορίτσι αγκάλιασε με τα δάχτυλά της τα δικά του. «Ξέρεις πως είναι σωστό», ψιθύρισε στο αυτί του μικρού.

Άλλαξε πάλι το βλέμμα του, χαλάρωσε. «Κύριε», είπε το αγόρι, «ξέρουμε για εσάς. Βρήκαμε τον σάκο σας. Μαζί με το κατεστραμμένο έλκηθρο. Μάλλον θα πέσατε άσχημα και ξεχνάτε κάποια πράγματα».

«Ναι. Ζαλίστηκα και το έλκηθρο έπεσε στη γη. Χτύπησα το κεφάλι μου και από τότε προσπαθώ να βρω το σημείο που συγκρούστηκα και τον σάκο μου».

«Δεν θυμάστε τι χρώμα είχε, ε;» είπε το κορίτσι.

«Όχι. Είναι απ’ αυτά που έχω ξεχάσει».

Τους άρεσε η ιστορία αυτή. Τους έκανε να φέγγουν, γι αυτό τη συνέχιζα.

«Λοιπόν, κύριε», είπε τώρα το αγόρι γεμάτο περηφάνια. «Βρήκαμε τον σάκο με τα παιχνίδια σας. Νά, εδώ τον έχουμε». Μου έδειξε με το χέρι του πίσω τη σκηνή. «Τον ανοίξαμε, τον ξεδιπλώσαμε και ήταν γεμάτος πράγματα. Βρήκαμε κάποιους κορμούς εκεί που παίζαμε στην έρημο και τον στήσαμε σαν σκηνή. Για να έχουμε ίσκιο. Όμως, κύριε, δεν πήραμε τίποτα. Είναι όλα ακόμα μέσα στον σάκο σας».

«Απλά φτιάξαμε ένα μικρό σπίτι, για να μείνουμε», είπε το κορίτσι. «Θα μας το πάρετε;» ρώτησε και τα μάτια της μεγάλωσαν, για να μπορέσει να διαβάσει την απάντηση πριν καν την πω.

Το αγόρι έσφιξε τη γροθιά του, σκοτείνιασε πάλι το πρόσωπό του. Θα πολεμούσε, για να μην πάρω τη σκηνή τους.

«Δεν είναι ωραίο, μικρέ, να μεγαλώνεις πριν την ώρα σου», είπα στο αγόρι. «Χαλάρωσε τις γροθιές σου. Όχι, δεν θα τον πάρω τον σάκο μου. Για εσάς ήρθα. Σ’ εσάς τον έφερνα. Και τον βρήκατε». Κοιταχτήκαν και χαμογέλασαν. Σκέφτηκα τα καλά ψέματα. Τις σκληρές αλήθειες.

Όρμησαν και οι δυο στην αγκαλιά μου και με έσφιξαν.Το σώμα μου διπλώθηκε από τη φόρα τους και τους σήκωσα ψηλά, κάναμε μια περιστροφή και τους άφησα κάτω.

Ένιωσα σαν καρουζέλ που στροβιλίζεται φορτωμένο παιδιά. Άκουσα εκείνη τη μουσική και μύρισα ποπκόρν ξανά. Πόση ευτυχία πριν εξατμιστεί στον καύσωνα του στείρου καλοκαιριού; Όση μπορείς να χωρέσεις στις παιδικές σου τσέπες. Δεν έχει σημασία.

«Οι γονείς σας;» ρώτησα.

Συννέφιασαν τα πρόσωπα.

«Ο μπαμπάς είναι μέσα. Είναι άρρωστος. Σήμερα είναι χειρότερα. Κοιμάται από χθες το απόγευμα. Γι’ αυτό φτιάξαμε τη σκηνή. Να έχει ίσκιο. Να ξεκουραστεί. Η μαμά πέθανε χθες το πρωί. Είναι εδώ». Μου έδειξαν το ψεύτικο άλογο. «Ο μπαμπάς τη φρόντισε και έβαλε το αλογάκι από πάνω. Για να παίζουμε, όταν θα νιώθουμε μόνοι, είπε».

Η μητέρα τους ήταν θαμμένη από κάτω. «Μπορώ να δω τον μπαμπά;» ρώτησα.

«Ναι, κύριε», είπε το αγόρι. «Είναι μέσα στον σάκο με τα παιχνίδια σας».

Μπήκα στη σκηνή. Ήταν γεμάτη από αλογάκια καρουζέλ, κάποιες κούνιες, μικρά αεροπλανάκια σαν αυτά στα λούνα παρκ που χωράει ένα παιδί μέσα. Υπήρχαν κουκλάκια, ζώα λούτρινα. Και κάποια μουσικά όργανα. Η σκηνή ήταν πολύ μεγαλύτερη από μέσα. Κάπου στο βάθος είδα ένα μικρό κρεβάτι. Ένας άντρας ξαπλωμένος και σκεπασμένος με ένα σεντόνι. Είχα εκείνο το προαίσθημα πως ο άντρας είναι νεκρός. Το μύρισα μόλις μπήκα. Την απουσία ανάσας. Ο πατέρας ήταν νεκρός. Πλησίασα κοντά του. Είχε φύγει. Έκλεισα τα μάτια του. Βγήκα από τη σκηνή και πήγα κοντά τους. Έκατσα στα γόνατα. Τους κοίταξα.

«Πρέπει να βάλουμε τον μπαμπά μαζί με τη μαμά. Κάτω από το αλογάκι».

Κοιτάχτηκαν για λίγο ήρεμοι και σοφοί. Δυο αδέρφια που μοιράζονταν την έρημο και την κατάφαση. Το ήξεραν, απλά δεν υπήρχε κάποιος να τους το πει.

Σηκώθηκα, για να κάνω αυτό που πρέπει. Τα παιδιά ήταν σιωπηλά, καθώς βγήκα με τον άντρα στην αγκαλιά μου σκεπασμένο με το σεντόνι. Έσκαψα προσεκτικά έναν λάκκο δίπλα από το άλογο του καρουζέλ και τον άφησα εκεί. Τα παιδιά χέρι-χέρι από πάνω μου κοιτούσαν. Ήρεμα. Γαλήνια. Δεν έκλαψαν. Σκέπασα το σώμα. Μπήκα πάλι μέσα στη σκηνή. Πήρα ένα άλογο ακόμα από τη γωνία με τα άλογα και το έβαλα από πάνω. Ήταν τώρα δύο. Ένα για εκείνη, ένα για εκείνον. Από ένα για τα παιδιά τους. Μόλις τοποθέτησα και το δεύτερο, σταθήκαμε στην άκρη και τα κοιτάξαμε. Ο ήλιος έδυε.

Το αγόρι πήρε να κλαίει και έτρεξε μερικά μέτρα μακριά. Έκατσε στο χώμα.

Η μικρή έμεινε δίπλα μου δακρυσμένη και σιωπηλή.

«Πήγαινε να του μιλήσεις», της είπα. «Πήγαινε. Εσύ είσαι πιο δυνατή».

Η μικρή γυναίκα, που έγινε μάνα για τον αδερφό, πήγε και στάθηκε όρθια δίπλα του. Στο βάθος, ανάμεσα από τα σώματά τους, ο ήλιος ντύθηκε πορτοκαλί και πήρε να δύει.

Έβγαλα όλα τα αλογάκια έξω από τη σκηνή και άρχισα να τα στήνω μπροστά. Κάθε άλογο είχε ένα ελατήριο κάτω από την κοιλιά του και μια σιδερένια βάση, έτσι ώστε όταν κάποιο παιδί ανέβαινε πάνω, αυτό να τραμπαλίζεται μπρος-πίσω, σαν να τρέχει με τον αναβάτη.

Βρήκα ένα παλιό γραμμόφωνο στο οποίο έβαζες πετρέλαιο και έπαιζε. Έριξα λίγο μέσα από κάποια μπουκάλια που υπήρχαν στη σκηνή και η μουσική άρχισε. Άναψα κεριά ανάμεσα στα άλογα. Έστησα έναν πάγκο και έβαλα επάνω τα λούτρινα αρκουδάκια και τα υπόλοιπα παιχνίδια. Τους έδειξα πώς δουλεύει το γραμμόφωνο. Τους έμαθα να παίζουν με τα βελάκια και τον στόχο. Τους άλλαξα τα σεντόνια στο κρεβάτι.

Ήλπιζα, η έρημος θα φρόντιζε ώστε να μην πεινάσουν και να μη διψάσουν ποτέ.

Γιατί δεν μπορούσα να κάνω τίποτε γι’ αυτό. Εκείνη τα είχε ξεδιαλέξει.

Όπως εκείνα είχαν ξεδιαλέξει τα δυο αλογάκια που στήσαμε πρώτα.

Τη θλίψη και την αγάπη.

Και από εκεί, σιγά-σιγά, θα μάθαιναν να παίζουν και με τα άλλα παιχνίδια.

Ένας αυτόχειρας περιφέρεται σε μια μεταφυσική Έρημο. Η ανοιχτή πληγή στο χέρι του τον καλεί να περιπλανηθεί σε έναν τόπο πιθανοτήτων και αλλόκοτων υπάρξεων. Συναντά όντα που ζουν σε ένα παραληρηματικό ταξίδι εμμονής πένθους και ερωτικής έξαψης. Ανάμεσα τους βασίλισσα και κοινή ερωμένη η Έρημος, οδηγεί τον άντρα και τα πλάσματα στην προσωπική κορύφωση. Ο ήρωας ανακαλύπτει τον εαυτό του βοηθώντας τα παιδιά της να ολοκληρώσουν το ταξίδι τους.



Όταν συναντήσει τον  θηρευτή στο δεύτερο μέρος καταλαβαίνει πως θα πρέπει να αναμετρηθεί με περισσότερα από όσα νόμιζε. Τραγουδά βραχνά τα μπλουζ του καθώς η ιστορία του αποκτά μια νέα αίσθηση κατεύθυνσης. Η πληγή του πάντα θα αιμορραγεί και εκείνος πάντα, θα ζητά την μνήμη και την αγάπη. Ψάχνοντας τα σημάδια ενός όντως που κάνει ακόμα και την Έρημο να ανθίσει.