Αλήθεια ή Ψέματα (Κεφάλαιο 5)

Μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι η ερώτηση απευθυνόταν σε εμένα. Τι έκανε εκείνος εδώ;
«Ε… Γεια. Τι… τι κάνεις εσύ εδώ;» του είπα κάνοντας την ίδια ερώτηση που μου έκανε κι εκείνος. Ηλίθια. 
«Είμαι εδώ γιατί…»
«Ζωή… Γιατί σταματήσαμε;» άκουσα το τσιράκι από πίσω μου και γύρισα να τον κοιτάξω μπερδεμένη «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ξανά με επιβλητική φωνή και γύρισα να κοιτάξω τον νεαρό προσπαθώντας να θυμηθώ το όνομα του. Μόνο που δεν το ήξερα. Δεν μου είχε συστηθεί στο μαγαζί.
«Είμαι ο Ερμής. Φίλος της Ζωής» συστήθηκε ο νεαρός και χαμογέλασα. Ερμής. Ωραίο όνομα. Όπως και ο ίδιος.
«Ζωή πρέπει να φύγουμε. Μιλάς με το φίλο σου άλλη φορά» το τσιράκι έπιασε το χέρι μου με μανία τραβώντας με μακριά και άρχισα να παραπατάω προς τα πίσω. 
«Αντίο» χαιρέτησα τον Ερμή κουνώντας του το χέρι και μετά από λίγο εξαφανίστηκε από το οπτικό μου πεδίο. Το τσιράκι συνέχισε να με τραβάει μπροστά χωρίς να κοιτάει πίσω του. Τα νεύρα μου.
«Θα σταματήσεις επιτέλους να κάνεις σαν ψυχοπαθής;» τράβηξα το χέρι μου από το δικό του καθώς αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τη σκάλα.
«Εσύ μπορείς να μου πεις τι σκεφτόσουν; Λίγο ακόμα να αργούσαμε και μπορεί να καταστρεφόταν όλο το σχέδιο. Νομίζεις ότι είναι παιχνίδι όλο αυτό;» είπε ανεβαίνοντας τα σκαλιά δύο-δύο κάτι που φυσικά δεν μπορούσα να κάνω εγώ με τα τακούνια και έμεινα να τον κυνηγάω.
«Απλώς είδα έναν γνωστό μου και ξαφνιάστηκα».
«Τότε να μάθεις να μην ξαφνιάζεσαι τόσο εύκολα» ήταν η μόνη απάντηση που πήρα από μέρους του. Ο ιδρώτας άρχισε να κυλάει στο πρόσωπό μου από την πολλή προσπάθεια να ανέβω τη σκάλα, η οποία παρεμπιπτόντως ήταν τεράστια.
Όταν επιτέλους φτάσαμε στο τέλος της, το τσιράκι έστριψε δεξιά σε έναν διάδρομο. Φτάσαμε σε μια τεράστια, άσπρη πόρτα και μου έκανε νόημα να κάνω ησυχία. Κάθισα στο πάτωμα χωρίς να με νοιάζει αν θα λερωθεί το κίτρινό μου φόρεμα και έβγαλα τα παπούτσια μου για να προσφέρω ανακούφιση στα πόδια μου. Μετά από δύο λεπτά έφτασε ένα ακόμα ζευγάρι, αναγνώρισα τον άντρα, ήταν ένας από τα τσιράκια αλλά η κοπέλα μου ήταν άγνωστη. Παρέμειναν κι εκείνοι σιωπηλοί μέχρι να μαζευτούν οι υπόλοιποι. Συνολικά ήμασταν πέντε ζευγάρια. Τρία από τα τσιράκια μπήκαν μέσα ενώ τα άλλα δύο πήγαν να αναισθητοποιήσουν τους φύλακες και να τους αφαιρέσουν τα όπλα. 
«Σαν το ψάρι έξω από το νερό» άκουσα μια γυναικεία φωνή δίπλα μου και γύρισα για να δω μια ξανθιά, γαλανομάτα να μου απευθύνει το λόγο. 
«Παρακαλώ;» απάντησα σμίγοντας τα φρύδια κι εκείνη χαμογέλασε.
«Κι εγώ έτσι ένιωθα την πρώτη φορά. Σαν ψάρι έξω από το νερό. Μην ανησυχείς θα το συνηθίσεις»
«Αυτή είναι η πρώτη και τελευταία φορά που κάνω κάτι τέτοιο» απάντησα ενστικτωδώς κι εκείνη μου χάρισε ένα μικρό χαμόγελο.
«Αυτό να φανταστώ είναι δικό σου συμπέρασμα. Γλυκιά μου θα έπρεπε να το είχες φανταστεί… όποιος μπλέκεται μαζί τους σε μία υπόθεση δεν ξεμπλέκεται εύκολα»
«Εμένα μου λες» στριφογύρισα τα μάτια μου αποσπώντας ένα νεύμα από εκείνη.
«Είδες που έρχεσαι στα λόγια μου; Γι’ αυτό μην έχεις πολλές ελπίδες ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα τον βοηθήσεις στις βρομοδουλειές του. Αν κρίνω κι από την επίδοσή σου εκείνος θα το εκμεταλλευτεί μέχρι εκεί που δεν παίρνει»
«Μου έκανες την καρδιά περιβόλι» δάγκωσα το κάτω χείλος μου κι εκείνη γέλασε.
«Έλενα» μου πρότεινε το χέρι της και της έδωσα το δικό μου.
«Ζωή. Χάρηκα»
Γνώρισα και τις υπόλοιπες κοπέλες αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Από στιγμή σε στιγμή θα ακουγόταν η σειρήνα. Τα δύο τσιράκια γύρισαν από την αποστολή τους χαμογελαστά.
«High five” είπε ο ένας στον άλλο και γύρισα τα μάτια μου περιπαιχτικά. Μέσα από τις πόρτες άκουσα ένα γυναικείο γέλιο. Τι χαρά! Τι ωραία που περνάμε βρε!
«Τις μεθάνε με το χημικό» μου εξήγησε η Έλενα και κούνησα το κεφάλι μου. Η πόρτα άνοιξε λίγο και είδα το κεφάλι ενός άντρα να ξεπροβάλλει.
«Να είστε έτοιμοι. Σε δέκα… Εννιά… Οχτώ… Εφτά» ξεκίνησε να μετράει αντίστροφα ψιθυριστά και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σε απίστευτους ρυθμούς. Δεν έβλεπα το τσιράκι πουθενά, ήταν ακόμα μέσα στο δωμάτιο «Έξι…» έβγαλα με μιας τα παπούτσια μου αντιγράφοντας τις κοπέλες μπροστά μου και τα κράτησα στο χέρι. Η Έλενα μου έδωσε κάτι που έμοιαζε με μάσκα προσώπου και την φόρεσα «Πέντε… Τέσσερα… Τρία… Δύο… Ένα»
Η σειρήνα άρχισε να χτυπάει ανελέητα στ’ αυτιά μου. Άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα γινόταν ακολουθώντας τους υπόλοιπους. Πέρασα μέσα από μια γκρίζα πόρτα όπου οδηγούσε σε σιδερένιες σκάλες. Ήμασταν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Προσπάθησα να κάνω τον εαυτό μου να ηρεμήσει, πράγμα δύσκολο στην παρούσα περίπτωση. Γύρισα το κεφάλι μου πίσω για να βρω το τσιράκι. Κακή ιδέα. Γιατί μαζί με το τσιράκι είδα και δύο φρουρούς να μας κυνηγάνε. Συνέχισα να προχωράω κοιτάζοντας μανιωδώς πίσω καθώς οι φύλακες μας έφταναν όλο και περισσότερο. Όταν τα πόδια μου ακούμπησαν τη γη άρχισα να τρέχω αλλά ταυτόχρονα άνοιξα την τσάντα μου. 
Ο πυροβολισμός που άκουσα πάγωσε το αίμα μου. Κοκάλωσα. Έμεινα ακίνητη. Κοίταξα αργά πίσω μου. 
«Μάξιμε;» φώναξα υπερβολικά δυνατά για τα γούστα μου. Το τσιράκι είχε πέσει κάτω στο έδαφος. Δεν κρατούσε πλέον το ψευδόγλυπτο. Είχε προλάβει να το δώσει στον φίλο του. Έδρασα ενστικτωδώς. Το χέρι μου έπιασε το πιστόλι και πυροβόλησα δύο φορές, τόσο γρήγορα που ζαλίστηκα. Είδα τους φρουρούς να πέφτουν κάτω και με τρεμάμενα πόδια έφτασα το τσιράκι.
«Μάξιμε;» ψιθύρισα παίρνοντας το πρόσωπό του στα χέρια μου. Δεν τον είχαν χτυπήσει σοβαρά ευτυχώς.
«Ποιος θα μου το έλεγε ότι θα χρειαζόταν να συμβεί κάτι τέτοιο για να σε ακούσω να λες το όνομά μου κανονικά» είπε σιγά αλλά δεν πρόλαβα να απαντήσω γιατί ήρθαν οι φίλοι του να τον βοηθήσουν να σηκωθεί. Έπρεπε να φύγουμε. Οι δύο φύλακες δεν ήταν βαριά τραυματισμένοι, με μια γρήγορη ματιά μάλιστα τους είχα χτυπήσει και τους δύο ξώφαλτσα αλλά όπως και να είχε το πράγμα θα ερχόντουσαν κι άλλοι.
Είχα δίκιο. Ήρθαν κι άλλοι. Μια στρατιά ολόκληρη. Τη βάψαμε.
«Σας είδαν; Είδαν τα πρόσωπά σας;»
Ήμουν μέσα στο γραφείο του μαφιόζου. Ο εξάψαλμος δεν είχε τελειωμό.
«Όχι φορούσαμε όλοι τις μάσκες που μας έδωσε η Έλενα. Αλλά την γλιτώσαμε στο παρατσάκ. Λίγο ακόμα και θα μας έπιαναν. Κάποιος είχε ξεχάσει να τους αφαιρέσει τα όπλα» είπε ο Μάξιμος λοξοκοιτώντας τον φίλο του που κατέβασε το βλέμμα του στο πάτωμα. 
«Τα είχα αφαιρέσει. Δεν φταίω εγώ. Βρήκαν καινούργια. Που να ξέρω τι έγινε;»
«Το γεγονός ότι είχαν υποπτευθεί ότι θα γίνει ληστεία το έχετε σκεφτεί;» ρώτησα ενώ άρχισα να βολεύομαι καλύτερα στη θέση μου.
«Αποκλείεται» απάντησε ο μαφιόζος χωρίς να με κοιτάξει.
«Αλήθεια; Και το γεγονός να υπάρχει κάποιος προδότης ας το πούμε ανάμεσά μας ή να έχουν και οι φίλοι σου τσιράκια δεν το σκεφτόμαστε ε;» γύρισα τα μάτια μου προς τα πάνω την ώρα που ήρθε να σταθεί μπροστά μου.
«Υπονοείς κάτι;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με στα μάτια και πήρα βαθιά ανάσα.
«Δεν υπονοώ τίποτα. Αλλά πρέπει να δοθεί μια εξήγηση σε όλο αυτό. Είπε ότι τους απέσπασε τα όπλα» έδειξα το φίλο του Μάξιμου ο οποίος ένεψε « Αλλά αυτοί παρά τη ζάλη τους από το χημικό ήταν σε θέση να βρουν καινούργια όπλα και σφαίρες σε χρόνο ντε-τε και να μας κυνηγήσουν τόσα άγρια που κατάφεραν κιόλας να πυροβολήσουν κάποιον από εμάς. Ε λοιπόν εδώ έχουμε ή πάρα πολύ καλή οργάνωση ή ένα τυχαίο γεγονός. Το μόνο που ξέρω εγώ είναι ότι όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά» του πέταξα στα μούτρα και χωρίς να περιμένω να μου απαντήσει σηκώθηκα για να φύγω. Δεν είχα άλλη δουλειά εδώ.
«Το όπλο…» άκουσα τη φωνή του μαφιόζου και γύρισα «Που το βρήκες;»
«Εσύ που λες να το βρήκα;» τον ρώτησα και βγήκα έξω από το γραφείο του. Ήταν όλοι εκεί. Περίμεναν να δουν τι θα τους κάνει ο μαφιόζος που σχεδόν αποκαλυφθήκαμε. Τι γλυκό. Προχώρησα χωρίς να πω λέξη αλλά με σταμάτησαν.
«Ει, Ζωή. Που πας; Θα μας πεις τι έγινε;» ήταν ένας άλλος φίλος του Μάξιμου και γύρισα να τον αντικρίσω.
«Δεν έχω ιδέα. Έφυγα. Δεν μπορούσα να κάτσω άλλο εκεί μέσα»
«Έφυγες; Σε άφησε έτσι;»
«Γιατί τι θα μπορούσε να μου κάνει;» τον ρώτησα όμως ήξερα πολύ καλά ότι αν ήθελε να μου κάνει κάτι ο μαφιόζος θα ήταν κάτι ζόρικο και βασανιστικό. Όμως πάλι δεν μπορούσε να μου κάνει τίποτα σωστά; Τον είχα σώσει. Αν δεν πυροβολούσα τους φύλακες τώρα σίγουρα θα είχαμε αποκαλυφθεί.
«Ζωή» ξανάκουσα το όνομά μου και αναστέναξα δυνατά.
«Τι είναι πάλι;» σχεδόν φώναξα και γυρίζοντας είδα τον Μάξιμο να έρχεται με αργό βήμα προς το μέρος μου.
«Ήθελα να σε ευχαριστήσω» μου χαμογέλασε και ένεψα.
«Δεν κάνει τίποτα. Πονάς;» έδειξα με το χέρι μου τον ώμο του κι εκείνος κούνησε το κεφάλι.
«Όχι μου έχουν βάλει αναισθητικό. Εσύ είσαι καλά;» ρώτησε και σταμάτησα να περπατάω. Είχαμε απομακρυνθεί από τους άλλους αλλά μπορούσα ακόμα να αισθανθώ τα περίεργα βλέμματα πάνω μου.
«Καλά. Όσο καλά μπορώ να είμαι μετά από τέτοια καταδίωξη»
«Δεν γνώριζα πως ήξερες να πυροβολείς» σήκωσε τα φρύδια του και πρόσθεσε «Πρέπει να αρχίσω να φοβάμαι;»
«Χα! Οπωσδήποτε» απάντησα και χαμογέλασε «Χθες έμαθα»
«Χθες? Και πέτυχες και τους δύο; Πραγματικά υπάρχει κάτι που να μην κάνεις καλά;»
«Ναι. Δεν ξέρω πώς να μην μπλέκομαι σε θανάσιμους μπελάδες»
«Δεν είσαι μόνη σου σε αυτό» είπε καθώς βγήκαμε έξω από το υπόγειο.
«Χαίρομαι» του χαμογέλασα προχωρώντας. Με σταμάτησε πιάνοντάς μου το χέρι.
«Πραγματικά άμα δεν ήσουν εκεί σήμερα δεν θα είχα γλιτώσει» με πλησίασε κι ενστικτωδώς έκανα ένα βήμα πίσω.
«Γι’ αυτό είναι οι φίλοι» του είπα αόριστα και πλησίασε πιο πολύ. Ένα ακόμα βήμα πίσω.
«Και όταν φώναξες το όνομά μου…» έφερε το πρόσωπό του εκατοστά μακριά από το δικό μου και τέλος τα βήματα για μένα. Με είχε κολλήσει στον τοίχο. Προσπάθησα να πάω πλαγίως αλλά μου έκοψε και πάλι το δρόμο «Ξέρεις τι έγινε όταν φώναξες το όνομά μου;» με ρώτησε και με το ένα του χέρι χάιδεψε το πρόσωπό μου.
«Τι;» ψιθύρισα κοιτώντας τον στα μάτια. Πρώτη φορά τα παρατηρούσα από τόσο κοντά. Ήταν όμορφα. Μεγάλα. Σκούρα. Αλλά το γλυκό το σκούρο. Υπήρχε κάτι τέτοιο; Δεν ήξερα…
«Ένιωσα ότι με πυροβόλησαν κι άλλη φορά. Νόμιζα ότι σου έκαναν κακό. Αχ και να μπορούσα εκείνη την ώρα να σηκωθώ να τους σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια» η φωνή του ήταν τραχιά. Προσπάθησα ξανά να φύγω. Δεν με άφησε. Δεν ήθελα να τον σπρώξω. Αναισθητικό ξεαναισθητικό θα πονούσε. Δεν ήθελα να τον πονέσω.
«Κοίτα, δεν» δεν πρόλαβα να τελειώσω την πρότασή μου. Τα χείλη του βρέθηκαν πάνω στα δικά μου με μανία. Δεν αντιστάθηκα. Γιατί να αντισταθώ άλλωστε… Γιατί…
Έφυγε. Με κοίταξε στα μάτια και μετά έφυγε. Κι εγώ έμεινα εκεί αποσβολωμένη. Σαν να μην ήξερα τι ήταν ο αέρας και πρώτη φορά τον ανακάλυπτα καθώς άρχισα να παίρνω βαθιές αναπνοές. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, πολύ δυνατά, αν μπορούσε κιόλας θα είχε σπάσει. Ένιωσα κάποιον να με ταρακουνάει. Δεν μπόρεσα να εστιάσω άμεσα αλλά μετά από λίγο το οπτικό μου πεδίο ήταν λιγότερο θολό. 
«Μπαμπά;»
«Ζωή είσαι καλά;» με ρώτησε και έπεσα στην αγκαλιά του. Χρειαζόμουν κάτι για να ηρεμήσω. Αρκετά μπλεξίματα είχα σε μία μέρα. 
«Είμαι καλά… Είμαι καλά» απάντησα ψιθυριστά και με έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο χωρίς δεύτερη λέξη. Πρέπει να με πήρε ο ύπνος γιατί άκουσα την φωνή του σιγανή το επόμενο δευτερόλεπτο.
«Έλα Ζωή ξύπνα. Φτάσαμε»
Βγήκα από το αυτοκίνητο και ο πατέρας μου με μετέφερε αμέσως στο δωμάτιό μου.
«Ο Μάρκος… Πως είναι ο Μάρκος;»
«Είναι μια χαρά. Κοιμήσου»
Και με αυτά τα λόγια βυθίστηκα στο σκοτάδι.
“Ε δεν είμαστε καλά. Εγώ τρέχω όλη μέρα και εσύ το μόνο που ξέρεις να κάνεις είναι να τριγυρίζεις από εδώ κι από κει» ξύπνησα με τη φωνή της μητέρας μου σαν να φώναζε μέσα στο αυτί μου. Στην ουσία ήταν μάλλον έξω απ’ το δωμάτιο γιατί όταν κοίταξα γύρω μου ήμουν μόνη μου.
«Αριάδνη ηρέμησε. Θα ξυπνήσεις τη Ζωή» της απάντησε ο πατέρας μου με χαμηλωμένη φωνή. Όχι δεν είχα βιονικό αυτί, απλώς είχα κολλήσει τη μούρη μου στην πόρτα για να ακούσω την συζήτησή τους.
«Μπα κι από πότε νοιάζεσαι αν η Ζωή κοιμάται ή όχι; Την τελευταία φορά που σε είδα να νοιάζεσαι για εκείνην ήταν όταν είχε πέσει από την κούνια της όταν ήταν πέντε χρονών» του αντιγύρισε και κατσούφιασα. Τον αδικούσε τον πατέρα μου. Εντάξει μπορεί όντως να ήταν η αιτία που είχα μπλεχτεί με τη μαφία αλλά ανησυχούσε για μένα. Χθες θα έπρεπε να του είχαν κοπεί τα πόδια από τον τρόμο.
«Το ξέρεις ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Νοιάζομαι για εκείνη και προσπαθώ να την προστατέψω όσο μπορώ»
«Γι’ αυτό την έριξες στο στόμα του λύκου χθες; Επειδή την προστατεύεις όσο μπορείς;»
Άνοιξα την πόρτα διάπλατα χωρίς δεύτερη σκέψη. Τους βρήκα ακριβώς έξω από την πόρτα μου, να τους χωρίζουν λίγα μόνα μέτρα. Αγνόησα τον πατέρα μου και κάρφωσα το βλέμμα στη μητέρα μου. Τόσο καιρό…
«Το ήξερες» δάγκωσα το κάτω χείλος μου για να συγκρατήσω το θυμό μου. Τόσο καιρό ήξερε σε τι ήμουν μπλεγμένη. Κι ούτε μια προσπάθεια να με παρηγορήσει…
«Ζωή, εγώ» δεν την άφησα να τελειώσει την πρότασή της. Της έκλεισα την πόρτα στα μούτρα και κλείδωσα δύο φορές πριν σωριαστώ στο πάτωμα.
«Είδες τι κάνεις με τις βλακείες σου; Καθάρισέ τα τώρα μόνος σου. Να δω πως θα της εξηγήσεις ότι με απείλησες να μην της αποκαλύψω ότι ήξερα για την αποστολή της» είπε η μητέρα μου λογικά απευθυνόμενη στον πατέρα μου και άκουσα τα βήματά της στη σκάλα. Έπειτα δύο χτύποι στην πόρτα μου τάραξαν την προσωρινή ηρεμία. Άνοιξα χωρίς να καθυστερήσω και μπήκε μέσα ο πατέρας μου. Κάθισε στο πάτωμα δίπλα μου και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους μου.
«Ξέρω» του είπα για να προλάβω τις δικαιολογίες που θα ακολουθούσαν. Και πραγματικά ήξερα. Ήξερα ότι ο λόγος που δεν μου το είχαν πει είχε να κάνει με το μαφιόζο. Σκέτη φρίκη. Απ’ ότι φαινόταν είχε και εκείνη παρελθόν μαζί του. Κι αν μάθαινα κάτι τέτοιο σε μικρότερη ηλικία… Ίσως και να μην καταλάβαινα τότε. Να μου φαινόταν ένα βρώμικο και γλοιώδες αστείο, μια κατάσταση εξωπραγματική και ψεύτικη. Ήταν η αλήθεια «Αλλά δεν θα το έλεγα στο μαφιόζο. Ότι ήξερα και για εκείνη»
«Και για εκείνη;» με ρώτησε σηκώνοντας τα φρύδια του και τον κοίταξα στα μάτια.
«Ξέρω γιατί είσαι μπλεγμένος εσύ. Εμείς τέλος πάντων. Δεν τα ξέρω όλα βέβαια» του είπα κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του. 
«Ποιος σου το είπε;»
«Κρυφάκουσα» είπα ψέματα αλλά φάνηκε να το πιστεύει.
«Κοίτα. Ξέρω ότι θες να μάθεις αλλά δεν είναι ακόμα καιρός. Χαίρομαι πάντως που έχεις μια μικρή ιδέα περί τίνος πρόκειται» μου χαμογέλασε αλλά δεν μπόρεσα να κάνω το ίδιο. 
«Αυτό μπορούσες να το έχεις κάνει εσύ ο ίδιος εδώ και πολύ καιρό. Αυτά τα ψευδόγλυπτα…» χαμήλωσα τη φωνή μου στην τελευταία λέξη «του τα έκλεψες;» 
«Ας πούμε ότι… μέχρι να μάθεις όλη την ιστορία, βρέθηκαν στα χέρια μου κι εγώ τα αξιοποίησα διαφορετικά από ότι θα τα αξιοποιούσε εκείνος»
«Τι πάει να πει τώρα αυτό;» τον ρώτησα αλλά μετά από ένα φιλί στο μέτωπό μου, σηκώθηκε και βγήκε έξω από το δωμάτιο. Τα μάτια μου μπόρεσαν επιτέλους να γεμίσουν ελεύθερα δάκρυα κι έτσι τα άφησα να κυλήσουν στα μάγουλά μου. Στο μυαλό μου ήρθαν οι χθεσινές περιπέτειες. Όταν είχαμε προσπαθήσει να ξεφύγουμε από τους φύλακες που μας κυνηγούσαν συνέχιζα να προχωράω με το όπλο στο χέρι. Δεν άκουγα άλλους πυροβολισμούς, ίσως και να υπήρχαν αλλά το πεδίο μου ήταν σχεδόν θολό, βουβό και αγωνιώδες. Είχα τρέξει μαζί με τους υπόλοιπους στα αυτοκίνητα και κάποιος ευτυχώς είχε σκεφτεί να οδηγήσει το αμάξι του Μάξιμου, μιας κι εγώ δεν ήξερα να οδηγάω. Πριν βάλει μπρός στο αυτοκίνητο ο φίλος του Μάξιμου, είχα την εντύπωση πως τον έλεγαν Στέφανο, καμιά δεκαριά φύλακες είχαν μπλοκάρει το αυτοκίνητο από όλες τις μεριές. Όμως ο Στέφανος δεν είχε πτοηθεί, είχε πατήσει το  γκάζι κι ο Θεός μόνο ήξερε πως δεν πάτησε κι αυτούς και είχε προσπαθήσει να τους ξεφύγει. Την ίδια στιγμή είχα νιώσει μια πίεση στο κεφάλι μου και είχα γυρίσει να δω τον Μάξιμο να με πιέζει κάτω. Στο λεπτό είχαν βρεθεί γυαλιά δίπλα μου και κοίταξα πίσω. Είχαν πυροβολήσει και είχαν πετύχει το τζάμι. Ο Μάξιμος ήταν ακόμα σκυμμένος από πάνω μου προστατεύοντάς με από τις σφαίρες αλλά σε μια στιγμή αδυναμίας κατάφερα να ξεφύγω από το κράτημά του και σήκωσα το κεφάλι μου για να κοιτάξω πίσω. Τους είχαμε ξεφύγει και τα υπόλοιπα αυτοκίνητα προσπαθούσαν να κάνουν το ίδιο. Με την άκρη του ματιού μου είδα το έναν από αυτούς που υποτίθεται ότι θα αφαιρούσαν τα όπλα από τους φύλακες να τρέχει αίμα από το πρόσωπό του αλλά δεν μπορούσα να δω αν είχε χτυπηθεί σοβαρά. Ο Στέφανος είχε πατήσει γκάζι μέχρι το τέρμα. Δεν ξαναγύρισα να κοιτάξω πίσω. 
Σε όλη την διαδρομή αναρωτιόμουν που ήταν ο μαφιόζος όλη εκείνη την ώρα που εμείς βάζαμε τη ζωή μας σε κίνδυνο. Όταν ρώτησα μου είπαν ότι είχε προφασιστεί ξαφνική αδιαθεσία και είχε αποχωρίσει από την εκδήλωση. Ε βέβαια εκείνος δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει τη ζωή του. Φτάνοντας στο απαίσιο υπόγειο πήραμε τον Μάξιμο στα χέρια και τον βάλαμε κατευθείαν στο γραφείο του μαφιόζου. Εκεί μας περίμενε εκείνος και μόλις συνειδητοποίησε τι είχε γίνει, γούρλωσε τα μάτια και έγινε κατακόκκινος. Από θυμό, από τρέλα, από απογοήτευση και από φόβο ίσως. Μπα όχι, φόβο όχι. Εκείνος δεν φοβόταν ποτέ, τίποτα.
Έσυρα κυριολεκτικά τα πόδια μου για να πάω για δουλειά. Προς απάντηση της νοητικής ερώτησης, ναι φοιτήτρια ήμουν, αλλά δεν πήγαινα σε κανένα από τα μαθήματα λόγω έλλειψης χρόνου. Άπειρες φορές είχα σκεφτεί πως θα ήταν να ζούσα μια απλή, φοιτητική ζωή. Όχι εντάξει όνειρο ζωής δεν ήταν αλλά θα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή. Χαλαρωτική και φυσιολογική. Δεν υπήρχε όμως περίπτωση να συμβεί σύντομα, γι’ αυτό επιτάχυνα το βήμα μου και έσπρωξα –υπερβολικά δυνατά- την πόρτα του βιβλιοπωλείου κάνοντας το αφεντικό μου να τρομάξει.
«Άσχημη μέρα;» ρώτησε αλλά απλώς σήκωσα τους ώμους χωρίς να απαντήσω και έκατσα στην θέση μου. Δεν άργησα να αφαιρεθώ μέχρι που ένα κύμα κόσμου μπήκε στο βιβλιοπωλείο λες και είχαν συνεννοηθεί να έρθουν όλοι την ίδια στιγμή. Το αφεντικό μου είχε υιοθετήσει την τακτική να βάζει μόνος του εκπτωτικές τιμές ανεξάρτητα από όλα τα άλλα μαγαζιά, πολιτική που του ήταν απίστευτα κερδοφόρα αφού όλοι προτιμούσαν το δικό μας βιβλιοπωλείο έναντι των άλλων. Άρχισα να εξυπηρετώ τον κόσμο προσπαθώντας να μην έχω μούτρα μέχρι το πάτωμα. Δεν μου έφταιγαν οι άνθρωποι αν εγώ είχα προβλήματα. Και τι προβλήματα.
«Ζωή πήγαινε στο ταμείο. Αναλαμβάνω εγώ εδώ» μου είπε το αφεντικό μου και χαμογελώντας στην κυρία δίπλα μου, της έδωσα το μπλοκ ζωγραφικής που θα αγόραζε για τον γιό της και έκατσα στην καρέκλα μου. Τόσοι άνθρωποι ανέμελοι, όλοι συνέχισαν τις ζωές τους χωρίς κανείς να τους θέτει διλλήματα και εμπόδια. Κάποιοι είχαν καλύτερες τύχες από κάποιους άλλους. Και φαινόταν από την αρχή το πράγμα ότι εγώ ανήκα στους γκαντέμηδες. Έξοχα.
«Δεκαπέντε και πενήντα» είπα στον άντρα μπροστά μου παίρνοντας το εικοσάρικο από τα χέρια του. Ένα λεπτό σήκωσα τη ματιά μου. Τον είδα.  Μου έκανε σήμα και του χαμογέλασα. Πλησίασε αλλά δεν μπορούσα να κάνω και πολλά γιατί πήρε τη σειρά του ο επόμενος πελάτης. 
«Ει τι γίνεται; Πολλή δουλειά έπεσε» είπε κοιτώντας την πελάτισσά μου που του αντιγύρισε την ματιά.
«Γεια σου και σε εσένα Ερμή. Ναι, βάλαμε πάλι εκπτώσεις» απάντησα περνώντας τα πράγματα απ’ την ταμειακή χωρίς να πολυπροσέχω. Φάνηκε να παραξενεύεται γιατί άνοιξε το στόμα του χωρίς να πει λέξη αλλά αμέσως αντικατέστησε την περιέργειά του με ένα χαμόγελο όλο νόημα και ένα τόσο έντονο βλέμμα που ήταν έτοιμο να μου τρυπήσει το κεφάλι «Τι;» τον ρώτησα και τότε κατάλαβα. Δεν έπρεπε να ξέρω το όνομά του. Μου το είχε πει όταν είχαμε βρεθεί στη δεξίωση. Ποτέ από κοντά. Αλλά… Κανονικά ούτε εκείνος έπρεπε να με αναγνωρίσει. Είχε πιεί το χημικό... Δεν είχε;
«Έλεγα μήπως ήθελες να πάμε για έναν καφέ;» ρώτησε ανακτώντας το χαμόγελό του και το ίδιο προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Μετά συνειδητοποίησα την ουρά που είχα να εξυπηρετήσω και κατσούφιασα «Αύριο;» πρότεινε και ένεψα γρήγορα. Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω και στα μάτια ούτως ή άλλως. Μόλις είχα αποκαλυφθεί και μάλλον αν ίσχυε αυτό που σκεφτόμουν τον είχα αποκαλύψει κι αυτόν. Τον χαιρέτησα και το βλέμμα μου καρφώθηκε στα πράγματα που περνούσα απ’ την ταμειακή. Να πάρει η ευχή και να σηκώσει. Ήταν κι αυτός μπλεγμένος; Όταν έλεγα εγώ ότι ήμουν η βασίλισσα της γκαντεμιάς δεν με άκουγε κανένας.
Μπήκα στο αυτοκίνητο χωρίς να πω κουβέντα κι ο πατέρας μου έβαλε μουσική. Φανταστικά. Άπλωσα το χέρι μου να αλλάξω σταθμό αλλά με κοίταξε λοξά και ξεφύσησα. Είχα που είχα ένα εκατομμύριο προβλήματα στον ορίζοντα, έπρεπε να υποστώ και την μουσική του πατέρα μου. Ένα εκατομμύριο φορές. Δεν μου άρεσε πάει και τελείωσε. Με το ζόρι δεν γινόταν. Μηδέν συμβιβασμός.
«Μάρκο μου» χαιρέτησα τον αδερφό μου με το που μπήκα στο δωμάτιο κι εκείνος μου χαμογέλασε.
«Γεια σου μικρούλα»
«Γεια σου απρόσεκτε» του φίλησα το μάγουλο αφού το χέρι του ήταν σε νάρθηκα και δεν μπορούσα να τον αγκαλιάσω κανονικά. Τον κοίταξα λίγο άγρια και άρχισε να γελάει αλλά σταμάτησε απότομα γιατί φάνηκε να πόνεσε από τον μορφασμό που ακολούθησε.
«Έλα ρίχ’ το» μου έκανε νόημα με το άλλο χέρι κι έτσι δεν έχασα την ευκαιρία.
«Σε είχα πιάσει και σου είχα κάνει σοβαρή συζήτηση όταν πρωτοπήρες τη μηχανή, αλλά εσύ το μόνο που έκανες τότε ήταν να γελάσεις και να μου πεις να μην ανησυχώ. Φταίω τώρα εγώ να σου τα ψάλλω; Ξέρεις το φόβο μου για τις μηχανές και μόλις τώρα τον επιβεβαιώνεις»
«Τελείωσες τον εξάψαλμο;» χαμογέλασε και σούφρωσα τα χείλη. Φυσικά και δεν θα με άκουγε.
«Να ξέρεις ότι είσαι τυχερός που ξέφυγες μόνο με ένα σπασμένο χέρι και ένα σπασμένο πλευρό» τον προειδοποίησα και κάθισα στην καρέκλα απέναντί του.
«Το ξέρω. Πραγματικά δεν ξέρω πως έγινε» παρατήρησε κουνώντας το κεφάλι.
«Έτσι γίνονται αυτά. Από εκεί που δεν το περιμένεις» είπε η μητέρα μου περνώντας από πίσω μου «Καλά είσαι εσύ;» με ρώτησε και ένεψα.
«Γιατί να μην είναι καλά;» ρώτησε ο Μάρκος και κούνησα το χέρι μου κάνοντάς του νόημα να μην ανησυχεί. Έμεινα μέχρι αργά το βράδυ εκεί κάνοντάς του παρέα αλλά μετά η μητέρα μου με έδιωξε γιατί ούτως ή άλλως τον πήρε κι ο ύπνος αλλά φρόντισα πριν φύγω να του αφήσω ένα σημείωμα που έλεγα ότι θα τον έβλεπα πάλι την επόμενη ημέρα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και αφού έβαλα τη ζώνη μου, κάθισα αναπαυτικά στο κάθισμα. Αυτή τη φορά ο πατέρας μου δεν έβαλε μουσική. Πολύ καλύτερα από τα απαίσια τραγούδια που διάλεγε κάθε φορά.
«Θα μου πεις τι έγινε ακριβώς στη δεξίωση;» άκουσα τη φωνή του και γύρισα να τον κοιτάξω.
«Νόμιζα πως θα σε είχε ενημερώσει ο φίλος σου» του απάντησα και με στραβοκοίταξε.
«Μου είπε ότι χρησιμοποίησες το όπλο» είπε στρίβοντας το τιμόνι απότομα στη στροφή και πιάστηκα από το παράθυρο. Πηγαίναμε από έναν απόμερο δρόμο. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να του υπενθυμίσω ότι πάει από λάθος διαδρομή αλλά μετά αναγνώρισα οικείες διαδρομές από τότε που με έφερνε ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο όταν πρωτοείχα μπλεχτεί στην υπόθεση. Πηγαίναμε από τα σοκάκια των συμμοριών των μαφιόζων.
«Χτύπησαν τον Μάξιμο» είπα σηκώνοντας τους ώμους και μετά πρόσθεσα «Ένα από τα τσιράκια του» εξηγώντας γιατί πιθανώς δεν ήξερε το όνομά του. Αναγνώρισα έναν ακόμα από τους δρόμους, παράλληλο σε αυτόν που είχε οργανώσει το υπόγειό του ο μαφιόζος.
«Ναι τον ξέρω. Είναι από αυτούς που ήρθαν τρία χρόνια μετά την εμπλοκή σου σωστά; Νεόφερτος;» 
«Ναι» απάντησα και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Όντως ο Μάξιμος, το τσιράκι τέλος πάντων, ανήκε στην καινούργια φουρνιά του μαφιόζου, εξελίχθηκε όμως γρήγορα σε σχέση με άλλους του είδους του. 
«Πρέπει να περνάει πολύ άσχημα» σχολίασε ο πατέρας μου και τον κοίταξα καλά-καλά.
«Τι εννοείς; Δεν ήταν δικό του φταίξιμο που τον πυροβόλησαν. Δεν έχει λόγο να του κάνει κακό ο μαφιόζος» Είχε; Κι αν όντως την πλήρωνε ο Μά... το τσιράκι, θα του έκανε κακό ο μαφιόζος για το τίποτα;
«Ω δεν εννοώ αυτό. Γενικά όσοι εκτελούν χρέη ως τσιράκια τα βρίσκουν λίγο σκούρα. Ξέρεις, παραγωγή πλαστών χρημάτων για τις βρομοδουλειές τους, εκβιασμούς σε οφειλέτες του μαφιόζου, επικίνδυνες αποστολές…» συνέχισε με μια μεγάλη λίστα καθηκόντων αλλά έμεινα στα χρήματα. Γι’ αυτό είχε τόσα χρήματα πάνω του στην δεξίωση. Ένα λεπτό. Κι αυτό που είχα βάλει στην ταμειακή ήταν ψεύτικο; Δεν μπορεί. Το είχα περάσει από τη μηχανή ανίχνευσης.
«Ζωή… Σου μιλάω με ακούς;» 
«Ε;» κοίταξα τον πατέρα μου που είχε στο πρόσωπό του ένα πονηρό χαμόγελο.
«Λέω… Αυτός ο Μάξιμος είναι καλό παιδί κατά βάθος. Μπλέχτηκε κι εκείνος κατά λάθος στην επιχείρηση. Ο θείος του είχε μπλεξίματα με το μαφιόζο»
«Κι εσύ που τα ξέρεις αυτά;» τον κοίταξα στραβομουτσουνιάζοντας και εκείνος γέλασε.
«Αγάπη μου εγώ ξέρω τα πάντα απ’ όσα γίνονται εκεί μέσα. Κάθε κίνησή τους και κατ’ επέκταση κάθε δικιά σου. Νόμιζες ότι θα σε είχα αφήσει στο έλεος του Θεού;»
Δεν απάντησα. Απλώς τον κοίταξα μια φορά και ένα αμυδρό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό μου. Και πάγωσε. Πιάστηκα από το κάθισμά μου καθώς ο πατέρας μου πάτησε απότομα φρένο. Εκατοστά μακριά μας ήταν πεσμένο στο έδαφος το σώμα ενός άνδρα. Βγήκαμε αμέσως έξω από το αυτοκίνητο και τρέξαμε για να τον γυρίσουμε. Δεν πρόλαβα να τον ακουμπήσω. Τον είχα ήδη αναγνωρίσει. Ήταν το τσιράκι του μαφιόζου. Αυτός που υποτίθεται ότι θα αφαιρούσε τα όπλα από τους φύλακες της δεξίωσης. Το ματωμένο του πρόσωπο μου θύμισε αυτό του πατέρα μου όταν είχε έρθει χτυπημένος στο σπίτι. Ζούσε. Ήταν ζωντανός. Απλώς τον είχε χτυπήσει βαριά. Το χέρι του πατέρα μου έτρεξε στο λαιμό του αγοριού και έπιασε το σφυγμό του. Ήταν ζωντανός.
«Πέθανε»

Θεοδώρα Σέρβου


Περιεχόμενα: