Στα χέρια ενός δαίμονα (Κεφάλαιο 11) Το Τέλος

Μοναλίζ
Φτασαμε μαζι στο σπιτι και ευτυχως ηταν αδειο. Ο Λιο ειχε βγει εξω και οι θειοι μου θα αργουσαν στα σιγουρα. Η αληθεια ειναι οτι στεναχωριομουν που θα τους αφηνα μου και σιγουρα θα εψαχναν για μενα μετα την εξαφανιση μου.
«Αμα αρχισουν να ψαχνουν και ολα οδηγησουν σε εσενα τι θα κανουμε?» ρωτησα τον Γκρεγκ που με βοηθουσε να μαζεψω τα πραγματα μου.
«Ειμαι σχεδον ανηπαρκτος αλλα ισχυει οτι ο ξαδελφος σου θα το κανει θεμα.»
«Μπορω να βοηθησω εγω.» ακουστηκε μια γυναικεια και γυρισαμε και οι δυο και κοιταξαμε στην πορτα. Εκει στεκοταν μια κοπελα με τον Κλοντ απο πισω της. Δεν ηταν η ιδια που ειχα δει μαζι με τον Γκρεγκ αλλα και αυτη ειχε κατι το περιεργο επανω της. Αραγε η αλλη που να ηταν? Εκεινη με πλησιασε και μου εδωσε μια θερμη αγκαλια ψιθυριζοντας μου κατι στο αυτι.
«Σ’ ευχαριστουμε που εισαι διπλα του.» ειπε και υστερα μου χαμογελασε. Της χαμογελασα και εγω και εριξε μια κλεφτη ματια στον Τομας.
«Ειμαι η Εμιλυ. Χαρηκα που επιτελους σε ειδα απο κοντα.»
«Παρομοιως. Πως ακριβως μπορεις να μας βοηθησεις?» ρωτησα και εκεινη εστρεψε το βλεμμα της τελειως προς την μερια του Τομας.
«Αμα ειχα και την βοηθεια ενος αλλου μαγου θα μπορουσα να κανω πολλα.» ειπε και ολονων τα βλεμματα επεσαν πανω του. Εκτος απο τον Γκρεγκ που χαμογελουσε και συνεχισε να μαζευει.
«Πώς το καταλαβες?» ειπε σοκαρισμενα ο Τομ και εκεινη γελασε ελαφρα.
«Φυσικα και θα καταλαβαινα οποιονδηποτε στο ειδος μου και απο’τι φαινεται δεν ειμαι μονη που το γνωριζει».
«Οπα! Δυο λεπτα! Το ηξερες και τοση ωρα δεν μου ειπες τιποτα?» τους διεκοψα εγω και κοιταξα τον Γκρεγκ περιμενωντας καποιες εξηγησεις. Εκεινος απλα χαμογελασε περισσοτερο και μου εσκασε ενα φιλι στο μαγουλο.
«Και εσυ γιατι τοσο καιρο δεν μου εχεις πει τιποτα?» γυρισα στον Τομ και εκεινος σηκωσε τα χερια σαν να παραδινετε.
«Δεν ηξερα οτι γνωριζες για ολα αυτα! Οταν ειδα τον Γκρεγκ στο παρκο και μιλησαμε αργοτερα καταλαβα τι ηταν πραγματικα. Μεχρι τοτε το εκρυβα απο τους παντες.» ειπε και μπερδευτηκα ακομα περισσοτερο. Ειχανε μιλησει πιο πριν, ο Τομ δεν ηταν ανθρωπος οπως νομιζα και ειχε παει κιολας να με φιλησει στην παραλια. Τελικα δεν ειναι η μοιρα μου να ζησω φυσιολογικα. Ο Γκρεγκ μολις σκεφτηκα την σκηνη με το παραλιγο φιλι στην παραλια, γυρισε και με κοιταξε εκπληκτος και μετα γυρισε το βλεμμα του στον Τομ. Ηταν ετοιμος να πει κατι και ευτυχως τον σταματησα πριν γινει το οτιδηποτε. Πως τα καταφερνε παντα και με πετυχαινε σε κατι τετοια?
«Αντε, ας τελειωνουμε γιατι θα γυρισουν και δεν θελω να μας βρουνε εδω.» ειπα και συνεχισα να μαζευω. Δεν πηρα τα παντα μαζι μου και με τα κυριως πραγματα μαζευτηκανε δυο σακουβαγιαζ και μια τσαντα πλατης. Κατεβηκαμε κατω και οταν ανοιξα την πορτα σταματησα αποτομα και ειδα εκεινη την κοπελα, που ειχα δει τις προαλλες στο παρκο, να μας περιμενει ακουμπισμενη πανω σε ενα μαυρο βαν. Φορουσε ενα καυτο σορτσακι και μαυρα γυαλια ηλιου. Ηταν τοσο σεξυ και αμεσως με επιασε ενα σφιξιμο στο στομαχι.
«Απ’ οτι φαινεται θα παμε οδικως.» γελασε ο Κλοντ και βγηκανε εξω. Τελευταιος βγηκε ο Γκρεγκορι και εγω σταθηκα στην πορτα για λιγο. Ενιωθα χαρουμενη αλλα και μονο στην ιδεα οτι εκεινος ειχε κανει κατι με αυτην οσο καιρο ημασταν χωρια με τρελαινε. Γυρισα την πλατη και μπηκα παλι μεσα στο σπιτι. Ανεβηκα πανω στο δωματιο μου και εκανα πως εψαχνα μην τυχων και εχω ξεχασει κατι. Στην πραγματικοτητα εψαχνα κατι που θα μου αποσπουσε την προσοχη. Ξαφνικα οπως στεκομουν στην μπαλκονοπορτα και ειχα αφαιθει στο κενο, ενιωσα δυο χερια να με αγκαλιαζουν και να με κρατανε σφιχτα. Στην αρχη τρομαξα αλλα υστερα οταν ειδα οτι ηταν εκεινος ηρεμισα.
«Τι σκεφτεσαι?» με ρωτησε γλυκα και φιλησε την κορυφη του κεφαλιου μου.
«Πες μου οτι δεν ονειρευομαι. Οτι ολα αυτα συμβαινουν στ’ αληθεια.» ειπα και εκεινος για απαντηση με γυρισε προς το μερος του και μετα απο ενα ενθαρυντικο χαμογελο, εσκυψε και με φιλησε απαλα.
«Αυτο σε επεισε?»
Κουνησα το κεφαλι καταφατικα και εκεινος χαμογελασε. Με τραβηξε απο το χερι και κατεβηκαμε με τους υπολοιπους. Ειχανε βαλει τα πραγματα στο πορτπαγκαζ και περιμεναν εμας τους δυο. Αφου εγω και ο Γκρεγκ καθισαμε μαζι πισω, η Εμιλυ και ο Τομ μπηκανε στο σπιτι και τους περιμεναμε ολοι μεσα στο αμαξι. Δεν μιλουσε κανεις και ο Κλοντ φαινοταν πολυ ανησυχος. Η αληθεια ειναι οτι ημουν περιεργη για το τι θα εκαναν αλλα δεν τολμουσα να ρωτησω. Υστερα απο δεκαπεντε λεπτα βγηκαν και εμοιαζαν και οι δυο κουρασμενοι. Ο Τομας συγκεκριμενα ηταν λες και θα επεφτε κατω. Τον βοηθησε η Εμιλυ να μπει πισω μαζι μας και εκεινη χωθηκε μπροστα στην αγκαλια του Κλοντ. Γυρισα και τον κοιταξα που ειχε κουλουριαστει και επερνε βαθιες ανασες.
«Εισαι καλα?» ρωτησα χαμηλοφωνα και του επιασα το χερι. Ενιωθα ενα δειλο τρεμουλο.
«Ναι. Εισαι ασφαλης πλεον.» ειπε μεσα απο τα δοντια του. Ψιθυρισα ενα ευχαριστω και του κρατουσα το χερι μεχρι και που κοιμηθηκε. Με ειχε βοηθησει τοσο πολυ και σχεδον δεν με ηξερε. Μετα απο λιγο γυρισα παλι πλευρα και ηρεμισα στην αγκαλια του Γκρεγκ ενω εκεινος μου χαιδευε τα μαλλια. Επιτελους ημουν ελευθερη, μακρια απο καθε απειλη εκεινου του ανθρωπου και ειχε αρχισει να μην με νοιαζει για τι εκαναν εκει πισω. Μου αρκει που το εκαναν και τους ευχαριστω τοσο πολυ γι’ αυτο.


Οδηγουσανε για ωρες προς τα βορεια και καθε τοσο ξυπνουσα η καναμε καποιες στασεις. Ο Τομ θα ερχοταν μαζι μας και μου εξηγησε πως δεν ειχε οικογενεια για χρονια και εμενε μονος του. Ηταν μια καλη ευκαιρια να μπορεσει να ειναι ο εαυτος του και να μην πεσει σε εκεινους που κυνηγανε ατομα σαν τον Γκρεγκορι.
Κοιμομουν στην αγκαλια του οταν καταλαβα οτι σταματησαμε και ακουσα την Καρολαιν να μιλαει σε καποιον. Ανοιξα τα ματια και ειδα πως ειχαμε σταματησει στην εισοδο ενος κτισματος. Υστερα απο την εγκριση του Κλοντ και του Γκρεγκ, ο φυλακας μας αφησε να περασουμε και η Καρολαιν οδηγησε το αμαξι στην μπροστινη εισοδο της επαυλης. Σταματησε και ολη κατεβηκαμε απο το αμαξι. Κοσμος μας υποδεχτηκε στην εισοδο και τρια κοριτσια σκαρφαλωσαν κυριολεκτικα πανω στα αγορια και την Εμιλυ. Ολοι εδειχναν χαρουμενοι. Εγω και ο Τομ κοιτουσαμε τριγυρω και εξερευνουσαμε τον χωρο με τα ματια μας. Οταν καταφερε ο Γκρεγκ να ξεφυγει ηρθε στο πλαι μου και με πηρε αγκαλια.
«Σου αρεσει?» με ρωτησε λες και δεν ηξερε ηδη την απαντηση.
«Ειναι τελειο.»
«Αυτο ειναι το σπιτι μας απο δω και περα.» χαμογελασε και σηκωθηκα στις μυτες των ποδιων μου για να τον φιλησω. Πηραμε ο καθενας τα πραγματα του και πηγαμε στα δωματια μας. Εμενα φυσικα ο Γκρεγκ με οδηγησε στο δικο του ωπου μειναμε για λιγο μονοι μας ανακτωντας τον χρονο που χασαμε. Μου ειχε λειψει τοσο που δεν χορταινα να βρισκομαι στην αγκαλια του.

Μερικες εβδομαδες περασαν και η Εμιλυ μαζι με τον Τομας με βοηθησαν να βρω την πραγματικη μου φυση. Ουσιαστικα ηταν σαν να πεθανα και ξαναγεννηθηκα αλλα σαν καποια ανταξια του Γκρεγκ. Οταν επερνα την πραγματικη μου μορφη τα ματια μου γινονταν πιο ανοιχτα και ειχα λευκα, πουπουλενια φτερα. Την πρωτη φορα που με ειδε εκεινος ειχε φρικαρει και δεν ξεκολλουσε απο πανω μου. Με προκαλουσε συνεχεια να αλλαξω μορφη και ελεγε οτι ετσι ημουν πραγματικα. Εγω ημουν ο αγγελος του και εκεινος ηταν ο δαιμονας μου. Μια αιωνιοτητα σφραγιστηκε με την λεξη «Σ’αγαπαω» και με δυο κοσμους για παντα ενωμενους....


Merian