Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 16)

Αφού στήνουμε τις σκηνές μας καθόμαστε γύρω από τη φωτιά και τρώμε. Μπορεί κανένας να μην έχει απίστευτο κέφι μετά τα πρωινά γεγονότα, αλλά επίσης κανένας δε φαίνεται να συμμερίζεται τη δική μου κακοκεφιά. Ίσως τελικά να είμαι πράγματι πολύ ευαίσθητη, αλλά ελπίζω να φταίει το γεγονός πως οι υπόλοιποι ήταν συνηθισμένοι σε αληθινές μάχες, ή τουλάχιστον εξοικειωμένοι με την ιδέα του να σκοτώνουν, ενώ εγώ δεν το είχα σκεφτεί ποτέ σοβαρά ως ενδεχόμενο. Οι Ιππότες έχουν σχηματίσει μικρές ομάδες και συζητούν μεταξύ τους. Εγώ πηγαίνω προς την ομάδα των μικρότερων ηλικιακά, τους οποίους άλλωστε ξέρω και καλύτερα,: τον Χένρι, τον Γκαστόν και τον Γουίλ, που έχει αρχίσει να κάνε παρέα μαζί τους, κάτι το οποίο με χαροποιεί ιδιαίτερα.

Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στη συζήτηση, αλλά το μυαλό μου ταξιδεύει συνεχώς αλλού, λίγο στα πρωινά γεγονότα, λίγο στο τι θα γίνει από δω και πέρα, λίο στο τι  θα κάνουμε αν  και αφού φέρουμε εις πέρας την αποστολή.
«Λάιρα είσαι καλά;», με ρωτά ο Χένρι κάποια στιγμή. Στρέφομαι προς το μέρος του απότομα, καθώς κοιτούσα τη φωτιά. Οι άλλοι δύο που γελούσαν μάλλον με κάτι που τους έλεγε σοβάρεψαν με την ερώτησή του και στράφηκαν και αυτοί απορημένοι προς το μέρος μου.
«Ναι, ναι καλά είμαι», απάντησα βιαστικά, μετά από μερικές στιγμές. Έπειτα όμως το μετάνιωσα και εξέφρασα μια από τις σκέψεις που με απασχολούσαν.
«Πως μπορείτε να γελάτε έχοντας σκοτώσει, ή έχοντας δει ανθρώπους να πεθαίνουν σήμερα; Δεν το εννοώ σαν παρατήρηση, εννοώ πως το διαχειρίζεστε;».
«Λάιρα όλο αυτό ήταν αναπόφευκτο. Αν δεν τους σκοτώναμε εμείς θα μας σκότωναν εκείνοι. Έπρεπε να εκπληρώσουμε το δικό μας καθήκον ως Ιππότες, να σε προστατεύσουμε και να κάνουμε αυτό που θεωρούμε το καλύτερο για τους κόσμους. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Σκέψου πόσες μάχες έγιναν πριν από αυτή και πόσες θα συνεχίσουν να γίνονται από εδώ και πέρα. Όλα αυτά είναι δυστυχώς μέσα στη ζωή. Το ξέρω πως δεν είναι ότι καλύτερο και πως οι εικόνες  που αντικρίζουμε και οι πράξεις που αναγκαζόμαστε να κάνουν είναι άσχημες, ειδικά για μια κοπέλα σαν κι εσένα, αλλά πιστεύουμε πως θα δημιουργήσουν ένα καλύτερο μέλλον για όλους και πρέπει να αγωνιστούμε γι’ αυτό. Προσπάθησε να μην τα σκέφτεσαι όλα αυτά που είδες», μου απαντά ο Γκαστόν με την πιο σοβαρή έκφραση που έχω δει στο πρόσωπό του.
«Ναι, σκέψου γιατί γίνονται όλα αυτά και το αναπόφευκτο της κατάστασης. Προσπάθησε να το έχεις στο μυαλό σου αν παρόμοια περιστατικά συμβούν ξανά», συνεχίζει ο Χένρι.
«Αλλά προς το παρόν προσπάθησε να βγάλεις από το μυαλό σου όσα είδες το πρωί  και προσπάθησε να θυμάσαι όμορφες εικόνες και στιγμές», συμπληρώνει ο Γουίλ.
«Εντάξει παιδιά, ευχαριστώ», τους απαντώ με ένα χαμόγελο. Για λίγη ώρα ακόμα κάθομαι μαζί τους προσπαθώντας να εφαρμόσω τις συμβουλές τους και καταφέρνω να συγκεντρωθώ κι εγώ στη συζήτηση και ακόμη και να γελάσω, καθώς αρχίζουν να αφηγούνται αστεία περιστατικά που τους συνέβησαν και να κάνουν γκριμάτσες μόνο και μόνο για να μου φτιάξουν τη διάθεση. Αισθάνομαι την καρδιά μου να ζεσταίνεται από ευγνωμοσύνη και να διαστέλλεται από την αγάπη που νιώθω για αυτούς τους τρεις.
Λίγο αργότερα ο Έντουαρτ ζητά την προσοχή μας.
«’Εχουμε άλλες  τρεις μέρες διαδρομή για να φτάσουμε στο βασίλειο του Όρεστεν. Προτείνω να πάτε όλοι για ύπνο, γιατί περάσαμε μια δύσκολη μέρα και έπονται και άλλες. Χρειάζεται να έχετε δυνάμεις αύριο για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, καθώς πρέπει να διανύσουμε πολύ μεγαλύτερη απόσταση αν θέλουμε να φτάσουμε στη Λίμνη των Δακρύων πριν την Αδελφότητα. Εγερτήριο στις έξι το πρωί. Αυτοί στους οποίους μίλησα να αναλάβουν την πρώτη βάρδια φύλαξης», είπε ο Έντουαρτ και αφού μας καληνύχτισε αποσύρθηκε στη σκηνή του.
Όλοι σιγά σιγά ακολουθήσαμε το παράδειγμά του, εκτός από όσους είχαν βάρδια. Εγώ μπήκα στη σκηνή που επρόκειτο να μοιραστώ με τη Σούζαν. Εκείνη μου είπε πως θα μείνει ακόμη λίγο έξω με τον Μπράντον που είχε βάρδια –από ότι φαίνεται αποφάσισαν πως δεν τους νοιάζει να μαθευτεί η σχέση τους- κι έτσι εγώ ξάπλωσα για να κοιμηθώ.
Δυσκολεύτηκα πολύ να καθαρίσω το μυαλό μου. Τα λόγια του άντρα που αποκεφάλισε η Κλαρίσσα σφυροκοπούσαν πίσω από τα βλέφαρά μου. «Έχεις ένα χάρισμα που θα δώσει στους κόσμους πολλές δυνατότητες, κράτα την Πύλη ανοιχτή». Σκέφτηκα μήπως είχε πράγματι δίκαιο. Μήπως η Πύλη προσέφερε πιο πολλά ανοιχτή παρά κλειστή. ‘Ενδεχομένως’, απάντησε μια φωνή στις άκρες του μυαλού μου, ‘όμως δε θα χρησιμοποιηθεί ποτέ για καλό, παρά μόνο για να δημιουργήσει περισσότερη ανισότητα, εκμετάλλευση και δυστυχία. Όχι η Πύλη πρέπει να κλείσει’, συμφώνησα μαζί της.  Λίγο αργότερα κατάφερα να βυθιστώ σε έναν ταραχώδη ύπνο γεμάτο αιματηρές εικόνες  και κομμένα κεφάλια.

***

Παρά τον ταραχώδη μου ύπνο, το πρωί δε δυσκολεύτηκα να ξυπνήσω, καθώς ένιωθα ακόμη την ενέργεια από το πέρασμα της Πύλης να ρέει στις φλέβες μου. Παραδόξως ένιωθα και πολύ καλύτερα ψυχολογικά. Η σιγουριά και η αισιοδοξία μου είχαν επιτρέψει και δε θα άφηνα κανένα γεγονός ή ανάμνηση από τα χθεσινά γεγονότα να τις κάμψουν. Αφού φάγαμε γρήγορα πρωινό, κατά κύριο λόγο φρούτα και ψωμί, ξεκινήσαμε το ταξίδι.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής γνώρισα την Κόρα και τον Όουεν. Ήταν αδέλφια και παιδιά του Πίτερ, του πιστού συντρόφου του Έντουαρτ που πρότεινε το σχέδιο διαδρομής μας. Από όσο μου είπαν τα παιδιά, στην αποστολή ο Πίτερ σκόπευε να πάρει μόνο την Κόρα, που είναι μεγαλύτερη –στα δεκαεπτά της χρόνια-, αλλά ο Όουεν τον παρακαλούσε για μέρες να τον πάρει κι εκείνον μαζί. Ο Πίτερ στην αρχή αρνούταν κατηγορηματικά και ορθώς κατ’ εμέ, μιας και ο Όουεν είναι μόνο δεκατεσσάρων, αλλά στο τέλος ο γιός του κατάφερε να τον πείσει.
«Το έκανε γιατί βαρέθηκε να σε ακούει να τον παρακαλάς», λέει η Κόρα.
«Όχι, το έκανε γιατί αναγνώρισε πως μπορώ να τα καταφέρω μια χαρά και επειδή είμαι πολύ καλός στη μάχη. Πλέον σε νικώ τις περισσότερες φορές», της απαντά εκείνος πεισματάρικα.
«Με νικάς επειδή έχεις ψηλώσει πια και επειδή τα αγόρια είναι πιο δυνατά από τα κορίτσια», αντιτείνει η Κόρα.
«Δεν είμαι αγόρι, είμαι άντρας πια και είμαι πολύ δυνατός, γι’ αυτό είμαι εδώ που είμαι σήμερα», απαντά και πάλι ο Όουεν. Δεν μπορώ να μη χαμογελάσω βλέποντάς τους, να καυγαδίζουν έτσι και μάλιστα νιώθω ένα τσίμπημα ζήλιας γιατί στερήθηκα την καθημερινή επαφή με τον δικό μου αδελφό.
Δε μπορώ να μην θαυμάσω αυτά τα δύο όμορφα και θαρραλέα αδέλφια για την αποφασιστικότητα και το θάρρος τους σχετικά με την αποστολή. Η Κόρα είναι μικρόσωμη και λεπτεπίλεπτη, αλλά η μικρή της διάπλαση αναπληρώνεται με την χρόνια προετοιμασία και προσήλωση της στα καθήκοντά της ως Ιππότη, που την μύησε ο πατέρας της από μικρή. Έχει όμορφο χλωμό πρόσωπο με φακίδες, ανοιχτόξανθα μακριά μαλλιά και πράσινα ζωηρά μάτια. Ο Όουεν είναι επίσης ξανθός με μεγάλες στρογγυλές μπούκλες που σχηματίζουν δαχτυλίδια, καστανά αεικίνητα και παιχνιδιάρικα μάτια και παρά την μικρή του ηλικία είναι αρκετά ψηλός και μυώδης, αν και λεπτός.
Το μεσημέρι έρχεται σχετικά αργά και κάνουμε την πρώτη μας στάση ζαλισμένοι και ιδρωμένοι από τον καυτό ήλιο που είχαμε για συνοδοιπόρο μας. Ξεπεζεύουμε και γευματίζουμε κάτω από μια συστάδα δέντρων, που ορθώνονται παράταιρα μέσα στην αχανή πεδινή έκταση που διανύαμε. Η δροσιά τους και το φαγητό ανακουφίζουν την κούραση μας.
Κάποτε το βλέμμα μου πέφτει στον Σαντιάγκο που κάθεται δίπλα στην Κλαρίσσα και συζητούν. Κάποια στιγμή εκείνη γελά με κάτι που της λέει. Μου φαίνεται πολύ περίεργο αυτό γιατί δεν την έχω ξαναδεί να γελά και δε θα το πίστευα αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου. ‘Όταν γελά είναι ακόμα πιο όμορφη από όταν είναι βλοσυρή’, συνειδητοποιώ. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο νιώθω ένα παράξενο συναίσθημα να γεννιέται μέσα μου βλέποντάς τη δίπλα του. ‘Ζηλεύεις’, απαντά η ενοχλητική φωνή στο κεφάλι μου. ‘Όχι, αποκλείεται’, της απαντώ και στρέφω ενοχλημένη την προσοχή μου αλλού. Κάθομαι και πάλι με τον Χένρι και τον Γουίλ, αλλά αυτή τη φορά κάθονται πλάι μας και η Κόρα με τον Όουεν.
Παρατηρώ πως η Κόρα δείχνει ιδιαίτερη προσοχή στον Χένρι όταν αυτός μιλά, γελάει χαριτωμένα με τα αστεία του και γενικά όταν του απαντά τη φωνή της χρωματίζει μια αμηχανία που δεν υπάρχει όταν απευθύνεται σε εμένα ή τον Γουίλ. Ο Χένρι όμως δε δείχνει να το αντιλαμβάνεται. Χαμογελάω νοερά στην παρατήρησή μου, καθώς υποψιάζομαι πως στην Κόρα ίσως αρέσει κάπως ο αδελφός μου.
«Πάμε να εξασκηθούμε στην ξιφομαχία;», προτείνει ο Χένρι κάποια στιγμή που έχουμε ξεκουραστεί αρκετά.
«Ναι», απαντώ εγώ.
«Έρχεστε;», ρωτώ την Κόρα, τον Γουίλ και τον Όουεν.
«Φυσικά», απαντά ο Όουεν και οι άλλοι δύο γνέφουν και σηκώνονται. Βγαίνομε έξω από τη συστάδα των δέντρων που μας προσέφεραν απλόχερα τη σκιά τους και προσχωρούμε μερικά μέτρα μακριά από την υπόλοιπη ομάδα μας, σε ένα ηλιόλουστο σημείο της πεδιάδας. Δεν απομακρυνόμαστε όμως πάρα πολύ γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο, ειδικά μετά τα χθεσινά.
Ο Χένρι εξασκείται με τον Γουίλ και εγώ ξιφομαχώ με τον Όουεν, όσο η Κόρα περιμένει τη σειρά της. Ο Όουεν μπορεί να είναι μικρότερος από εμένα, αλλά είναι πολύ γρήγορος και δυνατός και έχει εξασκηθεί σκληρά. Έτσι με κερδίζει σχετικά εύκολα. Με την αδελφή του η μάχη διαρκεί περισσότερο. Είναι πιο έμπειρη ξιφομάχος από εμένα, αλλά εκμεταλλεύομαι μια λανθασμένη κίνησή της και την αφοπλίζω τελικά. Ο Γουίλ και ο Χένρι έχουν αρχίσει ήδη δεύτερο γύρω ξιφομαχίας, όταν η φωνή του Ρότζερ ακούγεται μέσα από τα δέντρα.
«Χένρι! Έλα λίγο σε παρακαλώ».
« Έρχομαι», απαντά εκείνος κατεβάζοντας το σπαθί του και πηγαίνει προς τους άλλους. « Ωραίος αγώνας φίλε», λέει στον Γουίλ πριν κινηθεί προς τα δέντρα.
«Έλα Όουεν πάμε κι εμείς. Θα μας ψάχνει ο πατέρας», λέει η Κόρα και ακολουθεί τον Χένρι. Ένα πονηρό χαμόγελο σκαρφαλώνει στα χείλη μου καθώς η κίνηση ατή της Κόρα ενισχύει την υποψία μου. ‘Θα ασχοληθώ με αυτό αργότερα’, σημειώνω νοερά, καθώς ο Όουεν ακολουθεί την αδελφή του και χάνονται μέσα στα δέντρα.
«Γιατί χαμογελάς; Τι σχεδιάζεις πάλι μπελά;», με ρωτά ο Γουίλ σκανταλιάρικα.
«Πφ…», αναστενάζω αγανακτισμένα, «δεν είμαι πια μπελάς », αντιγυρίζω.
«Άσε να το κρίνω εγώ αυτό», μου απαντά ο Γουίλ κάνοντας με να του ρίξω μια αγκωνιά.
«Επίσης δε σε αφορά τι σχεδιάζω», απαντώ.
«Όπως θέλεις», μου απαντά εύθυμα.
 «Τι θα γίνει θα ξιφομαχήσεις και μαζί μου ή φοβάσαι μήπως χάσεις;», ρωτά  μετά από μια στιγμή προκλητικά.
«Θα ήθελες. Δε φοβάμαι φυσικά. Απλά δε θέλω να σε κάνω να κλάψεις», του απαντώ εριστικά.
«Χα…, θα το δούμε αυτό», καγχάζει ο Γουίλ και υψώνει το σπαθί του.
Τα ξίφη μας συγκρούονται βγάζοντας  έναν μεταλλικό ήχο καθώς χτυπούν και τρίβονται μεταξύ τους. Είναι προφανές πως και οι δύο μας έχουμε γίνει καλύτεροι από ότι ήμασταν πριν λίγο καιρό, αν και αγνοώ με ποιόν εξασκούταν ο Γουίλ όσο έλλειπα, αφού ο Χαρολντ και ο Τζέφ, οι δύο άλλοι βασικοί φίλοι του δεν είναι πολύ φίλοι της ξιφομαχίας. Για πολύ ώρα η μάχη δείχνει ισοδύναμη με τους δυο  μας να αποκρούουμε ο ένας τις επιθέσεις του άλλου και σταγόνες ιδρώτα κάνουν την εμφάνισή τους στο μέτωπο του Γουίλ, ενώ νιώθω πως το ίδιο έχει αρχίσει να συμβαίνει και σε εμένα. Ώσπου κάποια στιγμή η αντίδρασή μου δεν είναι αρκετά γρήγορη και ο Γουίλ το εκμεταλλεύεται αφοπλίζοντάς με. Χωρίς να χάσω χρόνο τον πλησιάζω και με ένα αιφνιδιαστικό χτύπημα που μου έδειξε ο Ρότζερ καταφέρνω να τον κάνω να χαλαρώσει τη λαβή του στο σπαθί και με μια κλοτσιά στη χειρολαβή το πετάω από χέρι του.  Για μια στιγμή μένουμε ακίνητοι αβέβαιοι για το τι πρέπει να κάνουμε και αν θα συνεχίσουμε τη μάχη χωρίς όπλα. Μετά όμως η έκφραση του Γουίλ χαλαρώνει και ένα χαμόγελο σκαρφαλώνει στα χείλη του, που με ωθεί να σκεφτώ πως γι’ αυτόν η μάχη έληξε. Μετά τα μάτια του καρφώνονται έντονα στα δικά μου και σοβαρεύει. Κάνει ένα αργό βήμα προς το μέρος μου μικραίνοντας την ήδη μικρή απόσταση που μας χώριζε. Οι χτύποι της καρδιάς μου επιταχύνονται ξαφνικά, σα να αρχίζει να χτυπά κάποιος μέσα της ένα ταμπούρλο σε έναν γρήγορο, ζωηρό ρυθμό. Τα πρόσωπά μας απέχουν λίγα μόνο εκατοστά και νιώθω την αναπνοή μου να κόβεται. Με δυσκολία πείθω τον εαυτό μου να μην κοιτάξει  με αδημονία τα χείλη του, όταν το χέρι του υψώνεται αργά και κάνει το γύρω της μέσης μου ακουμπώντας την ελαφρά.
Και τότε το κάνει. Τραβά ξαφνικά το στιλέτο που είχα στερεωμένο στη αριστερή πλευρά της ζώνης μου  και έφτανε έως το πάνω μέρος του γοφού μου και φέρνοντας το μπροστά το σήκωσε μπροστά στο λαιμό μου.
« Έχασες», ανακοινώνει με ένα πελώριο θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Έπρεπε να είσαι πιο προσεκτική. Δεν έπρεπε να επιτρέψεις στον εαυτό σου να ξελογιαστεί από τις χάρες μου», μου λέει κοροϊδευτικά και το στραβό χαμόγελο που χρησιμοποιεί όταν πειράζει τους άλλους κάνει την εμφάνισή του στο πρόσωπό του φωτεινό και αυτάρεσκο, μαζί με τα λακκάκια του.
Φυσικά δεν το εννοεί, αλλά εγώ νιώθω να οργίζομαι. Δε μου αρέσει να χάνω ούτε να με πειράζουν γι’ αυτό και το ξέρει πολύ καλά.
«Τις χάρες σου;», καγχάζω νευριασμένα. « Πολύ μεγάλη ιδέα δεν έχεις για τον εαυτό σου;», τον ρωτώ.
«Δεν το νομίζω. Πάντως ότι και να λες σε νίκησα», μου απαντά με το ίδιο χαμόγελο.
« Όχι δε με νίκησες. Δεν ήταν δίκαιη νίκη. Έκλεψες», του φωνάζω αγανακτισμένη.
«Δεν έκλεψα. Η μάχη δεν είχε τελειώσει. Δεν είχαμε βάλει όρους για το τι θα χρησιμοποιήσουμε», μου εξηγεί ήρεμα χαμογελώντας, σα να είμαι ένα μικρό παιδάκι που δυσκολεύεται να καταλάβει.
«Μα,…», αρχίζω να λέω, αλλά σταματώ όταν βλέπω την προσποιητά γεμάτη ενδιαφέρον και απορία χαμογελαστή έκφρασή του.
«Άστο», ρουθουνίζω τελικά και κάνοντας μεταβολή απομακρύνομαι με περήφανο και βιαστικό βήμα.
«Να το ξανακάνουμε κάποια φορά», φωνάζει από πίσω μου.
«Θα θελες», του απαντώ συνεχίζοντας να προχωρώ προς τις σκιές που κάθονται οι υπόλοιποι, νιώθοντας πως θέλω να του ρίξω μπουνιά που με ντρόπιασε έτσι, σα να ήμουν κανένα χαζοχαρούμενο κοριτσόπουλο και συγχρόνως να χαστουκίσω τον εαυτό μου που ένιωσε μια ισχυρή επιθυμία να γευτεί ξανά τα χείλη του.
Όλγα Σ.