Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 15)

Ένας ανυπόφορος πόνος ξεκινάει από το πάνω μέρος του κεφαλιού μου και καταλήγει στον αυχένα μου. Αισθάνομαι τα ματόφυλλά μου βαριά και πρησμένα, παραμένουν κλειστά παρά τις συνεχόμενες προσπάθειες μου να τα ανοίξω. Έχω μια πικρή γεύση στο στόμα μου, λες και κάποιος έριξε δηλητήριο. Καταπίνω δίχως σάλιο και πιέζω το μυαλό μου να θυμηθεί τι συνέβη.

Εικόνες από το αστυνομικό τμήμα βομβαρδίζουν το μυαλό μου. Ένα αυτοκίνητο, ήμουν δεμένη. Προσπάθησα να λύσω το σφιχτοδεμένο σχοινί που έκοβε τη ροή του αίματος μου, ωστόσο δεν πρόλαβα να κάνω και πολλά. Η γυναίκα που με είχε χτυπήσει στο κεφάλι, έφερε ένα μεγάλο κομμάτι βαμβακιού, ποτισμένο με ένα διάφανο υγρό στο πρόσωπό μου. Μετά δεν θυμάμαι τίποτα.

Πιέζω για ακόμη μια φορά τα μάτια μου να ανοίξουν. Ευτυχώς αυτή τη φορά έχει αποτέλεσμα, τα ματόφυλλά μου ανοίγουν με κόπο. Βλεφαρίζω μερικές φορές επιθυμώντας να αποφύγω τις εκτυφλωτικές ακτίνες που απειλούν να με τυφλώσουν και σμίγω τα φρύδια αναζητώντας με το βλέμμα μου για τυχόν πρόσωπα.
«Επιτέλους ξύπνησες», αιφνιδιάζομαι και σπρώχνω το σώμα μου να απομακρυνθεί από αυτή την άγνωστη φωνή. Η καρδιά μου χτυπά σε ξέφρενους ρυθμούς, ενώ τα μάτια μου οργώνουν όλο το δωμάτιο προσπαθώντας να εντοπίσουν τη γυναίκα.
«Μη φοβάσαι, καλή μου. Δεν πρόκειται να σου κάνω κακό…» λέει με απαλή φωνή, φωνή που όμως κρύβει μοχθηρία. «Προς το παρόν τουλάχιστον». Ξεροκαταπίνω και πιέζω τον εαυτό μου να σταματήσει να τρέμει.
«Δεν φοβάμαι» σχεδόν ψελλίζω, παρότι θα ήθελα να ακουστεί με πειθώ. Ακούω τα τακούνια της να χτυπούν στο ξύλινο πάτωμα, καθώς κάνει μερικά βήματα προς το μέρος μου. Ακόμη δεν μπορώ να τη δω, οι σκιές που σκεπάζουν την μία πλευρά του δωματίου, της προσφέρουν την τέλεια κάλυψη.
«Καρίνα ΝτιΦράι» λέει με δυνατή φωνή. Κλείνω τα μάτια και κάνω μια προσευχή, εναποθέτοντας όλες τις ελπίδες σωτηρίας μου στο θαύμα τον πρώτων Θεών Ηγετών.
«Ποια είσαι;» ρωτάω πριν προλάβει να πει αυτό που ετοιμαζόταν. Την ακούω να γελάει χαμηλόφωνα με κάτι που εγώ αδυνατώ να καταλάβω.
«Όλα στην ώρα τους» απαντάει όταν παύει να χαχανίζει. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Είμαι τρομοκρατημένη και το έχει καταλάβει.
«Το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις, είναι ότι απέδρασες από τη φυλακή».
«Δεν απέδρασα!» λέω μόλις αντιλαμβάνομαι τι έχει συμβεί εις βάρος μου, «εσείς με βγάλατε και μάλιστα εν αγνοία μου». Ο θυμός μου την κάνει να γελάσει ξανά. Αναστενάζω, ενώ ξαφνικά νιώθω μια έντονη επιθυμία να πιώ νερό.
«Που βρισκόμαστε;» ρωτάω σχεδόν φωνάζοντας. Νιώθω απελπισμένη, η απομάκρυνση μου από το νερό μειώνει τις πιθανότητες διαφυγής μου.
«Κάπου μακριά, πολύ μακριά» είναι μόνη της απάντηση. Θέλω να ξεσπάσω, να αρχίσω να χτυπιέμαι προκειμένου να απελευθερωθώ από το σφιχτό σχοινί, που έχει πληγιάσει τους ήδη τραυματισμένους καρπούς μου. Ωστόσο, το μόνο που θα καταφέρω είναι να εξαντλήσω τον εαυτό μου ακόμη περισσότερο.
«Γιατί με φέρατε εδώ; Γιατί!» φωνάζω και η φωνή μου σπάει, δάκρυα θολώνουν την όρασή μου.
«Ωχ, σταμάτα. Μισώ τα ευαίσθητα κοριτσάκια που κλαίνε με το παραμικρό». Ακούω βήματα και στην συνέχεια μια πόρτα να κλείνει. Μαζεύω το σώμα μου έτσι ώστε να κλείσει σαν μπάλα και ξεσπάω σε αναφιλητά. Το δωμάτιο γεμίζει με την απελπισμένη φωνή μου και εύχομαι να μπορούσα να σταματήσω.
Κάποια στιγμή καταφέρνω να σωπάσω και να δω καλύτερα τον χώρο γύρω μου. Είμαι στο ξύλινο πάτωμα, με τα χέρια μου δεμένα σε ένα μεταλλικό, άστρωτο κρεβάτι. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι σε σκούρα απόχρωση, την οποία δεν μπορώ να διακρίνω. Ακριβώς απέναντί μου υπάρχει ένα τεράστιο παράθυρο με μια καφετιά κουρτίνα τραβηγμένη στο πλάι, επιτρέποντας τον ήλιο να πέσει ολότελα πάνω μου. Μια ξύλινη συρταριέρα είναι τοποθετημένη λίγο παραδίπλα με τα δύο πρώτα συρτάρια διάπλατα ανοιγμένα. Δεν μπορώ να στρίψω το σώμα μου, οπότε η πόρτα παραμένει εκτός του οπτικού μου πεδίου.
Ξεφυσάω και επιχειρώ να λύσω το κόμπο που κρατάει τα χέρια μου φυλακισμένα. Μάταια όμως, είναι υπερβολικά σφιχτός για να λυθεί από τα δικά μου λεπτοκαμωμένα δάκτυλα. Απογοήτευση με κατακλύζει, ωστόσο δεν το βάζω κάτω. Είμαι αποφασισμένη να βγω από αυτό το απομονωμένο δωμάτιο και να ξεσκεπάσω αυτόν που βρίσκεται πίσω από όλο αυτό.
Λίγο προτού τα παρατήσω, ακούω την πόρτα να ανοίγει. Αυτόματα ακουμπάω το κεφάλι στην άκρη του κρεβατιού και προσποιούμαι ότι κοιμάμαι.
«Λύστε την τώρα που κοιμάται, πρέπει να την μεταφέρουμε» ακούω ξανά την πλέον ενοχλητική φωνή της γυναίκας και στη συνέχεια τα βιαστικά βήματα δύο άλλων ανθρώπων που προφανώς είναι τα τσιράκια της.
Ανοίγω ελάχιστα το δεξί μου μάτι και ίσα που διακρίνω δύο μαυροντυμένους άντρες να στέκονται από πάνω μου. Προσπαθώ να καταστρώσω ένα σχέδιο, ωστόσο δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω την πρώτη μου σκέψη, ο ένας από τους δύο άντρες φέρνει ένα άσπρο μαντήλι στο πρόσωπό μου και εγώ αποκοιμιέμαι μεμιάς.




***


Ανεβαίνω δύο-δύο τα σκαλοπάτια που οδηγούν στην μεγάλη, γυάλινη πόρτα του αστυνομικού τμήματος, με ένα βαθύ τρέμουλο σε όλο μου το σώμα. Ακούω τον πατέρα μου να φωνάζει επιτακτικά να σταματήσω από κάποιο σημείο πίσω μου. Τον αγνοώ και επαναλαμβάνω για ακόμη μια φορά στον εαυτό μου ότι η Καρίνα είναι αθώα.
Σπρώχνω την πόρτα με δύναμη ικανή να ξεριζώσει δέντρο και τρέχω προς τον πρώτο αστυνόμο που βλέπω μπροστά μου.
«Βρίσκεται εδώ ο δικηγόρος της Καρίνα ΝτιΦράι; Εκείνης που δραπέτευσε;» λέω αναγκάζοντας την φωνή μου να ακουστεί σταθερή. Η αλήθεια είναι πως από τη στιγμή που έμαθα για το συμβάν, δεν μπορώ να σταματήσω αυτό το παράξενο μούδιασμα που ανατρέχει τη σπονδυλική μου στήλη. Ανησυχώ, φοβάμαι ή μάλλον τρέμω και μόνο στην ιδέα ότι Καρίνα βρίσκεται σε κίνδυνο.
Ο αστυνόμος μου κουνάει αδιάφορα το κεφάλι και τείνει το δάκτυλό του προς την τέταρτη κατά σειρά πόρτα του διαδρόμου. Του πετάω ένα ξερό ευχαριστώ και ίσα που προλαβαίνω να δω τον πατέρα μου να ανεβαίνω λαχανιασμένος τις σκάλες, προτού κάνω μεταβολή και φύγω σαν σίφουνας για να βρω τον δικηγόρο.
Χτυπάω την πόρτα μια φορά και μπαίνω μέσα δίχως να πάρω άδεια. Δυστυχώς, στο δωμάτιο βρίσκονται περισσότερα άτομα απ’ ότι περίμενα. Οι γονείς της Καρίνα καρφώνουν τα μάτια τους πάνω μου, ανατρέχοντας με το βλέμμα τους όλο μου το παρουσιαστικό.
«Συγγνώμη για την ενόχληση, κύριε αστυνόμε» λέω στον άντρα που κάθετε πίσω από το γραφείο με απλωμένα τα πόδια. “Γουίλ” γράφει το καρτελάκι στη στολή του.
«Σε έστειλαν για κατάθεση;» ρωτάει.
«Όχι, βασικά ήρθα για να μάθ…»
«Τότε βγες έξω» μου αποκρίνεται ψυχρά διακόπτοντας με. Καταπολεμάω την παρόρμηση να του σπάσω τα μούτρα και λέω: «Δεν πρόκειται να βγω έξω, αν δεν μιλήσω πρώτα με τον δικηγόρο της Καρίνα».
Ο άντρας με κοιτάζει καλά-καλά και έπειτα στρέφει την προσοχή του στον δικηγόρο. «Εσείς τον καλέσατε;» τον ρωτάει. Γαμώτο.
Εκείνος κουνάει αρνητικά το κεφάλι και γέρνει πάνω στον τοίχο ρίχνοντας μου μια βλοσυρή ματιά.
«Όπως καταλαβαίνεις, νεαρέ μου, πρέπει να βγεις έξω».
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κάνω αυτό που μου είπε. Όπως φαίνεται, πρέπει να βρω μόνος μου την άκρη.




***


Πονάω, πονάω τόσο πολύ που θέλω να τσιρίξω. Οι καρποί μου τσούζουν από τις σφιχτοδεμένες αλυσίδες που μόλις μου έβαλαν. Αίμα κυλάει από το βαθύ κόψιμο στο λαιμό μου, το αιχμηρό μαχαίρι που διαπέρασε το δέρμα μου βρίσκεται ακόμη δίπλα μου πασαλειμμένο με εκείνο το κατακόκκινο υγρό που ρέει στις φλέβες μου.
«Βοήθεια» επαναλαμβάνω για χιλιοστή φορά και ένα ακόμη χαστούκι πέφτει στο μάγουλό μου. Τα μάτια μου κλείνουν μόνα τους, παρότι έχω να πάρω αναισθητικό εδώ και δύο ώρες. Τρέμω, τα ρούχα μου έχω γεμίσει ξεραμένα και φρέσκα αίματα.
«Ελπίζω να πήρες το μάθημά σου» τον ακούω να λέει. Δεν τον βλέπω, δεν έχω δει κανέναν τους. Τον μόνο που έχω καταφέρει να δω είναι εκείνα τα μπλε μάτια λίγο προτού πέσω κάτω λιπόθυμη.
«Άλλη μια φορά να επιχειρήσεις να το σκάσεις και θα δεις τι έχει να γίνει. Πίστεψε με, δεν θα είμαι τόσο επιεικής».
Ξεροκαταπίνω δίχως να μπορώ να αντιδράσω με διαφορετικό τρόπο. Όλο μου το σώμα έχει μουδιάσει, δεν μπορώ να κουνηθώ. Δάκρυα καταβρέχουν όλο μου το πρόσωπο και φτάνουν στην ανοιγμένη πληγή στον λαιμό μου. Βήχω και αμέσως το μετανιώνω αφού ο πόνος που διαπερνά όλο μου το κορμί είναι ανυπόφορος.
Κλείνω τα μάτια μου, ώσπου εκείνο το απαίσιο χαχανητό ξανά φτάνει στα αφτιά μου. Η γυναίκα μόλις επέστρεψε.
«Τέλεια» την ακούω να λέει στον άντρα.
«Τι θα γίνει τώρα;» ρωτάει εκείνος.
«Θα συνεχίσουμε ακριβώς έτσι όπως είπαμε. Η Θεά Ηγέτης του Νερού θα πεθάνει σήμερα».
Προσπαθώ να καλύψω τους λυγμούς μου στο άκουσμα των βάρβαρων σχεδίων τους.
«Στείλε τον Μάικ να ενημερώσει τους υπόλοιπους. Μην ξεχάσεις να του δώσεις την ζακέτα της. Πρέπει να φανεί ότι το έκανε εκείνη».
Μου ξεφεύγει μια κραυγή και αμέσως κλείνω το στόμα μου. Παίρνω μερικές κοφτές ανάσες προτρέποντας τον εαυτό μου να σκεφτεί θετικά. Ο Τριστάνο θα με βρει.


***


Θα τη βρω. Ότι και να γίνει θα τη βρω.
«Τρίσταν» λέει ο πατέρα μου τρέχοντας ξοπίσω μου, «Τρίσταν σταμάτα!».
«Τι θες;» λέω κάνοντας απότομα μεταβολή. Σταματάει την τελευταία στιγμή και με πιάνει από το μπράτσο με δύναμη. Τα καταγάλανα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου.
«Τι στο καλό κάνεις, μου λες;» συρίζει μέσα στο αφτί μου, «θες να σε διώξουν από τη δοκιμασία εκλογής;».
Ξεφυσάω τραβώντας το χέρι μου προκειμένου να ελευθερωθώ από την αρπάγη του, ωστόσο εκείνος δεν χαλαρώνει τη λαβή του.
«Σταμάτα επιτέλους να ασχολείσαι με αυτή την κοπέλα, είναι μια δολοφόνος!».
«Άλλη μια φορά να την αποκαλέσεις έτσι και θα μας ακούσει όλο το κτήριο» λέω και τον σπρώχνω δυνατά. Παραπατάει, αλλά ανακτεί την ισορροπία του.
Με κοιτάζει με ένα βαθύ πληγωμένο ύφος και έπειτα λέει με φωνή φανερά ανεβασμένη: «Τρίσταν, είμαι ο πατέρας σου!».
Καγχάζω, «πατέρας, ε; Καλό, πολύ καλό. Αυτά να πας να τα πεις στον άλλο σου γιο, εκείνον που τα χάβει» λέω και κάνω μεταβολή, επιθυμώντας όσο τίποτα άλλο να φύγω από εκεί μέσα.
«Αα..» γυρίζω προς εκείνον, «και παρεμπιπτόντως, το όνομα μου είναι Τριστάνο, όχι Τρίσταν».
Απομένει να με κοιτάζει για μια στιγμή αποσβολωμένος. Τον αγνοώ και ανοίγω την πόρτα. Βλέπω την θάλασσα ευθεία μπροστά μου και εισπνέω βαθιά ανακτώντας λίγο από τον αυτοέλεγχό μου. Πρέπει να μάθω γιατί το έσκασε η Καρίνα και δεν υπάρχει περίπτωση να σπαταλήσω κι άλλο χρόνο. Μόνο ένα άτομα μπορεί να με βοηθήσει. Η Οριάνα.




***


ΕΠΤΑ ΩΡΕΣ ΜΕΤΑ


«Καρίνα, τρέξε!» μου φωνάζει. Τον κοιτάζω μέσα στα μάτια για ένα δευτερόλεπτο, μόνο για ένα. Πριν καν το καταλάβω τα πόδια μου κινούνται με ορμή πάνω στην άσφαλτο. Τρέχω με όλη μου τη δύναμη κουνώντας χέρια πόδια και ωθώντας το ταλαιπωρημένο σώμα μου να παραμείνει όρθιο παρά την έλλειψη νερού και την μεγάλη απώλεια αίματος. Χτυπήματα και κραυγές ακούγονται από πίσω μου, προσπαθώ να κρατήσω το κεφάλι μου μπροστά και το καταφέρνω, ώσπου στα αφτιά μου φτάνει η κραυγή του. Το αίμα μου παγώνει, η καρδιά μου χτυπά δυνατά.
Δίχως να σταματήσω να τρέχω, στρέφω το κεφάλι μου προς τα πίσω αναζητώντας το πρόσωπό του. Ωστόσο δεν προλαβαίνω να δω τίποτα παρά τον ουρανό, καθώς το πόδι μου μπλέκεται σε κάτι χόρτα, με αποτέλεσμα να βρεθώ μπρούμητα στο έδαφος.
Δεν προσπαθώ καν να σηκωθώ, ξέρω ότι είναι ανώφελο. Τα μάτια μου κλείνουν μόνα τους και δυστυχώς, δεν μπορώ να τα ανοίξω. «Τριστάνο» ψιθυρίζω και λίγο προτού τα ματόφυλλά μου σφραγίσουν οριστικά, νιώθω τα στιβαρά του μπράτσα να τυλίγονται γύρω μου και να με σηκώνουν.




***


Αρπάζω την Καρίνα από το έδαφος και τρέχω αναζητώντας συνάμα με το βλέμμα μου το αυτοκίνητο της Οριάνα. Τα βήματά και οι φωνές εκείνων των εγκληματιών ακούγονται ολοένα και εντονότερα. Πλησιάζουν.
«Καρίνα ξύπνα, σε παρακαλώ» ψελλίζω. Η πληγή στο λαιμό της εξακολουθεί να αιμορραγεί, το πανέμορφο πρόσωπό της έχει γίνει κάτασπρο. Τα μάτια μου τσούζουν, ωστόσο αποτρέπω τον εαυτό μου από το να κλάψει, θα φανώ δυνατός για χάρη της.
Ακούω ένα κορνάρισμα, το σύνθημα της Οριάνα ότι βρίσκεται κάπου εδώ κοντά. Την μάτια μου πηγαινοέρχονται ακατάπαυστα οργώνοντας την περιοχή. Πουθενά το άσπρο αυτοκίνητο της. Αλλάζω κατεύθυνση ελπίζοντας πως κάνω τη σωστή κίνηση. Ώσπου συμβαίνει.
Ένας δυνατός κρότος σπάει την νεκρική σιγή. Ακούω ένα σιγανό χαχανητό. Τα πόδια μου λυγίζουν, ένας ανελέητος πόνος διαπερνά όλο μου το σώμα και καταλήγει ανάμεσα στον ώμο και τη σπονδυλική μου στήλη. Σωριάζομαι στο έδαφος σφαδάζοντας, με την Καρίνα λιπόθυμη μέσα στην αγκαλιά μου. Τα μάτια μου κλείνουν. Έτσι ακριβώς όπως έκλεισαν και τα δικά της.




Δέσποινα Χρ.