Το Κορίτσι με τη Μάσκα (Κεφάλαιο 10) [18+]

Το να τρέχεις απο το ένα meeting στο άλλο μπορεί να καταντήσει απο κουραστικό έως ψυχοφθόρο. Πόσο μάλλον οταν έχεις κάποιον σαν τον Άρη μονίμως δίπλα στο αυτί σου να σχολιάζει τους πάντες και τα πάντα, με μια ενεργητικότητα που ομολογουμένως ζήλεψα πολλές φορές. Όπως ήταν φυσικό, ο καναπές δεν μου προσέφερε τον απαιτούμενα άνετο ύπνο, και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο στον κόσμο όλο απο το να ξυπνήσεις στραβά το πρωι.

Όμως, παρόλο που ήθελα να μην κάνω τίποτα την συγκεκριμένη μέρα, οι υποχρεώσεις μου δεν μπορούσαν να μείνουν πίσω. Γι'αυτό και είχα έρθει στο Παρίσι εξ'αρχής άλλωστε. Και να λοιπόν, που βρισκόμουν σε ένα μέρος που δεν ήθελα, με παρέα που δεν ήθελα να βλεπω στα μάτια μου, να ακούω έναν Γάλλο επιχειρηματία να παραλληρεί στη γλώσσα του για διάφορα διαφημιστικά ανοίγματα και πρότζεκτ. Ένιωθα σχεδόν σαν να ήμουν εφηβη, όταν με υποχρέωναν οι καθηγητές μου να υπομένω τα μαθήματα που δεν μ'άρεσαν για το μισό της ημέρας μου. Όπως και τότε όμως, έτσι και τώρα, μπορούσαν να κρατήσουν με το ζόρι τη φυσική μου παρουσία στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, αλλα δεν μπορούσαν με τίποτα να περιορίσουν την φαντασία μου. Η οποία δεν ήθελε και πολύ για να αρχίσει να περιπλανιέται σε διάφορα κομμάτια, λογικά και μη, υπαρκτά και ανύπαρκτα, εξηγήσιμα ή ανεξήγητα.
 
Σε αυτό το μικρό συνειρμικό ταξίδι του μυαλού μου, πέρασα απο δρόμους που είχα ξαναδεί, θυμήθηκα πράγματα που είχαν μείνει στο πίσω μέρος για καιρό, και αντάμωσα με σκέψεις που λίγο πολύ είχαν ξεθωριάσει μέσα στο ντουλαπάκι της αρχειοθήκης μου. Είδα εικόνες απο οταν ήμουν παιδί, απο μιαν εποχή που δεν με προβλημάτιζε τίποτα άλλο πέραν του ποτε θα πάω να παίξω και το τι χρώμα μπλούζα θα βάλει η τότε καλύτερή μου φίλη την άλλη μέρα στο σχολείο, μήν τυχόν και φοράμε την ίδια.
Ύστερα θυμήθηκα τα πρώτα χρόνια μου στην Αθήνα.. θυμήθηκα πόσο περίεργα ένιωθα όταν αντίκριζα για πρώτη φορά ένα μέρος, πόσο μακρυά ήταν απο όλα αυτά που είχα συνηθίσει ως τότε, και πόσο απείχα εγώ η ίδια πια απο το κορίτσι που ήμουν τότε. Γιατι έτσι είναι οι μεγαλουπόλεις. Έχουν κρυμμένα μαγικά ραβδιά που σε αλλάζουν λίγο λίγο όσο περνάει ο καιρός.. Και είναι ύπουλες, γιατι στο κάνουν με στρατηγική έτσι ώστε να μην το καταλάβεις. Όταν -και αν- το αντιληφθείς, είναι αργά για να γυρίσεις πίσω. Κι έτσι κερδίζουν ακόμα ένα στρατιωτάκι στον δικό τους στρατο, και συνεχίζουν για την επόμενη κατάκτησή τους. Κι εσυ τό μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να σηκώσεις το ανάστημά σου όσο μπορείς, να κοιτάξεις κατάματα τον καινούριο σου κυρίαρχο και να σταθείς στο ύψος των απαιτήσεών του, σαν ίσος προς ίσο.


Αυτό έκανα κι εγώ. Και μέρα με τη μέρα άφηνα ακόμα ένα κομματι μου στον εχθρό, βαδίζοντας στον ήδη χαραγμένο δρόμο της ήττας μου. Αλλα δεν μου είχε απομείνει τίποτα πια για να πολεμίσω. Γιατι ένας στρατιώτης χρειάζεται δυο πράγματα για να μπορέσει να πάει σε μια μάχη. Πόσο μάλλον για να βγεί νικητής. Πρώτον, εναν καλό εξοπλισμο. Χωρις πολεμοφόδια δεν μπορεί να κάνει κανείς τίποτα. Κι εμένα τα όπλα μου, είχαν εξαντληθεί απο καιρό.
Δευτερο και κυριότερο όμως, είναι το κίνητρο. Αυτή η μικρή κινητήρια δύναμη στο πίσω μέρος του μυαλού που υποκινεί τα πάντα στο πέρασμά της, και με έναν περίεργο τρόπο πάντα καταφέρνει να πάρει αυτό που θέλει. Και το δικό μου κίνητρο ήταν, είναι και θα είναι τόσο δυνατό, που απο την στιγμή που με αιχμαλώτισε στα χέρια του, δεν μπόρεσα λεπτό να του ξεφύγω.


“Πώς πίνεις τον καφέ σου;”
Η ψιθυριστή φωνή του Άρη με επανέφερε στην πραγματικότητα. Είχε σκύψει προς το μέρος μου και με κοιτούσε με απορία περιμένοντας την απάντησή μου. Κοίταξε με νόημα τον συνέταιρο που έβγαζε λογίδριο κάνοντας έντονες κινήσεις με τα χέρια του δίπλα απο έναν πίνακα με αριθμούς, τονίζοντάς μου οτι έπρεπε να βιαστώ να απαντήσω πριν καταλάβουν οτι κάτι “σκαρώνουμε”.
“Ότι κι αν πάρεις, πάρτο διπλό. Και με πολλή ζάχαρη.”
Στριφογύρισα τα μάτια μου κι εκείνος μου απάντησε με ένα χαμόγελο. Ένιωσα κάπως περίεργα. Δεν είχα συνηθίσει τέτοιες πράξεις συμπάθειας απο μέρους του.
Εφυγε φουριόζος την ώρα που όλοι είχαν απορροφηθεί σε αυτο που έδειχνε με στόμφο ο ομιλητής στον πίνακα, και εγώ δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα χαμόγελο θριάμβου μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω του αθόρυβα.




Ευτυχώς για τα νευρα μου και το καλό των υπολοίπων, οι ώρες κύλησαν γρηγορότερα και ευκολότερα μετα τον καφέ που μου έφερε ο προσωρινός μου συγκάτοικος, ο οποίος όπως πάντα λειτούργησε σαν βάλσαμο στις σκέψεις και στην ιδιοσυγκρασία μου.
Αποφασίσαμε απο κοινού λοιπόν με τον Άρη, να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση και μετά να βγούμε βόλτα στην πόλη. Να γνωρίσουμε λίγο τη νυχτερινή ζωή της για την οποία είχαμε ακούσει τόσα. Ο Άρης είχε ήδη λίστα με μαγαζιά που ήθελε να επισκεφτεί και δεν ήμουν τόσο κακιά ωστε να τον αφήσω να πάει μόνος του. Έτσι κι αλλιώς είχα και ιδιοτελείς σκοπούς μιας και δεν ήθελα να τριγυρνάω μόνη μου στα σκοτάδια, και απο το να μείνω μέσα προτιμούσα να πάω μαζί του. Αρκεί να μη μου το έβγαζε ξινό.


“Θα πεταχτώ απέναντι στο ζαχαροπλαστείο” ειπα πριν μπουμε στην είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου οπου διαμέναμε. “Θέλεις κάτι;”
“Πάρε κάτι με πολλή ζάχαρη.” αστειεύτηκε και εξαφανίστηκε πίσω απο την πόρτα.


Αφού πήρα προμήθειες σε γλυκά ικανές να ταίσουν έναν ολόκληρο στρατο με υπογλυκαιμία, ανέβηκα στο δωμάτιο.
“Ήρθα!” φώναξα την ώρα που τοποθετούσα τα γλυκά μέσα στο ψυγειάκι που είχε στην κουζίνα της σουίτας, χωρίς όμως να πάρω απάντηση.
“Άρη; Είσαι εδώ;” Ησυχία.
“Περίεργο..” μονολόγησα απο μέσα μου αλλα δεν έδωσα περισσότερη σημασία. Λίγος χρόνος μοναξιάς μέσα στο τεραστίων διαστάσεων δωμάτιο θα μου έκανε καλό. Όπως και το χαλαρωτικό μπάνιο που λιγουρευόμουν τις τελευταίες τρείς ώρες.
Πήρα απο το κουτί ένα γλυκό που θύμιζε κώκ, και αφού μασούλισα δυο τρεις γενναίες μπουκιές, έβγαλα τη μπλούζα και το παντελόνι μου, πήρα μια πετσέτα απο τη ντουλαπα και όδευσα προς το μπάνιο.


Ανοίγοντας την πόρτα όμως δεν περίμενα να αντικρίσω αυτό που αντίκρισα. Ο Άρης, ολόγυμνος και βρεγμένος απο πάνω μέχρι κάτω να σκουπίζει τα νερά απο το - γυρισμένο πλάτη ευτυχως - σώμα του και να σιγοσφυρίζει χαμένος σε έναν κόσμο που μάλλον δεν συνόρευε με τον δικό μας.


Ένα δυνατό ξάφνιασμένο “Ααα” ξέφυγε απο τα χείλη μου χωρίς να προλάβω να το συγκρατήσω και γύρισα προς την αντίθετη μεριά, δρασκελίζοντας μέσα στο δωμάτιο.
Ο Άρης, ξύπνησε απο τον χαλαρωτικό λίθαργό του και γύρισε προς το μέρος μου, με την πετσέτα να κρύβει μόνο το επίμαχο σημείο του. Εντάξει, δεν ήμουν πουριτανή, αλλα δεν ήμουν συνηθισμένη να βλέπω γυμνούς άντρες στα καλά του καθουμένου.


“Τι έπαθες και φωνάζεις; Τρελάθηκες;” ρώτησε ξαφνιασμένος.
“Εγώ τι έπαθα; Γιατι δεν απαντάς τόση ώρα; Μόνη μου φωνάζω σαν τη χαζή;” απαντησα στον ίδιο τόνο την ώρα που μάζευα την πετσέτα μου απο το πάτωμα. Πάνω στη σύγχυση μου είχε πέσει και δεν είχα προλάβει να σκεπαστώ, με αποτέλεσμα να στέκομαι μόνο με τα εσώρουχα μπροστά του. Αυτό βέβαια ήταν κάτι που δεν μου προκαλούσε πρόβλημα, μιας και με έβλεπαν συχνά πάρα πολλοί άντρες με τα εσώρουχα (και χωρίς αυτά!), αλλά ήταν αρχή μου, να μην αφήσω τη συνήθειά μου αυτή να παρεμβαίνει στην καθημερινότητά μου.
Λίγο πριν κρύψω όμως το σώμα μου παρατήρησα τον Αρη να με κοιτάζει απροκάλυπτα απο πάνω μεχρι κάτω, κάτι που έκανε το άιμα μου να ανέβει κατακόρυφα προς το κεφάλι μου.
“Είσαι σοβαρός; Συγκρατήσου!” φώναξα ενοχλημένη.
“Απλά είναι κρίμα!” μονολόγησε εκείνος και μπήκε ξανα στο μπανιο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ξαναήρθε φορώντας το μποξεράκι του και χωρίς να το καταλάβω το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο λογότυπο που φιγουράριζε μπροστά κι έλεγε “Sex me up”.
“Σ'αρέσει;” ρώτησε ενώ έπιασε με τους δυο του αντιχειρες το λάστιχο του εσώρουχού του, το τέντωσε και το άφησε να επανέλθει απότομα στην αρχική του θέση με τον χαρακτηριστικό μαστιγωτό ήχο.
Στριφογύρισα τα μάτια μου σε ένδειξη αγανάκτησης και πήρα τα ρουχα μου στην κουζίνα να ντυθώ. Όσο ντυνόμουν όμως δεν άντεξα και φώναξα.
“Γιατι είπες κρίμα πριν;”
Μετα απο μια μικρή σιωπή ακολούθησε η απάντησή του.
“Γιατι είσαι τόσο στριμμένη. Θα μπορούσαμε να περάσουμε πολύ καλά οι δυο μας υπο άλλες συνθήκες!” φώναξε απο το διπλανό δωμάτιο.
“Ναι καλά. Ουτε στα πιο τρελά σου.. Μπορείς να σταματήσεις να κυκλοφορείς έτσι μπροστά μου;!” Είχα επιστρέψει στην κρεβατοκάμαρα και ο Άρης έπινε νερό απο το μπουκαλι που είχε δίπλα στο κομοδίνο του, φυσικά φορώντας μόνο το εσώρουχό του.
“Γιατί; Ερεθίζεσαι;” ρώτησε σαρκαστικά και έβγαλε απο τη βαλίτσα του ένα σκούρο τζην και μια μαύρη μπλούζα.
Ναι.. αλλα αυτό είναι άλλη ιστορία!, σκέφτηκα απο μέσα μου.
“Οχι φυσικά! Μεγάλη ιδέα δεν έχεις για τον εαυτό σου, δεν νομίζεις;” απάντησα κόντρα στις σκέψεις μου.
“Να σε ρωτήσω κάτι αδιάκριτο;”
“Οχι!!”
“Δεν πιστευω να είσαι παρθένα;!!” ρώτησε αγνοώντας την απάντησή μου για άλλη μια φορά.
Κάτι μέσα μου εκείνη την στιγμή πρέπει να έπεσε στο πάτωμα απο νευρικό γέλιο. Κι εγώ κονταροχτυπιόμουν με το να γελάσω ή με το να νευριάσω. Το μόνο σίγουρο ήταν οτι η αμεσότητα και η ειλικρίνειά του ήταν αφοπλιστική.
“Θα προτιμούσα να μην σου απαντήσω σε αυτο. Οχι οτι σε αφορά, αλλα τέλος πάντων!” είπα θιγμένα.
“Δεν μπορει να είσαι. Αποκλείεται!” συνέχισε την συζήτηση χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
“Δεν θα σου πω. Και τώρα ετοιμάσου να φύγουμε, πριν το μετανιώσω.”
“Μάλιστα κύριε λοχαγέ!” είπε με στόμφο, φέρνοντας το χέρι του σε ένδειξη στρατιωτικού χαιρετισμού.


Η νυχτερινή ζωή του Παρισιού ήταν όπως ακριβώς την περίμενα. Δεν είχε βέβαια την ένταση των ελληνικών βραδιών, αλλά όπου κι αν πήγαινες σε περιέβαλε μια ρομαντικότητα που πλανιόταν στον αέρα σε μόνιμη βάση. Ίσως συνέβαλε βέβαια σε αυτο το οτι το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων που βρίσκονταν εκει ήταν ερωτευμένα ζευγάρια. Νεαρά ζευγάρια που στα πρόσωπά τους μπορούσες να διακρίνεις τον έρωτα και τη δύναμη της νιότης, μεσήλικα ζευγάρια που ακτινοβολούσαν αγάπη και οικειότητα, αλλα ακόμα και ηλικιωμένα ζευγάρια που ζούσαν ξανά κάποιες όμορφες στιγμές απο το παρελθόν τους, χωρις να έχουν εγκαταλείψει τη ζωή τους, γεμάτοι με κατανόηση και φροντίδα για το ταίρι τους. Γενικότερα, ήταν μια πόλη την οποία έπρεπε να επισκεφτείς με το αγαπημένο σου πρόσωπο και να γυρίσεις πίσω πιο ερωτευμένος απο ποτέ. Αν, για κακή σου τύχη, ο συνταξιδιώτης σου ήταν ένας σπαστικός και πολυλογάς νάρκισσος, τότε το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν υπομονή. Οτι δεν μπορείς να αποφύγεις, χαλάρωσε και απόλαυσέ το δεν λένε;




“Πώς πέρασες σήμερα;” με ρώτησε ο Άρης την ώρα που επιβιβαζόμασταν στο ταξι που μας περίμενε έξω απο το μπάρ που ήμασταν.
“Όμορφα ήταν. Αλλά είμαι ομολογουμένως πτώμα.”
Γέλασε και έδωσε τη διευθυνση του ξενοδοχείου μας στον οδηγο. Λίγο πριν φτάσουμε όμως, είπε κάτι σε άπταιστα Γαλλικά και σταματήσαμε απότομα στην άκρη του δρόμου. Πλήρωσε την οφειλή μας και αποφάσισε να μου λύσει τις απορίες.
“Έλα να περπατήσουμε λίγο. Είναι πολύ ωραία βραδιά.”
“Τι ακριβώς δεν κατάλαβες απο το “ειμαι πτώμα” που σου είπα πριν λίγο;” γκρίνιαξα αλλά τον ακολούθησα έξω απο το όχημα.
“Έλα, μην είσαι στριμμένη για μια φορά. Σε λίγες μέρες θα φύγουμε. Νόμιζα οτι σου άρεσε που ήρθες στο Παρίσι, τι θα καταλάβεις αν δεν το γυρίσεις;” έπιασε το χέρι μου και με οδήγησε στη γέφυρα που διέσχιζε κατακόρυφα τον Σηκουάνα. Το ξενοδοχείο μας ήταν όντως πολύ κοντά, οπότε δεν είχα λόγο να παραπονιέμαι. Άσχετα που όταν ήμουν με τον Άρη μόνο αυτό μου έβγαινε να κάνω. Ίσως τελικά να μην ήταν τόσο κακος και να είχα εγώ το πρόβλημα.


“Για πες λοιπόν. Τι υπάρχει πίσω απο την αυστηρή μάσκα της Αριέττας;” με ρώτησε με περιέργεια.
“Χα.. Αυτό, είναι μια μεγάλη ιστορία!” απάντησα αινιγματικά.
“Χρόνο έχουμε, αλλά φαντάζομαι οτι δεν θέλεις να μου πεις.”
“Ακριβώς. Ρώτα κάτι άλλο.”
“Χμμ..” έκανε δήθεν σκεπτικός. “Τι σ'αρέσει να κάνεις στον ελευθερο σου χρόνο;”
Σεξ.. αλλά ούτε κι αυτο θελω να στο πω.
“Αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία!” γέλασα. “Ας πουμε οτι δεν εχω και πολύ ελευθερο χρόνο στη διάθεσή μου. Εσυ;”
“Διάφορα. Τέννις, μπάσκετ, ραφτινγκ, καμπινγκ, σκι, ελευθερες πτώσεις..”
“Α, ώστε διάβασμα και σινεμά, ε;” τον κορόιδεψα.
“Ναι, θα'θελες!” απάντησε ειρωνικά. “Αν και βλέπω πολλές ταινίες.”
“Είναι πολυ όμορφη εικόνα αυτη, τι λές;” τον ρώτησα ξαφνιάζοντάς τον με την απότομη αλλαγή θέματος, αλλά δεν μπορούσα να μην το σχολιάσω.


Λίγο πιο μπροστά απο εμάς, στη δεξιά μεριά της γέφυρας καθόταν ένα μικρό κοριτσάκι, ντυμένο με ένα ρόζ φόρεμα και άσπρα παπούτσια και κοιτούσε μαγεμένο τα φώτα που αντανακλόνταν στο νερό. Δίπλα της ένα αγοράκι ίδιας ηλικίας πάνω κάτω, κοιτούσε με τρομερό ενδιαφερον το κορίτσι που θαυμαζε την ομορφιά που εκτυλισσόταν μπροστά του. Κι εγώ δεν μπορούσα να μην θαυμάσω την αγνότητα αυτης της στιγμης και την ομορφιά που μπορούσε να δώσει, σε όποιον είχε το κουράγιο να την παρατηρήσει.


“Δεν ήξερα οτι ήσουν τόσο ρομαντική.” απάντησε εκείνος σε αυτο που τον είχα ρωτήσει μόλις.
“Γιατι; Ξέρεις πολλά για μένα και πεφτεις απο τα συννεφα;” τον ειρωνευτηκα χαλώντας τελείως την στιγμή. Εκείνος στριφογύρισε τα μάτια του και προχώρησε πιο γρήγορα αγανακτησμένος. Τέλεια. Αριέττα-Άρης 1-0.


Αφού προχωρήσαμε έτσι αμίλητοι για κάμποση ώρα, έσπασα την σιωπή μιας και νίκησε η απορία μου.
“Είσαι σίγουρος οτι πάμε καλά;”
Σταμάτησε απότομα μπροστά μου.
“Μη μου πεις..” ξεκίνησε να λέει.
“Θα σε σκοτώσω!” το αίμα μου ξεκίνησε να σιγοβράζει μόλις συνειδητοποίησα τι είχε γίνει.
“Αχ, είναι τόσο κλισέ αυτο που πάθαμε! Μη μου πεις οτι δεν το διασκεδάζεις!” απάντησε γελώντας.
“Με τι ακριβως να διασκεδάσω;”
“Με αυτο που πάθαμε. Είναι ακριβως όπως αυτά που γίνονται στις ρομαντικές ταινίες. Εγω πίστευα οτι εδινες εσυ προσοχη που πηγαίνουμε, εσυ πίστευες οτι μας οδηγούσα εγώ.. Και τώρα χαθήκαμε στα σκοτεινά σοκάκια του Παρισιού.” έκανε μια μεγάλη κίνηση δείχνοντας τον χώρο γύρω μας με τα χέρια του, σαν να ανοίγει μια μεγάλη αγκαλιά.
Ξεφύσηξα νευριασμένη. Δεν ήθελα να τον βρίσω, δεν θα έριχνα κι αλλο το επίπεδο.
“Το καλό που σου θέλω να βρεις το δρόμο να γυρίσουμε πίσω, και άσε τα κλισέ για άλλους!” απάντησα κοφτά.
“Και μάλλον τώρα είναι η στιγμή που σε πλησιάζω..” ειπε αργά και ήρθε προς το μέρος μου. Πισωπάτησα αλλα δεν είχα πολύ χώρο μιας και πίσω μου βρισκόταν ο τοίχος μιας πολυκατοικίας.
“Τι κάνεις;” ρωτησα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου. Πλησίασε το πρόσωπό μου. Βρισκόμασταν σε απόσταση αναπνοής. Ομολογουμένως η στιγμή ήταν τέλεια και ο τρόπος που φωτιζόταν το πρόσωπό του κάτω απο το αμιδρό φώς της μακρινής λάμπας τον έκανε να φαίνεται άκρως ρομαντικό και γοητευτικό. Ήμουν ένα βήμα πριν ενδώσω..
Με κοίταξε στα μάτια, χαμογέλασε ειρωνικά και αποτραβήχτηκε την στιγμή που ετοιμαζόμουν να τον σπρώξω.. μάλλον.
“Καλά, είσαι σοβαρός; Τι κάνεις;” ρώτησα έξαλλη μην ξέροντας τι άλλο να κάνω.
“Εκμεταλλεύομαι τη στιγμή.” συνέχισε σε ειρωνικό τόνο.
Δίχως να το σκεφτώ δευτερόλεπτο, το χέρι μου σηκώθηκε και προσγειώθηκε με δύναμη στο μάγουλό του. Ξαφνιασμένος έφερε το χέρι του στο πρόσωπό του και με κοίταξε, ενώ ταυτόχρονα στα μάτια του συγκεντρωνόταν καθαρή οργή.
“Είσαι τυχερός που δεν φορούσα δαχτυλίδι.” πρόσθεσα ειρωνικά. Δεν ήξερα τον ακριβή λόγο που είχα αντιδράσει έτσι, όμως δεν είχα την υπομονή να το σκεφτώ. Δεν μπορούσα να αποφασίσω με βεβαιότητα αν τον χαστούκισα επειδή πήγε να με φιλήσει ή επειδή τελικά δεν το έκανε.. Ξεφύσσηξε αγανακτησμένος.
“Τελικά είσαι για δέσιμο.” είπε και με γρήγορο βήμα περπάτησε προς την αντίθετη μεριά απο αυτήν που είχαμε έρθει.
Τον ακολούθησα γρήγορα μιας και δεν είχα που αλλού να πάω, και απο το να περιφέρομαι μόνη μου στα στενάκια του Παρισιού ήταν προτιμότερο να τον πάρω στο κατώπι.
Προχωρούσε σκυφτός, χωρις να κοιτάζει στιγμή πισω του και απο την πλάτη του και μόνο μπορούσα να καταλάβω πόσο νευριασμένος ήταν. Μετά απο λίγα λεπτά σταμάτησε. Κοίταξε σκεπτικός δεξιά και αριστερά και έστριψε στον μεγαλύτερο απο τους δυο δρόμους. Επιτάχυνα το βήμα μου για να μην τον χάσω. Συνεχίσαμε έτσι μέχρις ότου φάνηκε μπροστά μας η γνώριμη γύρω περιοχή και η εισοδος του ξενοδοχείου. Τον είδα να μπαίνει βιαστικός μέσα και αποφάσισα να μην ανέβω κι εγώ πίσω του. Καταλάβαινα οτι ήταν πιο συνετό να τον αφήσω να ηρεμήσει ή ακόμα και να κοιμηθεί πριν κλειστώ μαζί του μέσα σε τέσσερις τοίχους.
Αγόρασα ένα μπουκαλι εμφυαλωμένου νερού στο κοντινότερο μαγαζί που ήταν ανοιχτό και περπάτησα λίγο, προσέχοντας αυτή τη φορά να μην χαθώ. Χωρίς να το καταλάβω, όταν άνοιξα την πόρτα του δωματίου μας, είχε περάσει μια ώρα. Οι προσευχές μου είχαν πιάσει τόπο. Ο Άρης κοιμόταν σαν πουλάκι, για άλλη μια φορά στο κρεβάτι.
Εκείνη την ώρα όμως δεν νευρίασα τόσο. Κάπου μέσα μου ένιωθα τύψεις γι'αυτό που έγινε μεταξύ μας. Άλλαξα, τελείωσα τα απαραίτητα διαδικαστικά πριν τον ύπνο και ετοιμάστηκα να ξαπλώσω, όταν ένας περίεργος ήχος, σαν πνιγμός, ήρθε απο τη μεριά του Άρη. Φαινόταν σαν να μην μπορούσε να αναπνεύσει. Έτρεξα ανήσυχη κοντά του και τον σκούντηξα. Κανένα αποτέλεσμα. Ο ήχος σταμάτησε αλλά δεν μπορούσα να τον αφήσω έτσι. Συνέχισα να προσπαθώ να τον ξυπνήσω, αλλά κοιμόταν τόσο βαθιά που δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Έκατσα δίπλα του στο κρεβάτι και τον ταρακούνησα πιο έντονα. Εκείνος κουνήθηκε λίγο, γύρισε στο πλάι και αγκάλιασε τη λεκάνη μου τραβώντας με ταυτόχρονα. Ετσι λίγα δευτερόλεπτα αργότερα καταλήξαμε σε μια περίεργη στάση αγκαλιάσματος, με εμένα μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι κι εκείνον να έχει τα χέρια του στη μέση μου και το κεφάλι του στα πόδια μου. Με κρατούσε τόσο σφιχτά και μου έδινε την εντύπωση οτι κάτι φοβόταν. Δεν μπορούσα να φύγω.. Και δεν ήθελα να φύγω..

Πέρασα το χέρι μου ανάμεσα απο τα πυκνά σκούρα μαλλιά του και παρακολούθησα την ανάσα του που γινόταν όλο και πιο ρυθμική. Πόσο μπελάς πια...




Angelina S.