Στα χέρια ενός δαίμονα (Κεφάλαιο 7)

Μοναλιζ
Ειχε περασει μια βδομαδα και μερικες μερες και ακομα δεν τον ειχα δει πουθενα. Αφου πηραμε τον Λιο απο τον σταθμο που γυρισε μαζι με τον φιλο του τον Τομας, πηγαμε για καφε στην παραλια και ειχα την ελπιδα οτι θα τον συναντησω εκει. Φυσικα και ηταν χαμενος απο προσωπου γης. Ημουν ενα ρακος και η θεια μου δεν σταματουσε να μου δινει σημασια ωστε να με κανει να ξεχαστω. Το κακο ειναι οτι μου εδινε υπερβολη σημασια και γινοταν ολο και πιο πολυ ενοχλητικο. Κουνουσα το κεφαλι οτι δηθεν συμφωνουσα η καμια φορα γελουσα και ολη την ωρα δεν σταματησα να προσποιουμαι.
Ο Λιο δεν εβγαλε τα ματια του απο πανω μου εμοιαζε λες και συνεχως εψαχνε για κατι. Ισως καποια αποδειξη οτι ημουν με καποιον αλλον αλλα μονο τα ματια μου μαρτυρουσαν τι ενιωθα αυτες τις μερες. Ολο μου το σωμα υποκρινοταν. Τον επιασα μερικες φορες να με κοιταζει εντονα και υστερα να ψιθυριζει κατι στον Τομας. Ηταν τοσο αβολο ολο αυτο. Ευτυχως καποια στιγμη σηκωθηκαν απο το τραπεζι και εφυγαν μαζι για να πανε καπου. Δεν εδωσα καν σημασια στο που πηγαιναν και χαλαρωσα λιγο την αντιδραση μου. Ο φιλος του μου εσκασε ενα φιλι στο μαγουλο κατι που με αφησε εκπληκτη. Δεν με ηξερε και τοσο πολυ.
«Γλυκια μου ισως θα επρεπε να αλλαξεις και το χτενισμα σου. Να φυγουν οι μπουκλες και να κανεις κατι πιο σοβαρο. Η αληθεια ειναι οτι σε μικραινουν πολυ. Ασε που αυτες οι αλλαγες θα αρεσουν και στα αγορια του περιβαλλοντος σου. Ειδες ο Τομας τι συμπαθεια σου εχει?» μονολογησε η θεια μου και μου εκλεισε το ματι παιχνιδιαρικα στο τελος. Αμεσως κοκκινησα και εγινα λιγο αποτομη.
«Φυσικα και οχι!»
Εκεινη με κοιταξε εκπληκτη και φανηκε λιγο δυσαρεστημενη. Αμεσως ενιωσα τυψεις που της μιλησα ετσι και μαλακωσα καπως την φωνη μου.
«Θελω να πω, θεια πως μου αρεσουν τα μαλλια μου ετσι. Ενταξει το χρωμα αλλα προτειμω τις μπουκλες μου.»
«Εχει να κανει με εκεινο το αγορι ετσι δεν ειναι?» μαντεψε αμεσως και ενιωσα την καρδια μου να τρεμει. Αυτοματα επιασα μια τουφα και την χαιδεψα. Ειχε δικιο. Μου θυμιζαν τον Γκρεγκορι και αυτο με πονεσε. Ο τροπος που τις αγγιζε η εμπλεκε τα δαχτυλα του μεσα τους ηταν υπεροχος. Ηταν απο τα λιγα που ειχα για να τον θυμαμαι και ομολογω πως δεν ηθελα να τον ξεχασω.
«Οχι. Εχει να κανει με ολη μου την ζωη.» ειπε και το υφος μου αμεσως εγινε μελαγχολικο. Η θεια το καταλαβε και αλλαξε κατευθειαν θεμα. Αρχισαν να συζητουν με τον θειο μου για την δουλεια τους και μετα απο λιγο ηρθαν και ο Λιο με τον Τομας. Γελουσαν και φαινονταν περιεργοι.
«Που ειχατε παει εσεις οι δυο?» τους ρωτησε ο θειος μου και αμεσως γελασαν. Ο Τομας σκουντηξε τον Λιο με υπονοουμενο και εκεινος απαντησε στο θεια μου εξισου με υφος.
«Ειδαμε κατι παλιους φιλους. Τιποτα το σημαντικο.» ειπε ο Λιο και υστερα κοιταξε εμενα με ενα χαμογελο θριαμβου. Δεν ξερω τι ειχε γινει αλλα κατι μεσα μου με προειδοποιουσε για κατι. Φοβομουν ειδικα τωρα που γυρισε αυτος πισω.
Δεν αργησαμε πολυ να φυγουμε απο κει και να γυρισουμε σπιτι. Φυσικα και δεν καθησα να φαω μαζι τους βραδυνο γιατι δεν αντεχα να βλεπω τα μουτρα του Λιο και του φιλου του. Αμεσως κλειδωθηκα στο δωματιο μου και βεβαιωθηκα οτι δεν θα με ενοχλησει κανεις στην μεση της νυχτας. Μου φαινοταν τοσο σκληρο το να ειμαι φυλακισμενη μεσα στο ιδιο μου το δωματιο ενω απ’ εξω βρισκεται αυτο το τερας που θελει να λεγεται ξαδερφος μου. Για καποιο λογο ειχα ενα κακο συναισθημα και φοβομουν πολυ γι’ αυτο. Ο φιλος του Λιο θα εμενε για λιγες μερες μαζι μας και αυτο δεν ειναι καθολου καλο. Αν ο Τομας ηξερε για τις περιεργες συνηθειες του Λιο και συνεχιζε να τον κανει παρεα τοτε αυτο σημαινει οτι και εκεινος δεν ηταν και τοσο καλος.
Η νυχτα ειχε φτασει στο απογειο της και δεν μπορουσα να ηρεμησω. Ηθελα να βγω για μια ακομα φορα εξω και να παω να τον ψαξω. Ισως αμα πηγαινα στο παρκο να ηταν εκει και να ειχα μια ευκαιρια να του μιλησω. Αλλαξα της πιτζαμες μου με ενα σκισμενο τζιν, μια μπλουζα με σταμπα απο ενα συγκροτημα και τα μαυρα all star μου και ξεκλειδωσα την πορτα οσο πιο αθορυβα μπορουσα. Κοιταξα δεξια – αριστερα στο διαδρομο και περιμενα λιγο για να ακουσω εαν ερχοταν κανεις. Απο το δωματιο του Λιο ακουγονταν φωνες και μουσικη απο video games. Εκλεισα την πορτα παλι πισω μου χωρις να σβησω το φως του δωματιου και την κλειδωσα σε περιπτωση που προσπαθησει να μπει κανεις. Κατεβηκα τις σκαλες χωρις να ακουστει ουτε ενα τριξιμο και για καλη μου τυχη ολοι ειχαν αποσυρθει στα δωματια τους. Το σαλονι ηταν σκοτεινο και μου ηταν πολυ δυσκολο να φτασω την πορτα διχως να πεσω πανω σε κανενα επιπλο. Λιγο πριν βγω εξω με την ακρη του ματιου μου ειδα φως στις σκαλες και καποιον να κανει φασαρια. Το κακο ειναι οτι ο θορυβος ερχοταν απο τα αγορια και καποιος κατεβαινε κατω. Το χειροτερο ηταν οτι πανικοβληθηκα και βγηκα εξω τοσο βιαστηκα που δεν προσεξα καν αν εκανα φασαρια. Ξεκινησα κατευθειαν το τρεξιμο και δεν κοιταξα καθολου πισω μου μεχρι και που εστριψα στην γωνια. Το παρκο ηταν περιπου δεκα λεπτα απο εδω και ετσι οπως ετρεχα μπορει να εκανα λιγοτερο. Οι δρομοι ηταν τοσο ερημικοι και σε μερικα σημεια πολυ σκοτεινοι. Ο φοβος και η αγωνια με εκαναν να λαχανιασω σε σημειο να νιωθω ναυτια και ζαλαδα.
Η πυλη του παρκου βρισκοταν στην επομενη στροφη και οσο πλησιαζα ενιωθα την καρδια μου να κοντευει να σπασει. Οταν εφτασα απ’ εξω καποιοι ειχαν κλεισει τις καγκελενιες πορτες και ηταν δεμενες με αλυσιδες και λουκετα. Αυτο ομως δεν με εμποδισε απο το να μπω. Ανεβηκα στον φραχτη και ξεκινησα το σκαρφαλωμα και λιγο πριν φτασω το εδαφος εχασα την ισορροπια μου και επεσα με την πλατη. Ευτυχως το χορταρι ηταν φρεσκοποτισμενο και ηταν μαλακο. Φυλλα μπλεχτηκαν στις μπουκλες μου αλλα δεν με ενοιαζε ιδιαιτερα. Σηκωθηκα και βγηκα στο δρομακι με το χαλικι ωστε να μπορεσω να ψαξω καλυτερα. Η ατμοσφαιρα ηταν δροσερη και φυσαγε ελαφρα. Ημουν κοντα στο παγκακι που συναντηθηκαμε για πρωτη φορα οταν ακουσα ομιλιες και κατι σαν βογκητο. Το τελευταιο που ηθελα ηταν να πεσω πανω σε κανενα ζευγαρακι που ειχε βγει στα κρυφα. Πλησιασα οσο περισσοτερο μπορουσα και κρυφτηκα πισω απο ενα δεντρο. Το θεαμα ηταν τελειως διαφορετικο σε σχεση με αυτο που φανταζομουν. Μια γυναικα κρατουσε στα χερια της εναν λιποθυμο αντρα και τον δαγκωνε στον λαιμο και διπλα της στεκοταν εκεινος που ηθελα να δω. Την κοιτουσε ανεκφραστος και μολις εκεινη εγειρε το σωμα της αλλιως, ο Γκρεγκ εσκυψε και βυθισε τα δοντια του απο την ελευθερη πλευρα του λαιμου του ατυχου αντρα. Η αληθεια ειναι οτι δεν φοβομουν τοσο οσο θα επρεπε αλλα και παλι ημουν εκπληκτη. Αυτη η πλευρα του Γκρεγκ ηταν τελειως διαφορετικη απο εκεινη που ειχα γνωρισει.

Η γυναικα σηκωθηκε πρωτη και αφου τον κοιταξε για μερικα δευτερολεπτα, ξαφνικα γυρισε προς το μερος μου. Ηταν ηρεμη και ανεκφραστη σε περιεργο σημειο. Ενιωθα πως κανενα δεντρο δεν με εκρυβε. Οταν σηκωθηκε και εκεινος και ακολουθησε το βλεμμα της κρυφτηκα στις σκιες ακουμπωντας την πλατη μου πανω στον κορμο. Ηταν αρκετα μεγαλος και θα με εκρυβε αλλα και παλι τι λεω, σιγουρα θα με εβρισκαν. Περιμενα αλλα δεν ακουγοταν τιποτα. Μπορει οντως να μην με ειδαν. Εκλεισα τα ματια και αναστεναξα βαθεια. Οταν τα ανοιξα εκεινος στεκοταν μπροστα μου και με κοιτουσε με οργη ενω ειχε ακομα εκεινη την μορφη. Κατι τωρα? Τι θα κανω?






«Τι κανεις εσυ εδω?» φωναξε με αγρια φωνη και εμεινα να τον κοιταζω αποσβολομενη. Ακομα και τωρα δεν τον φοβομουν.
«Απλως βγηκα εξω.» ειπα χαμηλοφωνα και σταματησα να τον κοιταζω στα ματια. Με αρπαξε απο το μπρατσο και με εσειρε προς το φως. Εκεινη η γυναικα τον κοιτουσε με απορια αλλα οχι με ζηλο. Με εβαλε να καθησω με το ζορι σε ενα παγκακι ενω πηγαινοερχοταν περα δωθε νευρικα.
«Δεν εχεις καμια δουλεια να βρισκεσαι εδω.»
«Δεν θα σε ρωτησω για το που θα παω!» ειπα νευριασμενη και σηκωθηκα εχωντας τα χερια σε γροθιες. Με κοιταξε εκπληκτος απο την αντιδραση μου αλλα δεν υποχωρησε οπως ουτε και εγω. Απομακρυνθηκα λιγακι απο κοντα του και σταθηκα κοντα στο σωμα εκεινου του αντρα. Το κοιταξα και μου φανηκε πολυ περιεργος. Δεν φαινοταν να αναπνεει και μαλλον ηταν νεκρος.
«Τι θα το κανετε το πτωμα?» ειπα αδιαφορα και ειδα εκεινη την γυναικα να κοιταζει μια εμενα και μια εκεινον.
«Εσενα τι σε νοιαζει?» ειπε ψυχρα.
«Σωστα. Οκ, φευγω. Να μην με εχετε και μεσα στο ποδια σας.» ειπα και ξεκινησα να περπαταω βαθια μεσα στο παρκο. Δεν τον αφησα να δει τα δακρυα μου αν και δεν εκανε καμια προσπαθεια.
Σε λιγοτερο απο δυο λεπτα ημουν ολομοναχη και ειχα φτασει στην παλια παιδικη χαρα. Δεν μπορουσα να γυρισω ουτε σπιτι αλλα ουτε και να παω καπου αλλου. Ηθελα να κλειστω παλι στον εαυτο μου και να μην αφησω κανεναν να με ξαναπλησιασει.

Καθισα σε μια απο τις κουνιες και η αλυσιδα βογκηξε απο το βαρος. Κρατησα τις αλυσιδες και μετατωπισα το βαρος μου ετσι ωστε αρχισει να κουνιεται. Ο αερας ηταν δροσερος ενω με χτυπουσε στο προσωπο. Δεν ξερω ποση ωρα καθομουν εκει αλλα οταν το ρολοι στην πλατεια χτυπησε και ειδα την ωρα καταλαβα πως επρεπε να γυρισω σπιτι. Σηκωθηκα και οταν εφτασα στα ορια του παρκου, πηδηξα τα καγκελα. Αυτη τη φορα δεν εκανα καν τον κοπο να τρεξω και απλα περπατησα μεχρι το σπιτι. Απ’ εξω φαινοταν οτι ολοι κοιμοντουσταν και οταν μπηκα μεσα υπηρχε ησυχια. Ανεβηκα αθορυβα στο δωματιο μου και κλειδωθηκα μεσα. Δεν μπηκα καν στην διαδικασια να αλλαξω ρουχα και επεσα κατευθειαν στο κρεβατι. Τα πραγματα δεν θα μπορουσαν να πηγαινουν καλυτερα. Ειρωνια μεσα στην ειρωνια.






Το πρωι με βρηκε με εναν τρομερο πονοκεφαλο που δεν μπορουσα να σταθω ορθια. Ειχα εναν αρκετα ασχημο συναισθημα και ειμαι σιγουρη οτι οφειλωταν στην χθεσινη νυχτα. Σηκωθηκα με βαρια βηματα και κατεβηκα στο σαλονι. Οι θειοι μου ειχαν φυγει για δουλεια και ο Τομ με τον Λιο καθοντουσαν στην τηλεοραση και παιζανε video games.
«Καλημερα, ομορφη!» ειπε ο Τομας και αμεσως εφαγε αγκωνια απο τον αλλον.
«Καλημερα.» ειπα μεσα απο τα δοντια μου. Εβγαλα το κουτι με το γαλα απο το ψυγειο, πηρα ενα ποτηρι και καθισα στον παγκο της κουζινας. Στηριξα το κεφαλι μου στο ενα χερι και με το αλλο εχυσα οτι ειχε απομεινει απο το γαλα μεσα στο ποτηρι. Με το ζορι κρατιομουν ορθια.
«Φαινεται πως καποια δεν κοιμηθηκε καλα.» ακουσα τον Τομας να λεει διπλα μου και υστερα περασε το χερι του στον ωμο μου. Ο Λιο σταθηκε απο την αντιθετη πλευρα του παγκου και μας κοιταξε. Για την ακριβεια κεραυνοβολουσε τον Τομ αλλα δεν εκανε τιποτα.
«Τι εκανες ολο το βραδυ? Ετρεχες?» ειπε εκεινος και για μια στιγμη παγωσα. Με ειχε δει? Οχι Μονα, πρεπει να το παιξεις αδιαφορη.
«Εφιαλτες.» ειπα οσο πιο ηρεμα μπορουσα, αποφευγοντας το βλεμμα του. Ο Τομ εβαλε το χερι του στο προσωπο μου και με γυρισε ωστε να τον κοιταζω. Το προσωπο του ειχε κατι που σε υπνωτιζε.
«Μπορω να κανω κατι για να βοηθησω να τους ξεπερασεις?» ρωτησε με εναν υπαινιγμο και μπορουσα να νιωσω το αιμα να ανεβαινει στα μαγουλα μου. Τον απεφυγα και κρατωντας το ποτηρι μου, πηγα προς την σκαλα. Οταν ανεβηκα σε σημειο να μην φαινομαι ακουσα το ονομα και αμεσως σταματησα. Ολη αυτη η οικειοτητα του Τομ με τρομαζε.
«Τι ηταν αυτο ρε?» ρωτησε ο Λιο.
«Τιποτα. Απλα την συμπαθω πολυ.» ειπε και ενιωσα τα μαγουλα μου να κοκκινιζουν. Κατα καποιο τροπο ενιωσα ανακουφιση που καποιος φερθηκε ετσι στον Λιο και ποσο μαλλον που ειναι και φιλος του.
«Δεν νομιζω ομως πως εκεινη σε θελει. Ειναι κολλημενη με εκεινον τον ηλιθιο.» του απαντησε νευρισμενα ο Λιο και αμεσως ενιωσα κατι στο στηθος μου να ποναει τρομερα. Δεν ηθελα να ακουσω τιποτα αλλο. Συρθηκα στο δωματιο μου καθισα μεσα μεχρι να γυρισουν οι θειοι μου. Ειχε δικιο παντως. Ημουν κολλημενη μαζι του και αυτο ηταν λαθος. Φερθηκε πολυ ασχημα και εγω ημουν ακομα πιο ηλιθια που τον πιστεψα.
Κατεβηκα ξανα το απογευμα και τα παιδια ηταν ακομα κατω. Περασα χωρις να μιλησω αφηρημενα και μπηκα στο γραφειο του θειου μου που ειχε μια μεγαλη βιβλιοθηκη. Πιστευω πως αμα διαβαζα κατι θα ηταν ενας καλος τροπος να ξεχαστω. Ενω ειχα σηκωθει στις μυτες των ποδιων μου και εψαχνα τους τιτλους ενιωσα πως καποιος με παρακολουθει και με την ακρη του ματιου μου ειδα κατι να στεκεται πισω μου. Επεσα παλι στις φτερνες μου και γυρισα αποτομα πισω.
«Συγγνωμη αν σε τρομαξα.»
Ηταν ο Τομας. Στεκοταν στην ακρη της πορτας και με κοιτουσε με ενα χαμογελο. Πηρα μερικες ανασες και εριξα μια κλεφτη ματια πισω του. Ο Λιο τον κοιτουσε με μισο ματι και δεν ηξερε τι να κανει. Ανταπεδωσα το χαμογελο στον Τομ και υστερα μιλησα.
«Οχι, ενταξει. Με ηθελες κατι?»
«Αναρωτιομουν, εαν ηθελες να παμε μια βολτα οι δυο μας στην παραλια, αργοτερα.» ειπε και φαινοταν καπως νευρικος. Ενιωσα περιεργα και το σκεφτηκα λιγο πριν του απαντησω.
«Θα ηταν πολυ ωραιο. Τι λες για οταν πεσει λιγο ο ηλιος. Δεν μου αρεσει και πολυ το φως.» απαντησα ηρεμα και εκεινος κουνησε καταφατικα το κεφαλι ακομα με το χαμογελο στα χειλη. Επειτα γυρισε και βγηκε απο το δωματιο. Γυρισα στην αναζητηση μου για το βιβλιο και οταν βρηκα το καταλληλο, γυρισα πισω στο δωματιο μου. Πηρα μια καρεκλα και καθισα εξω στο μπαλκονι. Εβαλα τα ποδια πανω στο καγκελο και ατενισα για λιγο τον ουρανο εχωντας στο μυαλο μου τα γεγονοτα.
Ενταξει το να βγω μια βολτα με εναν φιλο δεν ηταν κακο ετσι? Θελω να πω πως εφοσον και ο Γκρεγκ ειχε προχωρισει την ζωη του, ετσι και εγω επρεπε να κοιταξω μπροστα. Ο Τομας δεν ειχε κατι κακο. Ηταν ψηλος, γεροδεμενος, με ξανθα μαλλια σε ενα κουρεμα γεματο μυτες και γαλαζιες τουφες να πετανε εδω και εκει και ειχε δυο μελια ματια που ζεσταιναν την ψυχη. Μπορει να μην ηταν τοσο ο τυπος μου αλλα δεν ηταν τοσο κακο να ξεχαστω για λιγο. Ε?

Νομιζω δηλαδη.....


Merian