Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 4)

Ξυπνάω με τον ήχο ενός τρυπανιού. Βρίζω μέσα απ’ τα δόντια μου και χώνω το πρόσωπό μου κάτω από το μαξιλάρι για να καταφέρω να ξανακοιμηθώ. Νιώθω γεμάτη ενέργεια, αλλά δεν έχω όρεξη να σηκωθώ και να πάω για το συνηθισμένο, πρωινό τρέξιμο με τον πατέρα μου.
Μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να κοιμηθώ, ανακάθομαι πάνω στο στρώμα και διώχνω το σεντόνι απ’ τα πόδια μου, αφήνοντάς τα εκτεθειμένα στον κρύο αέρα που τρυπώνει απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο. Απέναντι απ’ το κρεβάτι, είναι κρεμασμένος ένας μακρύς καθρέφτης, έτσι επικεντρώνω την προσοχή μου στη νεαρή κοπέλα που καθρεφτίζεται στο εσωτερικό.
Κάθεται σταυροπόδι πάνω σε ένα ξύλινο, μονό κρεβάτι με τα χέρια της δεμένα στη μέση. Τα μαλλιά της είναι ανακατεμένα απ’ τον ύπνο, ωστόσο δεν χάνουν τη λαμπερή, καστανόξανθη λάμψη τους. Παρατηρώ πόσο έντονα είναι τα μάτια της καθώς μου ανταποδίδουν το βλέμμα. Έχουν μια ιδιαίτερη απόχρωση. Δεν είναι ακριβώς γαλάζια, έχουν περισσότερο γκρίζο στο εσωτερικό τους. Οι χρήστες του Νερού έχουν πάντα σκούρο γαλάζιο, εκείνο όμως είναι πολύ διαφορετικό. Ο πατέρας μου λέει πως οφείλεται στις δυνάμεις του πάγου, ενώ η μητέρα μου στο γεγονός ότι είμαι μία απ’ τους Ξεχωριστούς. Ίσως οφείλεται και στα δύο.
Τα μάτια μου μετακινούνται προς τα κάτω και χαμογελάω. Βλέπω τη μύτη του ειδώλου μου, παρατηρώντας προσεκτικά τον τρόπο που στρέφεται προς τα πάνω στην άκρη. Είναι ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά που έχω πάρει απ’ τη μητέρα μου. Το μοναδικό σημείο που έχω κλέψει απ’ τη μεριά του πατέρα και είμαι πολύ υπερήφανη γι’ αυτό, είναι τα χείλη. Δεν είναι μεγάλα, αλλά ούτε και μικρά. Έχουν το σωστό μέγεθος και προσδιορίζουν την τελειότητα. Μου αρέσει να τα βάφω κόκκινα, τα κάνει να δείχνουν σαρκώδη.
Ακούω το χτύπημα του κουδουνιού και τινάζομαι απότομα. Κάποιος ήρθε. Ξέρω ότι δεν είναι οι γονείς μου διότι πρώτον, έχουν πάντα κλειδιά και κατά δεύτερον, δεν χτυπάν ποτέ το κουδούνι γνωρίζοντας ότι κοιμάμαι.
Σηκώνομαι γρήγορα και κατευθύνομαι ελαφροπατώντας προς την ντουλάπα. Βγάζω μια ροζ φόρμα και ένα άσπρο, μακό μπλουζάκι. Αφού το φοράω, αρπάζω την ζακέτα μου απ’ την κρεμάστρα και τρέχω προς το μπάνιο. Ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και στη συνέχεια πιάνω τα μαλλιά μου σε μια χαμηλή αλογοουρά. Ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να κατεβαίνω δύο-δύο τις σκάλες.
Μόλις φτάνω και στο τελευταίο σκαλοπάτι, ρίχνω μια ματιά προς την εξώπορτα. Ο πατέρας μου στέκεται στο άνοιγμα, εμποδίζοντάς με να δω ποιος είναι.
«Σε τρείς ώρες πρέπει να είμαστε εκεί» λέει μια αντρική φωνή. Πλησιάζω τον πατέρα μου, ώστε να καταφέρω να δω ποιος στέκεται απέξω. Μόλις με παίρνει είδηση, κάνει στην άκρη για να σταθώ πλάι του.
«Δάσκαλε;» αναφωνώ. Ο Φράνκ στέκεται στο κατώφλι, προκαλώντας ένα βαθύ τρέμουλο σε όλο μου το σώμα. Έχω να τον δω μερικούς μήνες και τώρα μου φαίνεται απίστευτα απειλητικός.
«Ελπίζω να είσαι έτοιμη» μου λέει, με εκείνη τη βαριά φωνή που τόσο καλά γνωρίζω. Δεν απαντάω, απλά γνέφω. Σχεδόν είχα ξεχάσει την ιδιαιτερότητα της σημερινής μέρας.
Με επεξεργάζεται για λίγο σιωπηλός κι έπειτα απευθύνεται προς τον πατέρα μου. «Καλύτερα να αρχίσουμε τώρα» λέει, «η διαδρομή προς το στρατόπεδο των Μετοίκων διαρκεί δύο ώρες». Τα μάτια του επιστρέφουν σε μένα.
«Αλλά πρώτα» αναστενάζει, «πήγαινε να φορέσεις κάτι πιο επίσημο»
Αισθάνομαι το χέρι του πατέρα μου να με σπρώχνει προς τα μέσα για να πραγματοποιήσω αυτό που μόλις μου ανέθεσαν. Δεν χάνω χρόνο, κάνω μεταβολή και φεύγω σαν σίφουνας για το δωμάτιό μου.
Ανοίγω διάπλατα τις πόρτες της ντουλάπας κι αρχίζω να εκσφενδονίζω τα ρούχα μου στο πάτωμα. Νιώθω ένα βάρος στο στήθος μου κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να το αποδιώξω. Εάν δεν το κάνω, πολύ φοβάμαι πως θα ξεσπάσω σε αναφιλητά.
«Καρίνα;» η φωνή της μητέρας μου με διακόπτει. Μένω ακίνητη με ένα μαύρο πουκάμισο στο δεξί μου χέρι.
«Τι συμβαίνει;» λέει και κοιτάζει τριγύρω με την έκπληξη να χαράζεται στο πρόσωπό της. Τα μάτια της ανατρέχουν τα ρούχα στο πάτωμα και της ξεφεύγει ένα επιφώνημα δυσαρέσκειας.
Νιώθω τα μάτια μου να βουρκώνουν και αποδιώχνω τα δάκρυα βλεφαρίζοντας. Δεν θα κλάψω για κάποιον που το μόνο που τον ευχαριστεί, είναι η δυστυχία μου. Θα φανώ δυνατή και θα του αποδείξω πόσο πολύ έχω αλλάξει, θα τον κάνω να καταλάβει πως δεν είμαι πλέον ένα δύσμοιρο και απροστάτευτο κοριτσάκι. Τώρα είμαι μια ολόκληρη γυναίκα γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες. Τίποτα δεν με σταματά.
Κοιτάζω το πουκάμισο που βρίσκεται στο χέρι μου κι έπειτα το βάζω πίσω στη θέση του. Η μητέρα μου με μιμείται συμμαζεύοντας όλα τα υπόλοιπα. Δεν μιλάει καμιά μας έως ότου όλα επιστρέφουν στις κρεμάστρες.
«Συγγνώμη» είναι το μόνο που καταφέρνω να πω.
«Είναι εξαιτίας αυτού του ανθρώπου, σωστά; Έπρεπε να το είχαμε συζητήσει με τους Θε…»
«Μαμά» τη διακόπτω. «Όλα καλά, δεν υπάρχει πρόβλημα»
Με κοιτάζει για λίγο σαν να προσπαθεί να αποφασίσει εάν πρέπει να με πιστέψει ή όχι. Τελικά με πλησιάζει και τυλίγει τα χέρια της γύρω μου.
«Αν συμβεί κάτι, εγώ είμαι εδώ» λέει και με σφίγγει πιο πολύ επάνω της. Εγώ απλώς στέκομαι εκεί καταπολεμώντας το αίσθημα φόβου που με κατακλύζει.
«Χρειάζομαι της βοήθεια σου» της λέω. Τα χέρια της πέφτουν στο πλάι και με κοιτάζει ερωτηματικά. «Μαύρο, κίτρινο ή άσπρο;»
Απομένει να με κοιτάζει κι ύστερα γελάει σιγανά. «Νομίζω πως το κίτρινο είναι ένα ενδιαφέρον χρώμα»
«Μάλλον έχεις δίκιο» της αποκρίνομαι και ξεκρεμάω ένα φωτεινό, κίτρινο φόρεμα απ’ την κρεμάστρα.

***


Στη διαδρομή για το στρατόπεδο των Μετοίκων κοιτάζω συνέχεια το μικρό καθρεφτάκι του αυτοκινήτου, προσπαθώντας να στερεώσω ένα μικρό τσιμπιδάκι στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Δίπλα μου κάθεται η Οριάνα οπότε με βοηθάει να το τοποθετήσω στο σωστό σημείο, πιάνοντας τα μισά μαλλιά μου επάνω.
«Είσαι μια κούκλα και με τα μαλλιά κάτω» λέει ενώ τα μάτια της ανατρέχουν φευγαλέα το πρόσωπό μου.
«Για να πω την αλήθεια» λέω βρέχοντας μια μικρή τούφα που προεξέχει. «Δεν καταλαβαίνω γιατί έπρεπε να ντυθώ έτσι. Είναι απλώς μια συγκέντρωση, τίποτα το ιδιαίτερο»
«Είναι πολύ πιο σημαντικό από μια απλή συγκέντρωση. Σήμερα είναι η ημέρα γνωριμίας των δεκάξι» κάνει μια παύση για να φτιάξει τη ζώνης της κι έπειτα συνεχίζει, «επιπλέον είστε κάτι σαν ηγεμόνες, οφείλεται να είστε εμφανίσιμοι. Φαντάζεσαι να πηγαίνατε όλοι εκεί με φόρμες κα αθλητικά; Δεν είναι πρέπον».
Παρόλο που δεν το καταλαβαίνω, κουνάω θετικά το κεφάλι. Δεν θέλω να μιλήσω άλλο. Το μόνο που πηγαινοέρχεται στο μυαλό μου είναι τα όνειρα των τελευταίων εβδομάδων καθώς και τα λόγια του Ρίκ για εκείνο το αγόρι. Τρίστιαν πρέπει να το έλεγαν.
«Ξέρεις» λέει η Οριάνα έπειτα από λίγη ώρα. «Νομίζω πως το κίτρινο, είναι το χρώμα σου». Γελάω σιγανά, δίχως να το βρίσκω αστείο.
«Μπορεί, αλλά το κόκκινο συνεχίζει να είναι το αγαπημένο μου»
«Ώστε γι’ αυτό έβαλες κόκκινο κραγιόν» λέει με ένα πονηρό χαμόγελο.
Σηκώνω τους ώμους αθώα. «Όχι βέβαια, απλώς ταιριάζει με το κίτρινο». Γελάει κι έπειτα στρέφει την προσοχή της στο δρόμο.
Μένουμε κι οι δύο σιωπηλές. Παρακολουθώ τον τρόπο που το ένα δέντρο διαδέχεται το άλλο, καθώς το αυτοκίνητο ελίσσεται στην άσφαλτο. Μ’ αρέσει η φύση και γενικώς εάν μου δινόταν ποτέ η ευκαιρία να διαλέξω ανάμεσα στα τέσσερα στοιχεία, θα διάλεγα σίγουρα εκείνο της Γης. Τα μέλη τους πρέπει να είναι πολύ υπερήφανα για τα επιτεύγματα των προγόνων τους. Χάρις εκείνους δημιουργήθηκε σχεδόν όλος ο κόσμος. Τα δέντρα, τα λουλούδια , το χώμα. Ότι είναι η φύση. Βέβαια και οι δικοί μας πρόγονοι συμμετείχαν στην τελειοποίηση αυτού του κόσμου. Ανάμεσα στα δέντρα πρόσθεσαν λίμνες, ανάμεσα στην άμμο κι τις πέτρες δημιούργησαν θάλασσες, εκεί οπού ήταν οι γκρεμοί έφτιαξαν καταρράκτες. Γενικά πάντως όλα τα στοιχεία μαζί δούλεψαν σκληρά να μας παρέχουν την τέλεια ζωή.
«Φτάνουμε» λέει η Οριάνα μετά από λίγο. Εγώ απλώς αναστενάζω για να διώξω το άγχος που έχει συσσωρευτεί στο στήθος μου.
«Πως ακριβώς θα γίνει;» ρωτάω, «εννοώ, θα πάμε εκεί και απλά θα δώσουμε τα χέρια;»
«Φυσικά και όχι, θα πρέπει να περιμένεις ώσπου να γίνουν πρώτα οι άλλες γνωριμίες». Την κοιτάζω σαστισμένη. Είχα την εντύπωση πως οι υπόλοιποι είχαν ήδη γνωριστεί. Ίσως όχι όλοι, αλλά τουλάχιστον οι τέσσερις του στοιχείου του Αέρα. Πως στο καλό θα προλάβουν να προετοιμαστούν όταν τους απομένουν λιγότερο από δύο εβδομάδες για τη δοκιμασία εκλογής;
«Και που θα περιμένουμε;»
«Βασικά» λέει, «δεν θα πάρει πολλή ώρα. Αυτή τη στιγμή θα πρέπει να έχουν ειδωθεί τουλάχιστον τα δύο πρώτα στοιχεία. Θέλω να πιστεύω πως ώσπου να φτάσουμε, θα έχουν γνωριστεί και οι τέσσερις της Φωτιάς»
«Κι αν δεν έχουν έρθει όλοι οι δικοί μας;». Δεν ξέρω γιατί συνεχίζω με τις ερωτήσεις. Προφανώς, προσπαθώ να καθησυχάσω τον εαυτό μου.
«Θα αναγκαστούμε να περιμένουμε στο αμάξι» μου απαντάει. Δεν λέω τίποτα άλλο, απλώς γέρνω το κεφάλι μου πάνω στο παράθυρο και μετράω τα δευτερόλεπτα. Ξέρω πως έχουμε σχεδόν φτάσει, μιας και βλέπω ήδη τα σπίτια των Μετοίκων να ξεπροβάλουν από παντού. Το στρατηγείο τους μοιάζει πολύ με εκείνο της Γής. Υπάρχουν παντού τριγύρω δέντρα, λουλούδια και γενικώς βλάστηση. Ωστόσο δεν θα έπρεπε να εκπλήσσομαι, οι Μέτοικοι έχουν στενή σχέση με τα μέλη της Γης, είναι παντοτινοί συνεργάτες.
Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να φανταστώ τους τρείς Ξεχωριστούς του στοιχείου μου. Ένα κορίτσι, δύο αγόρια. Ξεκινάω με την κοπέλα. Ξέρω ήδη πως έχει γαλανά μάτια, ωστόσο όχι την επακριβής απόχρωση τους. Σχηματίζω με το μυαλό μου μια αδύνατη, γλυκιά κοπέλα με μαύρα μαλλιά και απίστευτα σκούρα, γαλάζια μάτια. Έχει μικρή μύτη και μεγάλα χείλη. Το σώμα της καλύπτεται από ένα άσπρο, κοντό φόρεμα με μανίκια που φτάνουν έως τους αγκώνες της. Δεν φοράει τακούνια, αλλά μπαλαρίνες με καλσόν. Είναι όμορφη, τουλάχιστον στην φαντασία μου. Αναρωτιέμαι κατά πόσο αυτή εικόνα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αναστενάζω και ανοίγω και πάλι τα μάτια. Απαγορεύεται να τους φαντάζομαι, υπενθυμίζω στον εαυτό μου.
Επαναφέρω την προσοχή μου στο δρόμο, ώσπου το αυτοκίνητο σταματά. Φαίνεται πως φτάσαμε αν λάβω υπόψη όλα τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα αριστερά και δεξιά μας. Μεταφέρω τα μάτια μου λίγο πιο πέρα όπου και εντοπίζω ένα μικρό μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα.
«Εδώ είμαστε λοιπόν» λέει η Οριάνα. Ξεκουμπώνει τη ζώνη της κι έπειτα σβήνει τη μηχανή.
«Τώρα τι κάνουμε;» ρωτάω με τον κόμπο στο στομάχι μου να φουσκώνει στο κάθε λεπτό που περνάει.
«Τώρα περιμένουμε» μου απαντάει με απίστευτη ηρεμία. Καταπνίγω την επιθυμία μου να βάλω τις φωνές και βουλιάζω στο κάθισμά μου. Το σώμα μου είναι τσιτωμένο λόγω την απουσίας νερού κι εύχομαι να μην τα παρατηρήσει κανείς τις επόμενες ώρες.
Γυρίζω το καθρεφτάκι που διαθέτει το αυτοκίνητο προς το μέρος μου κι φτιάχνω το γιακά του φορέματος. Το συγκεκριμένο ρούχο το έχω εδώ και πολύ καιρό, παρόλα αυτά δεν το έχω ξαναβάλει. Μου φαίνεται παράξενο το πώς ξεκινάει σαν πουκάμισο και τελειώνει σαν κολλητή φούστα.
Ευτυχώς η αναμονή δεν κρατάει πολλή ώρα. Κάποιος μας χτυπάει το τζάμι όταν έχουν περάσει το πολύ επτά λεπτά.
«Ελάτε» λέει ο Φράνκ ρίχνοντας βιάστηκες ματιές πίσω του. Η Οριάνα πάει να με ενημερώσει, ωστόσο εγώ έχω ήδη ανοίξει την πόρτα και στέκομαι πλάι στο αυτοκίνητο. Προσπαθώ να δω τι βρίσκεται πέρα από τον σωρό των παρκαρισμένων αμαξιών, αλλά δεν καταφέρνω να βρω τίποτε άλλο πέρα από εκείνο το μονοπάτι. «Γρήγορα» μου λένε και οι δύο, έτσι τους ακολουθώ.
Προσπερνάμε όλα τα αυτοκίνητα και κατευθυνόμαστε προς το άνοιγμα των πεύκων. Το χώμα μετατρέπεται σε πέτρες σε εκείνο το σημείο, πράγμα που δεν με ευχαριστεί και ιδιαίτερα αφού φοράω τακούνια. Έχουμε διασχίσει τη μισή διαδρομή, όταν το πόδι μου βρίσκει μια μεγάλη πέτρα. Παραπατάω καθώς προσπαθώ να ανακτήσω την ισορροπία μου για να μην πέσω κάτω. Ευτυχώς το χέρι της Οριάνα τυλίγεται γύρω απ’ τη μέση μου και με σταθεροποιεί. Είμαι έτοιμη να την ευχαριστήσω, ωστόσο εκείνη με αφήνει πριν προλάβω να κάνω το οτιδήποτε. Κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή για να αποδιώξω το άγχος και την ντροπή κι έπειτα συνεχίζω.
Ώσπου να βγούμε απ’ το ασταθές έδαφος, έχω ιδρώσει με την ανάσα μου να βγαίνει κοφτή. Πλησιάζω την Οριάνα και γέρνω πάνω της για να βγάλω ένα πετραδάκι απ’ το παπούτσι μου.
«Λίγο πιο κάτω υπάρχει ένα κτίριο» λέει ο Φράνκ, «εκεί θα συναντήσετε μια ομάδα Μετοίκων οι οποίοι θα σας οδηγήσουν στο δωμάτιο γνωριμίας». Τα μάτια του καρφώνονται πάνω μου. Δεν βλεφαρίζω.
«Καρίνα, θα περιμένεις μόνη μέσα σε ένα λευκό δωμάτιο, ώσπου να ακούσεις το όνομά σου. Τα υπόλοιπα θα σου τα εξηγήσουν εκεί». Κουνάω το κεφάλι μου ως ένδειξη κατανόησης και αποστρέφω το βλέμμα μου απ’ τα μοχθηρά του μάτια.
Αφού ο Φράνκ δίνει πλήρη αναφορά στην Οριάνα, εκείνη έρχεται στο μέρος μου και με τραβάει απ’ το χέρι. «Πάμε» λέει.
Διανύουμε περίπου την ίδια απόσταση με πριν, ώσπου ένα μεγάλο, μπεζ κτήριο μπαίνει στο οπτικό μας πεδίο. Είναι παράξενο καθώς δεν φαίνεται να διαθέτει πολλά παράθυρα. Η είσοδος αποτελείται από δύο σκάλες τις οποίες διαχωρίζει ένα πελώριο φυτό και ένα σκουρόχρωμο μάρμαρο με το “Καλώς ήρθατε στο στρατηγείο των Μετοίκων” χαραγμένο επάνω του. Μου κάνει εντύπωση το πως ένα όχι και τόσο μεγάλο σύνολο ανθρώπων που δεν διαθέτουν δυνάμεις, κατάφεραν και δημιούργησαν κάτι τόσο αξιοθαύμαστο.
Καθώς πλησιάζουμε όλο και πιο κοντά, παρατηρώ μια ομάδα πέντε ατόμων να στέκεται στην είσοδο. Είναι όλοι Μέτοικοι όπως διαπιστώνω στην πορεία.
«Καρίνα ΝτιΦράι;» ρωτάει ο μεγαλύτερος άντρας ανάμεσά τους. Είναι ψιλός, με γκρίζα μαλλιά κι ένα μικρό μουστάκι πάνω απ’ τα χείλη. Φαίνεται αυστηρός τύπος.
«Μάλιστα» αποκρίνομαι. Τα μάτια του είναι καστανά, μου θυμίζουν πολύ εκείνα των μελών τη Φωτιάς.
«Ακολούθησε μας». Νεύω και ρίχνω ένα ερωτηματικό βλέμμα προς τη μεριά της Οριάνα, ωστόσο εκείνη και πάλι δεν με προσέχει. Αισθάνομαι ένα μικρό τσίμπημα κάθε φορά που την κοιτάζω και αμέσως το πρόσωπό της στρέφεται αλλού. Ο τρόπος της να με αγνοεί μου δημιουργεί εκνευρισμό και ταραχή.
Οι μεγάλη, γυάλινη πόρτα ανοίγει και αμέσως οι πέντε Μέτοικοι με περικυκλώνουν. Σμίγω τα φρύδια αδυνατώντας να καταλάβω προς τι αυτή η προστατευτικότατα απέναντί μου. Στην πορεία συνειδητοποιώ ότι δεν με προστατεύουν, αλλά με εμποδίζουν απ’ το να δω τι ή ποιος βρίσκεται απέξω απ’ τον κύκλο. Τοποθετώ τα χέρια στις τσέπες που διαθέτει το φόρεμα και περπατάω συγχρόνως με τα άτομα γύρω μου. Έπειτα από λίγο σταματάμε μπροστά από μια άσπρη πόρτα, όπως ακριβώς ανέφερε ο Φράνκ προηγουμένως.
Ο άντρας με το μουστάκι ορθώνει τους ώμους του και με κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια.
«Θα περιμένεις εδώ μέσα έως ότου ακούσεις το όνομά σου απ’ τα μεγάφωνα». Δαγκώνω το κάτω χείλος μου μέχρι να ολοκληρώσει.
«Μετά, θα περάσεις την εσωτερική άσπρη πόρτα», χαμογελάει και προσθέτει: «Μην ανησυχείς, θα τη βρεις εύκολα».
Δεν λέω τίποτα όση ώρα ψάχνει να βρει τα κλειδιά. Επικεντρώνω το βλέμμα μου στο πρόσωπο της Οριάνα για να την αναγκάσω να με κοιτάξει. Τελικά την ώρα που άντρας ξεκλειδώνει την πόρτα, γυρίζει προς το μέρος μου. Λίγο προτού μπω μέσα, χαμογελάει και μου κλείνει το μάτι.


***


Είμαι το μοναδικό φωτεινό σημείο μέσα ένα δωμάτιο τόσο λευκό όσο και το χιόνι. Οι τοίχοι, ο καναπές, το τραπεζάκι, τα μεγάφωνα, όλα είναι κάτασπρα δίχως ίχνος μαύρου. Μοιάζει περισσότερο με παράδεισο παρά με δωμάτιο αναμονής. Νιώθω το σώμα μου βαρύ και την έλλειψη νερού πιο έντονη από ποτέ, ωστόσο καταφέρνω να διατηρήσω τον αυτοέλεγχό μου.
Κουνάω εδώ και πέντε λεπτά το πόδι μου ασταμάτητα, τρώγοντας ταυτόχρονα και τα νύχια των χεριών μου. Το κραγιόν έχει πασαλειφτεί γύρω απ’ τα δάκτυλά μου, ωστόσο δεν δίνω και μεγάλη σημασία. Η ανάσα μου γίνεται γρηγορότερη στο κάθε λεπτό που περνάει, ενώ τα μάτια μου αναζητούν απελπισμένα κάποιο σημείο επικέντρωσης. Προσπαθώ να απασχολήσω το μυαλό μου, αλλά μάταια. Οι εικόνες των αντιπάλων μου έχουν πάψει πλέον να είναι απλώς μια φαντασίωση, όπου να ναι γίνονται πραγματικότητα. Σε λιγότερο από μία ώρα η κοπέλα που δημιούργησε ο εγκέφαλός μου θα έχει πάρει σάρκα και οστά. Ενώ το αγόρι με το όνομα Τρίστιαν ή Τριστίνο, θα πάψει να ζει μόνο στα όνειρά μου.
Ανεβάζω και τα δύο μου πόδια στο κάθισμα και χώνω μέσα τους το πρόσωπό μου. Τι βρίσκεται πίσω από την άσπρη πόρτα, στο πλάι μου; Αναρωτιέμαι από μέσα μου. Προφανώς ένα άλλο δωμάτιο. Ίσως όμως εκείνο να μην είναι τόσο καταθλιπτικό, ίσως οι τοίχοι να έχουν το ίδιο χρώμα με το εξωτερικό. Αναστενάζω όσο πιο παρατεταμένα μπορώ έτσι ώστε να διώξω ένα κομμάτι άγχους απ’ το στήθος μου.
Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, θα έχουμε την πρώτη δοκιμασία εκλογής. Τα μέλη και των τεσσάρων στοιχείων θα πρέπει να παρουσιαστούν στο στρατηγείο του Αέρα για την παρακολούθηση των διαγωνιζόμενων. Εγώ μαζί με τους άλλους τρείς θα βρισκόμαστε στις πρώτες θέσεις κοντά στους υπόλοιπους Ξεχωριστούς και τους Θεούς Ηγέτες. Είμαι ευγνώμων που μου δύνεται η δυνατότητα να παρακολουθήσω, παλαιότερα οι υπόλοιποι Ξεχωριστοί απαγορευόταν να παρευρίσκονται στις δοκιμασίες.
«Καρίνα Ρόνα ΝτιΦράι» ακούγεται το μεγάφωνο για μια στιγμή πριν σωπάσει. Κοκαλώνω. Έφτασε η στιγμή να περάσω την πόρτα και να γνωρίσω τρία παιδιά όμοια με εμένα.
Σκουπίζω τα χέρια μου στον καναπέ αυτή τη φορά αντί στο φόρεμά μου και σηκώνομαι όρθια. Στρώνω το γιακά κι έπειτα στερεώνω καλύτερα το τσιμπιδάκι στα μαλλιά μου. Με τα ακροδάχτυλά μου σκουπίζω το στόμα μου για να φύγει το πλέον ξεβαμμένο κραγιόν και κλείνω το πρόσωπό μου στις χούφτες μου.
«Τώρα» ψιθυρίζω στον εαυτό μου και κάνω τα απαιτούμενα βήματα για να φτάσω στην πόρτα. Με την καρδιά μου να βροντάει σαν σφυρί μέσα στο στήθος μου, κατεβάζω το πόμολο.
Νιώθω σαν να βρίσκομαι μέσα σε μια σπηλιά, όσο πιο βαθιά μπαίνω τόσο πιο σκοτεινό και πνιγηρό γίνεται το περιβάλλον γύρω μου. Τεντώνω τα αφτιά μου κι αφουγκράζομαι. Το μόνο που καταφέρνω να ακούσω, είναι η ανάσα μου κι οι ακαταμέτρητοι χτύποι της καρδιάς μου. Στέκομαι μέσα στο απόλυτο μαύρο του δωματίου ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου σε μια προσπάθεια να τα προσαρμόσω στο σκοτάδι.
Περιμένω σ’ αυτή τη στάση για λίγο ακόμα έως ότου τα φώτα ανοίγουν και γεμίζουν την αίθουσα με άπλετο φως και ζωντάνια. Τα μάτια μου κλείνουν μόνα τους λόγω του έντονου φωτισμού. Όταν τελικά προσαρμόζονται, σμίγω τα φρύδια και κοιτάζω εξεταστικά το χώρο γύρω μου. Δεν είναι κανένας εδώ. Το μόνο που υπάρχει είναι ένας μαύρος καναπές στον απέναντι γαλάζιο τοίχο, ενώ λίγα εκατοστά πιο πέρα βρίσκεται μια άσπρη πόρτα.
Κάνω μερικούς κύκλους μέσα στο δωμάτιο περιμένοντας να εμφανιστεί κάποιος και να μου πει τι επρόκειτο να γίνει μετά. Τελικά σωριάζομαι στον καναπέ και συνεχίζω να τρώω τα νύχια μου ανυπόμονα. Νιώθω τον χρόνο να κυλάει βασανιστικά, με το κάθε δευτερόλεπτο να αντιστοιχεί σε απογοήτευση.
Αφού έχουν περάσει πέντε λεπτά, αποφασίζω να ξαπλώσω. Ότι κι αν γίνει θα το καταλάβω αν έρθει κάποιος. Ακουμπάω το κεφάλι μου στο χέρι του καναπέ και μαζεύω το υπόλοιπο σώμα μου έτσι ώστε να κλείσει σαν καβούκι. Πλέκω τα χέρια μου και τα μαζεύω κοντά στο στήθος βαριανασαίνοντας.
Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι την πόρτα να ανοίγει. Παραμένω έτσι για λίγο ακόμη ώσπου το μόνο που βλέπω, είναι το σκοτάδι του ύπνου να με τυλίγει σφιχτά.


***


Νιώθω ένα ανεπαίσθητο γαργαλητό στο αριστερό αφτί μου. Έχω την αίσθηση πως κάποιος ανασαίνει υπερβολικά κοντά μου προκαλώντας μου ένα είδος ανατριχίλας. Δεν δίνω περισσότερη προσοχή, αυτή τη στιγμή το μόνο που με τραβάει κοντά του, είναι ο ύπνος. Μα μισό λεπτό. Ήμουν στο δωμάτιο αναμονής.
Ανοίγω τα μάτια μου αργά, ώστε να αποφύγω την προσωρινή τύφλωση απ’ το υπερβολικό φως. Περιμένω να αντικρίσω ένα κάτασπρο ταβάνι, αντ’ αυτού βλέπω δύο γυαλιστερά, γαλανά μάτια να με κοιτάζουν χαμογελώντας. Βλεφαρίζω ελάχιστες φορές για να συνηθίσω την υπερβολική λάμψη και όταν τελικά ξαναβρίσκω την πλήρη όρασή μου, πετάγομαι απ’ τον καναπέ λες και με τσίμπησε σφίγγα.
«Ποιος στο καλό είσαι εσύ;» σχεδόν φωνάζω στο αγόρι που στέκεται μπροστά μου. Η υπερβολική εγγύτητα του με κάνει κι αναριγώ. Αυτό είναι κάτι που απαγορεύεται και δεν είμαι διατεθειμένη να ρεζιλευτώ μπροστά στις κρυμμένες κάμερες του δωματίου.
Το αγόρι δεν απαντάει. Απλώς με κοιτάζει με ένα παράξενο βλέμμα που με κάνει να νιώθω διάφανη. Αναστενάζω για να διώξω τον θυμό και τον κοιτάζω εξεταστικά. Είναι πανέμορφος, πράγμα που ομολογώ μονάχα στον εαυτό μου.
Είναι ψηλός, αδύνατος, με απίστευτους σκληροτράχηλους μυς που ξεπετάγονται ακόμη κι πάνω απ’ την κοντομάνικη, μπλε μπλούζα του. Έχει γυαλιστερά, μαύρα μαλλιά. Κοντά πίσω και με μια μακριά ατημέλητη φράντζα μπροστά. Τα μάτια του έχουν το χρώμα του ωκεανού καθώς μετακινούνται αργά σε όλο μου το σώμα. Εντοπίζω ένα μικρό τατουάζ στο πλάι του λαιμού του. Κανονικά απαγορεύονται στο στοιχείο μας, μόνο τα μέλη της Φωτιάς έχουν το ελεύθερο να καταστρέψουν το σώμα τους κατά αυτόν τον τρόπο.
Παύω να τον κοιτάζω και καρφώνω το βλέμμα μου στον τοίχο πίσω του. Νιώθω άβολα στη σκέψη πως με είδε να κοιμάμαι. Ποιος ξέρει πόση ώρα στεκόταν από πάνω μου σαν το φάντασμα. Δαγκώνω την άκρη του κάτω χείλους μου και επαναφέρω τα μάτια μου στα δικά του.
«Λοιπόν» λέω με αυτοπεποίθηση, «θα μου πεις ποιος είσαι;»
Παρατηρώ την άκρη του στόματός του να στρέφεται αργά προς τα πάνω σε ένα μειδίαμα. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και καρφώνει τα μάτια του στα δικά μου.
«Είμαι ένας από τους τέσσερις Ξεχωριστούς του Νερού» λέει, «το όνομά μου είναι, Τριστάνο Αζόρ»


Δέσποινα Χρ.