Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 2)

Βγαίνω από το φορτηγάκι εξαντλημένη από την πολύωρη διαδρομή και την απουσία νερού. Τα μάτια μου αργούν να συνηθίσουν στον δυνατό φως του ήλιου, έτσι αναγκάζομαι να βλεφαρίσω μερικές φορές πριν καταφέρω να επικεντρωθώ σ’ αυτό που βρίσκεται μπροστά μου.
Το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι μια κυρία, γύρω στα τριάντα να σπρώχνει ένα καρότσι. Τα μάτια της καρφώνονται πάνω μου, απίστευτα γκρίζα και διαπεραστικά, είναι λες και η λέξη Ηγέτης είναι γραμμένη στο κούτελο μου. Αποστρέφω το βλέμμα μου και σκουπίζω τις υγρές παλάμες μου στο πίσω μέρος της φούστας μου. Πρέπει να συνηθίσω αυτό τα μάτια, θα δω πολλά σήμερα. Αναρωτιέμαι για ένα λεπτό να έτσι φαινόμαστε κι εμείς στα μέλη των άλλων στοιχείων, αν τα χαρακτηριστικά, γαλάζια μάτια μας είναι το ίδιο έντονα σε εκείνους.
Η Οριάνα μου κάνει νόημα κι εγώ την ακολουθώ σιωπηλά. Παρακολουθώ συνεπαρμένη το τοπίο και καθώς περνάμε μπροστά από μια μικρή λιμνούλα, νιώθω το σώμα μου να χαλαρώνει και τους μυς να γεμίζουν ενέργεια. Αρκετά μέλη έχουν εγκαταλείψει τις παραθαλάσσιες εγκαταστάσεις μας κι έχουν μετακομίσει κοντά σε λίμνες σαν κι αυτή. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον τους ακολουθήσω.
«Είναι υπέροχα εδώ» λέω. Ξέρω πως κανείς δεν πρέπει να υποστηρίξει την πρότασή μου, ωστόσο αισθάνομαι πως όλοι σκέφτονται το ίδιο.
Στεκόμαστε για λίγα λεπτά πλάι στη λίμνη, εισπράττοντας όσο περισσότερη ενέργεια μας επιτρέπει ο οργανισμός μας. Εισπνέω βαθιά και εκπνέω παρατεταμένα, μ’ αρέσει η αίσθηση του καθαρού αέρα στα πνευμόνια μου έτσι συνεχίζω για αρκετή ώρα.
«Ώρα να πάμε στο κεντρικό κτήριο» λέει ο πατέρας μου ακουμπώντας το χέρι του πάνω στον ώμο μου. Αναστενάζω και στη συνέχεια ακολουθώ τους εκπαιδευτές μου.
Περνάμε ανάμεσα από δύο πελώρια δέντρα τα οποία πάνω τους έχουν καρφιτσωμένες δύο ταμπέλες, η μία γράφει “Ο αέρας συμβολίζει την ψυχή” ενώ η άλλη “Ο αέρας συμβολίζει την τόλμη”. Τα μάτια μου μεταφέρονται πέρα από τα φυτά και τα δέντρα και σταματούν πάνω σε ένα μικρό σιντριβάνι. Είναι ανενεργό πράγμα που μου δημιουργεί θλίψη. Πως μπορούν να έχουν κάτι τόσο όμορφο, αλλά να μην το χρησιμοποιούν;
Όντας κάτοχος του Νερού, δεν μπορώ να επιτρέψω σε αυτούς τους
ανθρώπους να χαραμίσουν ένα τέτοιο είδος κατασκεύασμα. Τα σιντριβάνια έχουν δημιουργηθεί για να αποπνέουν ζωή, αυτό έπρεπε να το γνωρίζουν.
Δίχως καθυστέρηση, στρίβω προς την αντίθετη πλευρά από εκείνη οπού ακολουθούν οι εκπαιδευτές μου και κατευθύνομαι προς το σιντριβάνι. Σταματάω ακριβώς μπροστά του και ακουμπώ το χέρι μου στα σκουριασμένα σημεία. Κλείνω τα μάτια και εισπνέω όσο πιο βαθιά μπορώ. Φαντάζομαι το νερό να βγαίνει σαν αντλία μέσα από τα χέρια μου. Σκέφτομαι τον συμβολισμό του νερού ως νέα ζωή και αναγέννηση. Και τη στιγμή που είμαι έτοιμη να απελευθερώσω τις δυνάμεις μου, πέντε δυνατά δάκτυλα τυλίγονται γύρω απ’ το μπράτσο μου τραβώντας με προς τα πίσω.
«Τι στο καλό κάνεις εκεί;» λέει ο Κρίστοφερ. Τα μάτια του πετούν σπίθες. «Θες να μας πετάξουν έξω;»
Νιώθω τα μάτια μου να καίνε, αλλά καταφέρνω να συγκρατηθώ. Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να βάλω τα κλάματα μπροστά σε εκείνον που με έμαθε να είμαι δυνατή.
Ξεροβήχω για να βρω τα λόγια μου. «Απλώς ήθελα να το δω να λειτουργεί» λέω κι τραβάω το χέρι μου αναγκάζοντάς τον να μ’ αφήσει.
«Που είναι το κακό;»
Κατεβάζει αργά το χέρι του κοιτάζοντας με δύσπιστα.
«Τολμάς και αντιμιλάς σε εκπαιδευτή σου;» η φωνή του βγαίνει σαν ψίθυρος. Σιγανή και προειδοποιητική, σημαίνει πως ξεπέρασα κάθε όριο. Αυτό που πρέπει να κάνω, είναι να κατεβάσω το κεφάλι και να απολογηθώ, αντ’ αυτού σηκώνω το κεφάλι ψηλά και τον κοιτάζω στα μάτια.
«Τι σόι Ηγέτης θα γίνω αν δεν έχω ελεύθερη βούληση;»
Περιμένω με κομμένη την ανάσα την αντίδρασή του, ωστόσο η έντονη διαμάχη διακόπτεται από την Οριάνα.
«Κρίστοφερ!» φωνάζει τρέχοντας προς το μέρος μας. Ο πατέρας μου την ακολουθεί περπατώντας γρήγορα, φαίνεται ανήσυχος αν και δεν θα έπρεπε, μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου.
«Τι στο καλό κάνετε;» λέει απευθυνόμενη και στους δύο μας. Δίχως να πάρει απάντηση στρέφει την προσοχή της στον Κρίστοφερ. «Βρίσκεις σωστό το να επιπλήττεις την εκπαιδευόμενη σου μέσα σε αντίπαλο έδαφος;» τα γαλάζια μάτια της είναι καρφωμένα στα επίσης γαλάζια δικά του. Δεν έχω καταλάβει ότι χαμογελάω ώσπου η Οριάνα στρέφεται σε μένα.
«Σταμάτα να χαμογελάς σαν χαζό και ζήτα συγνώμη αμέσως»
«Δεν υπάρχει λόγος να απολογηθώ» της πετάω πριν καλά καλά το καταλάβω. Νιώθω τα μάγουλά μου να βάφονται κόκκινα λες κι έχουν πάρει φωτιά, καθώς κάνει δύο μεγάλα βήματα προς το μέρος μου. Λίγο ακόμα κι τα κούτελά μας θα ενωθούν. Με κοιτάζει με μοχθηρία, ωστόσο δεν αποστρέφω το βλέμμα μου. Δυνατή, δυνατή, δυνατή.
«Αυτά να τα λες εκεί που πρέπει» λέει «όχι σε εμένα». Ξεροκαταπίνω, νιώθοντας ξαφνικά το λαιμό μου απίστευτα στεγνό.
«Τώρα ζήτα συγνώμη». Δεν περιμένω να το ακούσω άλλη φορά, στρέφω τα μάτια μου προς τον Κρίστοφερ και χαμηλώνω το κεφάλι.
«Συγνώμη για την απαράδεκτη συμπεριφορά μου, θα έπρεπε να ντρέπομαι για τον τρόπο που μίλησα σε έναν από τους πέντε εκπαιδευτές μου»
Δεν σηκώνω το κεφάλι έως ότου φεύγει.

***

Μετά από μια αμήχανη διαδρομή, φτάνουμε σε ένα μεγάλο κτήριο. Σηκώνω το βλέμμα μου προς τα πάνω αναζητώντας την οροφή του, ωστόσο ο ήλιος με αναγκάζει να κατεβάσω τα μάτια μου πριν καταφέρω να τη βρω.
«Εδώ θα συναντήσουμε τους δύο Θεούς Ηγέτες του Αέρα» λέει η Οριάνα έχοντας την προσοχή της στραμμένη στην είσοδο.
Όση ώρα περπατούσαμε, ο Κρίστοφερ συνάντησε δύο μέλη του στοιχείου μου. Είπε πως είναι εκπαιδευτές έτσι πήγε να μάθει τι συμβαίνει μαζί με τον πατέρα μου.
«Για ποιο λόγο είναι εδώ δύο Εκπαιδευτές του Νερού;» ρωτάω αγνοώντας την προηγούμενη πρότασή της. Περιμένω να απαντήσει, ωστόσο εκείνη απλώς ανασηκώνει τους ώμους.
«Ίσως να έχουν έρθει οι υπόλοιποι Ξεχωριστοί του στοιχείου μας» λέει έπειτα από λίγο. Περνάω το χέρι μου μέσα από τα καστανόξανθα μαλλιά μου σε μια προσπάθεια να αποδιώξω τα όνειρα της χθεσινής νύχτας. Δεν θέλω να ξανασκεφτώ κάτι που απαγορεύεται.
«Και τι θα γίνει αν είναι ένας από εκείνους;»
«Ή θα είναι ένας, δηλαδή εσύ ή θα είναι όλοι» απαντάει κατηγορηματικά. Η συζήτηση για εκείνη έληξε, ωστόσο δεν μπορώ να πω το ίδιο και για μένα. Θέλω να μάθω αν όντως έχει έρθει η στιγμή που περίμενα τόσα χρόνια.
«Ας καθίσουμε» λέει, δείχνοντας ένα παγκάκι με το δεξί της χέρι. Εγώ απλά νεύω και την ακολουθώ. Καθόμαστε και οι δύο ταυτόχρονα. Γέρνω το κεφάλι μου ελάχιστα ώστε να μπορώ να την επεξεργαστώ και εντυπωσιάζομαι απ’ το πόσο έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων όταν της ανατέθηκε η εκπαίδευσή μου. Θυμάμαι πόσο μου άρεσε να βρέχω τα μακριά, ξανθά μαλλιά της. Οποιοσδήποτε άλλος θα είχε θυμώσει, ωστόσο εκείνη απλώς γελούσε και μου έλεγε να σταματήσω. Τώρα τα μαλλιά της είναι κοντά, στο ύψος του σαγονιού και τα άλλοτε λαμπερά, γαλανά της μάτια, έχουν αντικατασταθεί με ένα μουντό, υγρό γαλάζιο. Το μόνο που έχει μείνει ίδιο, είναι το σώμα της. Πάντοτε ήταν αδύνατη και γυμνασμένη. Υπήρξαν και φορές που ήθελα να της μοιάσω.
«Φοβάμαι» λέω κι αμέσως επιπλήττω τον εαυτό μου που μπόρεσε κι είπε τέτοιο πράγμα μπροστά σε εκπαιδευτή. Είμαι μια δειλή, φοβητσιάρα, ανάγωγη νεαρή και δεν έχω καμία πιθανότητα να γίνω Θεά Ηγέτης.
Σκύβω το κεφάλι κι δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Έχω την γεύση του αίματος στη γλώσσα μου. Δεν απαντάει στην αρχή, πράγμα που μου προκαλεί άγχος.
«Μακάρι να μπορούσα να σου πω να μην φοβάσαι» λέει. Κοκαλώνω για μια στιγμή και πριν προλάβω να απαντήσω, εκείνη συνεχίζει. «Δυστυχώς η πίεση είναι μεγάλη κι το γεγονός ότι το στοιχείο μας θα δοκιμαστεί τελευταίο κάνει τα πράγματα χειρότερα». Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοεί. Νόμιζα πως το γεγονός ότι βγήκαμε τελευταίοι είναι θετικό, υποτίθεται πως θα έχουμε περισσότερο χρόνο για εξάσκηση. Επιπλέον θα έχω τη δυνατότητα να παρακολουθήσω τις δοκιμασίες και των άλλων στοιχείων.
«Τέλος πάντων» λέει. «Αυτό καλύτερα να μην το αναφέρεις στους υπόλοιπους εκπαιδευτές. Έχεις ήδη πάρει μια γεύση απ’ τα βασανιστήρια, δεν νομίζω να θες να ξαναζήσεις κάτι παρόμοιο»
Ασυναίσθητα κουνάω το κεφάλι. Μόνο μια φορά στα παρελθόν επέστησα βασανιστήρια. Μπορώ ακόμη να θυμηθώ τη φωτιά να τσουρουφλίζει το δέρμα μου, τα πόδια μου να γεμίζουν εγκαύματα και τη βαθιά λεπίδα ενός μαχαιριού να διαπερνά το αριστερό μου χέρι. Αναριγώ προς στιγμήν, εάν είχα τα δυνατότητα να σβήσω μια ανάμνηση, αυτή θα ήταν η μόνη σίγουρη επιλογή.
«Οριάνα, Καρίνα» γυρίζουμε αυτόματα το κεφάλι προς τα πίσω, οπού βλέπουμε το Κρίστοφερ μαζί με τον πατέρα μου να πλησιάζουν προς το μέρος μας. Η Οριάνα σηκώνεται έτσι την μιμούμαι.
«Τι συνέβη;»
Τα μάτια του Κρίστοφερ πηγαινοέρχονται ανάμεσα μας ώσπου σταματάν επάνω μου.
«Σήμερα θα συναντήσει μόνο τους Θεούς Ηγέτες του Αέρα, αύριο θα γίνει μία μικρή συγκέντρωση στο στρατόπεδο των Μέτοικων»
«Τι συγκέντρωση;» πετάγομαι πριν προλάβω να συγκρατήσω τον εαυτό μου.
Έξι μάτια καρφώνονται πάνω μου.
«Θα γίνει συγκέντρωση των δεκάξι Ξεχωριστών»

***

«Είμαι η Ντέσι Λάνκαστερ και από εδώ ο Ρίκ Δενίλ», δίνω το χέρι μου κουνώντας το κεφάλι χαρωπά. Δεν περίμενα οι Θεοί Ηγέτες του Αέρα να είναι τόσο αριστοκρατικοί, ωστόσο μόλις διάβηκα το κατώφλι έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
Η Ντέσι φοράει ένα μακρύ γκρίζο φόρεμα με δαντέλα. Τα μανίκια είναι πελώρια και αέρινα, παρόλα αυτά διάφανα. Το λαιμό της στολίζει ένα πανάκριβο κολιέ από άσπρες χάντρες, ενώ στα πιασμένα σε κότσο μαλλιά της, έχει στερεώσει αξιοθαύμαστα μια μικρή, ασημένια κορόνα. Τα μάτια της είναι όσο γκρίζα όσο και της γυναίκας που συνάντησα κατά την άφιξή μας, χαρακτηριστικό σύμβολο του Αέρα.
Ο Ρίκ απ’ την άλλη φοράει ένα γκρίζο κουστούμι με άσπρη γραβάτα. Στο χέρι του έχει περασμένο ένα ασημένιο ρολόι, αντίκα. Μάλλον οικογενειακό κειμήλιο. Τα δικά του μάτια έχουν μια διαφορετική απόχρωση του γκρίζου, είναι περισσότερο σαν γκριζοπράσινα. Περιέργως στο κεφάλι του δεν υπάρχει κορόνα. Ο Θεός Ηγέτης του Νερού φοράει συνεχώς το χρυσό του στέμμα.
Όταν πλέον έχουμε κάνει τις απαραίτητες συστάσεις, η Θεά Ηγέτης μου προτείνει να κάτσω.
«Είναι τιμή μου να γνωρίζω μια υποψήφια για Θεά Ηγέτης» λέει. Τα μάτια της λάμπουν κάθε φορά που το δυνατό φως του ήλιου πέφτει επάνω τους. Παρατηρώ τον τρόπο που η μύτη της κλείνει ελαφρώς προς τα πάνω ακριβώς όπως και η δική μου. Παρά την ηλικία της είναι εξαιρετικά όμορφη.
«Η τιμή είναι δική μου» αποκρίνομαι, χαρίζοντας της ένα χαμόγελο. Μου χαμογελάει κι εκείνη, ώσπου ο Ρίκ σηκώνεται από την πολυθρόνα και πλησιάζει προς το μέρος μου. Κάνει μερικά βήματα ωσότου φτάνει κοντά μου, έχοντας τα χέρια του κρυμμένα πίσω απ’ την πλάτη.
«Είσαι όμορφη, ευγενική και έξυπνη» λέει. Δεν ξέρω τον λόγο του κομπλιμέντου του, ίσως ήρθα εδώ για να με αξιολογήσουν.
«Ελπίζω να είσαι το ίδιο καλή και στην πάλη» τα μάτια του μετατοπίζονται από το πρόσωπό προς τα σώμα μου. Νιώθω τα μάγουλα μου να ζεσταίνονται. Τα ρούχα μου είναι χάλια σε σύγκριση με τα δικά τους. Δεν γνώριζα ότι θα ερχόμουν σ’ αυτή τη θέση γι’ αυτό έβαλα μια κολλητή γαλάζια μπλούζα, μια μαύρη φούστα και την μοναδική άσπρη ζακέτα που έχω.
Μόλις τα μάτια του κατεβαίνουν προς τα πόδια μου, συνοφρυώνομαι. Είχα ξεχάσει πως φοράω πέδιλα. Το κάτω μέρος των ποδιών μου πρέπει να είναι πάντα καλυμμένο μπροστά στους Θεούς Ηγέτες, είναι σύμβολο σεβασμού.
«Ποιο είναι ολόκληρο το όνομα σου;» η ερώτηση με βρίσκει απροετοίμαστη, ξεροβήχω πιστεύοντας πως κατ’ αυτόν τον τρόπο θα σταματήσω να νιώθω άβολα.
«Καρίνα Ρόνα ΝτιΦράι» αποκρίνομαι.
«Κάτοχος νερού;»
Νεύω.
«Ποιες είναι οι ξεχωριστές σου ιδιότητες;»
«Πάγος» αποκρίνομαι. Γιατί μου κάνει αυτές τις ερωτήσεις;
«Μόνο μία;»
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι. «Όχι» λέω. «Μπορώ να ελέγξω και τον καιρό»
Νεύει και συνεχίζει, «Έχεις αδέρφια;»
«Όχι»
Με κοιτάζει για λίγο σαν να προσπαθεί να πάρει μια απόφαση.
«Θέλεις να γίνεις μία από τους Οκτώ;». Είμαι έτοιμη να απαντήσω με ένα ξερό ναι, αλλά τελικά αλλάζω γνώμη.
«Πριν δεκατρία χρόνια, πέντε ξένοι μου χτύπησαν την πόρτα και είπαν στους γονείς μου πως έφτασε η στιγμή της εκπαίδευσης, δεν είπαν τίποτα άλλο, απλώς μπήκαν μέσα και με πήραν. Η ερώτηση που μου κάνετε τώρα θα έπρεπε να γίνει εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πριν δεκατρία χρόνια». Αισθάνομαι τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα, αλλά καταφέρνω να τα αποδιώξω με επιτυχία. Σηκώνομαι όρθια και μαζεύοντας όσο κουράγιο μου έχει απομείνει, αντικρίζω έναν από τους σημαντικότερους Ηγέτες του κόσμου στα μάτια.
«Αλλά μην ανησυχείτε, θα σας απαντήσω με ειλικρίνεια» Επιστρατεύω όλη μου τη θέληση για να πω τα επόμενα λόγια. «Ναι, ναι θέλω όσο τίποτα άλλο να γίνω μια Θεά Ηγέτης. Αυτό που δε θέλω… είναι η αποτυχία»

Δέσποινα Χρ.