Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 21)

Είμαι πεσμένη στο έδαφος, ουρλιάζοντας απ’ τον πόνο που διατρέχει την σπονδυλική μου στήλη. Δεν μπορώ να ακούσω, ούτε να δω, τα πάντα έχουν θολώσει και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ο πόνος, καθώς και οι συνέπειες του τραυματισμού της σπονδυλικής μου στήλης. Καθυστερούμε.
«Έμιλυ!», ο Ναθάνιελ κάθεται πλάι μου, νιώθω τη ζεστή του παλάμη να αγγίζει το γυμνό μου δέρμα.
Παλεύω να σηκωθώ, καταπολεμώντας τον δυσβάσταχτο πόνο, αλλά είναι λες και τα χέρια μου είναι από κερί και λιώνουν, δεν σηκώνουν το βάρος μου και λυγίζουν. Πέφτω μπρούμητα, καταπνίγοντας την κραυγή που ετοιμαζόταν να βγει απ’ τα χείλη μου.
«Πρέπει να φύγουμε» λέω με τρεμάμενη φωνή και μορφάζω απ’ τον πόνο.
Ο Ναθάνιελ σηκώνει απότομα το κεφάλι του και κοιτάζει ευθεία, πέρα από εμένα. Αναγνωρίζω αμέσως τον φόβο στο βλέμμα του. Κάποιος έρχεται, που σημαίνει πως η ευκαιρία μας να γλιτώσουμε έχει χαθεί.
«Κάποιος πλησιάζει, πρέπει να κρυφτούμε» μου ψιθυρίζει. Με κοιτάζει έντονα για να βεβαιωθεί πως κατάλαβα και αφού γνέφω, με βοηθάει να σηκωθώ.
Παραπαίοντας κατευθυνόμαστε σε έναν θάμνο, που ναι μεν είναι μικρός, αλλά αρκεί για να μας κρύψει και τους δύο. Ο πόνος εξακολουθεί να κατασπαράζει το σώμα μου, αλλά η αγωνία μου για το αν θα μας πιάσουν βοηθάει στην καταπολέμησή του. Γέρνω πάνω στον ώμο του Ναθάνιελ και περιμένω. Το μόνο που ακούγεται είναι το κελάηδημα των πουλιών και το αεράκι που δίνει ώθηση στα φύλλα των δέντρων να ξεκινήσουν έναν αργό χορό. Δεν παίρνει πολλή ώρα να σιγήσουν οι όμορφοι ήχοι του δάσους και τη θέση τους να πάρει το σπάσιμο μικρών κλαδιών κάτω απ’ τα πόδια ενός αγνώστου.
Και για μια στιγμή που ο πόνος σχεδόν με αναγκάζει να ουρλιάξω, συνειδητοποιώ πως δεν είμαι τραυματισμένη. Πως για ακόμη μια φορά έπεσα θύμα των δυνάμεων της Μετοίκου που προσπαθεί να μας βρει. Πιθανόν οι κραυγές που ακούστηκαν πριν λίγο να ανήκαν στην φαντασία μας. Όλα για να καθυστερήσουμε. Δεν μπορώ να πω, αυτή η γυναίκα ξέρει πώς να πετυχαίνει τους στόχους της με ύπουλους τρόπους.
«Μάλλον έφυγε» λέει ο Ναθάνιελ όταν πια τα βήματα έχουν απομακρυνθεί αρκετά ώστε να μην ακούγονται.
«Πες μου πως μπορείς να τρέξεις» λέω.
Πρέπει να φύγουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, να χρησιμοποιήσουμε το εκατό τις εκατό των δυνάμεών μας για να φτάσουμε στον δρόμο. Αν καταφέρουμε να βγούμε απ’ το πυκνό δάσος, τότε θα είμαστε ασφαλείς.
Ο Ναθάνιελ γνέφει, «ναι, αλλά εσύ; Πονάς ακόμη;».
«Όχι, είμαι εντάξει. Άκου, ότι κι αν γίνει δεν πρέπει να σταματήσουμε…ακόμα κι αν ξανά ακουστούν κραυγές, εμείς θα συνεχίσουμε. Πρέπει να βγούμε απ’ το δάσος οπωσδήποτε».
«Εντάξει»λέει.
Και τρέχουμε.


***
Το τηλέφωνο χτυπάει μέσα στη νύχτα, αλλά δεν του δίνω σημασία. Έβλεπα ένα υπέροχο όνειρο ή μάλλον μια ανάμνηση, τη γέννηση της Έμιλυ. Όταν για πρώτη φορά αντίκρισα αυτό το μικρό πλασματάκι να κουνιέται ναζιάρικα μέσα στην αγκαλιά της μαίας. Η στιγμή που για πρώτη φορά συνειδητοποίησα πως έγινα πατέρας, η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Ήταν η μοναδική φορά που ένιωσα την Έμιλυ ασφαλή, που ένιωσα εκείνη, την Καρίνα κι εμένα ως μια φυσιολογική οικογένεια. Φυσικά, η ευτυχία μας δεν κράτησε για πολύ. Αμέσως προκλήθηκε πανικός. Όλοι ήταν αρνητικοί στη γέννηση αυτού του μωρού και όταν έφτασε η στιγμή, τα μέλη του Νερού, αλλά και μέλη αντίπαλων στοιχείων, ξέσπασαν σε διαμαρτυρίες. Έπρεπε να κρατήσω το παιδί μου ασφαλή, έτσι πήρα μια απόφαση. Την έστειλα μακριά.
Όταν το τηλέφωνο αρχίζει να χτυπά για τέταρτη φορά, η Καρίνα το σηκώνει. Με φωνή ακόμη επηρεασμένη απ’ τον ύπνο ρωτάει ποιος είναι. Γυρίζω απ’ την άλλη, σίγουρος ότι δεν πρόκειται για κάτι σημαντικό και κλείνω τα μάτια μου. Θέλω να ονειρευτώ ξανά την Έμιλυ μικρή, μέσα στην αγκαλιά μου, να χαμογελά με τα μικρά γαλανά μάτια της να λάμπουν από χαρά. Δεν προλαβαίνω καν να σχηματίσω το πρόσωπό της, η ανήσυχη φωνή της Καρίνα με αναγκάζει να ανοίξω γρήγορα τα βλέφαρά μου.
«Τι συμβαίνει; Ποιος είναι;» ρωτάω. Το πρόσωπό της είναι επισκιασμένο από φόβο.
«Είναι ο Γκρέισον…» λέει με τρεμάμενη φωνή, «η Έμιλυ…εξαφανίστηκε».


***
Όταν επιτέλους βρίσκουμε τον δρόμο, δεν μπορώ να ανασάνω. Οι πνεύμονες μου δουλεύουν πυρετωδώς, προσπαθώντας να αντλήσουν έστω και λίγο οξυγόνο. Κάθε ανάσα, μου είναι πολύτιμη. Ο Ναθάνιελ σκύβει και βήχει, κι εκείνος το ίδιο ανήμπορος να ανασάνει.
«Είσαι καλά;» ρωτάει λαχανιασμένος. Ο ιδρώτας έχει μουσκέψει τα ρούχα του, με αποτέλεσμα η μπλούζα του να γίνει ένα με το σώμα του. Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου απ’ τους γυμνασμένους κοιλιακούς που διαγράφονται κάτω απ’ το μπλουζάκι του. Ακόμα και εξουθενωμένος είναι πανέμορφος.
«Ναι» απαντάω, σκουπίζοντας τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό μου. Έπειτα κοιτάζω τριγύρω για να ελέγξω το μέρος και να δω προς τα πού θα κατευθυνθούμε.
Βρισκόμαστε στην άκρη του δρόμου, που προφανώς οδηγεί έξω απ’ το Μαύρο Δάσος, στο στρατόπεδο των Μετοίκων. Θα μπορούσαμε να πάμε προς τα εκεί, αλλά είμαστε υπερβολικά κουρασμένοι για άλλη μια δίωρη διαδρομή. Επιπλέον, η Μέτοικος μπορεί να μας περιμένει εκεί, σίγουρη πως θα ακολουθήσουμε το δρόμο. Επομένως, δεν μας μένει άλλη επιλογή απ’ το να περιμένουμε να εμφανιστεί κάποιο αυτοκίνητο.
«Που πας;» ρωτάει ο Ναθάνιελ μόλις ξεκινάω να περπατάω.
«Πρέπει να φύγουμε από εδώ, να πάμε καλύτερα απ’ την άλλη πλευρά του δρόμου και να καθίσουμε κάτω από εκείνο το δέντρο» λέω και δείχνω ένα μεγάλο πεύκο που στέκεται απέναντί μας περικυκλωμένο από χόρτα. «Θα περιμένουμε να εμφανιστεί κάποιο αυτοκίνητο».
«Έμιλυ», απλώνει το χέρι για να πιάσει το δικό μου, η παλάμη του είναι ζεστή και ιδρωμένη, «είναι επικίνδυνα εδώ κι αν κάποιος εμφανιστεί, ίσως να μην μπορέσω να σε προστατέψω…πρέπει να ειδοποιήσεις τους γονείς σου».
Με κοιτάζει με ένα παράξενο βλέμμα, δεν μπορώ να καταλάβω τι αισθάνεται. Νομίζω πως φοβάται, αλλά όχι για εκείνον….για εμένα.
«Εννοείς να μιλήσω στο μυαλό τους;».
Κατανεύει, «Ακριβώς, πρέπει να του ειδοποιήσεις αμέσως».
«Μα...αν έρθουν εδώ οι γονείς μου και μας βρουν μαζί, ενώ εσύ υποτίθεται πως βρίσκεσαι σε ένα νησί πολύ μακριά μου, σίγουρα θα καταλάβουν τι συμβαίνει. Κι όταν καταλάβουν τι συμβαίνει…είμαστε τελειωμένοι».
«Τουλάχιστον θα είσαι ασφαλής» λέει με ένα λοξό χαμόγελο.
«Ασφαλής; Έτσι νομίζεις; Ασφαλής θα είμαι μόνο όταν αυτή η γυναίκα πεθάνει και πάψει επιτέλους να με καταδιώκει».
Δεν θέλω να μαλώσουμε, αν και δεν ξέρω κατά πόσο αυτό είναι τσακωμός. Όπως και να έχει, εγώ του γυρίζω την πλάτη και περνάω στην απέναντι πλευρά για να κάτσω κάτω απ’ το πεύκο. Εννοείται πως με ακολουθεί.
«Περίμενε, Εμ» λέει και με τραβάει απ’ το μπράτσο. «Αν καθίσουμε εδώ, όποιος βγει απ’ το δάσος θα μας δει».
«Έχεις καμιά καλύτερη ιδέα;» ρωτάω, αλλά μόλις θυμάμαι ότι πρότεινε ήδη κάτι, που για μένα είναι ανόητο, προσθέτω: «Πέρα φυσικά απ’ το να ειδοποιήσω τους γονείς μου».
Αναστενάζει, «ορισμένες φορές είσαι πολύ ξεροκέφαλη».
«Ευχαριστώ, επίσης».
Τραβάω το χέρι μου για να μ’ αφήσει, αλλά αντί να υπακούσει, εκείνος κάνει ακριβώς το αντίθετο. Με το δεξί του χέρι να κρατάει ακόμα το μπράτσο μου, τυλίγει το αριστερό γύρω απ’ τη μέση μου και με κολλάει πάνω του. Μου κόβεται η ανάσα.
«Ώστε είμαι κι εγώ ξεροκέφαλος, ε;».
Κουνάω το κεφάλι. Πως μπορεί να φέρεται έτσι, όταν κινδυνεύουμε να πεθάνουμε;
«Ναι, είσαι» λέω.
«Τότε για αυτό είμαστε μαζί, επειδή μοιάζουμε».
«Νομίζω πως είμαστε μαζί επειδή ερωτεύτηκα αυτά τα μελί μάτια. Επίσης νομίζω πως με κοιτάς έτσι για να με πείσεις να κάνω αυτό που θες».
Ένα πλατύ χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του.
«Με κατάλαβες», λέει και ακουμπά απαλά τα χείλη του πάνω στα δικά μου.
«Λοιπόν;» λέει μετά από λίγο, «θα ειδοποιήσεις τους γονείς σου;».
«Όχι αν δεν εξασφαλίσω πρώτα τη δική σου ασφάλεια».
Γλιστρώ απ’ την αγκαλιά του και ξαπλώνω κατάχαμα. Κλείνω τα μάτια μου για να τα προφυλάξω απ’ το δυνατό φως του ήλιου και περιμένω τον Ναθάνιελ να έρθει δίπλα μου.
«Μωρό μου, σε παρακαλώ» λέει. Ο τόνος της φωνής του σχεδόν αγγίζει την απελπισία. Κέρδισε.
«Καλά, εντάξει! Θα τους ειδοποιήσω…και ο μόνος λόγος γιατί τα πράγματα θα είναι χειρότερα αν μας βρει η τρελή».
Ο Ναθάνιελ γελάει και δεν ξέρω αν είναι εξαιτίας της φωνής μου ή απλώς επειδή αποκάλεσα τη Μέτοικο «τρελή», χαρακτηρισμός που της ταιριάζει απόλυτα.
«Ωραία, άντε λοιπόν, κάνε γρήγορα γιατί η “τρελή” μπορεί να εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή».
Ναι, γελάει για το «τρελή».
Τον χτυπάω στον ώμο και έπειτα ανακάθομαι.
«Ετοιμάσου να θαμπωθείς απ’ το χρώμα των ματιών μου».
Ποιος θα το λέγε ότι μια μέρα, ενώ θα κινδυνεύαμε να πεθάνουμε, εγώ και ο Ναθάνιελ θα κάναμε πλάκες και θα γελούσαμε για βλακείες.
«Είμαι έτοιμος, αν και το χρώμα των ματιών σου ήδη με θαμπώνει. Τέτοιο λαμπερό γαλάζιο μόνο στα δικά σου μάτια έχω δει» με κοροϊδεύει.
«Τι ρομαντικός που είσαι» λέω ειρωνικά. Και τη στιγμή που το λέω, το πρόσωπό του σοβαρεύει.
«Κάνε γρήγορα, νομίζω πως ακούω ομιλίες» λέει.
Ξεροκαταπίνω, ενώ οι χτύποι της καρδιάς μου αυξάνονται. Κλείνω μάτια και σχηματίζω στο μυαλό μου την πρόταση που θέλω να λάβει η μητέρα μου. Ωστόσο, δεν προλαβαίνω να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου, και αυτό γιατί…
«Ποιοι είστε εσείς; Είστε καινούργιοι;» ακούω μια ανδρική φωνή. Είναι βραχνή κι έχει μια παράξενη χροιά.
Ανοίγω τα βλέφαρά μου και τότε αντικρίζω μια παρέα ανδρών που αποτελείται από δύο μέλη του Αέρα, δύο μέλη της Φωτιάς και ένα μέλος του Νερού. Όλοι γύρω στα εικοσιπέντε με τριάντα, με ρούχα κουρελιασμένα και πρόσωπα μαύρα απ’ τη βρώμα. Δεν αναγνωρίζω κανέναν τους, αλλά αμέσως καταλαβαίνω ότι είναι απ’ τους επικίνδυνους. Εκείνους που δεν έμαθαν ποτέ πώς να χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους και οι Θεοί Ηγέτες τους εξόρισαν στο Μαύρο Δάσος για να προστατέψουν την κοινωνία των στοιχείων.
Δεν ξέρω τι να πω και για καλή μου τύχη αναλαμβάνει ο Ναθάνιελ να απαντήσει.
«Ναι είμαστε καινούργιοι εδώ». Η απάντησή του δεν φαίνεται να ικανοποιεί ιδιαίτερα τους άντρες.
Ο ένας απ’ τα μέλη του Αέρα, στέκεται ένα βήμα πιο μπροστά απ’ τους υπόλοιπους. Πιθανόν να μίλησε εκείνος, αφού σμίγει τα φρύδια και κουνάει το κεφάλι πέρα δώθε.
«Εδώ σας παράτησαν;» ρωτάει και το βλέμμα του μεταφέρεται πάνω μου. Τα έντονα γκρίζα μάτια του λάμπουν για μια στιγμή, λες και είδε κάτι πολύτιμο που πρέπει να αποκτήσει. Ο Ναθάνιελ μπαίνει αμέσως μπροστά μου, διακόπτοντας την οπτική επαφή του μαζί μου.
«Ναι, εδώ» λέει υιοθετώντας ένα σκληρό ύφος.
«Αυτή τι δουλειά έχει μαζί σου;».
«Μας άφησαν μαζί εδώ» λέω. Απ’ το σπινθηροβόλο βλέμμα που μου ρίχνει ο Ναθάνιελ, καταλαβαίνω πως έκανα λάθος που άνοιξα το στόμα μου.
«Μας δουλεύεται; Οι γυναίκες δεν μένουν ποτέ σ’ αυτή την πλευρά του Δάσους» πετάγεται εκείνος του Νερού.
«Πάψε, Γουίλ» λέει το δεύτερο μέλους του Αέρα, δίνοντάς του μια σφαλιάρα στο σβέρκο.
Ο τύπος που μας μίλησε εξαρχής, ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα στους “φίλους” του και εκείνοι σκύβουν το κεφάλι μετανιωμένοι.
«Λοιπόν, αν δεν μας πείτε ποιοι είστε και τι δουλειά έχετε εδώ, δεν πρόκειται να φύγετε σώοι» λέει έπειτα, απευθυνόμενος σε εμάς.
«Ωραία λοιπόν, θα σας πω εγώ» λέει ο Ναθάνιελ, «είμαι ένα απλό μέλος της Φωτιάς. Δεν με έστειλε κανείς εδώ, ήρθα μόνος μου για να ξεφύγω απ’ την πρώην μου που δεν έλεγε να με αφήσει σε ησυχία. Η κοπέλα από εδώ είναι μέλος του Νερού και μένει επίσης εδώ, αλλά δεν γνωρίζω το λόγο».
Τα μάτια όλων των αντρών καρφώνονται πάνω μου. Νιώθω άβολα και είμαι αγχωμένη για την εξέλιξη αυτής τη αναπάντεχης συνάντησης.
«Και πως βρεθήκατε μαζί;».
Ο Ναθάνιελ φαίνεται να ψάχνει μια δικαιολογία, έτσι αναλαμβάνω εγώ να απαντήσω.
«Μένουμε κοντά. Το σπίτι του είναι λίγο πιο δίπλα απ’ το δικό μου».
Ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του άντρα που κατέχει τη θέση του αρχηγού.
«Ωραία. Πολύ ωραία. Λοιπόν, εσύ αγοράκι μπορείς να φύγεις» λέει.
Μου κόβονται τα πόδια. Ο λαιμός μου κλείνει, δεν βρίσκω λόγια να πω κι περιμένω ανυπόμονα την αντίδραση του Ναθάνιελ.
«Δεν πάω πουθενά χωρίς την κοπέλα» λέει τελικά.
Είμαι σίγουρη ότι αν ήξερε τι θα επακολουθούσε, δεν θα αρνιόταν ποτέ να φύγει.
Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο ο τόπος έχεις γεμίσει ανθρώπους. Άντρες όλων των ηλικιών και των στοιχείων μας περικυκλώνουν. Όλοι βρώμικοι, κουρασμένοι, χτυπημένοι. Τρέλα καραδοκεί στα μάτια τους, αλλά το χειρότερο είναι πως κρατούν όπλα. Από ένα μαχαίρι στο δεξί τους χέρι και το αριστερό προτεταμένο έτοιμο να εξαπολύσει τη δύναμη που κρύβει ο μέσα του καθένας τους.
«Εγώ θα έλεγα να το ξανασκεφτείς».


Δέσποινα Χρ.