Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 10)

«Τρία» φωνάζει ο Μπλέικ και αμέσως όλοι μαζί τρέχουμε ολοταχώς για τον τερματισμό. Τα πόδια μου χτυπούν στο έδαφος, ενώ τα πνευμόνια μου επιχειρούν απεγνωσμένα να απορροφήσουν λίγο οξυγόνο. Νιώθω την καρδιά μου να βροντάει σαν σφυρί και είμαι σίγουρη πως δεν θα αντέξω μέχρι το τέλος. Δίπλα μου η Σύνθια με κοιτάζει με την άκρη του ματιού της και βάζει όση δύναμη της έχει απομείνει για να με προσπεράσει. Φυσικά, δεν πρόκειται να το αφήσω να συμβεί. Προστάζω τα πόδια μου να αυξήσουν ταχύτητα ενώ ταυτόχρονα εισπνέω όσο πιο βαθιά μπορώ, ώστε να γεμίσουν οι πνεύμονές μου. Γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω και παρατηρώ τον φωτεινό, ανοιξιάτικο ουρανό. Κλείνω τα μάτια και μετράω έως το τρία.
Όταν τα ξανά ανοίγω, ο ουρανός έχει γεμίσει με μουντά σύννεφα. Χαμογελάω με το επίτευγμά μου και ενεργοποιώντας για δεύτερη φορά τις πανίσχυρες και ξεχωριστές μου δυνάμεις, προστάζω τα σύννεφα να αδειάσουν το εσωτερικό τους στους τρείς αντιπάλους μου. Έπειτα από πέντε δευτερόλεπτα, μια αστραπή κατακλύζει τον ουρανό και τα σύννεφα ξεκινούν την εργασία τους. Ακούω την Σύνθια να βρίζει και της ρίχνω ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Γνωρίζω πως εκείνη πέρα από τη δύναμη του πάγου, μπορεί να ελέγχει το χιόνι. Ελπίζω να μην την χρησιμοποιήσει για να περάσει πρώτη τη γραμμή του τερματισμού.
Βλέπω την κόκκινη γραμμή που θα με οδηγήσει στη νίκη και ωθώ το σώμα μου προς το μέρος της. Κουνάω χέρια πόδια με όλη μου τη δύναμη και προσπερνώ τον Τριστάνο την τελευταία στιγμή. Ακούω την Οριάνα να φωνάζει υπερήφανα από τις καρέκλες και συνειδητοποιώ πως νίκησα. Κατάφερα να βγω πρώτη στην δεύτερη προετοιμασία για τη δοκιμασία εκλογής. Αυτό σημαίνει πως έχω μεγάλες πιθανότητες να επιτύχω και στην κανονική μάχη. Σκύβω και αρχίζω να βαριανασαίνω. Βήχω μερικές φορές και αφού καταναλώνω αρκετή ποσότητα νερού, πηγαίνω στο μέρος των εκπαιδευτών μου.
«Μπράβο!» αναφωνεί η Οριάνα χαρίζοντάς μου ένα από αυτά τα εκθαμβωτικά της χαμόγελα που τόσο έχω επιθυμήσει. Την ευχαριστώ και βολεύω το σώμα μου σε μια από τις πλαστικές καρέκλες. Σκουπίζω τον ιδρώτα από το μέτωπο μου και απλώνω τα πόδια μου μπροστά.
«Ευτυχώς σήμερα τα πήγες πολύ καλύτερα από χθες» λέει ο Μπλέικ φτάνοντας κοντά μου. Έχει τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος και τα πόδια του καρφωμένα στο έδαφος. Τα μακριά μαλλιά του είναι πιασμένα με ένα λαστιχάκι επιδεικνύοντας τις ακαταμάχητες γωνίες τους προσώπου του.
«Ναι» λέω, «ευτυχώς». Παρατηρώ τα χείλη του και βλέπω ένα μειδίαμα να κάνει την εμφάνισή του. Βάζω τα μαλλιά μου πίσω απ’ τα αφτί και ανακάθομαι χαμογελώντας. Γνέφει και έπειτα απομακρύνεται. Αφήνω έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό κι ρίχνω μια τολμηρή ματιά στον Τριστάνο.
Χθες με υπερασπίστηκε δίχως ίχνος φόβου. Έπρεπε να τον ευχαριστήσω, ωστόσο δεν γνώριζα εάν επιθυμεί να με ακούσει. Φοβάμαι πως αν τον πλησιάσω, θα με διώξει κακήν κακώς.
«Τα πήγες περίφημα» λέει η Οριάνα καθώς κάθεται δίπλα μου. Αποστρέφω το βλέμμα μου απ’ τον Τριστάνο και το καρφώνω στη Σύνθια, όπου είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα, λόγω του κατσαδιάσματος που δέχτηκε απ’ τους εκπαιδευτές της για την ανεπίτρεπτη ήττα της. Καταβάθος τη λυπάμαι.
«Ευχαριστώ. Αυτό το οφείλω σε εσένα και τις καταπληκτικές συμβουλές σου» λέω και της κλείνω το μάτι. Με σκουντάει με τον αγκώνα της και γελάει. Μένουμε σιωπηλές για μερικά λεπτά, όταν βλέπω την έκφραση του προσώπου της να σοβαρεύει.
«Μόνο δύο μέρες έμειναν» λέει σιγανά, περισσότερο στον εαυτό της παρά σε μένα. Δεν απαντάω, απλώς ξεβιδώνω το γαλάζιο καπάκι από το μπουκάλι του νερού.
Δύο μέρες μέχρι την έναρξη της πρώτης δοκιμασίας. Δύο μέρες πριν το τέλος της εξάσκησης. Δύο μέρες πριν το άγχος με καταπιεί ολοκληρωτικά.
«Καλύτερα να σηκωθείς, οι υπόλοιποι έχουν κάνει σειρά για την επόμενη δοκιμασία». Γνέφω και σηκώνομαι απ την θέση μου.
Φτάνοντας κοντά στον Κόνορ και τον Τριστάνο, στέκομαι ανάμεσά τους και περιμένω τις οδηγίες των εκπαιδευτών. Νιώθω τα βλέμματά τους επάνω μου, ωστόσο δεν γυρίζω να δω. Η Σύνθια μπροστά μου, μου ρίχνει ένα βλέμμα γεμάτο μίσος και απέχθεια. Της χαρίζω ένα λαμπερό χαμόγελο φανερώνοντας την λευκή οδοντοστοιχία μου κι εκείνη στραβομουτσουνιάζει ενοχλημένα.
«Επόμενο δοκιμασία, φωτιά» λέει ένας από τους πέντε εκπαιδευτές του Κόνορ. Η καρδιά μου σφίγγεται καθώς το μυαλό μου επαναλαμβάνει το όνειρο με το ενεργό ηφαίστειο. Εισπνέω όσο πιο βαθιά μπορώ, επιχειρώντας να αποδιώξω το άγχος.
«Θα σταθείτε στη μέση του στόχου, την ώρα που εμείς θα σας πετάμε φλεγόμενες σφαίρες» εξηγεί, ενώ τα μάτια του μεταφέρονται ανάμεσά μας. «Θα πρέπει να αποφύγετε με κάθε μέσο τις πύρινες μπάλες, καταλάβατε;». Κατανεύουμε όλοι μαζί. Δεν καταφέρνω να συγκρατηθώ και ρίχνω ένα γρήγορο βλέμμα προς τον Τριστάνο. Οι χτύποι της καρδιάς μου επιταχύνονται μόλις τα βλέμματά μας διασταυρώνονται. Με κοιτάζει με ένταση λες και μου εύχεται καλή επιτυχία. Η άκρη των χειλιών του κλίνει προς τα πάνω σε ένα μειδίαμα. Κουνάω ελάχιστα το κεφάλι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και επαναφέρω την προσοχή μου στον εύσωμο εκπαιδευτή.
«Πρώτα η Σύνθια, μετά ο Κόνορ, στην συνέχεια η Καρίνα και τέλος ο Τριστάνο» λέει . Ευτυχώς δεν είμαι πρώτη.
Παρακολουθώ την Σύνθια καθώς κατευθύνεται προς τον στόχο με το κεφάλι υψωμένο. Αυτή η κοπέλα δεν θα πάψει ποτέ να με εκπλήσσει. Την βλέπω να στέκεται μπροστά από τον στόχο, με την πλάτη κολλημένη επάνω του. Νιώθω ένα βάρος στο στομάχι καθώς φαντάζομαι τη στιγμή που θα σταθώ εγώ εκεί. Παίρνω μια βαθιά ανάσα καθώς, στην απέναντι πλευρά, ένας χρήστης φωτιάς ετοιμάζεται να εκτοξεύσει μια πύρινη σφαίρα. Νιώθω παράξενα, λες και φοβάμαι μήπως η Σύνθια δεν καταφέρει να αποκρούσει το χτύπημα έγκαιρα. Μπορεί να μην έχουμε και την καλύτερη σχέση, παρόλα αυτά, δεν θέλω να βρεθεί σε θανάσιμο κίνδυνο.
Παρακολουθώ με κομμένη την ανάσα, την σφαίρα να φεύγει με ταχύτητα φωτός από την παλάμη του χρήστη και να κατευθύνεται αστραπιαία προς το στομάχι της Σύνθια. Μισοκλείνω τα μάτια, ενώ η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Η κόκκινη μπάλα απέχει μόλις πέντε εκατοστά από τη Σύνθια. Κλείνω τα μάτια και όταν τα ξανανοίγω, η πύρινη σφαίρα έχει εξαφανιστεί. Ξεροκαταπίνω και αναστενάζω. Τα κατάφερε. Όλοι αρχίζουν να την επευφημούν, μαζί τους κι εγώ.
«Μπράβο» λέω μόλις επανέρχεται στην θέση της. Με κοιτάζει εξεταστικά έχοντας τα χέρια πάνω στου γοφούς. Τελικά αρκείται σε ένα ξερό ευχαριστώ.
Ευτυχώς, δεν έχω το ίδιο άγχος για τον Κόνορ μιας και φαίνεται πολύ πιο ικανός. Τον παρατηρώ καθώς γέρνει πάνω στο στόχο τελείως άνετος, με τα χέρια του σε ετοιμότητα. Δίχως χρόνο για χάσιμο, ο χρήστης στην απέναντι πλευρά, απελευθερώνει τη σφαίρα. Μέσα σε τρία δευτερόλεπτα, η πύρινη μπάλα έχει διαλυθεί από το νερό. Ο Κόνορ χαμογελάει υπερήφανα καθώς όλοι μας τον χειροκροτούμε.
Και τότε, ακούω το όνομά μου. Τα χέρια μου πέφτουν στα πλευρά μου και αρχίζω να τρέμω. Το στομάχι μου σφίγγεται, ενώ το άγχος που συσσωρεύεται στο στήθος μου, είναι αδύνατον να απελευθερωθεί. Ηρέμισε, λέω στον εαυτό μου. Ωστόσο δεν είναι κάτι που μπορώ να ελέγξω. Την τελευταία φορά που είχα μια τέτοια άσκηση, ήταν όταν επέστησα βασανιστήρια. Και η τελευταία φορά που είδα φωτιά, ήταν όταν η ίδια μου έκαιγε το σώμα την ώρα των αποτρόπαιων βασανιστηρίων του Φράνκ.
Αγνοώ τον κόμπο στο στομάχι μου και κατευθύνομαι προς τη μέση του στόχου. Οι χτύποι της καρδιάς μου φτάνουν σαν σφυριά στα αφτιά μου. Φόβος με κατακλύζει. Φόβος μιας τυχόν αποτυχίας. Φόβος για τυχόν νέα βασανιστήρια. Καταπίνω δίχως σάλιο. Το κεφάλι μου πονά, χρειάζομαι νερό. Φτάνω στον στόχο και γέρνω πάνω του. Βλέπω θολά τον νεαρό χρήστη της φωτιάς ακριβώς απέναντί μου, να σηκώνει το χέρι για να ρίξει τη σφαίρα. Ανοιγοκλείνω ελάχιστες φορές τα ματόφυλλά μου, σε μια προσπάθεια να εστιάσω την προσοχή μου επάνω του. Βλέπω κάτι φωτεινό να ξεπετάγεται μέσα από την παλάμη του και τότε είναι που όλα μαυρίζουν. Πέφτω κάτω και όλα γύρω μου σβήνουν. Δεν ακούω τίποτα, ούτε καν τους χτύπους της καρδιάς μου.

***

Ακούω φωνές να έρχονται από κάποιο μακρινό σημείο. Νιώθω το σώμα μου βαρύ σαν βράχο και το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί. Το δεξί μου χέρι τσούζει, ενώ τα μάτια μου είναι κλειστά. Κάποιος φωνάζει το όνομά μου, έχει βαθιά φωνή και τρυφερό τόνο στα λόγια του. Κάποιος άλλος σφίγγει το μπράτσο μου, το χέρι του είναι κρύο. Ακούω μια γυναικεία φωνή να λέει κάτι για βοήθεια. Που βρίσκομαι, τι συνέβη, όλα μου είναι άγνωστα. Νιώθω χέρια στην πλάτη μου. Κάποιος με σηκώνει για να με μεταφέρει. Που; Δεν ξέρω. Αισθάνομαι μια ζεστή ανάσα στο μέτωπό μου. Γνωρίζω αυτό το άγγιγμα, αυτή την καυτή αίσθηση. Βρίσκομαι στην αγκαλιά του Τριστάνο. «Όλα θα πάνε καλά» τον ακούω να λέει. Μένω μ’ αυτά τα λόγια, ώσπου με παίρνει ο ύπνος.

***

Σιγά-σιγά ανακτώ τις αισθήσεις μου. Ανοίγω με κόπο τα ματόφυλλα μου και τα ανοιγοκλείνω ελάχιστες φορές, ωσότου τα μάτια μου προσαρμοστούν στο έντονο φως. Το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι ένα άσπρο, ξεφλουδισμένο ταβάνι. Γυρίζω ελάχιστα το κεφάλι και μορφάζω απ’ τον πόνο που διατρέχει τη σπονδυλική μου στήλη. Κάποιος είναι ξαπλωμένος στον καναπέ, κάτω από το μεγάλο παράθυρο που διαθέτει το δωμάτιο. Εστιάζω την προσοχή μου επάνω του και συνειδητοποιώ πως είναι η Οριάνα. Τα κοντοκουρεμένα, ξανθά μαλλιά της είναι το κύριο χαρακτηριστικό της.
Διατρέχω με το βλέμμα μου και το υπόλοιπο δωμάτιο. Δεν έχω ιδέα που βρίσκομαι. Πιέζω τη μυαλό μου για απαντήσεις. Θυμάμαι την εξάσκηση, προσχωρούσα προς τον στόχο. Ένα μέλος της Φωτιάς θα μου πετούσε μια πύρινη σφαίρα, υποτίθεται πως θα την απέκρουα. Είμαι σίγουρη πως έφτασα στον στόχο, ωστόσο αδυνατώ να θυμηθώ τι συνέβη στην συνέχεια.
Επιχειρώ να ανακαθίσω, μόνο που δεν τα καταφέρνω. Το χέρι μου τσιρίζει από πόνο. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου συγκρατώντας τις κραυγές μου και του ρίχνω μια βιαστική ματιά. Τότε είναι που προσέχω μια άσπρη, γλοιώδη αλοιφή να το καλύπτει από τον αγκώνα έως τον ώμο. Πιέζω για ακόμη μια φορά το μυαλό μου να θυμηθεί και αυτή τη φορά λαμβάνω περισσότερες εικόνες απ’ όσα συνέβησαν. Θυμάμαι πως έπεσα κάτω, θυμάμαι τη φωνή του Τριστάνο να με καθησυχάζει. Λιποθύμησα.
«Καρίνα;» ακούω και στρέφω το πρόσωπό μου προς το μέρος απ’ όπου προέρχεται η φωνή. «Ξύπνησες;». Δεν προλαβαίνω να απαντήσω. «Είσαι καλά, πονάς κάπου;» ρωτάει η Οριάνα.
Αναστενάζω. «Μην ανησυχείς, είμαι μια χαρά» τη διαβεβαιώνω, «τι μου συνέβη;»
Με κοιτάζει προσεκτικά, ενώ τα μάτια της καρφώνονται στη θέα του παραθύρου. «Προφανώς φταίει η πολύωρη απομάκρυνση σου από το νερό. Τουλάχιστον έτσι λένε».
«Τι εννοείς ‘τουλάχιστον έτσι λένε’, δηλαδή εσύ έχεις άλλη άποψη;» ρωτάω με την καρδιά μου έτοιμη να βγει απ’ το στήθος μου. Είναι σπάνιο να αρρωστήσει κάποιος από εμάς. Οι μόνοι που έχουν προβλήματα όσον αφορά την υγεία, είναι οι Μέτοικοι. Ο οργανισμός τους είναι υπερευαίσθητος σε αντίθεση με τον δικό μας. Αποκλείεται να έχω κάποια μορφή ασθένειας, αυτό συμβαίνει σε σπάνιες περιπτώσεις και ποτέ δεν έχει παρουσιαστεί σε Ξεχωριστό.
«Δεν ξέρω, απλώς ανησυχώ για εσένα». Παίρνω το χέρι της μέσα στο δικό μου και το σφίγγω. Στο πρόσωπό της απλώνεται ένα στοργικό χαμόγελο.
«Έχουν δίκιο, η λιποθυμία μου οφείλεται στην έλλειψη νερού. Έχω ξανά πάθει κάτι παρόμοιο. Βέβαια όχι σε σημείο να πέσω ξερή, αλλά είχα ορισμένες “αναταραχές”» λέω και της χαρίζω ένα μικρό χαμόγελο. Αμέσως η έκφραση του προσώπου της σκοτεινιάζει.
«Και γιατί δεν έχουμε ενημερωθεί;» ρωτάει απομακρύνοντας το χέρι της απ’ την παλάμη μου.
«Δεν ήθελα να το πω». Η Οριάνα πετάγεται απ’ το κρεβάτι και με κοιτάζει στα μάτια.
«Τι θα πει αυτό; Έχεις ιδέα πόσο σοβαρά θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα; Εάν μας είχες ενημερώσει, θα είχαμε πάρει τις κατάλληλες προφυλάξεις!»
«Όχι και δεν με νοιάζει, έκανα αυτό που θεώρησα σωστό για τον εαυτό μου»
«Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα τι είναι σωστό και τι όχι!» φωνάζει με τα μάτια της διάπλατα ανοιγμένα από την σύγχυση, «Υπάρχουν σοβαρές επιπλοκές σε άτομα με τέτοιες ευαισθησίες, Καρίνα! Θα μπορούσε να σου έχει συμβεί οτιδήποτε, θα μπορούσες να βρίσκεσαι σε άθλια κατάσταση! Πες μου λοιπόν το λόγο που θεώρησες σωστό να αποκρύψεις κάτι τόσο σημαντικό!»
Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. «Επειδή φοβήθηκα!» λέω ενώ σκουπίζω τα βρεγμένα μαγουλά μου. Όλα όσα έκρυβα μέσα μου τόσο καιρό, απελευθερώνονται μεμιάς. Ξεσπάω σε αναφιλητά.
«Φοβήθηκα μήπως… αναγκαστώ… να περάσω… μια δοκιμασία για την έλλειψη νερού» τραυλίζω. Με κοιτάζει με το στόμα μισάνοιχτο.
Είναι έτοιμη να απαντήσει, όταν η πόρτα ανοίγει. Σκουπίζω βιαστικά τα μάτια μου και ρουφάω τη μύτη μου ανακτώντας λίγη από την αυτοκυριαρχία μου. Από το άνοιγμα της πόρτας, ξεπροβάλει ο Κρίστοφερ.
«Ξύπνησε;» ρωτάει.
Η Οριάνα πλησιάζει την πόρτα και τον βγάζει έξω. Μένω μόνη στο δωμάτιο, με τα μάτια μου ακόμη βουρκωμένα. Το (χτυπημένο;) μπράτσο μου τσούζει και δεν μπορώ καν να θυμηθώ πως βρέθηκε σ’ αυτή την κατάσταση. Και τι στο καλό μπορεί να εννοούσε η Οριάνα; Σοβαρές επιπλοκές; Δεν καταλαβαίνω.
Ένα χτύπημα στην πόρτα με βγάζει απ’ τις σκέψεις μου. Ανακάθομαι στο σκληρό στρώμα και περιμένω την είσοδο της Οριάνα. Ωστόσο δεν βλέπω τα κοντά, ξανθά μαλλιά της. Ούτε το μικρό ανάστημα της. Στο άνοιγμα της πόρτα, βλέπω μαλλιά στο χρώμα τη πίσσας και σώμα γεροδεμένο από την πολύωρη γυμναστική. Ξεροκαταπίνω με την απρόσμενη αυτή άφιξη.
«Τριστάνο» λέω σιγανά. Την τελευταία φορά που βρέθηκα κοντά του, ήμουν μέσα σ’ αυτά τα καλογυμνασμένα μπράτσα.
Τον παρακολουθώ να ρίχνει μια ματιά στο διάδρομο και στη συνέχεια να κλείνει την πόρτα πίσω του. Η χαρακτηριστική του φράντζα καλύπτει το δεξί του μάτι. Είναι τόσο όμορφος με τη μαύρη του φόρμα και το σκούρο μπλε φανελάκι του. Η χτύποι της καρδιάς μου αρχίζουν να επιταχύνονται, καθώς πλησιάζει προς το μέρος μου με ένα μικρό χαμόγελο να σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών του.
Αφού κάθετε στην άκρη του στρώματος μου, παίρνει την παλάμη μου μέσα στη δική του. Λάθος, είναι λάθος! Απαγορεύεται! Φωνάζει μια μικρή φωνούλα στο βάθος του μυαλού μου, ωστόσο την αγνοώ πλήρως. Ποτέ άλλοτε δεν ήθελα να είμαι με κάποιον τόσο πολύ. Αισθάνομαι κατά έναν παράξενο τρόπο, πως δεν γεννήθηκα για να γίνω Θεά Ηγέτης, αλλά για να είμαι μόνο μαζί του. Και είναι τόσο λάθος. Μόλις γνωριστήκαμε, σε λίγες εβδομάδες θα αναγκαστούμε να μονομαχήσουμε, είναι αδύνατον να είμαι μαζί του.
«Είσαι καλά;» ρωτάει, προφέροντας αυτές τις δύο λεξούλες με απίστευτη τρυφερότητα. Ο αντίχειράς του χαϊδεύει την παλάμη μου.
«Ναι» σχηματίζω με το στόμα μου και κουνάω το κεφάλι θετικά. Γελάει ανεπαίσθητα και σπρώχνει το σώμα του λίγα εκατοστά πιο κοντά στο δικό μου. Καρφώνει τα μάτια του στα δικά μου και όλη του έκφραση σοβαρεύει. Τα χείλη του απομένουν ανέκφραστα και τα μάτια του κρύβουν… δεν ξέρω.
«Ποτέ στη ζωή μου δεν…» ξεκινάει να λέει. Σταματάει απότομα και αφήνει το χέρι μου. Αμέσως όλο μου το σώμα παγώνει. Τον κοιτάζω παραξενεμένη και το στομάχι μου δένεται κόμπος. Αποφεύγει το βλέμμα μου και σηκώνεται όρθιος αφήνονται μερικές ζάρες στο σημείο όπου καθόταν.
«Καρίνα, ειλικρινά, δεν ξέρω τι μου συμβαίνει» λέει, «δεν… δεν μπορώ να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου». Μένω με το στόμα ορθάνοιχτο. Αδυνατώ να σκεφτώ μια σωστή απάντηση, έτσι περιμένω να συνεχίσει.
«Είπα πως είναι επειδή ήσουν η πρώτη από τους Ξεχωριστούς που γνώρισα, τουλάχιστον έτσι έλεγα στον εαυτό μου. Όμως σήμερα…», η φωνή του σπάει. Τα μάτια του είναι απομακρυσμένα, θέλω να τον αγκαλιάσω και να του πω πως κι εγώ νιώθω το ίδιο. Ωστόσο ξέρω πως είναι λάθος. Όλα αυτά είναι λάθος.
«Σήμερα, όταν σε είδα να πέφτεις και τη φωτιά να πετάγεται πάνω στο χέρι σου» λέει και δείχνει το κάτασπρο από της αλοιφή μπράτσο μου, «ένιωσα κάτι μέσα μου να σπάει. Δεν είμαι σίγουρος καν πως αντέδρασα μέσα στον πανικό μου. Θυμάμαι μόνο ότι έτρεξα αμέσως για να δω αν είσαι καλά, είχες λιποθυμήσει. Σε πήρα γρήγορα για να σε μεταφέρω σε κάποιο αυτοκίνητο… μετά όλα είναι θολά. Κάποιοι πρέπει να σε πήραν».
Νιώθω τον πόνο του να μετατρέπεται στιγμιαία σε δικό μου. Μπορώ να αισθανθώ τις τύψεις που τον τρώνε επειδή δεν κατάφερε να μου προσφέρει την κατάλληλη βοήθεια. Τον παρακολουθώ να ορθώνει τα σώμα του και να στέκεται μπροστά από το παράθυρο, με την πλάτη γυρισμένη σε μένα.
Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, καθώς σηκώνομαι αργά και αθόρυβα από το μεταλλικό κρεβάτι. Αγνοώντας τον πόνο, σπρώχνω το σώμα μου για να σταθεί όρθιο. Προσπαθώ να μην του αποσπάσω την προσοχή την ώρα που κάνω τα απαιτούμενα βήματα για να φτάσω κοντά του. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και τυλίγω τα χέρια μου γύρω του. Οι παλάμες μου κλείνουν γύρω από τους γυμνασμένους κοιλιακούς του. Τον σφίγγω δυνατά σφραγίζοντας τα μάτια μου για μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα. Το σώμα του είναι άκαμπτο, τα χέρια του πεσμένα στο πλάι. Δεν κάνει καμία κίνηση.
Ανοίγω τα ματόφυλλά μου και απομακρύνομαι από κοντά του. Τα μάτια μου τσούζουν. Δεν αντέδρασε, δεν μου ανταπέδωσε την αγκαλιά. Είμαι ηλίθια. Αποστρέφω το βλέμμα μου και βλεφαρίζω για να αποδιώξω τα καυτά δάκρυα. Ξαφνικά αρχίζω να ζαλίζομαι από την ορθοστασία. Ο Τριστάνο γυρίζει αστραπιαία και με μια επιδέξια κίνηση, με χώνει στην αγκαλιά του. Τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και με σφίγγει με δύναμη που είναι ικανή να πνίξει άνθρωπο. Στην αρχή δεν αποκρίνομαι, είμαι πολύ σαστισμένη για να κάνω το οτιδήποτε. Όταν όμως αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει, τον τραβάω πάνω μου όλο και πιο σφιχτά. Ακουμπάω το κεφάλι μου στο στέρνο του και αφήνομαι στην θερμότητα του κορμιού του.




Δεν μπορώ να προσδιορίζω πόση ώρα μένουμε σ’ αυτή τη στάση, ωστόσο είναι σίγουρα αρκετή. Τον ακούω να καταπίνει, ενώ στη συνέχεια χώνει το πρόσωπο του στα μαλλιά μου και με φιλάει τρυφερά. Κλείνω τα μάτια και αγνοώ τον πόνο που περιβάλει όλο μου το σώμα. Για μια στιγμή αγνοώ τα πάντα. Αγνοώ τη δοκιμασία εκλογής, τους Θεούς Ηγέτες, ακόμη και το όνομά μου. Χάνομαι στην αγκαλιά του, επιθυμώντας να ξεχάσω όλα τα άσχημα πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή μου. Αναστενάζω σαν ερωτευμένο κοριτσάκι. Και τότε ξαφνικά, με μένα στην αγκαλιά του Τριστάνο, η πόρτα πίσω μας ανοίγει.


Δέσποινα Χρ.