Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 3)

Στέκομαι ακριβώς μπροστά σε έναν από τους οκτώ Θεούς Ηγέτες του κόσμου, δίχως να βλεφαρίζω. Τα πόδια μου τρέμουν απ’ τον φόβο που σπαρταράει μέσα μου, ωστόσο καταφέρνω να παραμείνω σταθερή, υιοθετώντας μια ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπό μου.
Τα λόγια μου πλανιούνται ακόμη στον αέρα κι αμφιβάλλω αν θα φύγουν ποτέ έως ότου κάποιος μιλήσει. Ο Ρίκ με κοιτάζει ευθεία μέσα στα μάτια και νιώθω τη διαμάχη που βρίσκεται σε εξέλιξη πιο ζωντανή από ποτέ. Γαλάζιο εναντίον Γκρίζου, Νερό εναντίον Φωτιάς, Ηγέτης εναντίον μέλους.
Περιμένω με κομμένη την ανάσα την επίπληξη, ωστόσο αυτή δεν έρχεται. Ακούω το σύρσιμο μιας καρέκλας και στη συνέχεια βήματα. Η Θεά Ηγέτης πλησιάζει προς το μέρος μας. Δεν γνωρίζω τι έχει κατά νου, αλλά ελπίζω ότι κι αν είναι αυτό να μην με οδηγήσει στο δωμάτιο βασανιστηρίων των εκπαιδευτών μου.
«Ρίκ» λέει η Ντέσι, τοποθετώντας το λεπτοκαμωμένο χέρι της στον ώμο του. Εκείνος δεν κουνιέται, είναι λες και όλος ο κόσμος συσσωρεύθηκε μες στα δύο μου μάτια και εκείνος δεν μπορεί παρά να τα θαυμάσει.
«Νομίζω πως η δεσποινίς ΝτιΦράι θα γίνει μία από εμάς» λέει τελικά. Κοιτάζει για λίγο ακόμη τα γαλανά μου μάτια και στη συνέχεια μετακινείται προς την πολυθρόνα του. Αφήνω έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Δεν είχα σκοπό να τον γοητεύσω, αλλά είμαι ικανοποιημένη με το επίτευγμα μου. Κάθομαι ξανά στον καναπέ και χαμογελάω απροκάλυπτα.
«Έχει μεγάλη σημασία για εμένα αυτό που μόλις είπατε» τεντώνω το κεφάλι, ακριβώς έτσι όπως μου έμαθαν να κάνω. Το να είσαι μια Θεά Ηγέτης απαιτεί κι άλλες γνώσεις πέραν εκείνης του πολεμιστή.
«Ξέρεις» αρχίζει να λέει η Ντέσι, «είσαι ακριβώς όπως ήμουν κι εγώ στην ηλικία σου» ένα μικρό χαμόγελο σχηματίζεται στην άκρη των χειλιών της. «Δυνατή αλλά και ντροπαλή, θαρραλέα αλλά και δειλή, ευγενική… αλλά κι ανάγωγη» επισημαίνει την τελευταία λέξη. Έχω ήδη πιάσει το υπονοούμενο, ωστόσο το κεφάλι μου παραμένει υψωμένο. Κάνει λάθος. Δεν είμαι ντροπαλή, αλλά είμαι δυνατή. Δεν είμαι θαρραλέα, ωστόσο είμαι δείλη. Δεν είμαι ευγενική, είμαι μόνο ανάγωγη.
«Ίσως κι να έχετε δίκιο» λέω. Τα μάτια μου πηγαινοέρχονται ανάμεσά τους. Στο πρόσωπο του Ρίκ είναι χαραγμένο ένα σαρδόνιο χαμόγελο, που όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να καταλάβω τι υποδηλώνει. Η Ντέσι σφίγγει τα χείλη της, σαν να προσπαθεί να καταπιεί αυτά που θέλει να πει. Απορώ πως κέρδισαν αυτοί οι δύο ενώ είναι τόσο διαφορετικοί. Συνήθως οι δύο που εκλέγονται για Ηγέτες οφείλουν να συμμερίζονται ο ένας τις απόψεις του άλλου. Κυρίως όμως οφείλουν να έχουν κοινή γνώμη και σκέψη για την αποφυγή λάθος αποφάσεων.
«Πάντως» λέει ο Ρίκ, «οφείλω να ομολογήσω πως και από τις δεκάξι απαντήσεις που έχω πάρει στη συγκεκριμένη ερώτηση, η δική σου ήταν η μοναδική που μου εξέπληξε τόσο». Σμίγω τα φρύδια μου σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσω αν τα λόγια του υπονοούν κάτι θετικό ή αρνητικό.
«Τόσο;» ρωτάω, «δηλαδή υπήρξαν κι άλλοι που κατάφεραν να σας εκπλήξουν;»
Μολονότι δεν μπορώ να κοιτάξω το πρόσωπό μου, γνωρίζω πως είναι καλυμμένο με ένα πονηρό χαμόγελο. Σκέφτομαι για μια στιγμή τον πατέρα μου και την Οριάνα, αν βρίσκονταν μαζί μου σ’ αυτή την αίθουσα θα είχα σίγουρους μπελάδες.
«Δεν είναι κάτι που πρέπει να γνωρίζεις» λέει η Ντέσι πριν προλάβω να δεχθώ την απάντηση του Ρίκ. Εκείνος της ρίχνει ένα βλέμμα που αδυνατώ να αποκρυπτογραφήσω, ενώ στη συνέχεια τα μάτια του επιστρέφουν σε μένα.
«Ναι» μου αποκρίνεται. «Ήταν ένα αγόρι», πλέκει τα δάκτυλα μεταξύ τους κι ανακάθεται. «Ήταν κι εκείνος μέλος του Νερού. Αν θυμάμαι καλά τον έλεγαν Τρίστιαν;», κάνει μια παύσει για να σκεφτεί κι έπειτα από λίγο ολοκληρώνει. «Όχι, ήταν Τριστάνο».
Προσπαθώ να θυμηθώ κάποιον με το συγκεκριμένο όνομα, ωστόσο ακόμη κι αν ξέρω –που δεν ξέρω- δεν θα είναι εκείνος. Δεν έχω γνωρίσει κανέναν από τους αντιπάλους μου.
«Κανονικά απαγορεύεται να σου δώσω τέτοιες πληροφορίες, αλλά μιας και είσαι τόσο περίεργη…», δεν ολοκληρώνει την πρότασή του. Τα λόγια του αιωρούνται ακριβώς όπως τα δικά μου.
Τον κοιτάζω κι εκείνος μου ανταποδίδει το βλέμμα. Δεν ξέρω τι ακριβώς προσπαθώ να πετύχω, ίσως να τον προκαλέσω ώστε να μου δώσει περισσότερα στοιχεία για εκείνο το αγόρι. Ωστόσο δεν είναι απαραίτητο να μάθω σήμερα, αύριο θα τους γνωρίσω όλους.
«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγεις» λέει η Ντέσι, «θα σε περιμένουν».
Νεύω και σηκώνομαι από το αναπαυτικό κάθισμα. Και οι δύο Ηγέτες κάνουν να σηκωθούν, αλλά εγώ τους διακόπτω με ένα σύντομο κούνημα του χεριού μου.
«Χάρηκα που σας γνώρισα» λέω κι κατεβάζω ελάχιστα το κεφάλι ως ένδειξη σεβασμού. Περπατάω ως την πόρτα και σηκώνω το χέρι μου στο πόμολο. Λίγο προτού η πόρτα ανοίξει, ακούω τον Θεό Ηγέτη το Αέρα να μου εύχεται καλή επιτυχία.

***

«Πως πήγε;» ρωτάει η μητέρα μου μόλις επιστρέφουμε σπίτι. Δεν απαντάω αμέσως. Απλώς βγάζω τα πέδιλα μου και τα τοποθετώ στην ξύλινη παπουτσοθήκη, πλάι στην εξώπορτα. Νιώθω το σώμα μου εξουθενωμένο παρά την ενέργεια της θάλασσας που με περιβάλλει.
Πέρα από τους δύο Θεούς Ηγέτες του Αέρα, συνάντησα και τους δύο της Φωτιά. Δεν θα έλεγα ότι πήγε και πολύ καλά. Οι σχέσεις μας με το συγκεκριμένο στοιχείο δεν είναι και πολύ καλές, και γενικώς οι διαμάχες ανάμεσα στα μέλη του Νερού και της Φωτιάς είναι πολύ έντονες τα τελευταία χρόνια. Εξάλλου δεν με ενδιαφέρει και ιδιαίτερα τι σκέπτονται για μένα δύο Ηγέτες σαν του λόγου τους. Είναι απίστευτα αφιλόξενοι αν σκεφτεί κανείς πως αρνήθηκαν να με δουν λόγω των δυνάμεών μου. Θα είχαμε φύγει αμέσως, ωστόσο αγνόησα τα λόγια όλων και εισέβαλα στο γραφείο τους. Δεν χρειάζεται να αναφέρω πως μας πέταξαν έξω.
«Νομίζω πως θα στα εξηγήσει καλύτερα ο μπαμπάς» λέω. Της δίνω ένα φιλί στο μάγουλο και κατευθύνομαι προς τις σκάλες.
«Δεν έχεις να πας πουθενά», το χέρι του πατέρα μου τραβάει το δεξί μου μπράτσο. Αφήνω έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό και γυρίζω να τον κοιτάξω. Τα γαλάζια μάτια του αναζητούν τα δικά μου.
«Θα κάτσεις κάτω και θα εξηγήσεις στη μητέρα σου όλα όσα έγιναν σήμερα»
«Είναι απαραίτητο όλο αυτό;» λέω και σηκώνω τα μάτια μου προς τα πάνω. Νιώθω την παλάμη του να πιέζει το μπράτσο μου, έτσι αναστενάζω.
«Καλά»
Το χέρι του απελευθερώνει το δικό μου και περπατάμε κι οι δύο προς τον καναπέ.
«Κάθισε» μου λέει. Υπακούω.
Όταν καθόμαστε και οι τρεις, τα μάτια των γονιών μου καρφώνονται πάνω μου. Νιώθω άβολα, αλλά καταφέρνω να το κρύψω.
«Θα μου εξηγήσεις κάποιος προς τι άλλο αυτό;» λέει η μητέρα μου δείχνοντας με τα χέρια της το σημείο οπού κάθομαι εγώ με τον πατέρα μου.
«Τόσο άσχημα πήγε η συνάντηση με τους τέσσερις Ξεχωριστούς του Αέρα;». Σηκώνω την παλάμη μου προς το μέτωπό μου, για να αποδιώξω τον απαίσιο πονοκέφαλο. Η μητέρα μου δεν ενημερώθηκε καν για την αλλαγή και δεν είμαι πρόθυμη να της την εξηγήσω.
«Βασικά» λέει ο πατέρας μου, «η συνάντηση με τους Ξεχωριστούς αναβλήθηκε. Έγινε κάποιο μπέρδεμα κι στο στρατόπεδο του Αέρα είχε έρθει μια από τους τέσσερις του Νερού. Ο Κρίστοφερ επικοινώνησε με τους Θεούς Ηγέτες μας και εκείνοι συμφώνησαν να γίνει συγκέντρωση των δεκάξι στο συγκρότημα των Μέτοικων αύριο»
Η μητέρα μου σμίγει τα φρύδια της και νεύει.
«Τότε τι έγινε σήμερα;»
«Η Καρίνα συναντήθηκε με του Θεούς Ηγέτες του Αέρα και της Φωτιάς», τα μάτια του μένουν πάνω μου για αρκετή ώρα. «Τα υπόλοιπα θα στα εξηγήσει η ίδια»
Τρίβω τα χέρια μου πάνω στο απαλό ύφασμα της φούστας μου τιθασεύοντας τα περίπλοκα συναισθήματά μου. Θέλω να φωνάξω, να τσιρίξω και να κλάψω. Είχα την λανθασμένη εντύπωση πως ο μοναδικός άνθρωπος που εκνευριστικέ μαζί μου, ήταν ο Κρίστοφερ. Αν ήταν μόνο εκείνος δεν θα με πείραζε, ωστόσο νιώθω απαίσια όταν απογοητεύω τους γονείς μου.
«Δεν έγινε τίποτα, μαμά» λέω και ρίχνω ένα πληγωμένο βλέμμα προς τη μεριά του πατέρα μου. «Απλώς έκανα αυτό που μου έμαθαν. Να είμαι δυνατή, να έχω ελεύθερη βούληση και να κάνω τα πάντα για να αποδείξω την αξία μου»
Αισθάνομαι ήδη τον πόνο της επίπληξης μέσα μου. Περιμένω την φωνή του πατέρα μου να γεμίσει το σπίτι, καθώς θα μου υπενθυμίζει για χιλιοστή φορά πως ο πραγματικός λόγος που μου έμαθαν όλα αυτά είναι για να πάρω σωστές αποφάσεις και να είμαι μια σωστή Ηγέτης, εάν βέβαια φτάσει ποτέ εκείνη η μέρα.
«Μπορείς να πας στο δωμάτιό σου» είναι το μόνο που λέει.
«Μα…» κάνω να πω, αλλά με διακόπτει με ένα κούνημα του χεριού του.
«Δεν μπορώ να πιστέψω πως θεωρείς σωστό, το να εισβάλλεις μέσα στο γραφείο των Θεών Ηγετών της Φωτιάς δίχως να σου έχει δοθεί η άδεια», δεν φωνάζει. Τα λόγια του βγαίνει σαν ψίθυρος μέσα απ’ το στόμα του. Λες και το κάνει επίτηδες, για να μου υπενθυμίσει πόσο τον απογοήτευσα.
Ξέρω για άλλη μια φορά τι πρέπει να κάνω. Πρέπει να σκύψω το κεφάλι και να απολογηθώ. Αντ’ αυτού, σηκώνομαι όρθια και πηγαίνω να σταθώ ακριβώς μπροστά του. Γονατίζω έτσι ώστε να έρθουμε στο ίδιο ύψος και παίρνω τα χέρια του μέσα στα δικά μου. Είναι κρύα μα και συνάμα ζεστά. Είναι γεμάτα στοργή κι αγάπη.
«Συγχώρεσε με, πατέρα» λέω. «Φέρθηκα ανώριμα, παρόλο που μου έμαθαν να σκέφτομαι πριν πράξω. Σήμερα αντί να κοιτάξω κατάματα όλα όσα διδάχτηκα, τους γύρισα την πλάτη. Σε απογοήτευσα, όχι μόνο εσένα αλλά και τους εκπαιδευτές μου. Επιπλέον έδωσα τροφή σε εκείνους για να μας σχολιάζουν με κακόλογα»
Με κοιτάζει με το πιο υπερήφανο βλέμμα που έχω δει ποτέ. Μου χαμογελάει και γνέφει, ενώ στη συνέχεια κάνει πέρα τον εγωισμό του και με αγκαλιάζει. Είναι μια αγκαλιά στοργής, μια πατρική αγκαλιά. Και θα μου λείψει αν ποτέ γίνω κάτι παραπάνω από αυτό που είμαι ήδη.
Όταν απομακρυνόμαστε ο ένας απ’ τον άλλον, αισθάνομαι ευτυχισμένη. Η μητέρα μου έρχεται να σταθεί δίπλα μου και ακουμπάει το χέρι της στη μέση μου.
«Να είσαι ο εαυτός σου» μου ψιθυρίζει, «αλλά να ξέρεις και τη θέση σου». Πιέζω τα χείλη μου μεταξύ τους νεύοντας. Αυτοί είναι οι γονείς μου. Ξέρουν πότε να με επιπλήττουν και πότε να με στηρίζουν.
«Καλύτερα να πάω στο δωμάτιό μου» λέω. Είμαι εξουθενωμένη και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι το μαλακό στρώμα του ξύλινου κρεβατιού μου να με φωνάζει κοντά του. Μπορώ ήδη να ακούσω τα κύματα της φουρτουνιασμένης θάλασσας να σκάνε στον τοίχο του δωματίου μου.
«Πρώτα όμως να φας κάτι». Ετοιμάζομαι να διαμαρτυρηθώ, ωστόσο η μητέρα μου έχει κάνει ήδη μεταβολή και κατευθύνεται προς την κουζίνα.
Όταν ήμουν μικρή, αρνιόμουν πεισματικά να φάω το φαΐ μου. Δεν ήταν κάτι που έκανα επίτηδες, απλώς ένιωθα πως δεν το είχα ανάγκη. Στην πορεία έμαθα πως το φαγητό δεν το τρώμε επειδή το έχει ανάγκη ο οργανισμός μας, αλλά διότι χωρίς αυτό οι δυνάμεις μας εξασθενούν. Το ίδιο ισχύει και για το νερό.
«Πηγαίνω στο δωμάτιο, φέρε το φαγητό εκεί» φωνάζω για να ακουστώ έως το διπλανό δωμάτιο κι έπειτα περιμένω να πάρω την έγκριση της μητέρας μου. Αφού με διαβεβαιώνει πως θα το φέρει όταν είναι έτοιμο, ανεβαίνω αργά τα σκαλιά για τον επάνω όροφο.
Έχω ανέβει τα μισά, ώσπου σταματώ. Ακούω τον ήχο του κάθε σκαλοπατιού να τρίζει κάτω απ’ τα πόδια μου καθώς κάνω ένα βήμα πάνω, ένα βήμα κάτω. Δεν ξέρω το λόγο αυτής μου της πράξης, αλλά αισθάνομαι περίεργα στο άκουσμα του κάθε τριξίματος. Φέρνω στο μυαλό μου την συνάντησή μου με τους Ηγέτες του Αέρα, ο Ρίκ μου είχε πει ένα όνομα. Ένα βήμα κάτω, ένα βήμα πάνω. Ποιο ήταν το όνομα εκείνου του αγοριού; Τρίστιαν; Τριστίνο; Του έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, που θεώρησε σωστό να μου τον αναφέρει; Κουνάω το κεφάλι μου. Δεν έχει νόημα να το σκέφτομαι πια, όλα θα γίνουν γνωστά αύριο. Επτά βήματα κι φτάνω επάνω.
Μπαίνω στο δωμάτιό και κλείνω την πόρτα πίσω μου, δίχως να την κλειδώσω. Δεν μετακινούμε, απλώς γέρνω πάνω στο ξύλινη επένδυση και σφραγίζω τα μάτια μου με τις παλάμες μου. Νιώθω έναν έντονο πόνο στο πάνω μέρος του κεφαλιού μου, ωστόσο είναι υποφερτός.
Όταν ανοίγω και πάλι τα μάτια μου, βλέπω μαύρες κουκκίδες παντού σε όλο το χώρο. Ανοιγοκλείνω ελάχιστες φορές τα ματόφυλλά μου, αλλά δεν λένε να φύγουν. Η πολύωρη απομάκρυνση μου από το νερό, φαίνεται πως έχει αρνητικές επιδράσεις στον οργανισμό μου. Δυστυχώς, δεν είναι κάτι που θέλω να μοιραστώ ούτε με τους γονείς αλλά ούτε και με τους εκπαιδευτές μου. Όλα όσα με κάνουν ευάλωτη, αποτελούν μέρος της προετοιμασίας για τη δοκιμασία εκλογής. Εάν αναφέρω κι αυτό το ελάττωμα, θα πρέπει να το αντιμετωπίσω.
Απομακρύνομαι από την πόρτα και πηγαίνω προς το κρεβάτι. Ρίχνω το σώμα μου πάνω του και χτυπάω με δύναμη το κεφάλι μου στο μαξιλάρι. Γιατί είπα στον Ρίκ πως θέλω να γίνω Θεά Ηγέτης; Ήμουν ειλικρινής μαζί του ή απλώς κορόιδευα τον εαυτό μου; Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου σιχαινόμουν να πηγαίνω στις προετοιμασίες. Μισούσα τους εκπαιδευτές μου για όλα όσα με έβαζαν να κάνω. Περισσότερο ωστόσο τους μίσησα όταν με έβαλαν να περάσω εκείνα τα βασανιστήρια. Μόνο μια λέξη είχα πει, μόνο μία. Όχι.
Ήταν τρία χρόνια πριν, όταν ήμουν δεκαπέντε. Βρισκόμασταν στο δωμάτιο προπονήσεων, ετοιμαζόμουν να χρησιμοποιήσω τον πάγο για να καλυφθώ από ένα χτύπησα φωτιάς.
«Θα χρησιμοποιήσεις τον πάγο για να εξουδετερώσεις τη φωτιά;» είπε ο Φράνκ, ο μεγαλύτερος σε ηλικία εκπαιδευτής. Τώρα είναι πενήντα έξι.
Πλησίασε προς το μέρος μου έχοντας ως μάσκα την απειλή. Με κοίταζε με καθαρό μίσος, λες και τον είχα σκοτώσει με κάποιον τρόπο.
«Είσαι ηλίθια;» φώναξε. «Ο πάγος θα λιώσει και η φωτιά θα σε κάνει στάχτη», η βροντερή φωνή του ακούστηκε σε όλο το κτήριο. Με την άκρη του ματιού μου εντόπισα την Οριάνα να με κοιτάζει ανήσυχη. Ο φόβος της μου έδωσε περισσότερη αυτοπεποίθηση από αυτή που θα έπρεπε. Όρθωσα το κορμί μου και πριν το ξανασκεφτώ φώναξα όχι. Αυτή η μία λεξούλα ήταν αρκετή για να κάνει το μεγαλόσωμο άντρα εξαγριωμένο.
Μου έδωσε αμέσως ένα χαστούκι και στη συνέχεια με έσυρε ως την έξοδο. Με έχωσε μέσα σε ένα αυτοκίνητο κι με μετέφερε σε μια αποθήκη ελάχιστα μέτρα πιο κάτω. Τα μάτια μου γυάλιζαν απ’ τα δάκρυα, ωστόσο εκείνος δεν έδινε σημασία. Με τράβηξε μέχρι μέσα και με έδεσε πάνω σε μια καρέκλα.
«Για να δω αν θα αντιμιλήσεις ποτέ ξανά σε εκπαιδευτή σου» βροντοφώναξε. Στη συνέχεια δεν μπορούσα να δω, μόνο ένιωθα. Ένιωθα όλο μου το σώμα να παίρνει φωτιά, ένιωθα να τσουρουφλίζομαι ενώ η μύτη μου γέμιζε με τη μυρωδιά καμένης σάρκας. Τσίριζα, φώναζα, εκλιπαρούσα ώσπου η φωτιά σταμάτησε κι ένα τεράστιο μαχαίρι βυθίστηκε στο δεξί μου χέρι. Το ένιωσα να διαπερνά το δέρμα μου και να το ανοίγει στα δύο. Ένιωσα τον πόνο να μεταφέρεται σε ολόκληρο το σώμα μου, τόσο δυνατός, τόσο αληθινός. Άφησα μια απελπισμένη κραυγή καθώς το αίμα γέμιζε το θολό απ’ τα δάκρυα, οπτικό μου πεδίο. Στη συνέχει λιποθύμησα.
Νιώθω τα μάγουλα μου υγρά, έτσι τα σκουπίζω με την αναστροφή του χεριού μου. Αφού καταφέρνω να εμποδίσω με επιτυχία τα επόμενα δάκρυα απ’ το να κυλήσουν, τοποθετώ το αριστερό μου χέρι επάνω στο δεξί. Ψηλαφίζω αργά την περιοχή οπού είχε βυθιστεί το μαχαίρι και καταπίνω με δυσκολία. Έχω μια μικρή ουλή σε εκείνο το σημείο. Μια ουλή για να μου υπενθυμίζει συνεχώς αυτό που έζησα.
Ακούω έναν σιγανό χτύπημα στην πόρτα κι σηκώνομαι για να βοηθήσω τη μητέρα μου με το δίσκο. Τον τοποθετώ πάνω στο γραφείο και κάθομαι στην καρέκλα.
«Καλή όρεξη, γλυκιά μου» λέει. Πιάνω το πιρούνι και την ευχαριστώ.
Αφού έχω φάει, ξαπλώνω μπρούμυτα στο κρεβάτι και αφήνομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα.


Δέσποινα Χρ.