Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 17)

Λίγο αργότερα ξεκινούμε και πάλι την πορεία μας μέσα στον ήλιο, που τώρα πια έχει γίνει λιγότερο εκτυφλωτικός. Ακόμη δε μπορώ να συνηθίσω το κατά πολύ μεγαλύτερο μέγεθος του ήλιου του Άριτον, σε σχέση με τον δικό μας ήλιο στον Προύτον. Καθώς συνεχίζουμε να περνούμε συνεχώς από έρημες πεδινές εκτάσεις ρωτώ τον Πίτερ γιατί δεν βλέπουμε κανένα χωριουδάκι ή έστω μικρό οικισμό.

«Στον κόσμο μας υπάρχουν πολλές διαφορετικές φυλές, δεν είναι όπως τον δικό σας, που τον κατοικούν μόνο άνθρωποι και ζώα. Έτσι οι φυλές ζουν σε οριοθετημένες περιοχές που οι υπόλοιπες σέβονται και δεν παραβιάζουν και τα υπόλοιπα εδάφη είναι προσιτά και ανοικτά σε όλους για να τα διασχίζουν, αλλά όχι για να τα κατοικούν», απάντησε.
Όσο περνούσαν οι ώρες το ταξίδι μας γινόταν όλο  και πιο μονότονο και κουραστικό. Ακόμα και η ιππασία που τόσο μου άρεσε είχε γίνει πολύ κουραστική. Ένιωθα την πλάτη μου να φωνάζει για ξεκούραση. Ο ήλιος έδυε βασανιστικά αργά. Το μόνο θετικό της υπόθεσης ήταν ότι είχαμε διανύσει ανέλπιστα μεγάλη απόσταση. Λίγη ώρα πριν σταματήσουμε και πριν νυχτώσει για τα καλά είδαμε φωτιές και ακούσαμε φασαρία αρκετά μέτρα μακριά μας. Δεν προέρχονταν από κάποια οριοθετημένη περιοχή που ανήκε σε κάποια φυλή, οπότε δεν γνωρίζαμε ποιοι τα προκαλούσαν. Σταματήσαμε αναποφάσιστοι για το τι έπρεπε να κάνουμε.
«Κλαρίσσα, μπορείς να μας πεις ποιοι είναι;» ρώτησε ο Έντουαρτ.
Η Κλαρίσσα κατέβηκε από το άλογό της και στάθηκε ακίνητη. Έκλεισε τα μάτια και ύψωσε τα χέρια της. Άρχισε να τα κουνάει αργά σε μια κίνηση σα να τραβούσε κάτι και να έκανε αέρα στο πρόσωπό της ταυτόχρονα. Η όλη σκηνή, καθώς ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα να χρησιμοποιεί τη δύναμή της, μου φάνηκε αστεία και άθελά μου μου ξέφυγε ένα σιγανό γελάκι, το οποίο γρήγορα κατέπνιξα. Για κακή μου όμως τύχη ήμουν πολύ κοντά στην Κλαρίσσα κι εκείνη το άκουσε. Άνοιξε τα μάτια της και μου έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα.
« Βρίσκεις κάτι αστείο ανόητη; Να σου θυμίσω πως χάρη σε εμένα γνωρίζουμε τα σχέδια της Αδελφότητας. Αλλιώς  μπορεί να σε είχαν πιάσει και να είχες χάσει το όμορφο κεφαλάκι σου», μου είπε οργισμένα, πριν ξανακλείσει τα μάτια της.
Εγώ δεν απάντησα και χαμήλωσα το κεφάλι. Σ’ αυτό είχε δίκαιο. Όσο και αν δε μου άρεσε οφείλαμε πολλά στην Κλαρίσσα και την παράξενη ικανότητά της και δεν έπρεπε να γελάσω, όσο παράξενη και αν είναι η διαδικασία χρήσης των δυνάμεών της. Παρ’ όλο όμως που ήξερα πως είχε δίκαιο ένιωσα τον θυμό να βράζει μέσα μου για εκείνη και τη συμπεριφορά της απέναντι μου.
« Είναι βάγγοι», απάντησε μετά από λίγο ανοίγοντας τα μάτια της και αφήνοντας τα χέρια της να κρεμαστούν δίπλα στους γοφούς της.
«Βάγγοι;», ψιθύρισα ερωτηματικά στον Χένρι που στεκόταν δίπλα μου.
«Νομίζω πως είναι το αντίστοιχο των τσιγγάνων του δικού μας κόσμου. Νομίζω πως τους είχε αναφέρει κάποτε ο Ρότζερ», μου ψιθυρίζει προς απάντηση εκείνος για να μην καλύψει τη φωνή του Έντουαρτ που πήρε το λόγο μετά το πόρισμα της Κλαρίσσα.
«Μάλιστα. Ευχαριστούμε Κλαρίσσα. Νομίζω πως πρέπει να τους πλησιάσουμε. Ίσως θα μπορούσαμε να αγοράσουμε από αυτούς μερικές προμήθειες. Σίγουρα θα έχουν αρκετές, αφού μετακινούνται όλη τους τη ζωή και κουβαλούν μαζί τους όλα όσα χρειάζονται για την επιβίωσή τους.».
«Ναι αλλά σχετικά με την αποστολή μας; Ξέρουμε αν είναι με το μέρος μας;», ρωτά ο Χένρι.
«Δε θα έχουμε κανένα πρόβλημα μαζί τους, γιατί είναι ουδέτεροι. Σε οτιδήποτε συμβαίνει σε αυτόν τον κόσμο είναι ουδέτεροι. Θεωρούν τους εαυτούς τους περιπλανητές του κόσμου, όχι κατοίκους του και έτσι δεν ενδιαφέρονται για το τι συμβαίνει πάνω του, ούτε για το τι κάνουν οι υπόλοιπες ανθρώπινες και μη φυλές. Αμφιβάλλω αν γνωρίζουν καν για την αποστολή μας. Συνήθως είναι αρκετά φιλικοί, αλλά καλού κακού έχετε έτοιμα τα σπαθιά σας και να είστε έτοιμοι για φυγή».
Μετά τα λόγια αυτά του Έντουαρτ ξεκινούμε και πάλι για να πλησιάσουμε τους βάγγους. Δεν είχα δει ποτέ μου τσιγγάνους πίσω στον Προύτον. Στην Ακαδημία τους θεωρούσαν την προσωποποίηση της βρομιάς, της ακολασίας και του εκφυλισμού του ανθρώπινου είδους. Δεν θα ενθάρρυναν ποτέ να δούμε κάποια παράσταση που τυχόν θα διοργάνωναν περιπλανώμενοι τσιγγάνοι που θα περνούσαν απ’ την πόλη. Ούτε ως Πίτερ δεν έτυχε ποτέ να προσέξω τσιγγάνους.
Φτάνοντας στην υπαίθρια κατασκήνωση των βάγγων, συμπεραίνω πως για ακόμη μια φορά οι καθηγητές στην Ακαδημία υπερέβαλλαν. Δεν είδα πουθενά τη βρομιά και την ακολασία που περιέγραφαν. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να ζούσαν συνεχώς στην ύπαιθρο, χωρίς σταθερή εγκατάσταση, αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ καλά οργανωμένοι σε αυτό που έκαναν. Είχαν μερικές δεκάδες μεγάλα ξύλινα κάρα, πολύ μεγαλύτερα από μια άμαξα πιο γερά και καλοφτιαγμένα, όμοια με βαγόνια, τα οποία είχαν πόρτα και παράθυρα και διάφορες άλλες λεπτομέρειες που τα έκαναν να μοιάζουν πράγματι με φορητά σπίτια. Τα κάρα τους είχαν όμορφα ζωγραφιστά σχέδια και σέρνοντας από δυνατά άλογα, τα οποία τώρα οι βάγγοι είχαν δεμένα σε μια άκρη και βοσκούσαν χορτάρι νωχελικά. Από ότι φαινόταν και οι βάγγοι δεν είχαν φτάσει στο σημείο αυτό πολύ νωρίτερα από εμάς, καθώς ακόμη έστηναν τον καταυλισμό τους με ταχύτητα και μεθοδικότητα και με φωνές, πολλές  φωνές. Φώναζαν δυνατά ο ένας στον άλλο λέξεις άλλοτε ακατανόητες και άλλοτε στην δική μας ομιλούμενη γλώσσα, λέξεις όχι πάντοτε κομψές, ή προσεκτικά επιλεγμένες. Παιδιά έτρεχαν γύρω γύρω ανεξέλεγκτα μαζί με σκυλιά κατσίκες και κότες, ανάμεσα στα κάρα και στις υπαίθριες φωτιές που είχαν ανάψει. Προσωπικά δε βρήκα τόσο άσχημο αυτόν το χαμό. Η κοινότητα έσφυζε από ζωή, χαρά και ελευθερία.
Μόλις φτάσαμε μπροστά στην κατασκήνωσή τους παιδάκια με γυμνά ή και όχι πόδια, ταλαιπωρημένα και στραβοφορεμένα παντελόνια και φούστες έτρεξαν προς το μέρος μας φωνάζοντας, ακολουθούμενα από γυναίκες με μακριές χρωματιστές φούστες και πουκάμισα, μαντίλια κεφαλής και λουλούδια στερεωμένα στα πλούσια λιτά μαλλιά τους και μεγάλα χρυσά σκουλαρίκια και βραχιόλια.
«Έλα καλέ στρατιώτη, κόπιασε να σου πω τη μοίρα σου…»
«….Να σου δώσω να πιεις κάτι να ξαποστάσεις…»
«…Πολλά καλά πράγματα σε περιμένουν μορφονιέ μου, στάσου να σου πω», άρχισαν να λένε οι γυναίκες. Όπως προέβλεψε ο Έντουαρτ ήταν φιλικές μαζί μας. Μερικές στιγμές μετά από της γυναίκες, πριν προλάβουμε να ξεπεζέψουμε καλά καλά ένας άνδρας βγήκε από το πλήθος των τσιγγάνων και στάθηκε μπροστά μας.
Ποιοι είστε και τι σας φέρνει στον καταυλισμό μας;», ρώτησε ο άντρας με μια τραχιά προφορά. Τα λευκόγκριζα ατημέλητα μαλλιά του έρχονταν σε αντίθεση με την σκούρη καφετιά του επιδερμίδα, το πρόσωπό του αυλάκωναν βαθιές ρυτίδες, σαν αυτές που δημιουργεί ο άνεμος διαβρώνοντας τα βράχια, ενώ μαύρα στίγματα, όμοια με γιγάντιες φακίδες κοσμούσαν τα ζυγωματικά του, λίγο κάτω από τα μαύρα, έξυπνα μάτια του. Από ότι φαινόταν ήταν ο αρχηγός της φυλής, καθώς όλοι οι υπόλοιποι παραμέρισαν για να περάσει και οι φωνές σταμάτησαν όταν μίλησε.
«Είμαστε Ιππότες σε αποστολή. Θα θέλαμε αν μπορούσατε να μας πουλήσετε μερικές προμήθειες», είπε ο Έντουαρτ ξεπεζεύοντας και στάθηκε μπροστά στον άντρα.
«Πολύ καλά. Έλα μαζί μου στο κάρο για να μου πεις για την αποστολή σας και για το τι προμήθειες χρειάζεστε», απάντησε ο άντρας και στράφηκε προς ένα κάρο με τον Έντουαρτ να τον ακολουθεί.
Λίγα λεπτά μετά ο Έντουαρτ βγήκε από το βαγόνι με τον άντρα να τον ακολουθεί. Ο άντρας αφού πρόσταξε κάποιους βάγγους να κουβαλήσουν κάποιες προμήθειες στο δικό μας κάρο προμηθειών, φώναξε:
«Δείξτε στους καλεσμένους μας τι θα πει διασκέδαση, ας παίξουν τα βιολιά και ας βγει το ποτό και το φαγητό».
Αμέσως οι υπόλοιποι έσπευσαν να ικανοποιήσουν το αίτημά του, ενώ εμείς στραφήκαμε παραξενεμένοι προς τον Έντουαρτ.
«Θα μείνουμε εδώ το βράδυ. Μπορείτε να διασκεδάσετε για λίγο, καθώς σήμερα κάνατε καλή δουλειά. Διανύσαμε μεγάλη απόσταση και απέχουμε μόνο μιάμιση ημέρα από το βασίλειο του Όρεστεν. Διασκεδάστε και χαλαρώστε. Μετά θα πάμε όλοι για ύπνο, γιατί το εγερτήριο ισχύει κανονικά το πρωί. Εγώ και όσοι κληρωθούν θα φυλάμε σκοπιά όλο το βράδυ και δε θα πιούμε καθόλου. Είπε και προχώρησε αμέσως στην κλήρωση.
«Οι άτυχοι ακολουθείσθε με με τα ξίφη σας», είπε και απομακρύνθηκε.
Πολύ σύντομα βιολιά και άλλα έγχορδα όργανα άρχισαν να παίζουν αρχικά έναν μελαγχολικό σκοπό, που σταδιακά έγινε πιο χαρούμενος, πιο γρήγορος και ταξιδιάρικος. Ένιωσα τη μουσική να μιλά μέσα μου, σα να απευθυνόταν κατευθείαν στην ψυχή μου. Ήταν ο πιο όμορφος ήχος που είχα ποτέ μου ακούσει. Φαγητό άρχισε να ψήνεται σε κάποιες από τις φωτιές και ποτό άρχισε να κυκλοφορεί σε ξύλινες κούπες. Χωρίς να το καταλάβω μερικές γυναίκες της φυλής με τράβηξαν σε ένα κάρο για να με ντύσουν όπως εκείνες, χωρίς να προλάβω να φέρω αντίρρηση.
Μέσα σε λίγη ώρα φορούσα ένα κατακόκκινο φόρεμα με στενό κορσέ στο πάνω μέρος που διέγραφε το σώμα μου μέχρι τη μέση και φαρδιά φούστα γεμάτη πτυχώσεις στο κάτω μέρος που έφτανε μέχρι τα γόνατα μου. Το πάνω μέρος του φορέματος είχε χαμηλό μπούστο και άφηνε ακάλυπτο το σώμα μου πάνω από την κλείδα αποκαλύπτοντας και ένα μέρος της ωμοπλάτης μου. Πέρα από το κατακόκκινο χρώμα του, το φόρεμα είχε μαύρες λεπτομέρειες, όπως τα κορδόνια  που το έδεναν σταυρωτά στο μπροστινό μέρος, τα μανίκια που βρίσκονταν στα μπράτσα μου και μια μικρή λωρίδα από τούλι στο κάτω μέρος του. Στο λαιμό μου φορούσα ένα κολιέ με μια μαύρη γυαλιστερή πέτρα, στα αφτιά μου κρέμονταν κόκκινα μακριά σκουλαρίκια, στην ίδια απόχρωση με το φόρεμα και το χρώμα που είχε βάψει τα χείλη μου, ενώ τα μαλλιά μου ήταν λιτά σε χειμαρρώδεις καστανές μπούκλες με ένα κόκκινο λουλούδι στερεωμένο λίγο πιο πάνω από τον δεξί μου κρόταφο.
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα επιφώνημα θαυμασμού μόλις αντίκρισα τον εαυτό μου σε έναν καθρέφτη που μου  υπέδειξε μια από τις γυναίκες που ανέλαβαν να με ντύσουν, μια όμορφη μελαχρινή βαγγισσα με μεγάλα εκφραστικά καστανά μάτια. Δεν έμοιαζα με τον εαυτό μου, με την εικόνα που είχα συνηθίσει να βλέπω: ένα άχρωμο, χλωμό κορίτσι. Τώρα έμοιαζα περισσότερο με γυναίκα παρά με κορίτσι, μια γυναίκα αρκετά όμορφη, ακόμη και για τα δικά ου αυστηρά γούστα. Δεν ήξερα πως ένιωθα για την νέα μου εικόνα. Όσο και αν μου άρεσε κατά βάθος με φόβιζε και με τρόμαζε συγχρόνως. Δεν ήθελα οι άλλοι να προσέξουν την αλλαγή αυτή, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον.
«Τώρα είσαι όμορφη και επικίνδυνη, σαν τη φωτιά», μου είπε η γυναίκα με την τραχιά προφορά που είχε και ο αρχηγός της φυλής της, στη βραχνή φωνή της και χαμογελώντας με οδήγησε έξω από το κάρο.
Κοίταξα γύρω μου ανήσυχα. Πλήθος κόσμου υπήρχε διάσπαρτο. Άλλοι έπινα και μιλούσαν έντονα, άλλοι γελούσαν, άλλοι χόρευαν πλάι σε μια φωτιά στον γρήγορο χορευτικό σκοπό που δεν έμοιαζε σε τίποτε με τους αργούς βαρετούς σκοπούς που χορεύαμε στην πατρίδα. Κανένας δε μου έδωσε σημασία καθώς βγήκα και άφησα έναν αναστεναγμό ανακούφισης να ξεφύγει από τα χείλη μου.
Ψάχνοντας μέσα στο ανάμεικτο πλήθος από χρωματιστούς βάγγους και ιππότες εντόπισα τον Χένρι και πήγα προς το μέρος του. Καθόταν πλάι στη φωτιά μαζί με τον Γκαστόν και έπιναν συζητώντας εύθυμα με κάποιους βάγγους.
«Πως τα περνάτε;», τους ρώτησα.
«Πολύ ωραί…», άρχισε να λέει ο Χένρι γυρνώντας προς το μέρος μου μέχρι που είδε πως ήμουν ντυμένη.
«Ω! Αυτό θα πει αλλαγή», είπε κοιτάζοντας με έκθαμβος για μια στιγμή.
«Τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέροντα αν οι γυναίκες ντύνονταν έτσι πίσω στην πατρίδα», είπε ο Γκαστόν με ένα πονηρό χαμόγελο κάνοντάς με να του ρίξω μια σκουντιά και εκείνος και ο Χένρι άρχισαν να γελούν.
Σηκώνοντας το βλέμμα μου  εντόπισα την Κόρα να κοιτάζει τα ζευγάρια που χόρευαν τον ζωηρό χορό των τσιγγάνων.
«Χένρι έρχεσαι μαζί μου να πάμε να δούμε το χορό», πρότεινα στον αδελφό μου.
«Εντάξει», είπε εκείνος και σηκώθηκε.
Φτάσαμε μπροστά στο σημείο που εύθυμα ζευγάρια, ανάμεσα στα οποία υπήρχαν και κάποιοι ιππότες, χόρευαν έναν παράξενο χορό. Τα χέρια τους κρατιούνταν και έκαναν γρήγορα πηδηχτά βήματα πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη κατεύθυνση. Αυτός ο χορός ήταν σίγουρα πολύ πιο διασκεδαστικός από το βαλς και κάθε άλλο αργό δικό μας χορό. Κάπου κάπου οι γυναίκες στροβιλίζονταν με τις φούστες τους να απλώνονται γύρω τους σαν χρωματιστά φτερά.
«Κοίτα εκεί Χένρι», είπα δήθεν αδιάφορα στον αδελφό μου κάποια στιγμή. «Η Κόρα κοιτάζει τους χορευτές με πολύ ενδιαφέρον. Γιατί δεν πας να της ζητήσεις να χορέψετε;», του λέω.
«Δεν ξέρω Λάιρα», μου απαντά δύσπιστα.
«Γιατί όχι. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι. Η Κόρα είναι καλή κοπέλα δε θα σε παρεξηγήσει αν κάνεις λάθος. Ούτε εκείνη ξέρει το χορό. Και είναι και πολύ όμορφη παρτενέρ», του λέω προσπαθώντας να τον πείσω.
«Τι σε έχει πιάσει;», με ρωτά παραξενεμένος.
«Τίποτε», του απαντάω αθώα. «Θα πας;», τον ξαναρωτώ.
«Εντάξει πάω», μου λέει ρίχνοντάς μου ένα ακόμη παραξενεμένο βλέμμα.
Εγώ χαμογελώ ικανοποιημένη καθώς τον βλέπω να κινείται προς το μέρος της, όταν μια φωνή από πίσω μου με κάνει να αναπηδήσω.
«Λάιρα; Εσύ είσαι;»
Στρέφομαι προς το μέρος της φωνής και αντικρίζω τον Γουίλ. Το βλέμμα του ταξιδεύει πάνω μου πριν σταθεροποιηθεί στα μάτια μου. Δείχνει έκθαμβος. Τα μάτια του θαρρείς και αντικατοπτρίζουν τη φωτιά του φορέματός μου, καθώς με κοιτάζει έντονα.
«Δείχνεις…», πάει να πει με φωνή βραχνή από την έκπληξη.
«Πανέμορφη», επεμβαίνει ο Σαντιάγκο κοιτάζοντάς με με ολοφάνερο θαυμασμό. Το πουκάμισό του είναι ανοιχτό στο πάνω μέρος, τα μαλλιά του κάπως ανακατεμένα και στο χέρι του κρατά μια κούπα. Από την μεγάλη ευθυμία στη διάθεση του συμπεραίνω πως έχει πιει μερικές κούπες.
Ο Γουίλ του ρίχνει ένα αγριεμένο βλέμμα καθώς μπήκε αυτόκλητα στη συζήτηση, αλλά ο Σαντιάγκο δε φαίνεται να του δίνει σημασία.
«Ευχαριστώ», του απαντώ νιώθοντας τα μάγουλά μου να συναγωνίζονται το χρώμα του φορέματός μου.
«Θα μου χαρίσετε αυτόν το χορό ωραία μου δεσποσύνη;», ρωτά θεατρινίστικα ο Σαντιάγκο.
«Γιατί όχι», απαντώ και ο Σαντιάγκο δίνει την κούπα του στον Γουίλ, ο οποίος την πιάνει έκπληκτος, ρίχνοντας ένα ακόμη δολοφονικό βλέμμα προς το μέρος του.
Του ρίχνω ένα απολογητικό βλέμμα και ψιθυρίζω ‘συγγνώμη’ καθώς ο Σαντιάγκο με τραβά προς το χορό.
Τελικά αποδεικνύεται πιο δύσκολο από όσο νόμιζα. Δε μπορούμε να σταματήσουμε να γελάμε καθώς προσπαθούμε χωρίς μεγάλη επιτυχία να μάθουμε τον γρήγορο και αρκετά πηδηχτό χορό που χορεύουν οι βάγγοι. Τα πόδια μας κινούνται ασυγχρόνιστα προς κάθε κατεύθυνση και είναι θαύμα που δεν πέφτουμε πάνω σε άλλα ζευγάρια.
«Παρατήρησα πως τα πηγαίνεις αρκετά καλά με την Κλαρίσσα τελευταία», λέω σε κάποια στιγμή, χωρίς να γνωρίζω ούτε κι εγώ πως μου ήρθε αυτή η παρατήρηση.
«Ναι», απαντά αόριστα, μετά από μια στιγμή ο Σαντιάγκο έκπληκτος για την άσχετη παρατήρησή μου.
 «Κοίτα, η Κλαρίσσα δεν είναι τόσο κακή όσο νομίζεις…», αρχίζει να λέει, αλλά τον διακόπτω.
«Τι θες να πεις, ότι μου συμπεριφέρεται καλά; Δεν έχεις δει πως μου μιλάει; Που ακριβώς κρύβει την καλοσύνη της απέναντι μου, γιατί δεν τη βλέπω», του λέω αγανακτισμένα.
«Μην την παρεξηγείς. Έχει περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια. Είδε τους γονείς της να δολοφονούνται μπροστά στα μάτια της. Έπειτα την πήρε υπό την προστασία του ο Τζάσπερ, ο άντρας που της ψιθύρισε κάτι την πρώτη μέρα που ήρθαμε. Εκείνος είναι η μόνη της οικογένεια  και της έμαθε να είναι σκληρή, να επιβιώνει και να είναι εριστική. Ο τρόπος ζωής τους την έκανε αυστηρή και απόμακρη με τους άλλους ανθρώπους. Πράγματι με εσένα είναι πιο σκληρή, αλλά αυτό είναι επειδή σε ζηλεύει. Από όσο κατάλαβα», λέει ο Σαντιάγκο.
«Με ζηλεύει; Δε θα το έλεγα. Με απεχθάνεται. Απεχθάνεται όσα είμαι. Ευχαρίστως θα με σκότωνε αν δεν ήμουν η Φύλακας της Προφητείας», απαντώ χωρίς να πείθομαι.
«Όχι. Πραγματικά σε ζηλεύει. Ζηλεύει αυτό ακριβώς, που εσύ είσαι η Φύλακας της Προφητείας. Θα ήθελε να ήταν στη θέση σου. Έχει προπονηθεί σκληρά και έχει περάσει πολλά συγκριτικά με τη θέση που τελικά έχει στην Προφητεία, μόνο επιβοηθητική».
Τον κοιτάζω αναποφάσιστη για τα λεγόμενά του. Ίσως και να μην ήταν τόσο παράλογα όσα έλεγε. Όσο εγώ το σκέφτομαι παίρνει άλλη μια κούπα στο χέρι του καθώς σταματάμε να χορεύουμε για λίγο και πίνει το μεγαλύτερο μέρος της.
«Αλλά φτάνει η συζήτηση για την Κλαρίσσα. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο, για σένα, ας πούμε».
«Για μένα», ρωτώ έκπληκτη.
«Ναι. Για σένα, για μας», λέει και με πλησιάζει περισσότερο.
Κάνω ένα βήμα πίσω αμήχανα, για τον τρόπο που με κοιτάζει, λογικά μέσα από τα μάτια του ποτού.
«Σαντιάγκο νομίζω πως ήπιες αρκετά. Δεν ξέρεις τι λες», του λέω με τη σιγουριά μου να έχει κάνει φτερά και την καρδιά μου να γροθοκοπά στο στήθος μου από το βλέμμα των ματιών του και την μικρή απόσταση που μας χωρίζει.
«Όχι είμαι εντάξει ξέρω πολύ καλά τι λέω και τι κάνω. Μου αρέσεις Λάιρα, μου αρέσεις πολύ. Δεν ξέρω πραγματικά τι μου συμβαίνει μαζί σου. Ποτέ δεν νιώθω αμήχανος μπροστά στις γυναίκες, συνήθως εγώ είμαι αυτός που τους προκαλεί αμηχανία. Αλλά αυτό δεν ισχύει με εσένα. Από τότε που ήσουν μικρή πάντοτε μου προκαλούσες έναν ανεξήγητο θαυμασμό. Τα άλλα κορίτσια χάνονταν δίπλα σου στα μάτια μου, ακόμη και τότε που ήσουν απλά ένα παιδί. Τώρα που σε ξαναβρήκα το κατάλαβα. Κατάλαβα τι είναι αυτό που συμβαίνει μέσα μου. Νομίζω πως είμαι ερωτευμένος μαζί σ…».
«Έλα Καζανόβα, νομίζω πως ήρθε η ώρα να ξαπλώσεις», επενέβηκε ο Ράλεϊ τραβώντας τον. Ο Σαντιάγκο αντιστάθηκε για λίγο και μετά τον ακολούθησε απρόθυμα. ‘Ευχαριστώ’ σχημάτισα τη λέξη  με τα χείλη μου προς το μέρος του Ράλεϊ κι εκείνος μου έκλεισε το μάτι.
Μόλις απομακρύνθηκαν άφησα έναν αναστεναγμό να ξεφύγει από τα χείλη μου, συνειδητοποιώντας πως κρατούσα την ανάσα μου και προσπάθησα να ηρεμήσω τον χτύπο της καρδιάς μου που χτυπούσε ανεξέλεγκτα απ’ την ένταση.
«Λάις είσαι καλά», με ρώτησε μετά από λίγο ο Γουίλ, χωρίς να καταλάβω πως ήρθε να σταθεί πλάι μου. Από ότι φαίνεται στεκόμουν ακίνητη και αφηρημένη μέσα στη μέση στο σημείο του χορού.
«Ναι. Είμαι εντάξει. Θέλεις να χορέψουμε;», τον ρωτώ ξαφνικά, καθώς δε θέλω να σκεφτώ τα τελευταία γεγονότα.
«Εντάξει», μου απαντά εκείνος και μου τείνει τα χέρια του.
«Συγγνώμη για πριν, για τη συμπεριφορά του Σαντιάγκο. Είχε πιει», του λέω.
Το βλέμμα του σκοτεινιάζει και αποκτά μια σκληρή έκφραση. Δε χρειάζεται να απολογείσαι  εσύ γι’ αυτόν», μου απαντά με φωνή που φανερώνει απέχθεια. Σπεύδω να αλλάξω θέμα για να ξαναφτιάξω το κλίμα.
«Είναι ένα όμορφο βράδυ», του λέω.
«Δεν είναι μόνο το βράδυ όμορφο», μου απαντά αόριστα με τη θάλασσα των ματιών του να πάλετε έντονα.
Ο χορός τελειώνει και αρχίζει ένας άλλος διαφορετικός. Πιο έντονος, πιο φλογερός. Κοιτάζουμε τι κάνουν τα ζευγάρια των βάγγων και προσπαθούμε να τους μιμηθούμε. Τα χέρια του έρχονται αβέβαια και ακουμπούν στη μέση μου. Μετά από λίγο στροβιλίζομαι κρατώντας το χέρι του Γουίλ. Η φούστα μου ανθίζει γύρω μου σαν φλογερό λουλούδι, καθώς περιστρέφομαι με τον ήχο των βιολιών να φουντώνει σαν τη φωτιά που έρχεται σε επαφή με το οξυγόνο. Το βλέμμα του Γουίλ γίνεται πιο έντονο και πιο απόμακρο, σαν τη φουρτουνιασμένη θάλασσα που μέσα της πλέει ένα πύρινο καράβι. Τα χέρια του με κρατούν σταθερά καθώς σκύβω προς τα πίσω κάνοντας ένα τόξο με τη μέση μου, μιμούμενη τις άλλες χορεύτριες και μετά τινάζομαι πάνω προς το μέρος του, έτσι που τα σώματά μας κολλούν σχεδόν το ένα πάνω στο άλλο και το πρόσωπό μου έρχεται σε απόσταση μερικών εκατοστών από το δικό του. Μια φωνούλα μου ξεφεύγει από την απώλεια του ελέγχου και της ισορροπίας που μου προκαλεί η απότομη κίνηση. Για μια στιγμή παγώνουμε και οι δύο σχεδόν αγκαλιασμένοι. Κοιταζόμαστε έντονα, μπορώ να διακρίνω τον πόθο στα μάτια του Γουίλ. Ίσως και το δικό μου βλέμμα να χει ανάλογη έκφραση, δεν ξέρω. Πάντως ξαφνικά ο Γουίλ με αφήνει. Στο βλέμμα του ο πόθος αντικαθίσταται από μια πονεμένη έκφραση. 
«Δεν μπορώ να το συνεχίσω αυτό Λάιρα. Συγγνώμη», λέει και γυρνώντας μου την πλάτη χάνεται μέσα στο πλήθος.
Όλγα Σ.