Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 15)

Αμέσως μετά επικρατεί το χάος. Στρεφόμαστε προς τα πίσω για να αντικρίσουμε μια μικρή σχετικά ομάδα ανδρών, μελών της αδελφότητας της Φλόγας, κρίνοντας από τις μαύρες ενδυμασίες τους να μας επιτίθεται.
Στρέφω το άλογό μου προς το μέρος τους την κατάλληλη στιγμή, καθώς ένας έφιππος άνδρας με πλησιάζει τραβώντας το σπαθί του. Δε με θέλουν νεκρή, οπότε θα προσπαθήσει να με αφοπλίσει. ‘Όχι αν το κάνω πρώτη εγώ’, σκέφτομαι, τραβώντας με τη σειρά μου το σπαθί μου και υψώνοντάς το για να συγκρουστεί με το δικό του. Τα ξίφη μας συγκρούονται από διάφορες πλευρές και γωνίες. Είναι δύσκολο να ξιφομαχείς έφιππος σκέφτομαι, όταν βρίσκω μια ευκαιρία που θυμάμαι μου είχε επισημάνει ο Ρότζερ κατά την προετοιμασία μου και πετώ το ξίφος από το χέρι του. Για μια στιγμή μένει ακίνητος κοιτάζοντάς με έκπληκτος.
‘Τώρα είναι η ευκαιρία σου Λάιρα. Τώρα πρέπει να τον σκοτώσεις’, λέω στον εαυτό μου, όμως διστάζω. Δεν μπορώ να το κάνω. Είναι διαφορετικό να ξιφομαχείς για εξάσκηση, να χτυπάς τον αντίπαλο με το ξίφος της εξάσκησης, χωρίς την αιχμηρή λεπίδα. Κανείς δε με προετοίμασε για να σκοτώσω και δε θέλω να το κάνω. Δεν μπορώ να είμαι η αιτία που ένας άνθρωπος θα πάψει να υπάρχει. Ποια είμαι εγώ για να αποφασίσω για τη ζωή και τον θάνατο του.
Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ άλλα, ή να αποφασίσω για την αντίδρασή μου, τα δευτερόλεπτα που ακολουθούν τον αφοπλισμό του άνδρα, όταν βλέπω μια λεπίδα να φυτρώνει από το στήθος του και αίμα να βγαίνει από το στόμα του, πριν μου ρίξει ένα τελευταίο βλέμμα απελπισίας, σαν να προσπαθεί να αγκιστρωθεί από τη ζωή, πριν προσγειωθεί στο έδαφος μπροστά μου. Τελικά ένας ιππότης τον κάρφωσε από πίσω του, αφού τον αφόπλισα. Αποστρέφω το βλέμμα μου αηδιασμένη.
Κοιτάζω γύρω μου την έκβαση της μάχης με το σπαθί μου να κρέμεται στο χέρι μου. Παρά το στοιχείο του αιφνιδιασμού, που κατάφεραν να εξασφαλίσουν τα μέλη της Αδελφότητας της Φλόγας, φαίνεται πως τελικά  χάνουν μπροστά στους έμπειρους Ιππότες συντρόφους μου. Τότε από το πουθενά ένας άλλος έφιππος άνδρας εμφανίζεται μπροστά μου και πριν προλάβω να υψώσω καλά καλά το σπαθί μου με σπρώχνει από το άλογό μου. Χάνω την ισορροπία μου, ενώ το ξίφος πέφτει από το χέρι μου και πέφτω κι εγώ στο πλάι, από το άλογό μου.
Κάποια χέρια με πιάνουν αποτρέποντας τη σύγκρουση μου με το έδαφος. Κάνω να στραφώ προς το μέρος του σωτήρα μου από την πτώση, όντας σίγουρη πως είναι κάποιος σύμμαχός μου, αλλά τα χέρια με έχουν φυλακίσει από πίσω κρατώντας τα μπράτσα μου κολλημένα στο σώμα μου. Προσπαθώ να ελευθερωθώ και αρχίζω να κλοτσώ αόριστα βρίσκοντας κατά κύριο λόγο τον αέρα. Όταν δοκιμάζω να φωνάξω το προνοητικό χέρι του άντρα εμποδίζει τον ήχο να ταξιδεύσει φράζοντας με την παλάμη του το στόμα μου και τραβώντας με με το άλλο χέρι από τη μέση μακριά από τους συμμάχους μου που είναι απασχολημένοι στη μάχη. Ο άντρας έχει καταφέρει να με κουβαλήσει με το ζόρι μερικά βήματα με εμένα να χτυπιέμαι άσκοπα, όταν η λαβή του χαλαρώνει ξαφνικά.
Επωφελούμενη την χαλάρωση στη λαβή του ελευθερώνομαι από τα χέρια του και δίνοντάς του μια αγκωνιά στο στομάχι τον κάνω να σωριαστεί κάτω. Μόνο που όταν στρέφομαι προς το μέρος του διαπιστώνω πως δεν ήμουν εγώ η αιτία της πτώσης του. Ο άντρας είναι νεκρός. Ο Γουίλ στέκεται πίσω του με το σπαθί του ματωμένο. Κοιτάζει για μια στιγμή τον νεκρό άνδρα με μια ταραγμένη έκφραση που φανερώνει ανησυχία και θυμό συγχρόνως. Μπορεί να ήθελε να με σώσει από τον άνδρα, αλλά το γεγονός πως αναγκάστηκε να σκοτώσει κάποιον  τον ταράζει πολύ, δε θα το ξεπερνούσε εύκολα, όπως κι εγώ όλες αυτές τις εικόνες του θανάτου. Τον καταλάβαινα. Το πρόσωπό του μετά στράφηκε προς το δικό μου.
« Είσαι καλά Λάιρα;», με ρώτησε ανήσυχα ξεχνώντας προς στιγμήν τις μακάβριες σκέψεις του.
Του έγνεψα προς απάντηση. Και μετά άρπαξα το σπαθί μου από το έδαφος.
« Ευχαριστώ», ψέλλισα.
«Τίποτε», μου απάντησε και απομακρύνθηκε για να ενισχύσει τους Ιππότες που ακόμη ξιφομαχούσαν.
 Σε λίγα λεπτά η μάχη τελειώνει.  Οι Ιππότες επικράτησαν της μικρότερης αριθμητικά ομάδας των αντιπάλων τους. Όχι όμως χωρίς απώλειες. Μπορούσα να δω τα πτώματα μερικών Ιπποτών σωριασμένα στο έδαφος πλάι σ’ αυτά των αλλοτινών τους αντιπάλων. Κανέναν από αυτούς τους  λίγους άντρες που πέθαναν για να προστατεύσουν εμένα και την υλοποίηση της προφητείας δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και αυτό με έκανε να νιώσω ακόμη πιο άσχημα, από το να βρεθώ σε μια αληθινή μάχη.
Έπειτα από λίγο ακούω μερικές φωνές που με βγάζουν από τις σκέψεις μου και κινούμε προς την πηγή τους. Μέσα σε έναν μικρό κύκλο από Ιππότες βρισκόταν η Κλαρίσσα και ένας άντρας από την Αδελφότητα της Φλόγας. Είχε πετάξει το ξίφος του, είχε γονατίσει στο έδαφος και είχε παραδοθεί, καταλαβαίνοντας πως ήταν πια ανώφελο να συνεχίσει να αγωνίζεται, καθώς ήταν ο μόνος επιζών από τους συντρόφους του και παρακαλούσε την Κλαρίσσα να του χαρίσει τη ζωή.
« Σε παρακαλώ, άσε με να φύγω να γυρίσω πίσω στην οικογένειά μου, τα παιδιά και τη γυναίκα μου», είπε ο άνδρας.
«Και οι οικογένειες αυτών που σκότωσες; Γιατί να χαρίσω τη ζωή ειδικά σε εσένα, ενώ εσύ φρόντισες κανένας από αυτούς να μην επιστρέψει στο σπίτι του; Και οι αφέντες σου, ξέρεις πόση δυστυχία θα φέρουν αν πάρουν το έλεγχο της Πύλης, πόσες οικογένειες θα καταστρέψουν;», τον ρώτησε με την απέχθεια και την οργή να χρωματίζουν την εριστική φωνή της.
«Και ξέρεις κάτι», συνέχισε, « απεχθάνομαι τους δειλούς που παρακαλάνε για έλεος, ενώ οι ίδιοι ποτέ δε θα το χάριζαν και δεν έχουν την αξιοπρέπεια να πεθάνουν έντιμα», του απάντησε φτύνοντας σχεδόν τις λέξεις.
«Κλαρίσσα ας τον να φύγει, δείξε μεγαλοψυχία», επενέβηκα προχωρώντας ένα βήμα προς το εσωτερικό του κύκλου μην αντέχοντας την ιδέα να πεθάνει άλλος ένας άνθρωπος σήμερα, άλλη μια οικογένεια να γίνει δυστυχισμένη. Οι υπόλοιποι μας κοίταζαν διχασμένοι, μη ξέροντας τι να πουν ή τι να κάνουν.
«Δεν άκουσες τίποτε από αυτά που είπα; Δεν πρόκειται να τον αφήσω να φύγει. Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας δολοφόνος, ένας εχθρός της ανθρωπότητας, ένα δειλό σκουλήκι. Θα του κάνω χάρη να τον απαλλάξω από τη μίζερη ζωή του. Γι’ αυτό κοίτα τι δουλειά σου και σταμάτα να φέρεσαι σαν αδύναμο κοριτσάκι και να προσποιείσαι πως είσαι η καλύτερη και ανώτερη όλων μας και να το παίζεις ελεήμων», μου απάντησε με την οργή και την απέχθεια να χορεύουν στα χαρακτηριστικά της και στη φωνή της. Έπειτα στράφηκε και πάλι προς τον άνδρα κραδαίνοντας το σπαθί της.
Πριν προλάβω να πω κάτι άλλο ο άνδρας σίγουρος πια πως δε θα έφευγε από τον τόπο αυτό ζωντανός στράφηκε προς το μέρος μου και μου μίλησε βιαστικά και με αγωνία.
« Έχεις ένα χάρισμα που θα δώσει στους κόσμους πολλές δυνατότητες, κράτα την Πύλη ανοιχτή, μην τους αφήσεις να σε πείσουν πως ο δεσμός είναι….», δεν πρόλαβε να πει άλλα καθώς το σπαθί της Κλαρίσσα έκοψε το κεφάλι του. Δεν άντεξα το θέαμα. Έτρεξα μακριά από τον κύκλο, νιώθοντας τη χολή να ανεβαίνει στο λαιμό μου. Μόλις που πρόλαβα να τρέξω μερικά μέτρα πριν κάνω εμετό ανάμεσα σε μερικά δέντρα.
Κάποιος με πλησίασε από πίσω. Στράφηκα προς το μέρος του τρομαγμένη παίρνοντας μια πέτρα στο χέρι μου, συνειδητοποιώντας πως δεν είχα μαζί μου το σπαθί μου.
«Εγώ είμαι, είναι όλα καλά, ηρέμισε», μου είπε ο Σαντιάγκο και έκατσε δίπλα μου, παίρνοντας απαλά την πέτρα από το χέρι μου και πετώντας τη στην άκρη. Δεν έφερα καμία αντίσταση, ούτε απάντησα κάτι, απλά καθόμουν παγωμένη με το σώμα μου να τρέμει αυτοβούλως.
« Ήταν πολλά όλα αυτά για σένα για μια μέρα, καταλαβαίνω. Η πρώτη φορά που αντικρίζει κανείς το θάνατο είναι δύσκολη. Σκέψου πως εσύ έχεις την ευκαιρία να σταματήσεις τις εχθροπραξίες για την Πύλη μια για πάντα, όλα αυτά θα τελειώσουν σύντομα στο υπόσχομαι», συνέχισε με ήρεμη φωνή, που κατάφερε να με κάνει να νιώσω την έντασή μου να υποχωρεί κάπως. Έσπρωξε πίσω μια τούφα από τα μαλλιά μου που είχε κολλήσει στον ιδρωμένο μου κρόταφο και φιλώντας το μέτωπό μου με τράβηξε πιο κοντά του, με τα μπράτσα του να τυλίγονται γύρω μου. Το κεφάλι μου ακούμπησε στο δυνατό του στήθος και κλείνοντας τα μάτια μου βουβά δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά μου σα να προσπαθούσαν να ξεπλύνουν τις εικόνες που χαράχτηκαν στο μυαλό μου.  
Επικεντρώθηκα στον χτύπο της καρδιάς του, αποφασισμένη να ξεχάσω. Να ξεχάσω μέχρι όλα να τελειώσουν και να φανώ δυνατή, μέχρι να φέρω εις πέρας την αποστολή μου. Ο καρδιακός παλμός του με βοηθά να χαλαρώσω και να βάλω τις σκέψεις μου σε σειρά, παρ’ όλο που για κάποιον  ανεξήγητο λόγο είναι πολύ γρήγορος.
Λίγα λεπτά μετά είμαι έτοιμη να γυρίσω στην ομάδα μου.
«Σ’ ευχαριστώ Σαντιάγκο. Ευχαριστώ που ήρθες κοντά μου. Πραγματικά με βοήθησες  πολύ. Θα μπορούσε όμως το κομμάτι του κλάματος να παραμείνει μεταξύ μας; Έχω μια αποστολή και δε θέλω να φανώ πράγματι αδύναμη όπως λέει η Κλαρίσσα. Θέλω η ομάδα μου να με εμπιστεύεται», τον παρακαλώ.
«Δεν είσαι αδύναμη και η Κλαρίσσα το ξέρει αυτό. Και όλοι σε εμπιστεύονται ούτως ή άλλως», μου λέει καθησυχαστικά. «Όσο για το κλάμα, δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς», μου απαντά κλείνοντάς μου το μάτι.

Του χαμογελώ ανακουφισμένη και βγαίνουμε από τη συστάδα των δέντρων. Η ομάδα μας συνεχίζει να ταξιδεύει σιωπηλή για λίγη ώρα προς τα βόρεια. Πριν το σκοτάδι γίνει πυκνό και ο Ρότζερ με τον Έντουαρτ προτείνουν να σταματήσουμε για να περάσουμε το βράδυ.

 Όλγα Σ.