Το κορίτσι με τη μάσκα (Κεφάλαιο 6) [18+]

«Παρίσι;» φωναξα την ωρα που σηκωνομουν από την καρεκλα μου. «Δεν πρεπει να εισαι καλα!»
Ο τονος μου ηταν λιγακι ανεπισημος αλλα με το αφεντικο μου ειχαμε πια μια ιδιαιτερη σχεση, μετα από τοσα χρονια συνεργασιας.
«Αριέττα, παιδι μου, ηρεμισε. Δεν σου ειπα να πας στον Αρη.»
Οι προσπαθειες του να με χαλαρωσει δεν απεδιδαν.
«Μα.. είναι τελευταια στιγμη. Δεν θα προλαβω.»
«Εχεις τρεις ολοκληρες μερες να ετοιμαστεις. Δεν βλεπω καποιο λογο να μην προλαβαινεις.» ειπε σοβαρα ο αντρας απεναντι μου.
Φυσικά και ειχα λογο. Αλλα που να του εξηγουσα.
«Μα..»
«Δεν εχει μα. Τελειωσε το θεμα. Σε τρεις μερες πετας για Παρισι. Η γραμματεας σου εχει ηδη ενημερωθει για το τι χρειαζεται να κανει. Θα εχεις και καποια συνοδια μαζι σου. Και φυσικα μπορεις να πεις σε οποιον θελεις για παρεα. Το συγκεκριμενο συνεδριο δεν μπορουμε να το χασουμε. Ξερεις ότι θα πηγαινα εγω αν δεν επρεπε να κανω το χειρουργειο.»
Αυτό ηταν χτυπημα κατω από τη μεση. Πονταρε στο ότι εγω δεν θα μπορουσα να παω κοντρα στην υγεια του. Και ειχε δικιο.. δεν μπορουσα να το κανω. Επρεπε να δεχτω τις συνέπειες…
Δυο μέρες αργότερα, αφου είχα ετοιμάσει τις βαλιτσες μου, παιρνοντας τα απαραιτητα ρουχα μιας εβδομαδας, και αφου ειχα διαπληκτιστεί με τον Ευθυμιου για τις μερες τις αδειας από την νυχτερινη μου δουλεια, εμπαινα στο κτιριο της εταιριας μου με αρκετα κακη διαθεση. Πηγα απευθειας στην ρεσεψιον για να κανονισω τα τελευταια διαδικαστικα, αλλα απ’ότι φαινοταν δεν ηταν η τυχερη μου μερα. Καθισα στον καναπε διπλα, περιμενοντας τη Λιλιαν, η οποια από ολες τις ωρες της ημερας εκεινη ειχε βρει να παει στο μπανιο ή να κανει διάλλειμα.


Λιγα λεπτα αργοτερα ήρθε ζητώντας συγγνωμη για την αργοπορια της. Δεν νομιζω όμως οτι την ενδιεφερε τοσο το ότι περιμενα οσο το να μη χασει τη δουλεια της. Σηκωθηκα από τη θεση μου και πλησιασα προς το γραφειο της, ψαχνοντας ταυτοχρονα κατι εγγραφα στην τσαντα μου. Ξαφνικα ενιωσα κατι καυτο και υγρο στο στηθος μου. Τσιριξα ξαφνιασμενη, τοσο από την αλλαγη της καταστασης οσο και από τον πονο. Ηταν πραγματικα καυτο. Η μυρωδια του καφε πλημμυρισε τα ρουθουνια μου. Κοιταξα προς τα κατω. Το ασπρο μου πουκαμισο ειχε έναν τεραστιο λεκε που ξεκινουσε από το στηθος μου και απλωνοταν στην κοιλια μου. Γυρισα προς την πηγη του κακου, για να αντικρίσω έναν σκυμμενο αντρα να μαζευει ένα ποτηρι και κατι λερωμενα εγγραφα.
«Χριστε μου τι χάλι!» αναφωνησε κοιταζοντας τα χαρτια. Γυρισε προς το μερος μου και προς στιγμην έχασα την επαφη με το μυαλο μου. Ηταν πανεμορφος. Σκουρα μαύρα μαλλιά, ανοιχτόχρωμο δερμα, μεγάλα καστανα μάτια και σαρκωδη χειλη, συνοδευόμενα από ένα σώμα το οποιο διαγραφόταν αρκετά γυμνασμένο μέσα στο μαύρο κουστούμι του.
«Όταν προχωραμε κοιταζουμε μπροστα μας.» μου ειπε με ειρωνικο τονο κουνώντας το ποτηρι τονιζοντας μου ετσι τις συνέπειες της πραξης μου. Τα λογια του λειτουργησαν σαν χαστουκι βγαζοντας με από την παραζαλη μου. Μα.. Τι αναιδής! Το αιμα αρχισε να ανεβαινει επικινδυνα προς το κεφαλι μου. Δεν ημουν ιδιαιτερα φημισμενη για την υπομονη μου.
«Να μιλας για τον εαυτο σου! Οσο δεν κοιταζα τοσο δεν το εκανες κι εσυ. Και τωρα κοιτα χαλια!» αντιγυρισα στον ιδιο τονο.
«Ωπα ηρεμισε κοπελια. Δεν ειπαμε και τιποτα. Εγω όπως βλεπεις ειμαι μια χαρα. Αλλως θα χρειαστει να αλλαξει!» μου εκλεισε το ματι και αρχισε να περπαταει προς το ασανσερ.
«Για σε παρακαλω..» ξεκινησα να λεω αλλα με διεκοψε.
«Αν θελεις σε βοηθαω!» ειπε χαμογελώντας πλατια.
Δεν αντεξα.
«Βρε δεν πας στο διαολο;» φωναξα. Ακους εκει.
Ηξερα ότι τα βλεμματα ολων θα ηταν στραμμενα πανω μου, αλλα αποφασισα να τα αγνοήσω και να φυγω οσο πιο γρηγορα μπορουσα για το σπιτι μου.


Ημουν εξαλλη. Πραγματικα εξαλλη. Τηλεφωνησα στη γραμματεα μου και την εθεσα υπευθυνη για ολες τις λεπτομερειες που επρεπε να διευθετηθουν για το ταξιδι της επομενης μερας και γεμισα την μπανιερα μου. Την ωρα που ετοιμαζομουν να ξεκινησω το χαλαρωτικο μου μπανιο χτυπησε το κουδουνι. Εβαλα το μπουρνουζι μου και πηγα να δω ποιος μου χαλαγε την ωραιοτερη στιγμη της ημερας μου. Ο ταχυδρομος..
Αναθεμάτισα την τυχη μου και ανοιξα την πορτα.
«Καλησπερα κυρια Αλεξανδρή. Αυτά είναι για εσάς.»
Μου εδωσε ένα καλαθι γεματο με κατακοκκινα τριαντάφυλλα.
«Εε.. από ποιον;» ρωτησα εμφανως παραξενεμενη.
«Δεν γραφει εδώ καποιο ονομα δυστυχως.» ειπε ο νεαρος στην πορτα μου.
«Ενταξει δεν πειραζει.. Που υπογραφω;»


Μου υπέδειξε, τον χαιρετησα και κλεινοντας την πορτα πισω μου βαλθηκα να βρω την καρτα που υπεθετα ότι θα συνοδευει τον “ανθόκηπο” που μου έστειλαν. Και ναι, ειχε.
Την ανοιξα καθως η περιεργεια μου κοντευε να χτυπησει κοκκινο.


Στην αρχη μιας καλης συνεργασιας.


Κατατοπιστικοτατο. Ξεφυσηξα δυνατα και πηγα να συνεχισω αυτό που ειχα ξεκινησει να κανω. Βυθισα το κορμι μου και τη σκεψη μου στο ζεστο νερο και χαθηκα στο χρονο. Δεν εδωσα παραπανω σημασια στην καρτα μιας και επαιρνα αρκετα συχνα λουλουδια. Απο επιδοξους θαυμαστες, απο δημοσιογραφους που ηθελαν να με καλοπιασουν, από μεγαλοεπιχειρηματιες που επιζητουσαν ιδιαιτερη εξυπηρετηση στις συνεργασιες μας. Η καρτα μπορουσε να είναι από τον οποιονδηποτε λοιπον.


***
Μπηκα στο αυτοκινητο του Νικου με τρεμάμενα ποδια. Το αγχος μου ειχε χτυπησε κοκκινο. Ηταν η πρωτη νυχτερινη μου εξοδος στην Αθηνα και ημουν πραγματικα αυτό που λενε «σαν το ψαρι εξω από το νερο». Ο Νικος οδηγησε σιωπηλος για λιγο αφηνοντας με να ρυθμισω καπως τις ανασες μου. Ενιωθα περιεργα με το ντυσιμο μου, με τα μαλλια μου, με το αχνο κοκκινο κραγιον που τονιζε τα χειλη μου. Τον εβλεπα να μου ριχνει κλεφτες ματιες, και αυτό δεν βοηθουσε καθολου το χτυποκαρδι μου. Απλωσε το χερι του και ανοιξε το ραδιοφωνο του αυτοκινητου. Εβαλε έναν σταθμο που επαιζε χαλαρη μουσικη και γυρισε προς το μερος μου.
«Πρεπει να χαλαρωσεις.» μου ειπε σχεδον με ανησυχο βλεμμα.
Του χαρισα ένα χαμογελο με δυσκολια.
«Χριστε μου Αριεττα, φοβαμαι ότι θα παθεις τιποτα!» μου αντιγυρισε πιο εντονα.
«Όχι όχι καλα ειμαι.» τον καθησυχασα. «Απλα δεν εχω συνηθισει να βγαινω βραδυ.»
«Όλα καλα θα πανε. Θα περασουμε τελεια, θα δεις.» μου χαμογελασε και συνεχισαμε αμιλητοι την διαδρομη μας.
Λιγη ωρα αργοτερα βρισκομασταν στο εσωτερικο ενός μαγαζιου που απ’ότι μου ειπε ο Νικος ηταν από τα πιο δημοφιλη της Αθηνας. Η μουσικη ηταν πολύ δυνατη και για να μιλησουμε επρεπε να φωναζουμε ο ενας στο αυτι του αλλου. Τα φωτα ηταν χαμηλωμενα και φωτορυθμικα εδιναν την αναλογη νοτα στον χωρο. Ο κοσμος γυρω χορευε αμεριμνος.
«Θα ερθουν κι αλλοι;» φωναξα στο αυτι του θειου μου.
«Ναι. Κατι συναδελφοι και φιλοι.» ειπε κανοντας μια αστεια χορευτικη φιγουρα. Γελασα.
«Παω να μας φερω ποτα.» μου δηλωσε και εφυγε προς το μπαρ.
Ακουμπησε στον παγκο μας δυο ποτηρια γεματα με υγρα διαφορετικου χρωματος.
«Τι είναι αυτά;» ρωτησα παραξενεμενη.
«Το μαυρο είναι ουισκι με κοκα κολα. Είναι το δικο μου. Δοκιμασε.»
Ηπια μια γουλια. Το υγρο κυλλησε στο λαιμο μου καιγοντας τα παντα στο περασμα του. Μαζευτηκαν δακρυα στα ματια μου και εβηξα αντανακλαστικα. Ο Νικος διπλα μου γελαγε με το παθημα μου.
«Δεν περιμενα ότι θα σου αρεσε.» ειπε περιπαιχτικα παιρνοντας παραλληλα το ποτηρι από το χερι μου. Το εφερε στο στομα του και κατεβασε μια γερη γουλια. Δεν ειχε την δικη μου αντιδραση βεβαια. Εμεινα να τον κοιταζω σαν χανος.
«Δεν εισαι μαθημενη στο ποτο. Μην ανησυχεις, θα συνηθισεις. Θελει χρονο.» μου τσιμπησε το μαγουλο κ εγω ενιωσα να κοκκινιζω. Ντρεπομουν, και ενιωθα σαν να τον απογοητευω. Περιεργο συναισθημα.
«Εσενα σου πηρα λικερ κερασι.» μου ειπε δινοντας μου το ποτηρι με το βαθυ κοκκινο υγρο. «Είναι γυναικειο ποτο και πιο ελαφρυ στη γευση.»
Σηκωσα το ποτηρι και ετοιμαστηκα να πιω αλλα με σταματησε.
«Με ρεγουλα όμως. Μπορει να μην καιει αλλα είναι δυνατο.»
Ενευσα και ηπια μια μικρη γουλια. Ηταν γλυκο και οντως δεν εκαιγε. Μου αρεσε.
Του χαμογελασα και εκεινος χαρηκε με τη νικη του. Ειχε μαντεψει σωστα για το τι θα προτιμούσα.
Ομολογουμενως η ωρα κυλουσε γρηγορα κ ευχαριστα. Η παρεα του Νικου εμφανιστηκε λιγο μετα. Τρεις αντρες και τρεις κοπελες, τα ονοματα των οποιων δεν καταφερα να συγκρατησω, καλοντυμενοι και χαλαροι, συμπληρωσαν τις υπολοιπες θεσεις γυρω από τον παγκο. Το κακο στην υποθεση ηταν ότι το λικερ κερασι μου αρεσε τοσο που δεν μπορεσα να ακουσω τη συμβουλη του θειου μου, και δυο ποτηρια αργοτερα χορευα ασταματητα και χαζογελουσα.
Ενιωσα ένα χερι στην πλατη μου και γυρνωντας αντικρισα τον έναν από τους τρεις φιλους του Νικου.
«Γεια» ειπα προσπαθωντας να ηρεμισω την αναπνοη μου.
«Όχι όχι μη σταματας» μου ειπε και εβαλε τα χερια του στη μεση μου τραβωντας με προς το μερος του. «Να χορεψουμε ηρθα.»
Χαμογελασαμε ταυτοχρονα και αρχισαμε να λυκνιζομαστε στο ρυθμο της μουσικης.
Ημασταν υπερβολικα ο ενας κοντα στον αλλον, σχεδον ενιωθα το σωμα του κολλημενο πανω στο δικο μου. Γυρισα προς εκεινον και τον ειδα να με κοιταζει καταματα. Εφερε το χερι του στο προσωπο μου και με τραβηξε απαλα. Ακολουθησα την κινηση του ασυναισθητα και δευτερολεπτα αργοτερα φιλιόμασταν στη μεση του κλαμπ. Ο κοσμος γυρω μου ειχε σταματησει να υπαρχει. Ηταν η πρωτη φορα που εκανα κατι τετοιο, το πρωτο φιλι που εδινα σε καποιον.. Παντα πιστευα ότι αυτος που θα φιλουσα πρωτος θα ηταν και ο μεγαλυτερος μου ερωτας. Σταματησε το φιλι του αποτομα και δεν μου αρεσε καθολου. Ενιωσα τα χειλη του στο αυτι μου.
«Θελεις να παμε καπου πιο.. ιδιαιτερα;» με ρωτησε σιγανα. Παρολο που δεν μιλησε ιδιαιτερα δυνατα τον ακουσα ξεκαθαρα, και η φωνη του εστειλε ένα μουδιασμα σε ολο μου το κορμι.
Ενευσα κοιταζοντας τον στα ματια. Εκεινος με πηρε από το χερι και με οδηγησε στις τουαλετες. Διστασε για λιγο απ’εξω αλλα αποφασισε να παμε στις γυναικειες. Ενιωσα μια ελαφρια ανακουφιση γιατι δεν ηθελα σε καμια περιπτωση να με πετυχει καποιος στις αντρικες. Μπηκαμε μεσα και εκλεισε αμεσως την πορτα πισω μας. Γρηγορα ηρθε παλι πισω σε μενα, τα χειλη μας ενωθηκαν και τα χερια του αρχισαν να ταξιδευουν σε ολο μου το κορμι πανω από τα ρουχα μου. Το μυαλο μου ειχε θολωσει και το μονο που μπορουσα να σκεφτω ηταν τα χειλη του που φιλουσαν με παθος τα δικα μου. Οι αμυνες μου ειχαν πεσει τοσο, που δεν ειχα καταλαβει ότι με το να τον ακολουθησω στην τουαλετα συμφωνησα σιωπηρα στο να κανω κατι παραπανω μαζι του. Κι εκεινος δεν πονταρε στο ποσο αμαθη ημουν. Που να το φανταζοταν. Σιγουρα οι γυναικες που συναναστρεφοταν θα ηταν πολύ πιο προχωρημενες σε αυτόν τον τομεα, και μαλλον το ειχε παρει και για μενα ως δεδομενο. Κατι μεσα μου, μου υπαγορευε ότι αυτό που πηγαινε να γινει ηταν λαθος, αλλα ο συνδυασμος του ποτου και των μεθυστικων φιλιων του δεν μου αφηνε και πολλα περιθωρια.
Παραδοθηκα τελειως σε εκεινον κ με εσπρωξε ελαφρα προς τα πισω μεχρι να ακουμπησω στον τοιχο. Ημουν εγκλωβισμενη αναμεσα τους – παγωμενος τοιχος στην πλατη μου και υπερβολικα θερμο σωμα μπροστα μου.
Τα χερια του μπηκαν κατω από το πουκαμισο μου. Εφτασαν μεχρι το σουτιεν μου και επιασαν με δυναμη το στηθος μου. Αναστεναξα μεσα στα φιλια μας κι τον ενιωσα να σκληραινει κατω από το παντελονι του. Αναρριγησα. Μαλλον το ηθελα κι εγω οσο κι αυτος. Εβαλα το χερι μου στο στηθος του και αρχισα να κατεβαινω προς τα κατω. Ημουν λιγα εκατοστα πανω από την περιοχη που στοχευα, όταν τον ενιωσα να απομακρυνεται βιαια από πανω μου. Ανοιξα τα ματια μου και το φως με τυφλωσε για λιγα δευτερολεπτα.
«Καλα τι κανεις; Τρελαθηκες;» τον ακουσα να λεει σε καποιον που στεκοταν απεναντι του. Δεν τον εβλεπα γιατι ηταν μπροστα μου εκεινος. Αναγνωρισα τη φωνη του όμως.


«Εγω αν τρελαθηκα ή εσυ;» ειπε σχεδον ουρλιαζοντας ο Νικος.
Εκανα ένα βημα πιο δεξια και εμφανιστηκα στο οπτικο του πεδιο. Αναμαλλιασμενη και μισογδυμενη. Με κοιταξε σαστισμενος για λιγο και γυρισε προς τον φιλο του.
«Δινε του από εδώ πριν σε κανω μαυρο. Ακουσες; Δινε του!» το τελευταιο αντιχησε σε ολοκληρο το μπανιο και υπηρχαν πιθανοτητες να ακουστηκε και μεχρι τα πρωτα μετρα εξω από το δωματιο. Ηταν εξαλλος.
Ο φιλος του με κοιταξε για μια στιγμη απολογητικα και ακολουθησε τις διαταγες που του δοθηκαν. Μολις μας αφησε μονους ο Νικος καρφωσε το βλεμμα του πανω μου.


***


Ημουν στην αιθουσα αναμονης του αεροδρομιου και περιμενα τη «συνοδεία» που μου ειχε επιβαλλει το αφεντικο μου. Περιμενα ηδη ένα τεταρτο και δεν ειχε φανει κανεις. Ειχα τηλεφωνησει στο γραφειο δυο φορες και ετοιμαζομουν για την τριτη όταν ειδα έναν αντρα να ερχεται προς το μερος μου. Στην αρχη δεν τον αναγνωρισα αλλα όταν πλησιασε αρκετα καταλαβα ποιος ηταν.
«Όχι» ψιθυρισα σχεδον από μεσα μου και σηκωθηκα από τη θεση μου.
Με πλησιασε εχοντας ένα ειρωνικο χαμογελο σε ολο του το προσωπο. Το βλεμμα του ηταν παιχνιδιαρικο σε αντιθεση με το δικο μου που εβγαζε σπιθες.
«Ειδες πως τα φερνει η μοιρα τελικα;» με ρωτησε την ωρα που σταματησε ακριβως μπροστα μου.
«Ναι. Κριμα που δεν κρατας καφε αυτή τη φορα.» αντιγυρισα επιθετικα.
Το αιμα μου εβραζε ηδη. Ημουν τρομερα νευριασμενη με αυτόν τον τυπο. Με εξοργιζε και μονο να τον βλεπω.
«Δεν έχουμε συστηθει.» μου ειπε απλώνοντας μου το χέρι. Τον αγριοκοιταξα και το πηρε πισω. «Αρης» προσθεσε την ωρα που βολευόταν στη διπλανή θέση από αυτή που καθομουν.

«Θα είναι ένα πολύ μακρύ ταξίδι το σημερινό.» ειπα περισσοτερο μονολογώντας και έκατσα διπλα του.

Angelina S.